Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου σκηνοθετεί τις «Βάκχες». Αυτό το νεαρό, πολύ ψηλό και πολύ αδύνατο αγόρι, που έχει ήδη σκηνοθετήσει στην Επίδαυρο («Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, Εθνικό, 2018), τώρα καταπιάνεται με μια σπουδαία τραγωδία, ιδιαίτερη και ρηξικέλευθη ακόμη και για τον ίδιο τον ποιητή της.
Οι «Βάκχες» του Ευριπίδη, «η τραγωδία των Ελλήνων, των αρχόντων και των λαών» κατά τον Πολωνό θεωρητικό και κριτικό του θεάτρου Γιαν Κοτ, γράφεται ενώ ο Πελοποννησιακός Πόλεμος έχει φτάσει ήδη στην τρίτη δεκαετία, οι Αθηναίοι έχουν φανερώσει την εξουσιαστική τους μανία σε όλο της το αρρωστημένο μεγαλείο και ο ίδιος ο ποιητής έχει έρθει σε επαφή με τη διονυσιακή λατρεία κατά την παραμονή του στη Μακεδονία. Σπάνια συναντάμε έργο με πρωταγωνιστεί τον θεό Διόνυσο. Γιατί τότε; Γιατί τώρα; Τι είναι αυτός ο θεός; Τι συμβολίζει; Είναι μια τραγωδία για τον Διόνυσο; Μήπως είναι για τη γυναίκα ή, ακόμα περισσότερο, για την παντοτινή ολότητα που αποτελεί την ύπαρξη γεμάτη από λογιώ λογιώ ετερότητες; Κάθε μορφής, χρώματος, σεξουαλικού προσανατολισμού, ηλικίας και φύλου; Ο Θάνος επιλέγει τη μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, που ως ψυχολόγος δίνει έμφαση στο ερώτημα: τι αντέχει/δεν αντέχει τελικά ο άνθρωπος και γιατί;
Πρωταγωνιστής της τραγωδίας ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, που δίνει ειδικό βάρος στον ρόλο: το βλέμμα, το γέλιο, οι κινήσεις του, η χρήση του σώματος και της φωνής του δρουν ακόμη πιο καταλυτικά και από τη ΛΟΑΤΚΙ+ σημαία που είδαμε ως τμήμα του σκηνικού σε έναν πολύ δυνατό συμβολισμό (δεν θα «μαρτυρήσουμε» πώς τη χρησιμοποίησε σκηνικά ο σκηνοθέτης, όχι γιατί μας το ζήτησε, αλλά για να νιώσουν οι θεατές τον συμβολισμό δίχως δική μας «καθοδήγηση»).
● Βγαίνεις στη σκηνή και καταθέτεις από την αρχή την παρουσία σου σε πολλαπλά επίπεδα, ως Διόνυσος, ως θεός της επιθυμίας, της απελευθέρωσης και του θεάτρου, με μία λέξη: Ηρθα.
Δεν ήξερε ο Θάνος αν θα έπαιζα τον Πενθέα ή τον Διόνυσο στην αρχή. Τελικά και εγώ επέμεινα και ο ίδιος το είδε πως δεν χρειάζεται να είναι ένας νεαρός με ξανθιές μπούκλες όπως τον φανταζόμαστε. Κάτι κοντά στον Χριστό ως μορφή. Ο Διόνυσός μας είναι άφυλος, αμφίφυλος, άχρονος, με μούσι, σμόκιν, με παπούτσια γυναικεία. Δεν είναι ένα πράγμα. Είναι όλον. Αυτό το «όλον» που συνεχώς μεταμορφώνεται και μεταλλάσσεται. Δεν είναι ποτέ το ίδιο. Είναι, δηλαδή, πηγή δημιουργίας αλλά και καταστροφής. Συνεχώς ένα δίπολο: ζωή και θάνατος. Χαρά και πόνος. Είναι αυτό που κάπως δεν μπορούμε πια να το καταλάβουμε, σαν να μη χωράει στο κεφάλι μας. Πάντα προσπαθούμε να καταλάβουμε ή το ένα ή το άλλο. Μας είναι δύσκολο να δούμε όλα τα κομμάτια που μας συνθέτουν, όλα απολύτως ακέραια και φυσικά. Γι’ αυτό δεν μπορούμε να δεχτούμε και τη διαφορετικότητα του άλλου. Γιατί δεν αντέχουμε ούτε τις δικές μας αντιφάσεις, που είναι όμως μέρος του θεϊκού μέσα μας. Είμαστε τα πάντα... Ερχεται λοιπόν ο Διόνυσος και το επιβάλλει αυτό. Με το φοβερό ρήμα «ήρθα» που λέει, δηλώνει όχι μόνο παρουσία (ύπαρξη δηλαδή) αλλά και αυτό που έρχεται. Είναι ο θάνατος; Είναι κάτι που κάνεις σαν να μην υπάρχει και δεν το βλέπεις; Ε, ο θεός σού λέει: «Δίπλα σου είμαι, αλλά δεν με βλέπεις». Και ο θάνατος δίπλα μας είναι και δεν τον βλέπουμε. Και ο έρωτας. Και ο άλλος. Και εμείς οι ίδιοι.
● Ο Πενθέας ζητά αποδείξεις από τον θεό για να πιστέψει. Τι προσπαθεί να διαφυλάξει; Τι μας φοβίζει και σήμερα στον «Διόνυσο»;
Ο Διόνυσος του λέει πως για να πιστέψει, για να «δει» ποιος είναι ο θεός, πρέπει να μυηθεί. Η μύηση είναι μια εκφυλιστική διαδικασία. Εκφυλιστική και μεταμορφωτική. Είναι ένας καθημερινός τρόπος ζωής, μία σπουδή όλης της ύπαρξης: διαποτίζεσαι συνεχώς από το φαινόμενο που λέμε ζωή. Και ξέρεις πως ενέχει θάνατο αυτό: το φαγητό που τρώμε, το κρασί που πίνουμε, τα πάντα. Ο Διόνυσος, ο θεός, η μεταμορφωτική αυτή αλήθεια δηλαδή, μάς οδηγεί στο να το νιώσουμε αυτό. Τι είναι θεός; Για μένα είναι φαντασία. Αυτό που δεν έχει όρια, που έχει τα πάντα. Μπορεί να είναι ένα φύλλο δέντρου και την ίδια στιγμή ένας λύκος που δαγκώνει το θήραμά του.
● Μόνο το φαντασιακό μάς εξελίσσει εξάλλου. Και η απληστία κινητοποιεί, αλλά δεν εξελίσσει.
Συμφωνώ. Είναι δύσκολα όλα αυτά, να αφεθούμε σε έναν «θεό», έναν «Διόνυσο», που μας φανερώνει πως είμαστε όντα με τα πάντα μέσα μας, πως το διαφορετικό δεν είναι κακό, πως το «κακό» (η καταστροφή, ο θάνατος, ο πόνος) δεν είναι αφύσικο, αλλά μέρος μιας διαδικασίας. Δεν είναι τυχαίο πως αυτός ο θεός είναι πάντα ξένος. Λέει πως έρχεται από μακριά, από την Ανατολή, την Ασία, με τον θίασό του, με τους ακολούθους του και θα φύγει πάλι. Ταξιδεύει συνέχεια, δεν έχει ναό. Είναι πάντα ανάμεσα στους ανθρώπους, όχι σε παλάτια, και αυτό είναι συγκινητικό. Γεννήθηκε από τη Σεμέλη, την κόρη του Κάδμου, αδερφή της Αγαύης (σ.σ. που γέννησε τον Πενθέα) που ερωτεύτηκε ο Δίας και μέσα σε κεραυνούς τη σκότωσε: δεν λέμε ως σήμερα «κεραυνοβόλος έρωτας»; Αυτός που σε αναγεννά και σε «καταστρέφει»; Ετσι και ο Διόνυσος, ο αρχαίος θεός και ό,τι αυτός συμβολίζει μέσα μας ώς τα τώρα, είναι ένα πλάσμα που γεννήθηκε από τη φωτιά των κεραυνών, που δόθηκε αλλού να μεγαλώσει, που ξαναδόθηκε, διαμελίστηκε, ξαναδιαμελίστηκε, ξαναγεννιέται. Είναι συνεχώς ένα πράγμα το οποίο δεν πεθαίνει και γεννιέται συνεχώς.
● Το θέμα είναι τι αντέχεις, όπως αφήνει να εννοηθεί και η παράσταση.
Ακριβώς, τώρα εδώ είναι το θέμα της πίστης. Δηλαδή λένε ας πούμε ότι ο Χριστός είναι γιος του Θεού. Το ίδιο και Διόνυσος που λέει συνεχώς «είμαι γιος του Δία» κι ας αμφισβητείται. Πολύ βαθιά σε αυτό υπάρχει ότι ο καθένας αν πιστεύει (δεν μιλάω στενά θρησκειολογικά) πραγματικά είναι γιος του Θεού και όχι γιος ανθρώπου. Αυτό φανταστείτε πόσο δύσκολο είναι μετά, αυτή την πίστη να την κάνεις πράξη. Είναι σχεδόν ακατόρθωτο. Γιατί είναι μια κοσμοθεωρία, όπως ο χριστιανισμός, που ναι μεν πιστεύεις στον νεαρό με την ξανθιά μπούκλα, αλλά δεν είχε τεράστιο κόστος: φανταστείτε σήμερα έναν νέο στην Ομόνοια με 12 μαντραχαλαίους να λέει αυτά τα πράγματα. Προφανώς θα ήταν κατάπτυστος και προφανώς θα τον σταυρώνανε. Βλέπεις, η απελευθέρωση (τότε το λέγαμε διονυσιακή λατρεία, τώρα το λένε ανάσταση) είναι μια μυητική διαδικασία: δεν κάνω ό,τι θέλω, δεν ασελγώ επάνω στην έννοια της ελευθερίας. Ούτε όμως έχω αμετακίνητες και ισχυρές πεποιθήσεις. Αυτό ισχύει σήμερα. Χτυπάμε, σκοτώνουμε, διώχνουμε τον διαφορετικό. Σφάζουμε ολόκληρους λαούς, επειδή δεν «υπακούν στους δικούς μας νόμους», όπως λέει και ο Πενθέας στο έργο, και η ύβρις του τον οδηγεί σε τραγικό τέλος. Λέμε «εγώ», «τα παιδιά μου», «η άποψή μου», «η ιδιοκτησία μου»! Μα δεν μπορούμε να δούμε από τι είμαστε φτιαγμένοι: από χιλιάδες διαφορετικά κομμάτια, όπως όλοι. Σκέφτομαι πως αν βγάζαμε την πέτσα μας (που διαφοροποιείται από άτομο σε άτομο) μέσα μένει μια κόκκινη μάζα σε όλους η ίδια! Το ξεχνάμε αυτό. Ο άνθρωπος γίνεται άτομο, δηλαδή αλαζόνας. Τότε έφτιαξαν τον Παρθενώνα ως ναό των δικών τους κατορθωμάτων. Η θεά Αθηνά ήταν οι Αθηναίοι. Γινόμαστε δέσμιοι της ιδιοκτησίας, μιλάμε μόνο για τον τόπο μας, τη χωρά μας, το σπίτι μας. Ο Διόνυσος μετακινείται διαρκώς, δεν έχει σπίτι. Και το λέει ο χορός, οι Βάκχες: «Με έναν θίασο φεύγει η ψυχή»!
● Εξάλλου ο Διόνυσος είναι ο θεός του θεάτρου...
Ναι, και έχει τον θίασό του. Αυτόν που έχουμε όλοι μας. Που δεν τον «βλέπουμε», δεν τον θέλουμε. Ισως γι’ αυτό να κάνω θέατρο, για να φοβάμαι λιγότερο. Ισως γι’ αυτό πάμε στο θέατρο - για να μειώσουμε τους φόβους μας. Γιατί ο θεατής γίνεται όλα τα πρόσωπα της παράστασης: η Αγαύη, ο Πενθέας, ο Τειρεσίας, οι Βάκχες, ο Διόνυσος... Σήμερα αρνούμαστε τη φυσική ροή του κόσμου μέσα και έξω μας. Αγκιστρωνόμαστε από το «μου», το «εγώ».
Μα δεν μπορούμε να είμαστε δίχως τον άλλο. Ο Πενθέας αυτό κάνει: φοβάται. Φοβάται πως δεν θα ισχύουν οι νόμοι του ως βασιλιά της Θήβας. Πως οι γυναίκες θα γίνουν Βάκχες και θα φύγουν στα βουνά και δεν θα γεννάν παιδιά. Ετσι και σήμερα: οι άνθρωποι φοβούνται το «άλλο» και υπερασπίζονται αλλόφρονα τα «δικά τους». Είναι υποκριτές. Είναι η «σκιά» για την οποία μιλάει ο Διόνυσος, σαν λέει πως τη νιώθει να πέφτει στο πρόσωπό τους. Αυτή η σκιά είναι η υποκρισία. Γι’ αυτό και ο ίδιος γελάει, περιπαίζει. Στέκεται μπροστά μας (σ.σ. το έχει κάνει πολύ ωραία ο σκηνοθέτης και ερμηνεύει εκπληκτικά ο Κωνσταντίνος) και γελάει με χίλιους τρόπους, «λέγοντας» και πως «ουπς, έγινε και ένας θάνατος –ε, τι να κάνουμε;»
● Τι παθαίνουν όσοι φασιστοποιούνται απέναντι στην επιθυμία για ελευθερία;
Επιθυμούν διακαώς μια ασφάλεια. Ολα είναι επικίνδυνα για εκείνους. Ο άλλος, ο ξένος, ο διαφορετικός, ο γέρος... Ολο διακρίσεις, στα πάντα. Ο Πενθέας λέει πως δεν θέλει να βλέπει «τα σάλια του γερο-Διόνυσου». Δεν αντέχουμε το κορμί που μεγαλώνει, που μυρίζει αλλιώς, που έχει σάλια, ναι. Θέλουμε μια αιώνια νεότητα, λες και αυτό είναι το φυσικό. Εχουμε ανασφάλεια στα πάντα, γιατί βλέπουμε μέσα από παραμορφωτικό καθρέφτη και όχι από τον χιλιοσπασμένο που είμαστε εμείς. Τα κομμάτια μας. Ξέρεις, οι άνθρωποι θεομαχούν. Ακριβώς γιατί έχει σβήσει η σχέση με το «θείο» μέσα μας. Δεν μας επιτρέπουν ούτε να προσευχηθούμε (με την ευρεία έννοια), ούτε καν να πενθήσουμε μαζί. Ο νεκρός δεν μένει, όπως παλιά, στο σπίτι να τον κλάψουμε –σε ένα γεμάτο σπίτι με γείτονες και φίλους.
● Βλέπουμε το διαμελισμένο σώμα του Πενθέα και σκέφτηκα τα Τέμπη. Οπου οι Αρχές δεν άφησαν όχι νεκρούς να βρουν, αλλά ούτε να διαμαρτυρηθεί ο κόσμος για το έγκλημα πενθώντας δημόσια. Απονομιμοποίησαν το πένθος, έριξαν δακρυγόνα, ξύλο...
Θέλουμε το συναίσθημα να μπει στο «ψυγείο», όπως και τις συνειδήσεις, όπως βάζουμε τον νεκρό. Μην πενθήσεις –πάρε ζάναξ. Αυτό μάς λένε. Βλέπουμε παντού «διαμελισμένα» σώματα: ανθρώπους στα πεζοδρόμια, στην Παλαιστίνη, στα Τέμπη. Εμείς είμαστε διαμελισμένοι και κάνουμε πως είμαστε αρτιμελείς και μια χαρά. Τα έχει πει υπέροχα ο Καβάφης στο «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» (ο Αντώνιος είναι ο Διόνυσος ουσιαστικά), τα έχει πει εξαιρετικά ο Νίτσε: «Εμφανίζομαι παντού με το ρούχο της δουλειάς. Ακουμπάω τους περαστικούς και τους ρωτάω: είστε ευχαριστημένοι; Είμαι ο θεός! Εγώ έφτιαξα αυτή τη γελοιογραφία», γιατί περί γελοιογραφίας πρόκειται. Γι’ αυτό γελάει ο Διόνυσος, σαν παιδί που έχει κάνει σκανταλιά. Γιατί ξέρει πως για να δούμε το όλον πρέπει να δούμε τα κομμάτια μας. Να «διαμελιστούμε» δηλαδή δίχως φόβο και να ξαναγίνουμε ολόκληροι. Και μόνο μαζί με τον άλλον, δίπλα του, γίνεται αυτό. Μόνο...
♦ Η παράσταση θα παρουσιαστεί στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, Παρασκευή 2 και Σάββατο 3/8, στις 21.00. Προπώληση (και για εισιτήρια, αλλά και για τη μετακίνηση με πούλμαν του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου): www.aefestival.gr, www.more.com. Διάρκεια: 120’. Με ελληνικούς και αγγλικούς υπέρτιτλους. Η παράσταση περιέχει σκηνές γυμνού και βίας. Κατάλληλη άνω των 15 χρόνων. Πρωταγωνιστούν: Κ. Αβαρικιώτης (Διόνυσος), Μαριάνα Δημητρίου (Τειρεσίας), Αλεξία Καλτσίκη (Αγαύη), Θέμης Πάνου (Κάδμος), Αργύρης Πανταζάρας (Πενθέας), Γιάννης Κόραβος, Διονύσης Πιφέας και Φώτης Στρατηγός (Αγγελιοφόροι), καθώς και 12μελής χορός κοριτσιών.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας