«Ντόπιοι; Α, όχι! Δεν έχουμε εμείς εδώ τέτοιους ξένους!»
Πόντιος κάτοικος του χωριού Κάτω Βροντού προς την κοινωνική ανθρωπολόγο Μαρίκα Ρόμπου-Λεβίδη («Επιτηρούμενες ζωές», σελ. 57)
Σε ποιο βαθμό επιστήμες όπως η Κοινωνική Ανθρωπολογία μπορούν να συμβάλουν στο έργο του ιστορικού που μελετά το παρελθόν μιας πληθυσμιακής ομάδας;
Στις μέρες μας ακόμη και η έγερση του ερωτήματος προκαλεί, ως γνωστόν, σφοδρές αντιρρήσεις από πλευράς όσων θεωρούν -και σωστά- πως η Ιστορία (πρέπει να) γράφεται πρωτίστως βάσει αδιάψευστων γραπτών τεκμηρίων, τα οποία δεν είναι σωστό να εξισώνονται με προφορικές αφηγήσεις συζητήσιμης φερεγγυότητας.
Τι συμβαίνει όμως μ’ εκείνες τις σφαίρες της ανθρώπινης δραστηριότητας που δεν αφήνουν πίσω τους γραπτά κατάλοιπα – ή, ακόμη χειρότερα, όταν οι όποιες γραπτές «μαρτυρίες» γι’ αυτές έχουν συνταχθεί ως τοπική αναπαραγωγή ενός αυταρχικού κρατικού λόγου, με σκοπό την επινόηση ενός παρελθόντος που διαψεύδεται πανηγυρικά από τις αυθεντικές πηγές;
Είναι προφανές ότι εδώ η Κοινωνική Ανθρωπολογία έχει πολλά να προσφέρει, καθώς μέσω της αποκωδικοποίησης των σιωπών και των αντιφάσεων μπορεί να φτάσει εκεί που η μελέτη των γραπτών τεκμηρίων καταλήγει συνήθως σε αδιέξοδο.
Οπως ακριβώς τα άκρως υποκειμενικά (και ουκ ολίγες φορές ανακριβέστατα) απομνημονεύματα μας επιτρέπουν να φωτίσουμε πτυχές του παρελθόντος που ασφαλέστερες πηγές αφήνουν συνήθως στη σκιά.
Ελληνομακεδονική εθνικοφροσύνη
Αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις παρέσχε το βιβλίο της κοινωνικής ανθρωπολόγου Μαρίκας Ρόμπου-Λεβίδη «Επιτηρούμενες ζωές.Μουσική, χορός και διαμόρφωση της υποκειμενικότητας στη Μακεδονία», που κυκλοφόρησε τον περασμένο Μάιο.
Βασισμένο σε διδακτορική διατριβή που εκπονήθηκε στο Πανεπιστήμιο του Σάσεξ, το εξαιρετικό αυτό βιβλίο έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό κενό στην ελληνική (και διεθνή) βιβλιογραφία για το εγχώριο μακεδονικό ζήτημα: για πρώτη φορά, αντικείμενο δημοσιευμένης μελέτης αποτελούν όχι οι σλαβόφωνοι ντόπιοι της Δυτικής ή της Κεντρικής Μακεδονίας, αλλά οι ομόλογοί τους Ελληνες πολίτες στα ανατολικά του Στρυμόνα.
Μιας περιοχής όπου η εγγύτητα των βουλγαρικών συνόρων, η συνακόλουθη στρατηγική ανασφάλεια του ελληνικού κράτους επί δεκαετίες αλλά και η εξαιρετικά τραυματική εμπειρία δύο διαδοχικών βουλγαρικών εισβολών και κατοχών (1916-1918 και 1941-1944) οδήγησαν σε πραγματικότητες πολύ διαφορετικές απ’ ό,τι στο δυτικό άκρο της ελληνικής Μακεδονίας, τον κατεξοχήν μέχρι σήμερα χώρο παρατήρησης των κοινωνικών επιστημόνων που ασχολούνται με το ζήτημα.
Η συγγραφή του βιβλίου βασίστηκε σε επιτόπια έρευνα σε είκοσι τέσσερα χωριά των Σερρών και της Δράμας, κατοικούμενα εν όλω ή εν μέρει από «ντόπιους» –όπως αυτοπροσδιορίζεται (και εδώ) ο ιστορικά σλαβόφωνος μακεδονικός πληθυσμός, ασχέτως βαθμού επιβίωσης της μητρικής διαλέκτου.
Η έκταση της σλαβοφωνίας στη συγκεκριμένη περιοχή έχει αποκρυβεί από την εθνικά ορθή ιστοριογραφία και «εθνολογία» πολύ περισσότερο απ’ ό,τι αλλού.
Η απογραφή πληθυσμού του 1951, η τελευταία που κατέγραψε το «εθνικά ευαίσθητο» δεδομένο της μητρικής γλώσσας, μνημονεύει λ.χ. μόλις 378 σλαβόφωνους στον Νομό Δράμας, τη στιγμή που χωριά αμιγώς ή κατά πλειονότητα σλαβόφωνα, όπως ο Βόλακας, η Πετρούσα ή ο Ξηροπόταμος, αριθμούσαν σύμφωνα με την ίδια απογραφή πάνω από 1.000 ή 2.000 κατοίκους το καθένα.
Οι απόρρητες κεντρικές οδηγίες προς τους απογραφείς να αποσιωπούν τη σλαβοφωνία των κατοίκων, γραπτό τεκμήριο των οποίων έχει διασωθεί στην περιοχή της Εδεσσας, βρήκαν προφανώς εδώ αυξημένη εφαρμογή.
Σε αντίθεση με την ποικιλία προσωπικών στάσεων που συναντάμε στα δυτικά του Αξιού, η συγγραφέας καταγράφει εδώ μιαν αρκετά ομοιόμορφη τοποθέτηση των «ντόπιων» απέναντι στο όλο ζήτημα: ανεπιφύλακτες διακηρύξεις ελληνικότητας, συνοδευόμενες συχνά από την επίκληση όσων αυτοί τράβηξαν, ως Ελληνες, στη διάρκεια της τελευταίας βουλγαρικής κατοχής.
Εξίσου μονόχρωμες είναι και οι πολιτικές συνδηλώσεις αυτής της στάσης, με τονισμό της συλλογικής ένταξης στο εθνικόφρον στρατόπεδο κατά την κρίσιμη δεκαετία του 1940.
Στην Κατοχή, εθνικόφρονες ντόπιοι μετείχαν στο αντικομμουνιστικό αντάρτικο των Ποντίων του Τσαούς Αντών, η ντόπια συνιστώσα του οποίου (με επικεφαλής τον παλιό μακεδονομάχο οπλαρχηγό Χρήστο Τάσκα από το Παγονέρι) διεκπεραίωσε το 1944-1945 την επιλεκτική εθνοκάθαρση όσων συντοπιτών της θεωρούσε «Βουλγάρους», προστατεύοντας ταυτόχρονα τους υπόλοιπους από τους προσφυγικής καταγωγής συμπολεμιστές της.
Στον Εμφύλιο, οι περισσότεροι από τους εναπομείναντες ντόπιους της περιοχής κατατάχθηκαν στον κυβερνητικό στρατό και τις αντιαντάρτικες Μονάδες Αυτασφαλείας Υπαίθρου (ΜΑΥ)· μικρή μόνο μερίδα τους εντάχθηκε στον ΔΣΕ, διεκδικώντας -μεταξύ άλλων- τον σεβασμό της διαφορετικότητάς της στο πλαίσιο μιας μελλοντικής λαϊκοδημοκρατικής Ελλάδας.
Ουκ ολίγα ορεινά ή παραμεθόρια χωριά εκκενώθηκαν επίσης από τον στρατό και οι κάτοικοί τους μεταφέρθηκαν προσωρινά σε κεντρικότερα σημεία.
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι, στον λόγο των σημερινών αφηγητών, ΕΛΑΣ και ΔΣΕ εξομοιώνονται πλήρως, με παραγνώριση ακόμη και της μεταξύ τους ονοματολογικής διαφοράς (σελ. 67-70 & 89).
Η σκιά της βίας
Αν η ελληνική εθνική ιδεολογία έχει πλέον εδραιωθεί για τα καλά στις συνειδήσεις των ντόπιων της Ανατολικής Μακεδονίας, το ζητούμενο για την ανθρωπολόγο (και τον ιστορικό) είναι η ανασύσταση της διαδικασίας που οδήγησε στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα.
«Προκειμένου αυτή η εδραίωση να είναι επιτυχής», διαπιστώνει η Μαρίκα Ρόμπου-Λεβίδη, «μια άλλη διαδικασία διαγραφής και αυτο-απαξίωσης, που έχει τις ρίζες της στις αρχές του 20ού αιώνα, ήταν επίσης απαραίτητη. Αυτή συνδέεται με τις διαφορετικές στρατηγικές που υιοθετήθηκαν από τα πάνω σε διαφορετικές περιστάσεις για τη σταδιακή εξάλειψη κάθε αισθήματος εθνοτικής ταυτότητας και αποτελεί την πιο ισχυρή αιτία μετασχηματισμού.
»Η συσσωρευτική δύναμη των στρατιωτικών εκκαθαρίσεων, των δημογραφικών επεμβάσεων, καθώς και της πολιτικής, γλωσσικής και πολιτισμικής καταπίεσης, συνέτεινε στην απώλεια της ικανότητας των ντόπιων πληθυσμών των Νέων Χωρών να εκφράσουν την εθνοτική διαφορά. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο συχνά οι ντόπιοι της Ανατολικής Μακεδονίας δεν είναι σε θέση -ή δεν θέλουν- να αναγνωρίσουν τα βιώματα της διαφοράς.
»Οι σκληρές και μακροχρόνιες διαδικασίες ένταξης έχουν προκαλέσει την άρνηση της διαφοράς, που στην Ανατολική Μακεδονία δεν μπορεί να ερμηνευτεί με όρους συνειδητής ή μη συνειδητής απόφασης.
»Αποτελεί μέρος της υποκειμενικότητας των ντόπιων που διαμορφώθηκε από τη βιωμένη εμπειρία και υπερβαίνει την πολιτισμική σφαίρα.
»Οπως είδαμε, σήμερα οι ντόπιοι δεν έχουν όλοι την ίδια στάση απέναντι στο παρελθόν τους. Διαφοροποιούνται εσωτερικά όσον αφορά τη σλαβική, βουλγαρική ή μακεδονική διάσταση της ατομικής και συλλογικής υπόστασής τους.
»Ωστόσο, ορισμένες φορές οι ανομολόγητες μεταγραφές εκδηλώνονται μέσα από τις πολιτισμικές πρακτικές και έτσι υπάρχει περίπτωση να γίνουν αντιληπτές από τους τρίτους» (σελ. 171-2).
Καθοριστική γι’ αυτήν την εξέλιξη η συγγραφέας θεωρεί πάνω απ’ όλα την υπαγωγή των περισσότερων από τα χωριά που μελέτησε στην Επιτηρούμενη Ζώνη, που δημιουργήθηκε κατά μήκος των βορείων συνόρων επί Μεταξά και διατηρήθηκε μέχρι τη Μεταπολίτευση (στα Πομακοχώρια της Θράκης, ίσαμε το 1995).
Επί τέσσερις ολόκληρες δεκαετίες οι οικισμοί της Επιτηρούμενης Ζώνης βρίσκονταν κάτω από τον απόλυτο έλεγχο του στρατού, η διοίκηση του οποίου είχε την αποκλειστική αρμοδιότητα να ορίζει ποιος μπορούσε να κυκλοφορεί εκεί, ακόμη και να εκτοπίζει όσους κατοίκους θεωρούσε επικίνδυνους για την εθνική ασφάλεια (σελ. 43-8).
Εξίσου καθοριστική αποδεικνύεται όμως στην πορεία της αφήγησης ακόμη μία «λεπτομέρεια»: η συνεργασία μιας μερίδας ντόπιων με τις βουλγαρικές αρχές κατοχής.
Ορισμένοι απ’ αυτούς μετά τον πόλεμο εγκατέλειψαν τη χώρα ακολουθώντας τον βουλγαρικό στρατό, ενώ κάποιοι άλλοι έμειναν πίσω και «συμβιβάστηκαν με την ελληνική ταυτότητα, τόσο με όρους εθνικούς όσο και εθνοπολιτισμικούς»· η προστασία τους από διώξεις επί δωσιλογισμώ «θεμελιώθηκε στη συγγένεια, τις πελατειακές σχέσεις αλλά και την αμφίσημη σχέση όλων των ντόπιων με το ιδιαίτερο εθνοτικό και πολιτισμικό παρελθόν τους» (σελ. 67).
Οπως συμβαίνει κατά κανόνα σε τέτοιες περιπτώσεις, το προβληματικό παρελθόν επέβαλλε συνήθως γκροτέσκες επιδείξεις εθνικοφροσύνης.
Χαμένοι στη μετάφραση
Η επαγγελματική σχέση της συγγραφέως με τον χορό και η επικέντρωση της έρευνάς της στον μουσικοχορευτικό παραδοσιακό πολιτισμό των ντόπιων προσφέρει στον αναγνώστη μια σπάνια ματιά πάνω στα πολιτισμικά συμφραζόμενα αυτής της δύσκολης εθνικής ένταξης.
Μια πτυχή της αποτέλεσε η σταδιακή αντικατάσταση εθνικά στιγματισμένων οργάνων, όπως η γκάιντα (που οι χωροφύλακες παλιότερα «έσφαζαν» με το μαχαίρι, σαν κατάλοιπο ενός εχθρικού πολιτισμού), από τον εθνικά πιο ουδέτερο ζουρνά των Ρομά, που υποκατέστησε τελικά τους ντόπιους οργανοπαίχτες στα τοπικά πανηγύρια.
Μια άλλη πτυχή συνιστά η αντιπαράθεση μεταξύ διαφορετικών πολιτιστικών συλλόγων του ίδιου χωριού (σελ. 140-55) ή ακόμη και μεταξύ των εκπροσώπων διαφορετικών γενεών στο εσωτερικό ενός και του αυτού συλλόγου (σελ. 84-5).
Μολονότι ουδέποτε αυτό καταδηλώνεται προς τα έξω, οι φαινομενικά προσωπικές αυτές έριδες εμπεριέχουν συχνά μιαν υπόρρητη εθνοπολιτισμική διάσταση, τη διαφορετική δηλαδή στάση των εκατέρωθεν υποκειμένων απέναντι στη διαχείριση του σλαβικού υποστρώματος του τοπικού παραδοσιακού πολιτισμού.
Σε αντίθεση με τα τεκταινόμενα στη Δυτική Μακεδονία, απουσιάζει εδώ ολοκληρωτικά η ρητή προβολή εθνοτικής μειονοτικής ταυτότητας, έστω και εντός των ορίων του νεοελληνικού έθνους.
Διαφορετικής τάξης συνδηλώσεις αποτυπώνονται πάντως στο ετήσιο διασυνοριακό πανηγύρι του Ναού των Ταξιαρχών στο κατεστραμμένο Ακρινό (πρώην Λόφτσα), τις μεταλλάξεις του οποίου μέσα στη δεκαετία του 2000 η συγγραφέας παρακολούθησε και καταγράφει με εξαιρετική ενάργεια (σελ. 220-45).
Η σημαντικότερη προσφορά του βιβλίου έγκειται ωστόσο στην ανακάλυψη και ανασύνθεση της κοινωνικής διαδικασίας, μέσω της οποίας τα παλιά σλαβικά τραγούδια μεταφράστηκαν στα ελληνικά από τους ίδιους τους ομιλητές (ακριβέστερα, τις ομιλήτριες), προκειμένου να επιβιώσουν ως δείκτες πολιτισμικής διαφοράς.
Σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στα δυτικά του Αξιού, όπου το σλαβόγλωσσο τραγούδι διατηρήθηκε λίγο-πολύ αυτούσιο σε συνθήκες παρανομίας, αναπαραγόμενο δημόσια μόνο ως ορχηστρικό μέχρι και τη δεκαετία του 1990, στην Ανατολική Μακεδονία οι παραδοσιακοί σκοποί μεταφράστηκαν στα ελληνικά, έστω και με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα.
Σε πολλά απ’ αυτά τα τραγούδια, ακόμη κι ένας άσχετος ακροατής διαπιστώνει μιαν έκδηλη αναντιστοιχία ανάμεσα στον φυσικό τονισμό των στίχων και τη μουσική εκφορά τους, που παραβιάζει όλες τις συμβάσεις του δημοτικού τραγουδιού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το τραγούδι «Κορίτσι άσπρο κόκκινο» από το Χαρωπό (πρώην Ράντοβο) των Σερρών, που παρατίθεται στο παράρτημα του βιβλίου:
«Κόριτσί ασπρο κοκκινό / μή βαδιζεις πρώι γιά νερό / τό νερο μας ειναι μάκρια / έκει εχει δέντρο ύψηλο / θά καθισεις θ’ άποκοίμηθεις / δέν εχεί ποιος θά σε ξύπνησεί /
Έγω εχω αδέρφο τσόμπανό / αύτος θά εμενα ξύπνησεί / δέν μ’ αφηνει ν’ άποκοίμηθω» (σελ. 305).
Με την επιμονή αλλά και τη διακριτικότητα της κοινωνικής ανθρωπολόγου, η Μαρίκα Ρόμπου-Λεβίδη ανασυνθέτει αυτήν τη διαδικασία, όπως της την αφηγήθηκαν οι ντόπιοι πληροφορητές της –συχνά, οι ίδιες οι μεταφράστριες.
Γιατί η μετάφραση των τραγουδιών υπήρξε μια διαδικασία γένους θηλυκού, όπως άλλωστε και αυτό καθαυτό το τραγούδι στον παραδοσιακό πολιτισμό των ντόπιων.
Ως χρονική αφετηρία της όλης διαδικασίας εντοπίζεται το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1940, όταν η τοπική κοινωνία βγήκε από τον κατακλυσμό της βουλγαρικής κατοχής και τα περισσότερα σλαβόφωνα χωριά «μετακόμισαν» προσωρινά στα μετόπισθεν του εθνικού στρατού (σελ. 87-8 & 152).
Ως συλλογικό εργαστήρι του μεταφραστικού έργου λειτούργησαν τα «νυχτέρια», η παραδοσιακά ομαδική κατεργασία των αγροτικών προϊόντων από τις χωρικές στη διάρκεια του χειμώνα (σελ. 89-92).
Ειδικό κεφάλαιο του βιβλίου αφιερώνεται, τέλος, στη μεταπολεμική εισαγωγή του λόγιου εμβατηρίου «Μακεδονία ξακουστή» και την αναπαραγωγή του από τις κοινότητες, ως στοιχείο του «παραδοσιακού» -πλέον- ρεπερτορίου τους (σελ. 131-9).
Μια μουσική που πρωτοχρησιμοποιήθηκε στα εγκαίνια ενός εβραϊκού σχολείου της Θεσσαλονίκης το 1873 κι ένα άσμα παντελώς άγνωστο στην εθνική εργογραφία μέχρι το 1940, αναγορεύτηκαν, σχεδόν ταυτόχρονα με τις πρώτες μεταφράσεις των σλαβικών τραγουδιών, σε ακόμη ένα «τεκμήριο» ελληνικότητας της περιοχής.
Παλιές, περασμένες ιστορίες; Ενδεχομένως. Η σκιά του εθνικισμού εξακολουθεί πάντως να βαραίνει την περιοχή, μαζί με το θεσμικό αποτύπωμα του εθνικού κράτους.
Αν μη τι άλλο, στο υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης εδρεύει μια Υπηρεσία Διεθνών Σχέσεων (ΥΔΙΣ), με καταστατικό σκοπό -μεταξύ άλλων- την «παρακολούθηση της πολιτιστικής δραστηριότητος στη Μακεδονία, με την παροχή συνδρομής, εφόσον τούτο απαιτείται, στη διοργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων εκ μέρους διαφόρων φορέων» (Π.Δ. 336/1998, άρθρο 2.η).
Κάπου εδώ μεταφερόμαστε, ωστόσο, από τον χώρο της ανθρωπολογίας σ’ εκείνον της ζώσας Ιστορίας...
Η βουβή διαφορά στο διπλό σύνορο
► Του Ευθύμιου Παπαταξιάρχη*

Μετά το 1922, το τέλος του αλυτρωτισμού και τη σταθεροποίηση του εθνικού συνόρου, στην ελληνική κοινωνία παγιώθηκε και μακροημέρευσε ένα μοντέλο διαπραγμάτευσης της εθνο-πολιτισμικής, και όχι μόνο, διαφοράς.
Το «καθεστώς της διαφορετικότητας», όπως το έχω ονομάσει στο Επίμετρο του «Περιπέτειες της ετερότητας» (2η έκδοση, Αλεξάνδρεια 2015), προέκυψε από την ιστορική σύνθεση δύο παραδόσεων, δύο εναλλακτικών και πολιτισμικά ορισμένων τρόπων συλλογικής συγκρότησης της υποκειμενικότητας – του μιλέτ και του έθνους.
Οι βασικές του αρχές είναι απλές. Μορφολογική εξομοίωση στο επίσημο επίπεδο –άρα συμμόρφωση με τον κανόνα της εθνικής ομοιογένειας, που προκρίνει ως πρωταρχικά κριτήρια ταυτοποίησης τα πολιτισμικά γνωρίσματα της γλώσσας και της θρησκείας.
Αναπαραγωγή της διαφοράς στο ανεπίσημο επίπεδο, στη σφαίρα της «πολιτισμικής οικειότητας» και της καθημερινής κοινωνικότητας, εκεί όπου ισχύει το «τα εν οίκω μη εν δήμω» και η διαφορά σχετικοποιείται, αφού η ετερότητα καλείται να μετατραπεί σε ταυτότητα μέσα από πρακτικές τμηματικού ανταγωνισμού που λειτουργούν εξομοιωτικά.
Αυτό σημαίνει την ανοχή στο διαφορετικό, σε κάθε λογής πολιτισμική ιδιοσυγκρασία που διαφέρει από τον εθνικό κανόνα, όμως υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι δεν εγείρει αξιώσεις τυπικής αναγνώρισης και δεν διεκδικεί την προβολή του στο επίσημο επίπεδο, αλλά υιοθετεί το περιοριστικό status της «τοπικής γνώσης» και του «εθίμου».
Η εξομοιωτική τροπή –σήμα κατατεθέν του ελληνικού καθεστώτος της διαφορετικότητας–βέβαια ποικίλλει κατά περίπτωση ως προς την ένταση και τα όριά της.
Η ανθρωπολογική μελέτη της Μαρίκας Ρόμπου-Λεβίδη «Επιτηρούμενες ζωές» προσθέτει μια σημαντική ψηφίδα στην κατανόηση τόσο της ιστορικής συγκρότησης του κατεστημένου τρόπου διαχείρισης της διαφοράς στον τόπο μας όσο και στη λειτουργία του σε συνθήκες αυστηρής επιτήρησης.
Εξετάζει με εναργή και διεισδυτικό τρόπο υπόρρητες όψεις του μετασχηματισμού των σλαβόφωνων κατοίκων της Ανατολικής Μακεδονίας σε «εθνικά υποκείμενα» στην Επιτηρούμενη Ζώνη, εκεί όπου ιστορικά επιβλήθηκε μια διπλή οροθέτηση στη ζωή των ανθρώπων, αφού στη διάρκεια του Μεσοπολέμου δίπλα στο εθνικό σύνορο προστέθηκε ένα δεύτερο εσωτερικό σύνορο.
Το βιβλίο αναλύει τους τρόπους διαπραγμάτευσης της ετερότητας, όπως αυτοί καταγράφονται σε επιτελεστικές πρακτικές –τραγούδι, μουσική και χορό- σε ένα ιδιαίτερα σύνθετο κοινωνικά και πολιτικά τοπίο, όπου συναντώνται και συγκρούονται οι «από τα πάνω» πολιτικές με τις στρατηγικές ποικίλων κατηγοριών πληθυσμού –κυρίως των σλαβόφωνων εντόπιων, διχασμένων στο ζήτημα της εθνικής ταυτότητας, και των ελληνόφωνων ή τουρκόφωνων προσφύγων που ταυτίζονται με το ελληνικό κράτος.
Το σημαντικότερο, η μελέτη της Ρόμπου-Λεβίδη δείχνει ότι στην Ανατολική Μακεδονία, όπου το ελληνικό κράτος εγκατέστησε στο εσωτερικό των σλαβόφωνων κοινοτήτων θύλακες προσφύγων, η δυναμική της διαφοροποίησης δούλεψε διαφορετικά από άλλες περιοχές.
Η σφαίρα της ανεπίσημης κοινωνικότητας, ήδη σοβαρά επιβαρημένη από τον εσωτερικό αγώνα των πατριαρχικών εναντίον των εξαρχικών, διχάστηκε από την παρουσία των προσφύγων, που στρατηγικά χρησιμοποίησαν είτε τη μεγαλύτερη μορφολογική τους εγγύτητα με τον εθνικό κανόνα της ελληνοφωνίας είτε, απλούστερα, τη συγκριτική εύνοια που έδειξε προς αυτούς το ελληνικό κράτος έναντι των αμφισβητούμενων «ντόπιων» για να διαχειριστούν την εξ ορισμού μειονεξία τους ως εκτοπισμένου πληθυσμού και να έρθουν σε θέση υπεροχής.
Η εσωτερίκευση του διπλού συνόρου
Σε αυτές τις συνθήκες, όπου, πρώτον, η επιτήρηση ήταν στενή και αυστηρή, αφού η επίσημη απαγόρευση είχε εισβάλει στην καθημερινότητα, και, δεύτερον, η δυνατότητα της συσχέτισης ανάμεσα σε «ντόπιους» και πρόσφυγες εξέλιπε και οι γείτονες διήγαν παράλληλους και ασύμπτωτους βίους μέσα στο ίδιο χωριό, η σφαίρα της πολιτισμικής οικειότητας έχασε τελείως την ελαστικότητά της.
Οι «ντόπιοι» με ελληνική εθνική συνείδηση, που παρέμειναν στην περιοχή παρ' όλα τα κατασταλτικά μέτρα εξάλειψης της διαφοράς που υιοθέτησε το κράτος σε καίριες στιγμές της πορείας συγκρότησής του, υποχρεώθηκαν να εσωτερικεύσουν το διπλό σύνορο, να περιορίσουν την παρουσίαση της ταυτότητάς τους ως «ντόπιων» στο επίπεδο του ασύνειδου και εντέλει να αυτολογοκριθούν.
Η Ρόμπου-Λεβίδη περιγράφει διεξοδικά πώς οι σλαβόφωνες γυναίκες ανέλαβαν επιτελεστικές πρωτοβουλίες για να επανεπεξεργαστούν τη διαφορά χωρίς να την ονοματίσουν, μετατρέποντάς την σε βουβή διαφορά.
Καθώς τα τοπικά σλαβόφωνα τραγούδια μεταφράστηκαν στα ελληνικά από τις ίδιες τις γυναίκες του χωριού –στα λεγόμενα «νυχτέρια»-, η εθνο-πολιτισμική διαφορά εξαλείφθηκε.
Οχι όμως ολοκληρωτικά, αλλά μόνο στη γλώσσα, αφού στο πεδίο της εξωλεκτικής επικοινωνίας, για παράδειγμα στην τονικότητα του χορού, διατηρήθηκαν οι παλιοί τρόποι.
Το σώμα επέμεινε στον παλιό τρόπο όταν η γλώσσα τον εγκατέλειπε.
Στις συνθήκες του διπλού συνόρου, λοιπόν, και καθώς ο χώρος έκφρασης της πολιτισμικής διαφοράς περιορίζεται στην εξωλεκτική επικοινωνία, η ανεπίσημη σφαίρα της πολιτισμικής οικειότητας διασπάται.
Η εξωλεκτική διαφορά μοιάζει καλύτερα προφυλαγμένη από την πειθαρχική διαδικασία, και αυτό της προσφέρει μεγαλύτερη αντοχή στον χρόνο και την κάνει να αντιστέκεται περισσότερο στην εθνική πειθαρχία.
Σε αυτό το σημείο το «Επιτηρούμενες ζωές» συναντά μερικές από τις καλύτερες παραδόσεις στις οποίες η σύγχρονη ανθρωπολογία έχει πρωτοστατήσει: την άρνηση της θυματοποίησης, την κατάδειξη του «πολιτισμού» –δηλαδή του συνόλου των διαθέσιμων πολιτισμικών τρόπων και σημασιών- ως αδιαμφισβήτητης βάσης ενδυνάμωσης των υπάλληλων στρωμάτων, το μεγάλο κοινωνικό και πολιτικό βάρος της εξωγλωσσικής επικοινωνίας.
Ταυτόχρονα συμβάλλει σημαντικά σε μια μεγάλη συζήτηση πάνω στην πολιτισμική διαφοροποίηση, που ξεκινά με το κλασικό έργο του John Campbell για τους Σαρακατσάνους και διαπερνά την ελληνική εθνογραφία στο σύνολό της.
Στην Ανατολική Μακεδονία, λοιπόν, το έργο της εξομοίωσης και, συνολικότερα, της προσαρμογής των σλαβόφωνων στον εθνικό κανόνα συντελείται όχι μόνο με τη βίαιη επιβολή από το κράτος αλλά και με παρεμβάσεις από τους ίδιους τους ανθρώπους –με την αυτολογοκρισία ως δημιουργική εργασία.
Οι ίδιοι οι «ντόπιοι» με τις στρατηγικές τους φαίνεται να συν-παράγουν από τα κάτω το καθεστώς, φυλάγοντας βαθιά κάποιες ανάσες διαφορετικότητας μέσα στο, κατά τα άλλα, άνυδρο τοπίο της εθνικής ομοιομορφίας.
Ετσι, η βουβή διαφορά αναπαράγεται ως ίχνος–πρόκληση για την Ανθρωπολογία, επιστήμη της ενσυναίσθησης και του ριζοσπαστικού εμπειρισμού.
Η Μαρίκα Ρόμπου-Λεβίδη, άξια εθνογράφος, αντιμετωπίζει παραγωγικά την πρόκληση για να μας δώσει μια μεθοδολογικά πολυσθενή και πραγματολογικά πλούσια μελέτη της παραγωγής των «εθνικών υποκειμένων».
Η διεισδυτική εθνογραφική της ματιά πηγαίνει πέρα από το αυτονόητο και το αδιαμφισβήτητο, για να ανασύρει τα ίχνη της έμμεσης βίας που έχει σημαδέψει τη ζωή των σλαβόφωνων κατοίκων της Επιτηρούμενης Ζώνης, εκεί ακριβώς που συνήθως επισφραγίζεται δημόσια η συλλογική ταυτότητα, στην επιτέλεση της μουσικής παράδοσης.
Η μελέτη της είναι πολύτιμη μαρτυρία για την ικανότητα των ανθρώπων να αξιοποιούν τις χαραμάδες που αφήνουν τα ισχυρά καθεστώτα πειθάρχησης για να αρθρώσουν τους δικούς τους ορίζοντες ζωής.
*Καθηγητής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Λογοκριμένες κληρονομιές
► Της Μιράντας Τερζοπούλου*

Το μωσαϊκό των εθνοτικών ομάδων που μετά τον αγώνα του 1821 και τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συναποτέλεσαν το ελληνικό έθνος-κράτος κατά τη σταδιακή συγκρότησή του με τη συνεχή ενσωμάτωση νέων περιοχών επί 100 χρόνια σχεδόν μετά την ίδρυσή του, ομοιογενοποιήθηκε κατά κάποιο τρόπο και σε κάποιο βαθμό σιγά σιγά, δημιουργώντας αυτό που σήμερα αναγνωρίζεται ως το σύγχρονο νεοελληνικό κράτος.
Οσες από τις εθνοτικά διαφορετικές αυτές ομάδες έφεραν τον τίτλο χριστιανοί, με την πάροδο του χρόνου βρήκαν σιγά σιγά χώρο και εαυτό μέσα σε μια ευρύχωρη νεοελληνική ταυτότητα.
Aνάλογη τύχη είχαν τα τραγούδια και οι μουσικές τους: θεωρήθηκαν κομμάτια του σώματος της μεγάλης εθνικής μουσικής· τα ελληνόφωνα εξ αρχής και με άνεση, τα τουρκόφωνα των χριστιανών προσφύγων πολύ αργότερα και με αρκετή δυσκολία.
Aναφερόμαστε κυρίως στα καππαδόκικα -και πολύ λιγότερο στα γκαγκαούζικα- τουρκόφωνα τραγούδια που, έπειτα από αρκετές περιπέτειες, είναι πια αποδεκτά ως τμήματα της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, εκτελούνται δημόσια και προβάλλονται ως τμήμα του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού.
H «αποκατάστασή» τους έχει επέλθει πλέον σε εθνικό επίπεδο. Mια ματιά στα προγράμματα των χορευτικών συγκροτημάτων του Θεάτρου της Δόρας Στράτου και των Λυκείων Eλληνίδων ανά την Eλλάδα μάς πείθει γι' αυτό –αν και, βέβαια, στις παραστάσεις αυτές τα κομμάτια παίζονται κατά κανόνα οργανικά, «απαλλαγμένα» από τα τουρκικά λόγια τους.
Ενώ τα αρβανίτικα, τα βλάχικα και πάνω απ’ όλα τα σλαβόφωνα υπέστησαν τις αυστηρότερες απαγορεύσεις ως προς τη δημόσια εκτέλεσή τους, όχι μόνο μέσω του σχολείου και της ιδεολογικής προπαγάνδας αλλά και με πιο βίαιους τρόπους, με αποτέλεσμα, εκτός των άλλων, οι άνθρωποι να αναδιπλωθούν και να κρύψουν μέχρι που ξέχασαν σχεδόν την πολύτιμη άυλη κληρονομιά τους, δηλαδή τη γλώσσα και τα τραγούδια τους, φτωχαίνοντας την εθνική μουσική –και τη γνώση μας, πλην ελαχίστων που έψαξαν το πράγμα.
Μόνο κατά την τελευταία δεκαετία άρχισαν δειλά να εμφανίζονται στη δισκογραφία και ν’ ακούγονται σε κάποιες εθνοτοπικές επετειακές δικές τους γιορτές τραγούδια στις γλώσσες αυτές, και πάντα με ιδιωτική πρωτοβουλία ατόμων ή συλλόγων.
Οι Ρομ τώρα, αόρατοι παντελώς ως πολίτες, διασώθηκαν σε ένα περίεργο καθεστώς λόγω της εξωτικής «τουρκογυφτολαγνείας» των πνευματικά ανώτερων Ελλήνων.
Βασικοί συντελεστές σε εθιμικά δρώμενα και πανηγύρια, παίζουν και διαδίδουν μουσικές όλων των ομάδων αλλά κανείς δεν ξέρει τίποτε για τις δικές τους, ούτε καν αν υπάρχουν.
Το υπερεγώ της υποταγής
► Του Λεωνίδα Εμπειρίκου*
Στις «Επιτηρούμενες ζωές» η Μαρίκα Ρόμπου-Λεβίδη με όπλο την ενσυναίσθηση αποκρυπτογραφεί μια απολύτως κρυπτογραφημένη πραγματικότητα, που δεν αφορά μόνο τις πολιτικές απαγόρευσης που υιοθέτησε το ελληνικό κράτος για τον μετασχηματισμό των σλαβόφωνων της Ανατολικής Μακεδονίας σε εθνικά υποκείμενα, αλλά και την εσωτερίκευση αυτής της απαγόρευσης από τους ίδιους τους κατοίκους της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου, δηλαδή του εθνογραφικού πεδίου της συγγραφέως.
Χωρίς ενσυναίσθηση πολύ δύσκολα θα μπορούσε κανείς να δει τις λεπτές διαδικασίες αυτολογοκρισίας που σημάδεψαν τη ζωή αυτών των ανθρώπων.
Θα μπορούσε να συζητά ώρες για το Μακεδονικό με πολιτικούς ή ιστορικούς όρους και όμως να αδυνατεί να συλλάβει την ειδική συνθήκη που διαμόρφωσε τη συγκεκριμένη κοινωνία.
Αρα, και την ευρύτερη ελληνική κοινωνία των συνόρων -και όχι μόνον- της οποίας τα είκοσι πέντε χωριά που διερευνά η Ρόμπου-Λεβίδη αποτελούν μέρος.
Ηδη από τον 19ο αιώνα και τη στροφή του 20ού, από τον Αξιό στον Νέστο ίσχυσε ένα ιδιότυπο καθεστώς εδαφοποίησης – και από το 1913 επικρατειοποίησης.
Ο πληθυσμός συμβόλιζε το έδαφος. Επομένως, η διεκδίκηση του εδάφους από το κράτος γινόταν μέσω του πληθυσμού.
Ετσι, κατά την εθνοποιητική διαδικασία θεωρήθηκε από τα πάνω ότι, προκειμένου οι συγκεκριμένες περιοχές να ενταχθούν στην ελληνική επικράτεια, το έδαφος έπρεπε οπωσδήποτε να αποκαθαρθεί από τον πληθυσμό που το χρωμάτιζε ανάποδα από τη θέλησή του.
Και ακολούθησε μία πολύ συγκεκριμένη και στοχευμένη εθνοκάθαρση.
Οχι ότι οι άλλοι γείτονες δεν έκαναν αντίστοιχα πράγματα, αλλά η ελληνική εμπλοκή στον Β' Βαλκανικό Πόλεμο έχει μία μεγάλη ιδιαιτερότητα.
Το ελληνικό κράτος κατασκεύασε μια ειδική συνθήκη που επέτρεψε στους πατριαρχικούς σλαβόφωνους κατοίκους της περιοχής που μπορούσαν να δεχτούν να καλύψουν την ιδιαίτερη πολιτισμική τους υπόσταση να μείνουν ως πολίτες Ελληνες στο ελληνικό κράτος – πάντα υπό αίρεση.
Αυτή η συνθήκη ουσιαστικά αποτέλεσε το μοντέλο και για όσους εξαρχικούς έμειναν εντός των ορίων της ελληνικής επικράτειας.
Ετσι, από εκείνη τη στιγμή άρχισε μία διαδικασία απόκρυψης του περιεχομένου της ιδιαίτερης πολιτισμικής ταυτότητας των σλαβόφωνων, η οποία συνέχισε οδυνηρά με την εφαρμογή της «Επιτηρούμενης Ζώνης» επί Μεταξά και ίσχυσε για πολλές ακόμα δεκαετίες.
Οι «Επιτηρούμενες ζωές» συναρμόζουν με τον πιο καταπληκτικό τρόπο που έχω ποτέ διαβάσει τα ιστορικά γεγονότα με τα πολιτισμικά στοιχεία που η συγγραφέας εντοπίζει μέσα από τη δική της συγχρονική παρατήρηση μετά το 2000.
Αυτό και μόνο καθιστά το βιβλίο το πιο ιστορικό ανθρωπολογικό πόνημα που έχω συναντήσει μέχρι τούδε στην Ελλάδα.
Συνομιλεί ισάξια με το διεθνώς καταξιωμένο έργο του Peter Sahlins «Boundaries: The making of France and Spain in the Pyrenées» (1991).
Η Μαρίκα Ρόμπου-Λεβίδη «βγάζει» από τους συνομιλητές της με συναρπαστικό τρόπο τη διαδικασία εγγραφής της εδαφοποίησης του ελληνικού κράτους πάνω στα σώματά τους.
Συνομιλώντας με όλη την προηγούμενη βιβλιογραφία περί Μακεδονίας –όχι μόνον αυτήν που αφορά τους Σλαβομακεδόνες της Ελλάδας, ούτε μόνον την ανθρωπολογική και εθνομουσικολογική, αλλά και την ιστορική και γεωγραφική (και εδώ αξίζει να σημειωθεί η αναφορά στο πρωτοποριακό έργο της Δώρας Λαφαζάνη για τον Κάτω Στρυμόνα)– και προβαίνοντας σε αναλυτική σύγκριση των ιστορικών συνθηκών που διαμόρφωσαν την Ανατολική Μακεδονία με εκείνες που ίσχυσαν στη Δυτική, αναδεικνύει τις λεπτές διαφορές ανάμεσα στις δύο περιοχές.
Ενα πολύ σημαντικό στοιχείο της ειδικής εδαφοποίησης του συγκεκριμένου πληθυσμού εντός του ελληνικού κράτους είναι η αντανάκλασή της στον ψυχισμό των ανθρώπων.
Και αυτό που μας δείχνει η συγγραφέας είναι πώς αυτός ο ψυχισμός κατασκευάζει ένα πολιτικό υπερεγώ που ουσιαστικά απαγορεύει οποιαδήποτε έκφραση που δεν αρμόζει στον επίσημο λόγο.
Ενα υπερεγώ που οδηγεί στη διαμόρφωση μιας νέας υποκειμενικότητας, η οποία αναγκάζει τους ανθρώπους να δημιουργήσουν μια νέα συναρμογή, μια νέα συγκροτημένη ανθρώπινη κατάσταση ετερογλωσσίας, με την έννοια που αποδίδει στον συγκεκριμένο όρο ο Μπαχτίν. Δηλαδή, ένα πολιτικό υπερεγώ που φτιάχνει ενεργά υποκείμενα.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας