«Διά των κτυπημάτων τα Πνεύματα κατορθώνουν πολλάκις να εκφράζουν τας σκέψεις των αρκετά καλώς· η γραφή όμως προσφέρει εις αυτά το τελειότερον των μέσων επικοινωνίας» | Dr. Gustave Geley, Περιεχόμενον του πνευματισμού (Εν Αθήναις 1940, Τύποις Σ. Φωτιάδου), σελ. 12.
Οι επιλογές των ανθρώπων που ασχολούνται εξ επαγγέλματος με τα κοινά δεν καθορίζονται πάντα από ορθολογικά κριτήρια. Η προσωπική ιδεολογία που τους ωθεί στη λήψη της μιας ή της άλλης απόφασης συγκροτείται συνήθως από ποικίλα, ετερόκλητα στοιχεία: θεωρητική συγκρότηση, επαγγελματική εμπειρία, βιωματικές εγχαράξεις, παιδικά ή μεταγενέστερα τραύματα, ατομικές συμπάθειες, προδιαθέσεις και φοβίες, ακόμη και καθαρά ανορθολογικές πεποιθήσεις. Οι τελευταίες δύσκολα αποκαλύπτονται βέβαια δημόσια, αφού στις μέρες μας η εξουσία πρέπει να δείχνει όσο το δυνατόν περισσότερο έλλογη.
Παρόλα αυτά, τα αρχειακά τεκμήρια δεν παύουν να μας επιφυλάσσουν κάποιες απρόσμενες εκπλήξεις. Η περίπτωση του πνευματισμού και της αξιοποίησής του για την υπαγόρευση συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών ελάχιστα έχει π.χ. μελετηθεί ως παράγοντας της νεοελληνικής ιστορίας. Κι όμως, κατά το πρώτο ήμισυ του εικοστού αιώνα η πίστη στη δυνατότητα οργανωμένης επικοινωνίας με τα πνεύματα των εκλιπόντων ήταν ευρέως διαδεδομένη στα ανώτερα κλιμάκια της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής τάξης, το ίδιο και οι συνακόλουθες πρακτικές.
Γιορτάζοντας με τον τρόπο μας τις τελευταίες μέρες της φετινής παρουσίας των καλικάντζαρων στη Γη, μέχρι τον εξορκισμό τους από τα Θεοφάνια της ερχόμενης Τετάρτης, ας ασχοληθούμε λοιπόν με τις καταγεγραμμένες παρεμβάσεις κάποιων επώνυμων φαντασμάτων στη νεότερη Ιστορία του τόπου.
Φαντάσματα του αντίπαλου δέους
Το βασικό ντοκουμέντο που φέρνουμε σήμερα στη δημοσιότητα προέρχεται από το αρχείο του Στυλιανού Γονατά, φυλάσσεται στο Μουσείο Μπενάκη και φέρει χρονολογία 18 Σεπτεμβρίου 1943. Γράφτηκε δηλαδή κατά την κρίσιμη συγκυρία της μετατόπισης των βασικών διαχωριστικών γραμμών της κατοχικής ελληνικής πολιτικής σκηνής, από το προπολεμικό δίπολο βενιζελικών-αντιβενιζελικών στη νέα κυρίαρχη αντίθεση μεταξύ της ΕΑΜικής αντίστασης και μιας «εθνικοφροσύνης» που αγκάλιαζε όλο το αντίπαλο φάσμα, από τις αντικομμουνιστικές αντιστασιακές κινήσεις μέχρι τους φορείς του ένοπλου δωσιλογισμού. Συντάκτης της επιστολής είναι ο Κωνσταντίνος Μελάς (1874-1953), γνωστότερος στους αθηναϊκούς κύκλους ως «Κοκκός». Αδελφός του μακεδονομάχου Παύλου Μελά, βουλευτής των Φιλελευθέρων στα χρόνια του Διχασμού, πρωτεργάτης του ελληνικού προσκοπισμού αλλά και της κρατικής τουριστικής πολιτικής.
Παραλήπτης, ο Στυλιανός Γονατάς (1876-1966): τέως πρωθυπουργός (1922-1924), επικεφαλής του «προδοτικού» ΕΔΕΣ της Αθήνας, μέντορας των δωσιλογικών Ταγμάτων Ασφαλείας και βασικός εκπρόσωπος εκείνης της πτέρυγας του βενιζελισμού που ήδη από τη δεκαετία του 1930 είχε στραφεί πολιτικοϊδεολογικά προς τον φασισμό.
Οπως διαπιστώνουμε από το περιεχόμενο του εγγράφου, μια μερίδα του αστικού πολιτικού κόσμου των ημερών καθόριζε τη στάση της απέναντι στα κρίσιμα διακυβεύματα της Κατοχής και της μετέπειτα προοπτικής με βάση (και) τις «συμβουλές» που δεχόταν από το υπερπέραν στη διάρκεια πνευματιστικών τελετών. Ο ίδιος ο Γονατάς φέρεται να μην πιστεύει στην εν λόγω «επιστήμη», ο επιστολογράφος τον εξορκίζει όμως να λάβει υπόψη τις συμβουλές που απηύθυναν στον ίδιο και σε κάποιους άλλους (μη κατονομαζόμενους) «διακεκριμένους πολιτικούς», τόσο της βενιζελικής όσο και της αντιβενιζελικής παράταξης, τα... φαντάσματα του Ελευθερίου Βενιζέλου (1864-1936), του Γεωργίου Φιλάρετου (1848-1929), του Δημητρίου Γούναρη (1867-1922), του Αλέξανδρου Παπαναστασίου (1876-1936) και του Παναγή Τσαλδάρη (1868-1936).
Οι προσφερόμενες συμβουλές συμπυκνώνονταν στην ανάγκη αποδοχής της μοναρχίας από το σύνολο της εθνικόφρονος παράταξης ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη διασφάλιση της βρετανικής υποστήριξης προς τα εθνικά δίκαια. Διακεκριμένη φυσιογνωμία της ακροδεξιάς πτέρυγας του βενιζελισμού, ο παραλήπτης καλούνταν ως εκ τούτου να άρει τις όποιες επιφυλάξεις του απέναντι στην παλινόρθωση ενός θεσμού ταυτισμένου μέχρι πρότινος με τους πολιτικούς του αντιπάλους. Η ακριβής πατρότητα της υπόδειξης παραμένει πάντως ζητούμενη.
Στα συνοπτικά απομνημονεύματα που εξέδωσε το 1958 ο Γονατάς απαξιοί φυσικά ν’ αναφερθεί στην όλη υπόθεση. Την εποχή που παρέλαβε την επιστολή ο ίδιος αντιμετώπιζε άλλωστε πολύ σοβαρότερα προβλήματα: την ανοιχτή αποκήρυξή του από τον ηγέτη του ΕΔΕΣ, στρατηγό Ναπολέοντα Ζέρβα, που τον κατηγορούσε ότι καλοπερνά χάρη στη διασπάθιση των χρημάτων που συγκέντρωνε εν ονόματι της δικής του οργάνωσης (Ηρακλής Πετιμεζάς, «Εθνική Αντίσταση και κοινωνική επανάσταση», Αθήνα 1991, σ.223, 242-5, 256, 262 & 315).
Λογοκριμένη μαρτυρία
Θα μπορούσε ν’ αντιτείνει κανείς πως η εμμονική ενασχόληση ενός δευτεροκλασάτου παράγοντα (όπως ο Κοκκός Μελάς) με το υπερπέραν δεν συνιστά ιδιαίτερα πειστικό τεκμήριο για την πραγματική απήχηση του φαινομένου στους πολιτικούς κύκλους της εποχής. Η επιστολή του προς τον καχύποπτο Γονατά δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που ο αδερφός του γνωστού μακεδονομάχου αναλάμβανε παρόμοια αποστολή.
Από τη βιογραφία του Εμμανουήλ Τσουδερού (1882-1956), πρώην υπουργού (1924), υποδιοικητή της Εθνικής Τράπεζας (1925-31), προέδρου της Τράπεζας της Ελλάδος (1931-39) και πρωθυπουργού της εξόριστης βασιλικής κυβέρνησης (1941-44), που εξέδωσε το 1966 ο συγγραφέας και ακαδημαϊκός Ηλίας Βενέζης, πληροφορούμαστε πως ο Κοκκός είχε διαδραματίσει παρόμοιο ρόλο την άνοιξη του 1941, λίγο πριν από την επικείμενη κατάρρευση του μετώπου και τη φυγή της βασιλικής οικογένειας στο εξωτερικό.
Σε ιδιόχειρο σημείωμά του, που παραθέτει ο Βενέζης, ο Τσουδερός εξηγεί ότι το ραδιοφωνικό μήνυμα που εκφώνησε αμέσως μετά την πρωθυπουργοποίησή του (21.4.1941) είχε συνταχθεί αρκετά νωρίτερα, με ...υπερφυσική εντολή και (εν μέρει τουλάχιστον) υπαγόρευση: «Τον λόγον αυτόν τον είχα ετοιμάσει από ημερών, πριν ακόμη κληθώ υπό του Βασιλέως διά να συμμετάσχω εις την Κυβέρνησιν. Ενα μήνα περίπου πριν είχα παρακληθή από τον Κωνσταντίνον Μελάν να παραστώ εις πνευματιστικήν συνεδρίαν, κατά την οποίαν ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα μου ωμιλούσε από το Υπερπέραν. Ελαβα μέρος εις την συνεδρίασιν, εις την οποίαν παρίστατο, πλην του Κ. Μελά και ένας καθηγητής της Θεολογικής του Πανεπιστημίου και η μεσάζουσα Δώρα Κασσιανίδου. Επεκοινώνουν με την μέθοδον Planchette. Μετά την κεκανονισμένην προσευχήν, που γίνεται εις την αρχήν της συνεδριάσεως, η οδηγός εκάλεσε τον Ελευθέριον Βενιζέλον, ο οποίος ήλθε και μου προανήγγειλε ότι λίαν προσεχώς, ύστερα από εθνικάς συμφοράς που προσεγγίζουν, θα εκαλούμην εις την Αρχήν, και με συνεβούλευε να μη διστάσω να αναλάβω. Μου έδιδε την υπόσχεσιν ότι θα μ’ εβοήθει εις το δύσκολον αυτό έργον μου. Επικολούθησε, εις τας επομένας ημέρας, και δευτέρα και τρίτη επικοινωνία κατά τας οποίας, πλην του Ελευθερίου Βενιζέλου, προσήλθον ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ο πατήρ μου και άλλοι, οι οποίοι με συνεβούλευσαν όπως και ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Αυτά με παρεκίνησαν να καθίσω και να ετοιμάσω τον λόγον τον οποίον εξεφώνησα. Ο πατήρ μου και ο Ελευθέριος Βενιζέλος επροχώρησαν να μου ειπούν (ακριβέστερον να γράψουν), επί ερωτήσει μου, το τι έπρεπε να είπω προς τον λαόν, όταν θ' ανελάμβανα Κυβερνήτης. Περί των συνεδριάσεων αυτών υπάρχουν πρακτικά. Δεν δυσκολεύομαι να ομολογήσω ότι εις αυτόν τον λόγον έχω παρμένα αρκετά από τα υπαγορευθέντα υπό των υπερπέραν. Ετσι εξηγείται πώς ήμουν έτοιμος να ομιλήσω εντός ολίγων ωρών αφότου ανελάμβανα Πρόεδρος της Κυβερνήσεως» («Εμμανουήλ Τσουδερός. Ο πρωθυπουργός της Μάχης της Κρήτης», Αθήναι 1966, σ.173-4).
Σχολιάζοντας την παραπάνω αφήγηση, ο Βενέζης δεν παραλείπει να εκφράσει σε τρίτο πρόσωπο «την έκπληξίν του» για την αποκάλυψη ότι «ότι αυτόν τον άνθρωπον των αριθμών, τον Οικονομικόν Σύμβουλον Κυβερνήσεων, τον αντιπρόσωπον της Ελλάδος εις διεθνείς οικονομικάς διασκέψεις, τον Διοικητήν της Τραπέζης της Ελλάδος, τον εκυβερνούσαν ως ένα σημείον, δυνάμεις μεταφυσικαί, ψυχικαί λειτουργίαι ασύλληπτοι, ένας κόσμος “μυστικός” και βαθύς, ο κόσμος των πνευμάτων» (σ.173). Ταυτόχρονα, επιβεβαιώνει ότι «εις το Αρχείον του Εμμανουήλ Τσουδερού υπάρχουν πράγματι τα πρακτικά αυτών των πνευματιστικών συνεδριάσεων, που αφήνουν κατάπληκτον τον άνθρωπον τον απροετοίμαστον διά τον μυστικόν και ανεξιχνίαστον αυτόν κόσμον» (σ.174).
Αναζητήσαμε τα πρωτότυπα αυτά ντοκουμέντα, τόσο στο τμήμα του Αρχείου Τσουδερού που φυλάσσεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους όσο και σ’ εκείνο που έχει κατατεθεί στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Ούτε το ένα ούτε το άλλο περιέχουν τα επίμαχα τεκμήρια, που κατά πάσα πιθανότητα παρέμειναν στην κατοχή της οικογένειας του εκλιπόντος. Φυσικά, τα τελευταία δεν περιλαμβάνονται ούτε στο (εκτενέστατο αλλά αγρίως λογοκριμένο) τμήμα του ίδιου αρχείου που εκδόθηκε το 1990 από τη Βιργινία Τσουδερού – κόρη του Εμμανουήλ, κεντροδεξιά πολιτικό και υφυπουργό Εξωτερικών τα αμέσως επόμενα χρόνια (1991-93).
Στην έκδοση αυτή η Βιργινία έχει μάλιστα λογοκρίνει ακόμη και τη σιβυλλική αναφορά του ημερολογίου του πατέρα της στη συγκεκριμένη εμπειρία του: «21 Απριλίου, Δευτέρα. Ο Βασιλεύς προτείνει εις τον [ναύαρχο] Σακελλαρίου ν’ απαλλαγή ούτος καθηκόντων Αντιπροέδρου και να μου ανατεθούν καθήκοντά του. Μετά τινα συζήτησιν, αποφασίζεται να μου ανατεθή αμέσως η Προεδρία [της κυβερνήσεως], αποσυρομένου από τα καθήκοντα αυτά [του] Βασιλέως» («Ιστορικό Αρχείο Εμμανουήλ Τσουδερού 1941-1944. τ.Α΄. Πολιτικά», Αθήνα 1990, σ.1).
Η επόμενη φράση υπάρχει μόνο στο πρωτότυπο χειρόγραφο, που φυλάσσεται στη Γεννάδειο (φ.1): «Ορκισις - ραδιοφωνικός λόγος (τον οποίο είχα προπαρασκευάση προ δεκαημέρου!)» –η τελευταία λέξη έντονα υπογραμμισμένη. Στην εισαγωγή του βιβλίου η επιμελήτρια προειδοποιεί άλλωστε διακριτικά τον αναγνώστη ότι κατά τη δημοσίευση του ημερολογίου «παρελείφθησαν μόνο κάποιες λεπτομέρειες προσωπικού ενδιαφέροντος» (όπ.π., σ.xxxii).
Το μέντιουμ, μαμή της Ιστορίας
Επιχειρώντας να ερμηνεύσει ορθολογικά τη μαρτυρία του Τσουδερού, ο ψυχίατρος Μανώλης Μυλωνάκης δημοσίευσε πέρσι μια αρκετά συνεκτική εκδοχή των συμβάντων: κατά πάσα πιθανότητα, εξηγεί, η μεσολάβηση των πνευμάτων δεν υπήρξε τίποτα περισσότερο από ένα τέχνασμα της βρετανικής διπλωματίας, προκειμένου ο Τσουδερός, ευρύτερα αποδεκτός από την ελληνική «καλή κοινωνία» και εξόριστος μέχρι πριν από λίγες μέρες, να πειστεί ν’ αναλάβει την ηγεσία μιας βασιλικής κυβέρνησης επανδρωμένης ως επί το πλείστον από στελέχη της 4ης Αυγούστου («21η Απριλίου 1941»). Μια λεπτομέρεια της επίμαχης αφήγησης ενισχύει αυτή την εκδοχή. Ο Τσουδερός υπογραμμίζει ότι τα φαντάσματα του Βενιζέλου και του πατέρα του έσπευσαν να του υπαγορεύσουν («ακριβέστερον να γράψουν») το περιεχόμενο του πρώτου πρωθυπουργικού μηνύματός του.
Οπως πληροφορούμαστε από σχετικό εγχειρίδιο που είχε κυκλοφορήσει στην Αθήνα την προηγούμενη χρονιά, η παρέμβαση του πνεύματος δεν χρειαζόταν να πάρει τη μορφή κάποιου υπερφυσικού φαινομένου, αλλά μπορούσε κάλλιστα να γραφτεί απευθείας από το χέρι του μέντιουμ: «Ενα κονδύλιον, το οποίον το Διάμεσον [=μέντιουμ] κρατεί εις την χείρα του ή το οποίον είναι προσηρμοσμένον εις ένα πινακίδιον, επάνω εις το οποίον το Διάμεσον θέτει την χείρα, γράφει, χωρίς καμμίαν ενσυνείδητον ώθησιν εκ μέρους του Διαμέσου».
Για να διασκεδαστούν οι εύλογες υποψίες, το ίδιο βιβλιαράκι υποστηρίζει πως «ο γραφικός χαρακτήρ, το ύφος, η ορθογραφία, η φρασεολογία, αι γνώσεις, εν γένει η βάσις της όλης διακοινώσεως συμβαίνει να μην έχουν τίποτε το κοινόν με την κανονικήν προσωπικότητα του Διαμέσου» κι ότι «πολλάκις, όλαι αυταί αι λεπτομέρειαι, καθώς και η υπογραφή, είναι απολύτως χαρακτηριστικαί του νεκρού»· παραδέχεται όμως ταυτόχρονα πως, «όταν το Διάμεσον είναι επαρκώς κατηρτισμένον, τότε η γραφή είναι ευκρινεστάτη» (Dr Gustave Geley, «Περιεχόμενον του πνευματισμού», Εν Αθήναις 1940, σ.35).
Για την ενασχόληση των ξένων διπλωματικών αποστολών με το άθλημα, προκειμένου να εξωθηθούν κάποιοι εγχώριοι πολιτικοί στις επιθυμητές επιλογές, αρκετά εύγλωττη είναι η εξιστόρηση του Σπύρου Μαρκεζίνη για τη διαδικασία με την οποία ο γηραιός Νικόλαος Πλαστήρας πείστηκε το 1952 να υιοθετήσει το (καταστροφικό για την παράταξή του) πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα.
Ο Αμερικανός πρέσβης Τζον Πιουριφόι, διαβάζουμε, «εγνώριζε πως ο πρωθυπουργός επίστευε βαθύτατα στον πνευματισμό και, κατά την αφήγηση του [Σοφοκλή] Βενιζέλου στον συγγραφέα και στον Κύρο Κύρου, ο στρατηγός χρησιμοποιούσε ως διάμεσον έναν πολιτικό φίλο του. Ο Πιουριφόι εχρησιμοποίησε με τον κατάλληλο τρόπο γνωστή Αθηναία “καφετζού”, την οποία ιδιαιτέρως ενεπιστεύετο ο πρωθυπουργός. Εκείνη ανέλαβε να πείση τον στρατηγό ότι το πλειοψηφικό θα απέβαινε προς όφελός του και ότι, αν επροκαλείτο από τον Παπάγο έπρεπε, χωρίς επιφύλαξη, να αποδεχθεί την πρόκληση. Ο Πιουριφόι μου ετηλεφώνησε: “Πέστε στον Παπάγο να προκαλέσει τον Πλαστήρα στη Βουλή για το πλειοψηφικό”. [...] Όχι χωρίς δισταγμούς, υπέδειξα στον στρατάρχη να το πράξει, χωρίς βεβαίως να αναφερθώ στις μεταφυσικές ευαισθησίες του Πλαστήρα και σε όσα στο παρασκήνιο είχε ετοιμάσει ο Πιουριφόι με τη συνεργασία της καφετζούς» («Σύγχρονη πολιτική Ιστορία της Ελλάδος», Αθήνα 1994, τ.Β΄, σ.407).
Αποτέλεσμα της προσχεδιασμένης αψιμαχίας των δυο στρατιωτικών υπήρξε η ψήφιση του επιθυμητού συστήματος, η σαρωτική επικράτηση της δεξιάς στις εκλογές της 16ης Νοεμβρίου 1952 και η ανάδειξη του αφηγητή (και διαμεσολαβητή μεταξύ πρεσβείας και στρατάρχη) σε υπερυπουργό Συντονισμού.
Το φάντασμα του ενοικιοστασίου
Αυτά όσον αφορά την εκμαίευση επιθυμητών πολιτικών αποφάσεων από εξατομικευμένους δημόσιους λειτουργούς. Η πίστη στα φαντάσματα και συναφείς δεισιδαιμονίες έχουν ωστόσο κατά καιρούς αξιοποιηθεί και σε μαζικότερη κλίμακα, ως προπαγανδιστικά όπλα ευρείας εμβέλειας.
Αν πιστέψουμε την οθωμανική κρατική προπαγάνδα της εποχής, οι Μακεδόνες επαναστάτες του 1903 κατέφυγαν λ.χ. στο τέχνασμα της απόκρυψης φωνογράφων στο ιερό κάποιων εκκλησιών, προκειμένου οι θεοσεβούμενοι χωρικοί να πειστούν από τη φωνή του Κυρίου πως είναι θέλημά Του να πάρουν τα όπλα. Στο ίδιο μήκος κύματος, το πρώτο κλιμάκιο της CIA στο Βιετνάμ σκηνοθέτησε εμφανίσεις της Παναγίας για να πείσει το 1954-55 την καθολική μειονότητα του κομμουνιστικού Βορρά να εκπατριστεί στον «ελεύθερο» Νότο (Jean Chesneaux, «Le Vietnam», Παρίσι 1972, σ.115).
Αλλά και στην Ελλάδα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και του Εθνικού Διχασμού, ορατή είναι η αξιοποίηση του δημοφιλούς τότε πνευματισμού για την καλλιέργεια της επιθυμητής «παράστασης νίκης». Σύμφωνα π.χ. με ρεπορτάζ της αθηναϊκής «Ακροπόλεως» (26.2.1916) για την «πνευματιστική βραδιά» που πραγματοποιήθηκε στο σπίτι κάποιου (μη κατονομαζόμενου) «δυνατού Ελληνος συγγραφέως», το φάντασμα του άρτι εκλιπόντος «διασήμου Γάλλου ηθοποιού και συγγραφέως Μουνέ Σουλύ» διαβεβαίωσε τους συγκεντρωμένους πως ο πόλεμος «δεν θα τελειώση πριν κι η Αγγλία ολη πλημμυρίση από αίμα».
Για λόγους που μόνο να υποθέσουμε μπορούμε, η απροκάλυπτα φιλογερμανική αυτή πρόγνωση μετριάστηκε πάντως στο φύλλο της επομένης, όταν το ίδιο φάντασμα προανήγγειλε μεν την επικείμενη κατάρρευση της γαλλικής άμυνας στο Βερντέν και το ξέσπασμα αντιπολεμικών ταραχών στο Παρίσι, προειδοποίησε όμως ταυτόχρονα πως οι Κεντρικές Δυνάμεις δεν πρόκειται να κερδίσουν τον πόλεμο, «επειδή την ίδια μέρα που οι Γερμανοί θα μπαίνουν στη Μπελφόρ, οι Ρώσοι θα καταλαμβάνουν την Κωνσταντινούπολιν». Τελικά βέβαια τίποτα από τα παραπάνω δεν συνέβη.
Διαφορετικής τάξης ζήτημα αποτελούν οι ρυθμιστικές λειτουργίες των δεισιδαιμονιών στο κατάλληλο κοινωνικό περιβάλλον. Στο κλασικό έργο του για τη διαπλοκή θρησκείας και μαγείας στην προνεωτερική Αγγλία, ο Βρετανός ιστορικός Κιθ Τόμας αναλύει λ.χ. πως η πίστη στην ύπαρξη φαντασμάτων αποτελούσε επί αιώνες έναν ιδεολογικό μηχανισμό πρόληψης της βαριάς εγκληματικότητας, μέσω της καλλιέργειας του φόβου ότι ακόμη κι ένας φόνος δίχως αυτόπτες μάρτυρες μπορούσε να διαλευκανθεί χάρη στην υπόδειξη του ενόχου από το πνεύμα του θύματος.
Σε μια κοινωνία που χαρακτηριζόταν από έντονη ανισότητα της έγγειας ιδιοκτησίας, η κυκλοφορία της είδησης για την εμφάνιση φαντασμάτων επιστρατευόταν πάλι συχνά ως άτυπη μέθοδος μείωσης των ενοικίων των «στοιχειωμένων» σπιτιών (Keith Thomas, Religion and the Decline of Magic, Λονδίνο 1973, σ.711-5). Με την επικείμενη απελευθέρωση των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας, μάλλον δεν πρέπει συνεπώς να εκπλαγούμε από τον ενδεχόμενο πολλαπλασιασμό παρόμοιων διαδόσεων...
«Αθήναι τη 18 Σεπτεμβρίου 1943, Σάββατον.
Αγαπητέ μου Πρόεδρε
Καίτοι δεν πιστεύης εις μίαν Επιστήμην εις την οποίαν καταγίνομαι οκτώ τώρα χρόνια, εκτελώ ένα καθήκον φέρων εις γνώσιν σου κάτι τι λεχθέν εις δύο Συνεδριάσεις του Κύκλου μου και το οποίον έχει σχέσιν με όσα ελέχθησαν εις σε προ πλέον του έτους.
Την Πέμπτην 15 ι[σταμένου] μ[ηνός] εις Συνεδρίασιν με Διάμεσον εν υπνώσει (Τρανς) ήλθε απρόσκλητο το Πνεύμα του αειμνήστου Προέδρου Βενιζέλου. Αποτεινόμενον εις παριστάμενον Πολιτικόν διακεκριμένον και όστις δεν υπήρξε πολιτικός του φίλος του είπε περίπου τα εξής. “Καίτοι δεν υπήρξες φίλος μου σε εξετίμησα διότι υπήρξες άσπιλος. Σου λέγω και επιμένω, να προσέξετε πολύ: Μη αρνηθήτε τον Βασιλέα διότι η Ελλάς θα χάση πολύ. Η Αγγλία ότι κάμει δια την Ελλάδα το κάμει δια το πρόσωπον του Βασιλέως κτλ.”.
Την επομένην, χθες δηλαδή, εις την τακτικήν Συνεδρ[ίασιν] του Κύκλου μου ηρώτησα τον Οδηγόν “Τα είπε πράγματι ο Βενιζέλος αυτά; Μου φαίνεται πολύ παράδοξον να αποδίδη τόσην σημασίαν η Αγγλία εις ένα άτομον”.
Απάντησης Π[νεύμα]/τος Οδηγού “Τα είπε! Πρώτον, διά να πείση όλους να παραδεχθούν την επιθυμίαν της Αγγλίας, η άρνησις της οποίας θα στοιχίση ακριβά στην Ελλάδα. Δεύτερον: ΔΙΟΤΙ ΟΙ ΑΓΓΛΟΙ ΣΤΗΡΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΝ ΤΟΥΣ ΣΕ ΤΟΣΑ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, ΔΙΑ ΝΑ ΕΠΙΤΥΧΟΥΝ ΚΑΙ ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΑΡΝΗΣΕΙΣ ΣΥΜΦΕΡΟΥΣΑΣ”.
Και ξαναήλθε στον νου μου το 1920, όπου ΑΚΡΙΒΩΣ την ίδια καταστροφή έφερε στην Ελλάδα το προσωπικό πάθος των ΜΙΚΡΟΡΩΜΗΩΝ.
“Μην τον φέρετε”, έλεγε η Αγγλία. “Θα τον φέρουμε” και έτσι πάλι για έναν αχυράνθρωπο χάθηκε ολόκληρος Ελληνισμός!!
Εάν έχης τα πρακτικά της Συνεδριάσεως που κάναμε πέρυσι ειδικώς για σένα θα δης ότι και τότε και σε πολλάς άλλας επικοινωνίας είπε ο Βενιζέλος: ΜΗ αρνηθήτε την επάνοδον· ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ΜΕΙΝΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Η ΟΠΟΙΑ ΘΑ ΚΥΒΕΡΝΗΘΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΡΗΝ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΗΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Αυτά τα λόγια επανέλαβε σε πλείστας Συνεδρ[ιάσεις] καθ’ άς ήσαν παρόντες βουλευταί φίλοι και αντίπαλοί του. Τα ίδια είπαν ελθόντες οι Παπαναστασίου, Γούναρης, Τσαλδάρης, Φιλάρετος κτλ. Και από τους παρασταθέντας μόνο μία φορά υπήρξε ένας πολιτικός φιλοβασιλικός.
Θα μου επιτρέψης παρ’ όλην την περί Μεταψυχικής γνώμην σου να παρατηρήσω ότι μου είνε επιτετραμένον έπειτα από οκτώ ετών σοβαροτάτης εργασίας να έχω το δικαίωμα να κρίνω περί της σοβαρότητος ή μη της απεράντου όσον και μυστηριώδους ακόμη Επιστήμης αυτής.
Εν προκειμένω εποικοδομητικόν της πεποιθήσεως εμού και των συνερευνητών μου είνε το ΓΕΓΟΝΟΣ ότι πολλαί προβλέψεις επαλήθευσαν και επαληθεύουν. Δεν είνε δυνατόν να μη μας κάμη βαθυτάτην εντύπωσιν το γεγονός ότι Π[νεύ]μα μεγάλου πολιτικού έρχεται ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ τώρα και ΕΠΙΜΟΝΩΣ συνιστά κάτι ΑΝΤΙΘΕΤΟΝ προς τας γηίνους αντιλήψεις του και προς τας αντιλήψεις των παρισταμένων.
Δεν έχω να προσθέσω λέξιν, σου τα γράφω διότι θεωρώ ότι εκπληρώ ένα καθήκον.
Δύνασαι να κάμης ελευθέραν χρήσιν της επιστολής μου και αν τύχη ανάγκη έχω την πεποίθησιν ότι οι παρευρεθέντες εις τας δύο Συνεδρ[ιάσεις] του Κύκλου δεν θα αρνηθούν να τα βεβαιώσουν.
ΤΟ ΔΙΣ ΕΞΑΜΑΡΤΕΙΝ ΟΥ ΛΑΟΥ ΣΟΦΟΥ (;;;;)
Με αγάπη και φιλία
Κ.Μ. Μελάς» [Αρχείο Στ. Γονατά, Μουσείο Μπενάκη, φ. 21]
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας