Λοιπόν… βρεθήκαμε και πάλι στα μέσα του Ιουλίου στη Σκύρο για την παρακολούθηση του Διεθνούς Σεμιναρίου για το Ρεμπέτικο που έγινε για 15η χρονιά φέτος. Πολυεθνική συμμετοχή, όπως είχαμε γράψει και παλαιότερα από τις σελίδες των «Νησίδων». Το εξωτικό παραλειπόμενο είναι ότι φέτος συναντήσαμε ως μαθητές δύο νεαρούς Ιάπωνες που και μπουζούκι έπαιζαν και τραγουδούσαν ρεμπέτικα. Οπως πάντα, συνδιοργανωτές ο βιρτουόζος δάσκαλος Σπύρος Γκούμας, ο αγαπητός Γιώργος Μακρής και το σχήμα «Παρατεταμένοι».
Μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη ακολουθεί, στο περιθώριο του σεμιναρίου από δύο σημαντικούς συμμετέχοντες, την Ελληνίδα Πολίτισσα Ηβη Ντερμαντζή και τον διάσημο Τούρκο μουσικό συνθέτη Τζενκίζ Ονουράλ.
Ηβη: Γεννήθηκα στην Κωνσταντινούπολη από γονείς Ελληνες, ο παππούς από πατέρα μεριά ήταν από την Καστοριά. Ο παππούς από τη μητέρα ήταν από την Καππαδοκία, από την Καισάρεια. Σε νεαρή ηλικία ήρθε στην Πόλη κι απέκτησε περιουσία. Παντρεύτηκε τη Βασιλική Κουλάκογλου Ουζουλτζόγου, έκανε τέσσερα παιδιά, την Ιριδα, τον Βύρωνα, τον Κίμωνα και τον Χαράλαμπο. Η Ιρις παντρεύτηκε τον Βασίλη Παπαδόπουλο που, όπως είπα, ήταν από την Καστοριά και βγήκα εγώ στον κόσμο. Γεννήθηκα το 1955, εννέα μήνες μετά τα «Σεπτεμβριανά», ήμουν μωρό και δεν αισθάνθηκα τίποτε από αυτά, δεν τα έζησα. Διηγήσεις υπήρχαν μεν, αλλά στο σπίτι δεν τις μιλούσαμε ποτέ. Θυμόμουν ότι υπήρχε ένα «Reader’s Digest» η γαλλική έκδοση στο σπίτι, το είχε η μάνα μου στο προσκέφαλό της και έγραφε: «Le nuit blance de Constantinople» και μ’ έλεγε η μάνα μου: «Αυτό δεν θα το πειράξεις». Μετά σπούδασα στο σχολείο της κοινότητας, μετά πήγα στο Ζάππειο και μετά σε τουρκικό πανεπιστήμιο, στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, βγήκα γραφίστρια, εργάστηκα είκοσι χρόνια και δύο χρόνια πριν πάρω σύνταξη, γνώρισα τον Μουαμέρ Κεντέτζογλου -ένας φανταστικός ακορντεονίστας αόμματος- και μυήθηκα στη μουσική. Πάντα ασχολούμουν αλλά ποτέ επαγγελματικά. Οταν γνωριστήκαμε άρχισε η καριέρα μου η τραγουδιστική.
Τζενκίζ: Γεννήθηκα στην Πόλη, όπως και η Ηβη, σπούδασα πολιτικός μηχανικός, ο παππούς μου ήταν ερασιτέχνης μουσικός, έπαιζε πολίτικη λύρα κι έτσι γνωριστήκαμε με τη μουσική. Ως μωρό, έπαιζα μαζί του πολίτικη λύρα, όμως πέθανε όταν ήμουν στα δεκατρία. Αυτό με πόνεσε πολύ γιατί τον αγαπούσα. Αφησα τη μουσική, δεν έπαιζα πια, μέχρι το πανεπιστήμιο. Εκεί διάλεγες τι ήθελες να κάνεις, θέατρο, μουσική, καλές τέχνες κτλ., και εκεί ξανάρχισα τη μουσική. Πήρα τη λύρα από το παλιό κουτί του παππού μου, την επιδιόρθωσα και ξανάρχισα, ήθελα να ακούω αρμονία γι’ αυτό άρχισα την κιθάρα και μέχρι το τέλος των σπουδών μου στο πανεπιστήμιο έπαιζα λύρα και κιθάρα. Αρχισα να γράφω μουσική για θεατρικές παραστάσεις, άρχισα να συνθέτω κι από τότε γράφω μουσική, τώρα πια στη ζωή μου μόνο γράφω μουσική, ακόμα και κλασική για συμφωνική ορχήστρα, για ταινίες, σίριαλ, για μένα η μουσική δεν έχει σύνορα.
● Εδώ πώς βρέθηκες;
Δεκαέξι χρόνια πριν μου είπε η Ηβη για το σεμινάριο εδώ, η ίδια δεν μπορούσε να έρθει κι ήρθα εγώ για πρώτη φορά. Είχα ένα καλό μπουζούκι από του Σκουταράκη και ήταν η δεύτερη χρονιά του σεμιναρίου, δεκαπέντε χρόνια πριν, γιατί μια χρονιά, του κορονοϊού, δεν έγινε. Κάθε χρόνος είναι παράδεισος για μένα.
Ηβη: Το είχα μάθει από κάποιον Κύπριο, τον Μιχαήλη, δεν μπορούσα να έρθω, ήρθε ο Τζενκίζ, μου είπε ότι είναι πολύ ωραία κι έκτοτε έρχομαι κάθε χρονιά. Η σχέση μου με τη μουσική, τεσσάρων χρόνων είχα μπει στο ωδείο για πιάνο, ωστόσο σταμάτησα λόγω προβλήματος υγείας. Η μάνα μου επέμεινε κι έκανα εντατικά μαθήματα αλλά ήμουν τεμπέλα και δεν μελετούσα, οπότε βαρέθηκε ν’ ασχολείται μαζί μου, μου λέει «παράτα τα». Στα δεκαέξι μου άρχισα κλασική κιθάρα αλλά πάλι δεν μελετούσα, μέχρι που γνώρισα τον Μουαμέρ Κεντέτζογλου που ήταν ο καλύτερος συνοδός που θα μπορούσε να με συνοδεύσει. Σε κάποια εγκαίνια ο Μουαμέρ παίζει το «Στην Ελευσίνα μια φορά» και του ’κανα εγώ μια δεύτερη φωνή, το ’πιασε ο Μουαμέρ και μου λέει έλα αύριο να κάνουμε μια πρόβα. Ετσι ξεκίνησε η συνεργασία μας. Τραγουδούσα ρεμπέτικα και έντεχνα λαϊκά, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, μέχρι που είχαμε τη μεγάλη χαρά να κάνουμε δύο συναυλίες με τον Μίκη. Μας κάλεσαν για τα εβδομηκοστά του γενέθλια, βρεθήκαμε στη Λιβαδειά, ο Μουαμέρ, ο Τζενκίζ κι εγώ με την Ορχήστρα του Θεοδωράκη, τον Βασίλη Λέκκα, τον Πέτρο Γαϊτάνο και την Αλέξια. Στο ενδιάμεσο βγήκαμε εμείς σαν δώρο για τον Μίκη. Τραγουδούσα την «Μπαλάντα του Αντρίκου» και μπήκε πίσω μου όλη η ορχήστρα, σηκώθηκε ο Μίκης κι έγινε ένα φινάλε με τρεις χιλιάδες κόσμο, όλοι όρθιοι. Μόλις γυρίσαμε στην Πόλη, ένα τηλέφωνο από τη Μαργαρίτα: «Ηβη, θα γίνει μια συναυλία για την ελληνοτουρκική φιλία, σας θέλουμε». Κάναμε μια συναυλία στο Σπόρτιγκ. Εκεί ήταν κι ο Μητσιάς. Η καλύτερη συγκυρία, το θεωρώ στεφάνι στη ζωή μου να τραγουδάω δίπλα στον Μίκη, μια ερασιτέχνις, ήταν ένα θείο δώρο.
Η γνωριμία με τον Τζενκίζ είναι μια άλλη ιστορία. Eίχε τότε το συγκρότημά του, τους Incesaz (Ιντζεσάζ), ήμουν φαν, τον χάζευα να παίζει λύρα. Οταν έγινε το θέμα για τη συναυλία του Μίκη στην Ελλάδα, ο Μουαμέρ με φώναξε να κάνουμε πρόβα. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Τζενκίζ, που τον είχα σαν θεό... έμεινα άφωνη (παρέμβαση Τζενκίζ: «Ημασταν με τον Μουαμέρ στο ίδιο πανεπιστήμιο»).
● Τι μουσική ακούν στην Πόλη;
Τζ.: Είναι μια πολυπολιτισμική πόλη, ακούν όλα τα είδη, έχει όλα τα ωραία κι όλα τα σκουπίδια. Λίγος κόσμος ακούει τα ελληνικά ρεμπέτικα. Υπάρχει η παρανόηση πως κάθε ελληνικό τραγούδι είναι και ρεμπέτικο. Ολα τα σκυλάδικα τα νομίζουν ρεμπέτικα. Οταν πάμε κάπου να παίξουμε, ζητάνε κάτι για να χορέψουν, δυστυχώς. Σε μια προσπάθεια να αλλάξουμε αυτή τη νοοτροπία, κάνουμε για τρίτη χρονιά ένα σεμινάριο στην Ασσο, απέναντι από τον Μόλυβο. Κάθε χρονιά αυτοί που έρχονται ξέρουν ακριβώς με τι θα ασχοληθούν. Ετσι διαμορφώνεται ένα κοινό.
Ηβη: Επαθα την πλάκα μου προχθές, συνάντησα ένα παιδί στη Σμύρνη που δεν ήξερε ελληνικά και ήξερε όλους τους στίχους από τα τραγούδια του Βαμβακάρη, του Δελιά και των άλλων και τα τραγουδούσε.
Τζ.: Το σεμινάριο στην Ασσο δεν ασχολείται μόνο με το ρεμπέτικο, κάνουμε μαθήματα για μακάμια, κανονάκι, ούτι, από τον Ιούνιο μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου εναλλάσσονται ο κόσμος και τα θέματα.
Το σημερινό τουρκικό τραγούδι… ο κόσμος έχει αλλάξει. Οπως στην Ελλάδα, έτσι και στην Τουρκία ο κόσμος στρέφεται προς τα σκυλάδικα, την τέκνο κ.λπ. Βέβαια υπάρχει και καλή μουσική. Στην Ευρώπη πριν από τριάντα χρόνια το 7% των πωλήσεων ήταν κλασικής μουσικής και 4% τζαζ. Τώρα υπάρχουν τα social media και οι πλατφόρμες και η κλασική μουσική αντιστοιχεί στο 0,3%. Πολλές κρατικές φιλαρμονικές ορχήστρες παίζουν στην Τουρκία κλασική μουσική, είναι κρατικοί υπάλληλοι και δίνουν συχνά συναυλίες. Ομως υπάρχουν και ιδιωτικές ορχήστρες, όπως εμείς, που μαζεύουμε περισσότερο κόσμο γιατί αυτό που κάνουμε το κάνουμε με την ψυχή μας.
● Διαφορά της Κωνσταντινούπολης με το εσωτερικό της Τουρκίας;
Τζ.: Εσείς χρησιμοποιείτε μια έκφραση: όλα με τον καιρό ομογενοποιούνται, η Πόλη είναι ένα κέντρο που δέχεται επιρροές από παντού, στην Ανατολία δεν είναι έτσι. Ομως κάποια πράγματα που δεν φαντάζεσαι ότι υπάρχουν, είναι εκεί. Η μουσική ταξιδεύει. Στα βάθη της Ανατολής όταν πηγαίνουμε για συναυλίες, ο κόσμος τραγουδάει μαζί μας, ξέρει τα τραγούδια μας και μας αγκαλιάζει με αγάπη. Ομως την επόμενη μέρα ένα συγκρότημα heavy metal έχει την ίδια επιτυχία. Αυτή είναι η ζωή. Με τους Incesaz ταξιδέψαμε πολύ, σε όλη την Αμερική, σε όλο το κόσμο. Εχω γράψει κάποια κομμάτια για συμφωνική ορχήστρα και τα έχω παρουσιάσει σε Βουλγαρία, Γερμανία, Ρουμανία και βέβαια στην Τουρκία. Δεν γράφω μόνο για το συγκρότημά μου, γράφω και συμφωνικά έργα. Εχω πάει και στο Carnegie Hall.
Στην Τουρκία υπάρχουν πολύ λίγοι άνθρωποι που ζουν γράφοντας μουσική. Οι άνθρωποι που σε γνωρίζουν, αγοράζουν τα τραγούδια σου κι έρχονται στις συναυλίες.
Ηβη: Στην τελευταία δουλειά του ο Μουαμέρ μού έκανε το δώρο να πω τέσσερα γνωστά ρεμπέτικα τραγούδια, το «Καράβι-καραβάκι», την «Πειραιώτισσα», το «Βασανάκι» και το «Μες στη χασάπικη αγορά». Ετυχε να γράψω κι εγώ ένα τραγουδάκι το οποίο ο Τζενκίζ το ενέκρινε και για μένα ήταν μεγάλη χαρά. Ολη η ενορχήστρωση και η παραγωγή είναι του Τζενκίζ. Πήρα και μια σημαντική πρόταση για μια συναυλία με μια Τουρκάλα τραγουδίστρια με τραγούδια κι από τις δύο ακτές, σε μια αίθουσα σαν το Μέγαρο Μουσικής, στην Πόλη.
● Αν κανείς θέλει να σας καλέσει για μια συναυλία εδώ;
Τζ.: Θα θέλαμε πάντα να κάνουμε συναυλίες στην Ελλάδα. Εξαρτάται από τους πιθανούς χορηγούς. Εχουμε κάνει μόνο μία συναυλία, σε ένα φεστιβάλ στη Θεσσαλονίκη. Εμείς οι τρεις παίξαμε πολλές φορές στον κήπο του Ινστιτούτου Μικρασιατικών Σπουδών.
● Πόσο δύσκολο είναι να είσαι Ελληνας στην Πόλη;
Ηβη: Για μένα ποτέ δεν υπήρξε δύσκολο, είναι και ο λόγος που έμεινα. Φοίτησα σε τουρκικό πανεπιστήμιο. Το μόνο, που αναγκάστηκε ο πατέρας μου να αλλάξει το επώνυμό του από Παπαδόπουλος σε Ντερμαντζής, καθώς ήταν φαρμακοποιός. Ολοι μας οι θείοι έφυγαν για την Αθήνα. Εμείς μείναμε στην Πόλη. Εγώ δεν έχω κανένα παράπονο μένοντας στην Πόλη, αλλά βέβαια αυτή είναι η δική μου υποκειμενική άποψη.
Στη συνέχεια με αφορμή την ταινία «Πολίτικη κουζίνα» η Ηβη μιλάει για μια αντίστοιχη ταινία τουρκικής παραγωγής με τίτλο «Εξορία», που περιγράφει τα γεγονότα της εποχής εκείνης με αντικειμενικό τρόπο, όπως λέει η ίδια.
Ηβη: Η ταινία αυτή δεν προβλήθηκε ποτέ στην Ελλάδα. Δεν βρέθηκε αίθουσα. Ο παραγωγός έχει πεθάνει. Αλλά πάντα προσπαθούμε και θέλουμε να γίνει προβολή στην Ελλάδα.
● Πόσο εύκολο είναι να κάνει κανείς μουσική για ταινίες;
Τζ.: Ξεκίνησα με μουσική για το θέατρο, στη συνέχεια βήμα βήμα. Δεν έχω ειδικές σπουδές, αλλά έμαθα στην πορεία. Τα πράγματα βέβαια έχουν αλλάξει. Οι παραγωγοί των ταινιών σού λένε: «Δεν έχω ιδέα από μουσική αλλά… κάνε εκείνο, κάνε το άλλο, αλλά στο τέλος να είναι κάτι πρωτότυπο που να μην έχει ξανακουστεί. Και μετά ας μιλήσουμε για τα οικονομικά (γέλια)».
Αυτά λοιπόν από μια αθέατη πλευρά της μουσικής από την Κωνσταντινούπολη, τη σχέση της με σημαντικά κομμάτια της καλής ελληνικής μουσικής... Μια συνέντευξη που και ερωτήματα βάζει και κάποια θέματα ανοίγει.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας