Η κριτική ενός ολόκληρου παραγωγιστικού και (υπερ)καταναλωτικού αξιακού συστήματος ταυτισμένου με την πρόοδο ήταν στο κέντρο της εμφάνισης της πολιτικής οικολογίας στα τέλη της δεκαετίας του ‘60/κυρίως αρχές του ‘70.
Μπορούμε να πούμε ότι θεμελιωτές της υπήρξαν κυρίως στη δεκαετία του ‘60 ο Χ. Μαρκούζε, ο Ι. Ιλιτς και, βέβαια, από τις αρχές του ‘70 ο Α. Γκορζ μετά τη συνάντησή του με τους δύο προηγούμενους. Η αρχική κριτική του καπιταλισμού από τη μαρξιστική σκοπιά μετεξελίχθηκε σε κριτική του παραγωγισμού, του καταναλωτισμού, της κοινωνίας της αφθονίας, ιδίως ως προς τα αλλοτριωτικά της χαρακτηριστικά, όπως επίσης του βιομηχανισμού και του ωφελιμισμού, χωρίς ωστόσο να έχει τεθεί άμεσα το (πολιτικό) ζήτημα της οικονομικής δημοκρατίας, της συγκέντρωσης εξουσίας και των σχέσεων κυριαρχίας (και επί της φύσης) ως ζήτημα πλέον επιβίωσης (Ε. Παπαδημητρίου 1995, 2005).
Ακόμα λιγότερο η πολιτική οικολογία δεν είχε εντάξει άμεσα την κοινωνική δικαιοσύνη και κυρίως τη μείωση των ανισοτήτων στο πρόγραμμά της. Μέσα λοιπόν από αυτή την (αντιαριστερή) κριτική γεννήθηκε η πολιτική οικολογία, η οποία, εκτός από επιστημονικός κλάδος -παρά τις επ’ αυτού επιφυλάξεις (βλ. παρακ.)- συνιστά και (πολιτικό) κίνημα (Φ. Νικολόπουλος, 2004).
Είναι γνωστό ότι πολιτική οικολογία και επιστημονική οικολογία (ως κλάδος της επιστήμης της φύσης και των οικοσυστημάτων) δεν ταυτίζονται. Ο Α. Γκορζ είχε επισημάνει ότι το οικολογικό πρόβλημα-διακύβευμα δεν οδηγεί άνευ άλλου στην πολιτική οικολογία. Και τούτο διότι αυτό μπορεί να κατευθυνθεί είτε προς μια ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική κριτική είτε και σε έναν πράσινο τεχνοεπιστημονικό-τεχνοδιαχειριστικό καπιταλισμό.
Γι’ αυτόν (2008) μόνο η κριτική του καπιταλισμού οδηγεί αναπόφευκτα στην πολιτική οικολογία. Επίσης η πολιτική οικολογία, η οποία εμπνέεται σ’ έναν βαθμό από την επιστημονική οικολογία, δεν ταυτίζεται με την περιβαλλοντική επιστήμη (προστασία-διαχείριση του περιβάλλοντος) και τον περιβαλλοντισμό. Ετσι, η πολιτική οικολογία ορίζεται (Y. Fermion, 1997) ως η διάδραση και διάρθρωση τεσσάρων διεκδικήσεων-αιτημάτων: προστασία της φύσης και του περιβάλλοντος, κοινωνική αλληλεγγύη και δικαιοσύνη, ουσιαστική (αμεσοσυμμετοχική) οικοδημοκρατία και πλήρης ιδιότητα -και οικολογική- του πολίτη με χειραφετησιακή στόχευση, και, τέλος, ισοδίκαιες σχέσεις Βορρά-Νότου.
Ας σημειωθεί πως ο Μπ. Λατούρ έχει πρόσφατα αναδείξει μια νέα τάξη, απέναντι στην ενεργειοβόρα και μεγα-καταναλωτική ολιγαρχική τάξη των υπερπλούσιων του 1%, την «οικολογική τάξη» (από τα κατώτερα, λαϊκά, αλλά και τα μεσαία στρώματα), ως πολιτικό υποκείμενο και κοινωνική πλειοψηφία του οικοπολιτικού και οικοκοινωνικού μετασχηματισμού.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι πολιτική οικολογία είναι πάνω απ’ όλα μια ολιστική σύλληψη, μια σκέψη-κριτική «περί του όλου». Ως διεπιστημονική πολιτική φιλοσοφία ριζοσπαστικής κριτικής της εμπορευματοποίησης/«αγοραποίησης» και μεγέθυνσης του κόσμου, της διαρκούς και άκριτης ανάπτυξης της τεχνικής/τεχνοκαινοτομίας του οικονομισμού και των αγορών, αλλά και κοινωνικής και πολιτιστικής κριτικής (της υπερβολής και ύβρεως σε όλους τους τομείς), δεν στοχεύει μόνο σε ανατροπή των κυρίαρχων οικονομικών δομών και αξιών, αλλά και σε εναλλακτικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης με νέους θεσμούς.
Η πολιτική οικολογία προωθεί μια οικο-κοινωνία βασισμένη σε ανθρώπινες, ήπιες -οικονομικά και τεχνολογικά-, δημιουργικές, αλλά και τελικά ευχάριστες συμβιωτικές σχέσεις (η «convivialité» του Ι. Ιλιτς - 1973), με άξονα μια οικονομία των αναγκών (και όχι των αγαθών και των μεγεθών) και των σχέσεων (ακόμα και χαριστικών), σύμφωνα με το σλόγκαν «λιγότερα αγαθά, περισσότεροι δεσμοί, καλύτερη ζωή». Βασικό και αφετηριακό επίπεδο προς τούτο αποτελεί κυρίως ο βιοχωροτόπος, ο οποίος θα αποτελεί την «αγορά» των (νέων) οικονομικών σχέσεων-αναγκών με άξονα την ολιγοεπάρκεια και κύρια εργαλεία τη συνεταιριστική ή συνεργατική (αυτο)παραγωγή και την αυτοδιαχείριση για υπέρβαση της λογικής του κέρδους, και την αυτοδύναμη «τοπική διακυβέρνηση».
Τούτη βέβαια, αποκεντρωμένη και αποσυγκεντροποιημένη ουσιαστικά-θεσμικά σε όλα τα επίπεδα και με κύριο μοχλό τον δήμο (με «δήμο»), δεν θα γίνεται με άξονα τους κανόνες και τις απαιτήσεις της αγοράς/αγορών και της διαρκούς ανταγωνιστικής μεγέθυνσης, αλλά με βάση τις ανάγκες (βασικές και εύλογες καταρχάς, και αυτές αμεσοσυμμετοχικά σχεδιαζόμενες και αξιολογούμενες) και τα κοινά. Τα παραπάνω δεν σημαίνουν όπως υποστήριζε και ο Α. Γκορζ ότι απορρίπτεται από τη μια στιγμή στην άλλη ο ρόλος του κράτους σε άλλα (δημόσια) πεδία «γενικού συμφέροντος»/κοινού καλού. Και τούτο σε μια (νέα) οικοκοινωνική διάστασή του μέχρι βαθμιαίας αφυδάτωσης/εξασθένισής του.
Πιο κοντά στη φιλοσοφία και στο κίνημα της πολιτικής οικολογίας και με πιο δηλωμένα (οικο)κοινωνικά μετασχηματιστικά χαρακτηριστικά φαίνεται να βρίσκεται γενικότερα ο (δημοκρατικός) οικοσοσιαλισμός. Και αυτός όμως θέλει να διαφοροποιείται από την πολιτική οικολογία ως προς το ότι, σε αντίθεση με την τελευταία στην οποία ελλείπει η «υλιστική» (ταξική και ιδιοκτησιακή) και κοινωνική ανάλυση, θέτει στο επίκεντρο, σύμφωνα και με το οικο-σοσιαλιστικό μανιφέστο του Μπελέμ (2008), τη ρήξη με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και την κοινωνική δικαιοσύνη στην οικολογική/οικοκλιματική κρίση.
*Ομ. καθηγητής, Πανεπιστήμιο Πατρών
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας