Οι άνθρωποι περνάμε μεγάλο μέρος της ζωής μας σε μια ομίχλη αυτόματης συμπεριφοράς με βάση τις συνήθειές μας. Περνάμε πολύ χρόνο κυνηγώντας την ευτυχία και προσπαθώντας να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες μας. Ομως, λίγα πράγματα μας ικανοποιούν στον βαθμό που θα θέλαμε και εστιάζουμε πολύ στο κυνήγι της ευτυχίας, με αποτέλεσμα να καταλήγουμε δυστυχισμένοι. Ας σκεφτούμε μόνο τον πανικό της ημέρας που παγκοσμίως αφιερώθηκε στις ειδικές εκπτώσεις, τη Μαύρη Παρασκευή (Black Friday). Ανά τον κόσμο άνθρωποι κάθε ηλικίας σπεύδουν αξημέρωτα να προλάβουν μια καλή θέση στην ουρά της υλικής επιθυμίας.
Ο Stuart Ewen στο βιβλίο του Captains of Consciousness: Advertising and the Social Roots of the Consumer Culture υποστηρίζει ότι ο «καταναλωτισμός, η μαζική συμμετοχή στις αξίες της μαζικής βιομηχανικής αγοράς, εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1920 όχι ως μια ομαλή εξέλιξη από παλαιότερα και λιγότερο αναπτυγμένα πρότυπα κατανάλωσης, αλλά ως μια επιθετική πολιτική εταιρικής επιβίωσης» (οι μεταφράσεις του συντάκτη). Οι μεταπολεμικές κοινωνίες είδαν την υπερπαραγωγή αγαθών ως τη λύση για τη μεταστροφή της οικονομίας. Για να απορροφηθούν, όμως, οι τεράστιες ποσότητες της παραγωγής έπρεπε το καταναλωτικό κοινό να αποκτήσει αγοραστικές δυνατότητες και ταυτοχρόνως να αυξηθούν οι καταναλωτικές του ανάγκες. Το πρώτο έγινε εφικτό με την αύξηση των αποδοχών, καθώς οι εργαζόμενοι έβλεπαν το εισόδημά τους σταδιακά να μεγαλώνει. Το δεύτερο επιτεύχθηκε με την τεχνητή, μέσω των διαφημίσεων, αύξηση των αναγκών του. Ετσι, διαμορφώθηκε μια καταναλωτική κοινωνία.
Τα τελευταία πενήντα χρόνια ο πολιτισμός φοράει τις παρωπίδες της ψευδαίσθησης του πώς θα πρέπει να είναι η ζωή μας. Είτε πρόκειται για διαφημίσεις, είτε πλέον για το Instagram και το Facebook, υπάρχει μια ψευδαίσθηση ότι οι ζωές μας πρέπει να είναι τέλειες, ή τουλάχιστον έτσι να δείχνουμε. Πολλές φορές, χρησιμοποιούμε τις ζωές άλλων ανθρώπων, ακόμη και αυτό που προβάλλουν ως φανταστική ζωή, σαν μέτρο σύγκρισης. Στα περισσότερα μέσα ενημέρωσης κυριαρχεί μια αδιάκοπη προβολή του υλικού πλούτου και των καταναλωτικών αγαθών και δημιουργείται μια έντονη αίσθηση πίεσης σε πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι συνειδητοποιούν πόσο δύσκολο είναι να αντεπεξέλθει κάποιος στα καταναλωτικά πρότυπα της εποχής.
Η διαφήμιση έχει μολύνει και διαποτίσει τον πολιτισμό μας. Είναι παντού: στις ταινίες, στις τηλεοπτικές εκπομπές, στα βιβλία μας, στις εφαρμογές που χρησιμοποιούμε. Αυτό δεν συνέβη σε μια μέρα, αλλά για δεκαετίες η κουλτούρα της διαφήμισης διαποτίζει την κοινωνία. O Vance Packard στο βιβλίο του The Status Seekers υποστηρίζει ότι «οι περισσότεροι περιβάλλουμε τον εαυτό μας με σύμβολα status που ελπίζουμε ότι θα επηρεάσουν τις γνώμες των άλλων για μας και θα εδραιώσουν μια κοινωνική απόσταση μεταξύ ημών και όσων θεωρούμε κατώτερους. Η έντονη προώθηση αγαθών ως ταξικών συμβόλων από τους διαφημιζόμενους παίζει σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση της συνείδησης του status. Στη βάση της, στοχεύει να μας πείσει ότι πραγματικά χρειαζόμαστε όσα βλέπουμε. Σκοπός είναι να μάθουμε να αγοράζουμε χωρίς δεύτερη σκέψη πράγματα που μπορεί να μη χρειαζόμαστε. Ο διαφημιστής πρόσφερε στους εργαζομένους τη δυνατότητα να κερδίσουν την κοινωνική τους θέση μέσω της αγοράς αγαθών».
Πολλά παιδιά μεγαλώνουν έχοντας όσα επιθυμούν και όσα οι γονείς τους νομίζουν πως θα τα κάνουν χαρούμενα. Πολλοί γονείς νομίζουν πως διαθέτοντας στο παιδί όσο πιο πολλά δώρα και παιχνίδια μπορούν, πολλές φορές περισσότερα από όσα χρειάζεται, θα καλύψουν το κενό που αφήνει η απουσία επικοινωνίας και ουσιαστικής οικογενειακής σχέσης. Ετσι, υπάρχουν γονείς που θα αγοράσουν το καλύτερο παιχνίδι στο παιδί τους ως ένδειξη ότι το αγαπούν περισσότερο, ενώ θα του αγοράσουν και ηλεκτρονική συσκευή σε πολύ νεαρή ηλικία. Αυτό δεν έχει να κάνει με την εκπαίδευση του παιδιού στην τεχνολογία, αλλά με την εισαγωγή του από πολύ νωρίς στη νοοτροπία της απόκτησης προϊόντων. Ο Lawrence R. Samuel στο βιβλίο του Brought to You By: Postwar Television Advertising and the American Dream αναφέρει ότι «οι έμποροι παιδικών προϊόντων βασίζονταν πάντοτε στην τηλεοπτική διαφήμιση απλώς και μόνο επειδή τα νεότερα παιδιά δεν μπορούν να διαβάσουν, γεγονός που απομακρύνει αυτόματα τις εφημερίδες, τα περιοδικά, το υπαίθριο και το άμεσο μάρκετινγκ ως επιλογές μέσων». Γι' αυτό οι διαφημίσεις γίνονται πιο άμεσες και πιο θελκτικές για τα παιδιά.
Καθημερινά, τα παιδιά εκτίθενται όλο και περισσότερο σε διαφημίσεις, καθώς αυτές πολλαπλασιάζονται αναλόγως των συσκευών που πλαισιώνουν το παιδί. Τι απορροφούν και πώς μαθαίνουν τα παιδιά σε μια κοινωνία που ορίζεται όλο και περισσότερο από έναν ολιστικό καταναλωτισμό; Υπάρχουν περιθώρια στη σημερινή κοινωνία να προστατευθούν τα παιδιά από μια πρόωρη λογική καταναλωτισμού; Η Juliet Schor στο βιβλίο της The Consumer Society Reader εντοπίζει ένα πρόβλημα με τα σλόγκαν των τηλεοπτικών διαφημίσεων που τα παιδιά τραγουδούν ή απαγγέλλουν πριν ακόμη μάθουν να διαβάζουν· όμορφες διαφημίσεις και εύκολο να τις θυμάται κάποιος, που έχουν σχεδιαστεί για να διαμορφώσουν έφηβους και έφηβες βάσει καταναλωτικών προτύπων.
Τα παιδιά είναι πολύ ευάλωτα στο περιεχόμενο των διαφημίσεων και δεν μπορούν να διαχωρίσουν το ωφέλιμο από το επιβλαβές. Γι' αυτό, οι γονείς παίζουν βασικό ρόλο. Ειρήσθω εν παρόδω, στις αρχές του 2017 το βίντεο ενός δεκάχρονου κοριτσιού με το όνομα Presley, που την έδειχνε να λαμβάνει ένα δώρο, έγινε viral. Τη στιγμή που είναι καθισμένη στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου, οι γονείς της της δίνουν ένα κουτί που θα μπορούσε υπό άλλες συνθήκες να περιέχει οτιδήποτε. Η Presley, όμως, ανοίγοντάς το, αντικρίζει ένα δώρο που την κάνει να κατακλύζεται από ενθουσιασμό: το πρώτο της όπλο. Αν οι γονείς δεν το επέτρεπαν, το παιδί θα είχε αντιδράσει διαφορετικά, έχοντας διαφορετική προδιάθεση ως προς το τι θέλει ως δώρο.
Οι άνθρωποι καταναλώνουν πολύ επειδή οι αγορές έχουν μετατραπεί σε μια ψυχαναγκαστική κατανάλωση· αγοράζουμε πράγματα επειδή αυτό πρέπει να κάνουμε. Αυτό συμβαίνει επειδή πολύς κόσμος δεν βρίσκει ικανοποίηση στη δουλειά του. Νομίζουμε πως αυτή είναι η μυστική συνταγή της ευτυχίας. Ομως, όταν αποκτούμε κάτι που θέλαμε πολύ, συνειδητοποιούμε ότι δεν μας γεμίζει όσο πιστεύαμε ότι θα το κάνει. Επιπλέον, φτάνουμε στο σημείο οι αγορές να έχουν μετατραπεί σε μια ψυχολογική θεραπεία, βλέπε shopping therapy.
Την εποχή που οι άνθρωποι έχουν το υψηλότερο βιοτικό επίπεδο στην ιστορία, πώς γίνεται ταυτοχρόνως να υπάρχει λαχτάρα για το παραπάνω; Μοιάζει με μια βιολογική παραληρηματική λαχτάρα. Βιολογικά, ενώ έχουμε εξελιχθεί και έχουμε καθυποτάξει κάποια ένστικτά μας, ακόμη ανησυχούμε, ακόμη παλεύουμε με νύχια και με δόντια για περισσότερα. Γι' αυτό θέλουμε συνεχώς περισσότερα λεφτά, μεγαλύτερα σπίτια, καλύτερα κινητά, περισσότερα και καλύτερα αυτοκίνητα. Το πρώτο κινητό, όπως το αυτοκίνητο, προκαλεί μια ραγδαία ένταση ευτυχίας, χαράς και χρησιμότητας. Το δεύτερο έρχεται επειδή συχνά βαριόμαστε το πρώτο. Είναι ένας εθισμός που μας κρατάει σε έναν αστερισμό ανασφάλειας και δυστυχίας. Συχνά, ενθαρρυνόμαστε να διατηρούμε τον εθισμό μέσω τεχνολογίας και πληροφορίας.
Είμαστε υπερβολικά υλιστές με την καθημερινή έννοια της λέξης. Δεν είμαστε αρκετά υλιστές με την αληθινή έννοια της λέξης. Πρέπει να είμαστε αληθινοί υλιστές, δηλαδή να νοιαζόμαστε για τη σημαντικότητα των υλικών αγαθών. Αντ' αυτού, είμαστε σε έναν κόσμο στον οποίο τα υλικά αγαθά είναι τόσο σημαντικά για τη συμβολική σημασία τους, για το πώς μας τοποθετούν στην κλίμακα κύρους βάσει της διαφήμισης ή του μάρκετινγκ.
Τα τελευταία χρόνια έχουμε εισέλθει στον κόσμο που πάλι η Juliet Schor περιγράφει στο βιβλίο της Plenitude: The New Economics of True Wealth ως «ταχεία μόδα». Με αυτήν την έννοια, όλα τα προϊόντα χάνουν τη γοητεία τους αρκετά γρήγορα και πρέπει να αντικατασταθούν από νέα, εντός μόδας. Ετσι, τείνουμε να πετάμε τα αντικείμενα όχι όταν χάνουν τη χρηστική αξία τους, αλλά όταν δεν έχουν πλέον κοινωνική αξία ή δεν είναι στη μόδα. Ομως, ανεξαρτήτως του πόσα αγοράζουμε, πόσες τάσεις δοκιμάζουμε, στο τέλος δεν νιώθουμε πιο ολοκληρωμένοι. Επειδή δεν υπάρχει τέλος. Η Schor αναφέρει ότι «το 1991 οι Αμερικανοί αγόρασαν κατά μέσο όρο τριάντα τέσσερα φορέματα, παντελόνια, πουλόβερ, πουκάμισα, εσώρουχα και άλλα αντικείμενα. Το 1996 ο αριθμός αυτός είχε αυξηθεί σε σαράντα ένα. Μέχρι το 2007, η κατανάλωση ανά άτομο είχε φτάσει στα εξήντα επτά τεμάχια. Οι Αμερικανοί καταναλωτές αγόραζαν νέο ρούχο κάθε 5,4 ημέρες». Αυτή η συμπεριφορά φανερώνει μια πείνα που δεν ικανοποιείται, έναν πίθο των Δαναΐδων, έναν μόχθο δίχως τέλος. Βαθιά μέσα μας δεν θέλουμε περισσότερα αγαθά, περισσότερα αυτοκίνητα, περισσότερα παιχνίδια. Ως καταναλωτές θέλουμε αυτά που μας προσφέρουν. Ζητάμε να ικανοποιηθούμε.
Ταυτοχρόνως, αυτή η αλόγιστη, χωρίς μέτρο κατανάλωση προκαλεί την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος. Προκύπτει μια άκρως εξοντωτική υπερεκμετάλλευση που εξαντλεί τους φυσικούς πόρους και εντείνει τη μόλυνση του περιβάλλοντος. Η αμφισβήτηση του καταναλωτισμού προήλθε κυρίως από τα οικολογικά ρεύματα, που πρώτα αυτά ανέλυσαν επιστημονικά και πολιτικά το πεπερασμένο των φυσικών πόρων της Γης και αμφισβήτησαν την αντίληψη του δυτικού κυρίως πολιτισμού ότι πρόοδος είναι μόνο η συσσώρευση πλούτου. Ιστορικά, διάφοροι στοχαστές όπως οι Henry Thoreau, R. Waldo Emerson, Lewis Mumford, Η. Μarcuse, J. Κ. Galbraith, Jacques Ellul, Μurray Bookchin, Cristopher Lasch, Claude Lévi-Strauss, Μ. Foucault άσκησαν κριτική στο δόγμα της αιώνιας προόδου, στη λατρεία της τεχνολογίας και της κατανάλωσης, στον μετανεωτερικό ναρκισσισμό και στον κοινωνικό ντετερμινισμό.
Ιστορικά, στις κοινωνίες, η αξία του ανθρώπου δεν υπολογίζεται από αυτά που κάνει. Η κατοχή πραγμάτων γίνεται το μέσο για κοινωνική καταξίωση και προβολή. Τα πράγματα αποκτούν μια αξία συμβόλου, γοήτρου και επίδειξης. Ο άνθρωπος παύει να είναι ο εαυτός του και είναι αυτό που συμβολίζει το αυτοκίνητό του, το κινητό του, το σπίτι του.
Χρειάζεται να κατανοήσουμε ότι μόνο τα αγαθά και η κατανάλωσή τους δεν ικανοποιούν την ανάγκη μας για ουσία. Επίσης, ότι η συσσώρευση υλικών αγαθών δεν μπορεί να γεμίσει το κενό στις ζωές μας που δεν έχουν πια αυτοπεποίθηση ή σκοπό. Το να έχεις πολύ λίγα ή πολλά παραπάνω δεν μπορεί να προσφέρει ικανοποίηση όταν έχεις κάποιες αξίες στη ζωή σου. Χρειάζεται να υπάρχει μια ισορροπία και το να έχουμε όσα χρειαζόμαστε είναι η χρυσή τομή.
Εδώ πρέπει να κάνουμε μια διάκριση μεταξύ της λιτότητας που προκύπτει από την οικονομική κρίση και μιας αυτόβουλης ενεργητικής εγκράτειας, όπως τη χαρακτήριζε ο μεγάλος Ιταλός πολιτικός Ενρίκο Μπερλινγκουέρ το 1977, πολλά χρόνια πριν από την οικονομική κρίση του 2008: «Ο άκρατος ατομικός καταναλωτισμός παράγει μόνο διασπάθιση πλούτου και στρεβλώσεις της παραγωγής, αλλά πέραν αυτών και δυσφορία, αποπροσανατολισμό, δυστυχία».
Ο μινιμαλισμός ταυτίζεται με την εγκράτεια. Η ιδέα της εγκράτειας έρχεται από την αρχαία Ελλάδα και τον Πλάτωνα, που γράφει για την κυριαρχία της λογικής στα παρορμητικά μέρη της ψυχής. Ο έλεγχος των παρορμήσεων και των παθών επιτυγχάνεται με την εγκράτεια, ενώ η έλλειψή της οδηγεί στην κυριαρχία του ενστίκτου της παρόρμησης και των άμετρων επιθυμιών.
Ιδέα του μινιμαλισμού είναι να αγοράζεις ό,τι έχεις ανάγκη, να μπορείς να το αιτιολογήσεις στον εαυτό σου αν προσθέτει κάποια αξία στη ζωή σου. Αν δεν προσθέτει, τότε δεν το χρειάζεσαι. Αν δεν το χρειάζεσαι, δεν σε κάνει χαρούμενο. Ομως, είμαστε σε σύγχυση για το τι μας κάνει χαρούμενους. Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι τα υλικά αγαθά βρίσκονται όντως στο επίκεντρο όλων των στόχων και περιμένουν ότι με την ικανοποίηση κάθε επιθυμίας μόλις προκύπτει, θα καταφέρουν να κατακτήσουν μια ικανοποιητική ζωή. Ως ανθρώπινα όντα έχουμε έντονη προσκόλληση στην αρχή της ζωής μας στους ανθρώπους που μας φροντίζουν. Ορισμένες φορές νιώθουμε αυτή η προσκόλληση να μεταφέρεται στα αντικείμενα σαν να ήταν εξίσου σημαντικά με τους ανθρώπους.
Ετσι, αντί να έχουμε καταναλωτικά πρότυπα, μπορούμε να διαμορφώσουμε ως πρότυπό μας μια κοινωνία με λιγότερη ανισότητα και περισσότερη δικαιοσύνη. Ολοι να έχουν τις ίδιες ευκαιρίες και να είναι υπόλογοι απέναντι στον πλανήτη και στο οικοσύστημα. Οι καταναλωτικές σχέσεις να μην είναι προτεραιότητα και να δίνουμε σημασία στους κοντινούς μας ανθρώπους. Η ουσία βρίσκεται στο να καταφέρουμε να ελέγξουμε την επιθυμία για περισσότερα. Στο τέλος, πρέπει να μάθουμε ξανά να αγαπάμε τους ανθρώπους και να χρησιμοποιούμε τα πράγματα και όχι το αντίθετο.
● Για όσους ενδιαφέρονται, στο Netflix υπάρχει το ντοκιμαντέρ «Μινιμαλισμός: ένα ντοκιμαντέρ για τα σημαντικά πράγματα». Ανθρωποι που απορρίπτουν το αμερικανικό ιδεώδες ότι τα αντικείμενα φέρνουν την ευτυχία μιλούν σε συνεντεύξεις δείχνοντας την αξία του μινιμαλισμού.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας