● Συνέχεια του άρθρου «Με τον Ι. Καντ στον “Διαφωτισμό”» από την προηγούμενη εβδομάδα
Η διακινδύνευση της διανοητικής πρακτικής των διανοουμένων ως διαφωτιστών εκτυλίσσεται ανάμεσα από την απόρριψη της «αυθεντίας» και την αξίωση της «ελευθεροφροσύνης». Πρόκειται μάλιστα για τις δύο όψεις της ίδιας συμπεριφοράς που από τον Kant συνοψίζεται ως «ελευθερία της πένας», με τις προφανείς διαβαθμίσεις ως προς την επιδεικνυόμενη τόλμη.
Η θεματική της «αυθεντίας», για παράδειγμα, συναρτάται στον Kant με την αδυναμία να «μεταχειρίζεσαι τον νου σου χωρίς την καθοδήγηση ενός άλλου», δηλαδή στην «έλλειψη αποφασιστικότητας και θάρρους» να σπάσεις τις αλυσίδες μιας «διαρκώς παρατεινόμενης ανηλικότητας» («Unmütindigkeit»): τις «φράσεις και τις φόρμουλες» που προκύπτουν ως «μηχανικά εργαλεία» της «έλλογης κατάχρησης» των «φυσικών χαρισμάτων» του ανθρώπου.
Κι αν λίγοι διαθέτουν την ικανότητα να αποτολμούν το «αβέβαιο πήδημα», υπονοείται ότι η «αληθινή μεταρρύθμιση του τρόπου της σκέψης» κατακτάται αργόσυρτα από τους πολλούς που κινδυνεύουν κάθε φορά να υποστούν την κηδεμονία των «νέων προλήψεων» («Vorurteile»), οι οποίες θα χρησιμοποιηθούν πάλι για τη «χαλιναγώγηση» του «απερίσκεπτου κοσμάκη». Ακριβέστερα, η «δημόσια χρήση του Λόγου» ασκείται «πρωτίστως στα πράγματα της θρησκείας», μια και στο πεδίο των τεχνών και των επιστημών οι κάτοχοι της εξουσίας δεν «ενδιαφέρονται να παίζουν για τους υπηκόους τους τον ρόλο του κηδεμόνα».
Αλλά κι αν ο «επικεφαλής του κράτους» ευνοεί την ελευθερία στη θρησκευτική ζωή ενδέχεται να συγκατατεθεί να πράξει το ίδιο και για τα θέματα της νομοθεσίας, επιτρέποντας στους υπηκόους του να χρησιμοποιούν «δημόσια τον δικό τους Λόγο», δηλαδή να κοινοποιούν τις σκέψεις τους «για μια καλύτερη σύνταξη του κράτους» καθώς και μια «κριτική με παρρησία» εκείνης που επικρατεί. Κι αν ο Φρειδερίκος της Πρωσίας, «διαφωτισμένος ο ίδιος», δεν «φοβάται τους ίσκιους», έχοντας έναν «καλά πειθαρχημένο στρατό» για τη διασφάλιση της «δημόσιας ησυχίας», θα μπορούσε να απευθύνεται στους υπηκόους του με τον εξής τρόπο: «Γκρινιάζετε με το λογικό σας όσο θέλετε και οπουδήποτε θέλετε, μόνο πειθαρχείτε».
Τούτο θα σήμαινε ότι ο «μεγαλύτερος βαθμός πολιτικής ελευθερίας» προϋποθέτει «ανυπέρβλητους φραγμούς» και, αντίστροφα, ο «μικρότερος βαθμός» προσφέρει στο «πνεύμα του λαού» τον διαθέσιμο χώρο για να ξεδιπλώσει «όλες τις δυνάμεις του». Μόνο που αυτού του είδους η διακινδύνευση δεν αναθεωρεί τη σχέση «μέρους» και «όλου», εφόσον η σχέση υπηκόων και κράτους παραμένει η ίδια και συνιστά ακόμη μια νομιμοποίηση του «όλου».
Ο Kant, που κρατά την ελευθερία της σκέψης αλώβητη από κάθε «αναγκασμό της πολιτείας» και όχι την ελευθερία του ανθρώπου να «ανακοινώνει δημόσια» τις σκέψεις του, υπογράμμιζε ότι ζει σε μια χώρα που απέχει πολύ από το «θέατρο της επανάστασης» και ότι δεν μπορούσε να υποκριθεί τον Ιακωβίνο, όταν μάλιστα και στην ίδια τη Γαλλία η εσωτερική τροπή των πολιτικών της πραγμάτων οδηγούσε από το Διευθυντήριο στον αυτοκράτορα.
Εξάλλου και στην Πρωσία, με τον θάνατο του Φρειδερίκου (1786) και τη σκλήρυνση του καθεστώτος που βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με τη Γαλλία, στο πλαίσιο της αντιγαλλικής συμμαχίας των ευρωπαϊκών μοναρχιών, και διευρύνει τις μορφές λογοκρισίας, ο ίδιος ο Kant δέχτηκε τη βασιλική διαταγή για την υιοθέτηση μιας «διανοητικής αυτολογοκρισίας» που θα απέτρεπε την «παραμόρφωση και εξύβριση» διδαχών της Αγίας Γραφής.
Ωστόσο είχε νωρίτερα επιμείνει ότι η ορθότητα της σκέψης προϋποθέτει τη δυνατότητα να σκέπτεται κανείς «μαζί με τους άλλους», στους οποίους «ανακοινώνουμε τις σκέψεις μας κι εκείνοι σ’ εμάς τις δικές τους».
Ετσι, η «εξωτερική βία» που αφαιρεί από τους ανθρώπους την «ελευθερία να ανακοινώνουν δημόσια τις σκέψεις τους» αφαιρεί συνάμα και την «ελευθερία να σκέπτονται». Αλλωστε η μόνη αρμοδιότητα ελέγχου που αναγνωρίζει, στο μέτρο βέβαια που ανταποκρίνεται στην «ώριμη πλέον ικανότητα της εποχής» ή στην «εποχή της κριτικής», είναι το «δικαστήριο» της «κριτικής του καθαρού λόγου».
Πάντα, εκτός από τον «διευρυμένο» τρόπο σκέψης που αντιμετωπίζει κανείς τα πράγματα από τη «σκοπιά του άλλου» ή τον «έγκυρο» τρόπο που τελείται σε διαρκή «ομοφωνία με τον εαυτό του», στον «διαφωτισμένο» τρόπο σκέψης σημαίνει ότι «σκέφτεται κανείς ο ίδιος».
Σε κάθε περίπτωση η «ανακοινωσιμότητα» παραμένει το «αποδεικτικό» στοιχείο αν κάτι εκλαμβάνεται ως «αληθές» (1781: 688) σε μια κοινωνία όπως η πρωσική που θα μπορούσε να ευνοεί την ανάπτυξη ενός «κρατικού καπιταλισμού» και συνακόλουθα ενός «αστικού πολιτισμού» (Löwy - Sayre 1992). Και μια παραπομπή για όσους/όσες κάνουν ότι την αγνοούν: Τομέας Φιλοσοφίας Παν/μίου Ιωαννίνων, Για τον Ιμάνουελ Καντ. 200 χρόνια μετά, Αθήνα «Νήσος» 2006, σ. 423.
*Ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας