Ήταν η μεγαλύτερη λαϊκή έκρηξη που γνώρισε η πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους μέσα στον πρώτο αιώνα της ύπαρξής του. Στις διαδηλώσεις μετείχε το ένα τέταρτο, περίπου, του συνολικού πληθυσμού της Αθήνας και του Πειραιά· η κυβέρνηση ανατράπηκε, ο αριθμός των θυμάτων ξεπέρασε κάθε προηγούμενο σε ειρηνικούς καιρούς και το κέντρο της Αθήνας έζησε τις βιαιότερες σκηνές της μέχρι τότε ιστορίας του, αν εξαιρέσουμε τον μίνι εμφύλιο πόλεμο των «Ιουνιανών» του 1863.
Στην πρωτοπορία της εξέγερσης βρέθηκαν οι φοιτητές, ταμπουρωμένοι με περίστροφα και τουφέκια στο κατειλημμένο πανεπιστήμιο, για δεύτερη φορά μέσα σε μια πενταετία. Εξαιρετικά μαζική υπήρξε και η συμμετοχή των συντεχνιών, της υβριδικής εκείνης μορφής κοινωνικής οργάνωσης που συνάσπιζε μικροαστούς και «νοικοκυραίους» εργάτες, πριν από την ανάδυση του ταξικού εργατικού κινήματος. Από το σκηνικό της οργής δεν έλειψε ούτε η απειλητική σκιά του (υπο)προλεταριάτου, που για πρώτη φορά βγήκε μαζικά στους δρόμους, τρομοκρατώντας με την παρουσία του τόσο την εξουσία όσο και τους ξεσηκωμένους νοικοκυραίους.
Ολα τα συστατικά μιας αυθεντικής λαϊκής εξέγερσης ήταν εκεί πριν από ακριβώς 120 χρόνια, όταν η Αθήνα –σύμφωνα με μια φιλική προς τους ξεσηκωμένους εφημερίδα– «εκυβερνήθη από τον λαόν. Ούτε αστυφύλακες, ούτε στρατός, ούτε υπουργεία, ούτε υπάλληλοι, ούτε νόμοι» («Καιροί» 13/11/1901). Το κοινωνικό υπόβαθρο της οργής των μαζών φαντάζει επίσης εξαιρετικά οικείο. Κι όμως, ο σπινθήρας που πυροδότησε εκείνη τη βραχύβια συλλογική έκρηξη δεν ήταν καθόλου μα καθόλου προοδευτικός, αλλά ό,τι αντιδραστικότερο μπορεί κανείς να φανταστεί: η προάσπιση της «καθαρότητας» των γραφών ενάντια στο νεωτερικό εγχείρημα της μετάφρασης των Ευαγγελίων (και του δημοτικισμού γενικότερα), μ’ ένα ιδεολογικό περιτύλιγμα που συνδύαζε τον πιο στείρο «ελληνοχριστιανισμό» και φαντασιώσεις φυλετικής ανωτερότητας μ’ έναν μνησίκακο, ταπεινωμένο εθνικισμό. Κι όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, η μάσκα του πατριωτισμού λειτούργησε σαν βολικό όχημα για την προστασία ή την προώθηση ταπεινότατων συμφερόντων: από τη διαιώνιση ιεραρχικών δομών που εξασφάλιζαν την απομύζηση των λαϊκών τάξεων απ’ όσους μπορούσαν να χειριστούν μια επίσημη γλώσσα απροσπέλαστη στους πολλούς, μέχρι επιδιώξεις ξένων δυνάμεων για ανατροπή των εσωτερικών συσχετισμών της εγχώριας δυναστείας.
Δυο χρόνια μετά, η επανάληψη του εγχειρήματος με στόχο την αντίστοιχη «προστασία» της αρχαίας τραγωδίας αποδείχτηκε απείρως λιγότερο μαζική, αν και αρκούντως θανατηφόρα· μολονότι η αιχμή του δόρατος –οι καθαρευουσιάνοι φοιτητές– παρέμεινε αναλλοίωτη, η λαϊκή συμμετοχή υπήρξε πολύ πιο ισχνή και η θεσμική στήριξη του κινήματος μάλλον περιθωριακή. Φως φανάρι πως η αρχαία γραμματεία δεν συγκινούσε όσο η Ορθοδοξία, αλλά και πως η αστική τάξη είχε επαρκώς αφομοιώσει στο μεσοδιάστημα τα μαθήματά της από τους κινδύνους που εγκυμονούσαν παρόμοια παιχνίδια με τη φωτιά.
Η παραδοσιακή ενασχόληση με τα «Ευαγγελικά» του 1901 και τα «Ορεστειακά» του 1903 περιορίστηκε κατά κανόνα είτε στην ιδεολογική διάσταση είτε στα μικροπολιτικά συμφραζόμενά τους. Στο σημερινό μας αφιέρωμα θα επικεντρωθούμε αντίθετα στην κοινωνική δυναμική τους, αποκαλυπτική των κατευθύνσεων που μπορεί να πάρει η εκδήλωση της λαϊκής αγανάκτησης σε καιρούς ιδεολογικής ηγεμονίας όχι των προοδευτικών, αλλά των άκρως συντηρητικών κοσμοθεωριών.
Από τη Σλάβα στον βαμβακέμπορο
Η υπόθεση της μετάφρασης του Ευαγγελίου ξεκίνησε, ως γνωστόν, από τη βασίλισσα Ολγα, κόρη Ρώσου Μεγάλου Δούκα, που συνδύαζε μιαν ακραία χριστιανορθόδοξη θρησκευτικότητα και κουλτούρα αριστοκρατικής φιλανθρωπίας μ’ έναν εξίσου βαθύ ρωσικό εθνικισμό.
«Εάν ο Λαός δεν εξεγείρεται αμέσως κατά των σφετεριστών των πολιτικών αυτού δικαιωμάτων, ουδ’ επί στιγμή όμως δέχεται την ιεροσυλίαν της γλώσσης και της πίστεως αυτού» | Νικόλαος Λεβίδης (βουλευτής Αττικής), στον επικήδειο των θυμάτων των «Ευαγγελικών» (9/11/1901)
Αν ο Δανός σύζυγός της καταριόταν κατ’ ιδίαν την ώρα και τη στιγμή που βρισκόταν στην Αθήνα κι όχι στο Λονδίνο ή το Παρίσι, η ίδια έκανε κάθε χρόνο διακοπές στην πατρίδα της, εκδήλωνε την αποστροφή της για τις (ανταγωνιστικές προς τις ρωσικές) μεγαλοϊδεατικές ελληνικές βλέψεις πάνω στην Κωνσταντινούπολη κι επιδιδόταν σε δημόσια (και «προκλητική», για τα τότε ήθη) συναναστροφή με τους αξιωματικούς των ρωσικών πλοίων –υφισταμένους του αρχιναυάρχου πατέρα της– που ναυλοχούσαν στον Πειραιά. Η αντίδραση του συντηρητικού μικροαστικού κοινού σ’ αυτή την τελευταία πρακτική αλλά και η ταυτόχρονη καλλιέργεια μιας ρωσόφοβης υστερίας από μερίδα του τότε Τύπου απαθανατίστηκαν από τον Γεώργιο Σουρή στο διάσημο ποιηματάκι του για την «Κυρά Γιώργαινα γυρίστρα / κυρά Γιώργαινα μπεκρού», όπου η σύζυγος του Φασουλή/βασιλιά Γεωργίου εμφανίζεται να διακηρύσσει: «Τώρα πλέον Ρωσσική / κυβερνά πολιτική / και θα γίνω βέρα Ρούσσα και θα πάω στον Περαία / με τους Ρούσσους τους μπεκρήδες να γλεντήσωμε παρέα. / Η Ρωσσία μένει μόνη βασιλίς της οικουμένης / κι αν δεν είσαι τώρα Ρούσσος μια πεντάρα δε σημαίνεις. / Μ’ ένα νεύμα της αρκούδας όλοι οι κόποι παν αδίκως / τρώγε Ρούσσικες ζακούσκαις, πίνε βότκα σαν Μουζίκος / κι ενώ τώρα με τους Ρούσσους η γυναίκα σου θα πίνη / ρίξε το κι εσύ στο γλέντι, κυρ Γιωργάκη μου τσακπίνη» («Ο Ρωμηός», 25/1/1897).
Αυτή καθ’ αυτή η μετάφραση του Ευαγγελίου δεν είχε βέβαια καμιά σχέση με τα παραπάνω. Στη διάρκεια του πολέμου του 1897, όταν για πρώτη φορά ήρθε «εις άμεσον συνάφειαν με τον λαόν εις τα νοσοκομεία», η θρησκευόμενη βασίλισσα διαπίστωσε με φρίκη πως οι περισσότεροι υπήκοοί της αδυνατούσαν να κατανοήσουν τα ιερά κείμενα, θεωρώντας τη γλώσσα τους είτε «βαθειά Ελληνικά, για τους γραμματιζούμενους» είτε ακαταλαβίστικα «Φράγκικα» (Καρόλου 1934, σ. 125-6). Ανέθεσε έτσι στην ιδιαίτερη γραμματέα της να μεταφράσει τα Ευαγγέλια «εις την γλώσσαν του λαού», για να γίνουν προσιτά στις κατώτερες τάξεις, έργο που ολοκληρώθηκε μέσα στο 1898. Εχοντας πληροφορηθεί αορίστως το σχετικό ενδιαφέρον της βασίλισσας, «πολλοί καθηγηταί της Θεολογικής Σχολής, άλλοι μεν απ’ ευθείας, άλλοι δε διά τρίτων» βολιδοσκόπησαν στο μεσοδιάστημα τη γραμματέα, «επιζητούντες να αναλάβουν την εκτέλεσιν του έργου» και προσδιορίζοντας ενίοτε την αμοιβή τους (ό.π., σ. 136).
Το εγχείρημα δεν ήταν καθόλου πρωτότυπο. Την ίδια εποχή ετοιμάστηκε –και κυκλοφόρησε το 1900– «ερμηνευτική παράφρασις» (στην πραγματικότητα: απλή μετάφραση) του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου από τον θρησκευτικό σύλλογο «Ανάπλασις». Ηδη από το 1892 προβλεπόταν επίσης διά νόμου η διδασκαλία ευαγγελικών περικοπών, σε μετάφραση που εξέδωσε ο πανεπιστημιακός Ιγνάτιος Μοσχάκης.
Στην περίπτωση της Ολγας, ωστόσο, τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ διαφορετικά. Οταν ο εκδότης ζήτησε έγκριση της Ιεράς Συνόδου, αυτή αρνήθηκε να την παραχωρήσει επικαλούμενη σχετική απαγόρευση που είχε εκδώσει το 1839 το Πατριαρχείο για να παρακωλύσει τη διάδοση μεταφράσεων της Αγίας Γραφής από τις προτεσταντικές αποστολές. Η πρωτοβουλία μιας Σλάβας, έστω και βασίλισσας των Ελλήνων, προκαλούσε γαρ αυτόματα υποψίες για υπονόμευση του εθνικού επιχειρήματος περί θεόσταλτης ελληνοφωνίας, σε μια εποχή που ο αντίπαλος βουλγαρικός εθνικισμός πρόβαλλε ως κεντρικό του επιχείρημα την εκπαίδευση κι εκκλησιαστική λειτουργία στη μητρική γλώσσα των σλαβόφωνων κατοίκων της Μακεδονίας.
Μια Ρωσίδα Μεγάλη Δούκισσα δεν ήταν όμως διατεθειμένη να διαπραγματεύεται με απλούς θνητούς, ιδίως όταν είχε η ίδια διορίσει αρχιεπίσκοπο τον κληρικό της αρεσκείας της, όπως συνέβαινε με τον Αθηνών Προκόπιο. Η επίμαχη έκδοση είδε έτσι το φως τον Φλεβάρη του 1901, έστω κι αν η διακίνησή της έγινε με πολλή διακριτικότητα. Η ανταπόκριση μιας μερίδας του κοινού υπήρξε δε αρκούντως ενθαρρυντική.
Εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά είχε το τρίτο μεταφραστικό εγχείρημα της περιόδου, που πυροδότησε και την τελική έκρηξη. Αρχιτέκτονές του υπήρξαν ένας λόγιος μεγαλέμπορος βαμβακιού εγκαταστημένος στην Αγγλία, ο Αλέξανδρος Πάλλης, ήδη γνωστός ως μεταφραστής της Ιλιάδας στην καθομιλουμένη, κι ένας εκδότης αθηναϊκής εφημερίδας, ο Βλάσης Γαβριηλίδης της «Ακροπόλεως», χρηματοδοτούμενος από κύκλους δημοτικιστών της Διασποράς, όπως ο Πάλλης κι ο (ανταγωνιστής του) Γιάννης Ψυχάρης.
Η μετάφραση του Ευαγγελίου από τον Πάλλη δεν ήταν μονάχα πολύ πιο προωθημένη από τις προηγούμενες, με χρήση προκλητικών στοιχείων του λαϊκού λεξιλογίου· δεν πήρε καν την «ευπρόσωπη» μορφή βιβλίου, αλλά δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην «Ακρόπολι». Στο εισαγωγικό δημοσίευμά της (9/9/1901), η εφημερίδα την εμφάνισε μάλιστα παραπλανητικά σαν προέκταση κι ολοκλήρωση της πρωτοβουλίας της Ολγας, καλυπτόμενη πίσω από το θεσμικό κύρος αυτής της τελευταίας.
Εξίσου ρητή υπήρξε η σύνδεση, στο ίδιο άρθρο, των δυο εγχειρημάτων με τις σύγχρονες τότε μεθόδους προληπτικής διασφάλισης της κοινωνικής ειρήνης: «Αι κατώτεραι τάξεις δεν κατακτούν μόνον, αλλά και αποκτούν· δεν ζητούν μόνον, αλλά και λαμβάνουν· δεν μάχονται μόνον, αλλά και κληρονομούν. Οι σοφώτεροι δε των κοινωνιολόγων απέδειξαν ότι περισσότερον είνε το μερίδιον, το οποίον οι μικροί έλαβον παρά των μεγάλων ως δωρεάν, ως έλεος, ως παραχώρησιν, ως πίστιν, ως ανθρωπισμόν, από εκείνο το οποίον κατέκτησαν. [...] Ούτως εξηγούνται όλαι αι ελευθερίαι, όλαι αι ισότητες, όλαι αι ευκολίαι, όλαι αι ευθηνίαι, όλαι αι ανοχαί έναντι του εργατικού κόσμου».
Η επιχειρηματολογία αυτή έδρασε τελικά σαν μπούμερανγκ. Οχι μόνο ταύτιζε την πρωτοβουλία της εστεμμένης Σλάβας με την προκλητικότητα του εξ Εσπερίας Πάλλη, αλλά και τις συνέδεε –σαν «παραχώρηση» προς τις λαϊκές τάξεις– μ’ ένα συνολικό πρόγραμμα απροκάλυπτα εχθρικό προς αυτές. Τον ίδιο ακριβώς καιρό, η «Ακρόπολις» επιδιδόταν γαρ σε συστηματική καμπάνια υπέρ της αντικατάστασης του «πελατειακού», «ισοπεδωτικού» κοινοβουλευτισμού που γέννησαν οι επαναστάσεις του 1821, του 1844 και του 1862 από μια αυθαίρετη εξουσία «επιλέκτων» που θα ποδηγετούσαν το «εκλογικό κοπάδι» – κάτι ανάλογο, δηλαδή, με τη σημερινή αντικοινωνική φιλολογία περί «αριστείας».
Τα υλικά συμφραζόμενα αυτής της αναμόρφωσης, που προωθούσαν ιδίως ευκατάστατοι ομογενείς της Διασποράς, έχουν αναλυθεί εκτενώς σε παλαιότερο άρθρο μας («Εφ.Συν», 16/3/2019). Για την εγγενή δε αντιδημοκρατικότητά της, θυμίζουμε ότι, στις αμέσως επόμενες εκλογές (17/11/1902), ο βραχύβιος σεβασμός της δεδηλωμένης επιβλήθηκε στον απρόθυμο βασιλιά Γεώργιο με μιαν ακόμη λαϊκή εξέγερση, τα περίφημα «Σανιδικά».
Σε αντίθεση με ό,τι θ’ ακολουθούσε στο μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα, η απάντηση των μαζών σ’ αυτό τον αντιδημοκρατικό ελιτισμό πήρε ωστόσο τη μορφή μιας συλλογικής απαίτησης για λιγότερες ελευθερίες, στο όνομα της προάσπισης των παραδοσιακών αξιών. Σε μια εποχή που η επαγγελία μιας αυτοτελούς χειραφέτησης των «από κάτω» δεν είχε ακόμη αποκτήσει στοιχειώδες έρεισμα στην κοινωνία, αυτές οι αξίες (και οι ιεραρχίες που τις στήριζαν) φάνταζαν, βλέπεις, σαν το μοναδικό αποκούμπι του μικρονοικοκύρη απέναντι σε μια νεωτερικότητα που αποσταθεροποιούσε τη ζωή του.
Ταξικά και συμφέροντα
Τα επίσημα ιδεολογήματα των πολεμίων της μετάφρασης αντλήθηκαν φυσικά από το γενικό οπλοστάσιο του γλωσσαμυντορισμού, βασικές σταθερές του οποίου επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας: «Το επ’ εμοί δεν γιγνώσκω αρχαίαν γλώσσαν και νέαν ουδέ δύναμαι να χαράξω τα όρια αυτών, αλλά μίαν μόνην ενιαίαν και αδιαίρετον», έγραφε λ.χ. ο ιδεολογικός καθοδηγητής των φοιτητών, πανεπιστημιακός Γεώργιος Μιστριώτης («Ρητορικοί λόγοι», Εν Αθήναις 1903, σ. 17). Η αρχαία ελληνική περιγράφεται από τον ίδιο όχι μόνο ως «η εθνική ημών γλώσσα», αλλά και ως «το πτυχίον της ημετέρας ευγενείας», «η βασίλισσα των γλωσσών, δι’ ης υπερέχομεν πάντων των λαών της Ανατολής». Οι Ελληνες είμαστε, άλλωστε, «το έθνος, όπερ εδημιούργησε τον πολιτισμόν» (ό.π., σ. 17-23).
Λειτουργικότερα αποδείχθηκαν πάντως στην πράξη όσα επιχειρήματα νομιμοποιούσαν την εξέγερση στα μάτια των επιμέρους υποκειμένων της, αντανακλώντας υλικά συμφέροντά τους. Οι φοιτητές, που αυτοπροβάλλονταν ως «οι μόνοι θεματοφύλακες και κλειδοκράτορες των προγονικών Κειμιλίων», «οι γνησιώτεροι αντιπρόσωποι του Ελληνισμού, εις τους οποίους ο Ελληνισμός ως μόνην άγκυραν σωτηρίας προσβλέπει» (Σωτηρίου - Ματλής - Λεονταρίτης 1902, σ. 30), στην πραγματικότητα ανέμεναν να βιοποριστούν ως προνομιακοί διαμεσολαβητές του λαού στο κράτος, χάρη στη δεξιότητα χειρισμού της επίσημης γλώσσας που είχαν αποκτήσει με τις σπουδές τους. Ο δημοτικισμός δεν απειλούσε έτσι μόνο τα ιερά και όσια της φυλής, αλλά και την κοινωνική ηγεμονία όσων είχαν φάει τη ζωή τους με δοτικές και απαρέμφατα κι έτρεμαν όσο τίποτα το ενδεχόμενο να εξισωθούν ξαφνικά με την πλέμπα. «Οι αντεθνικοί ούτοι άνθρωποι [οι δημοτικιστές] αποδιώκουσιν από των σχολείων την γλώσσαν, ην εδημιούργησαν αι άρισται του έθνους διάνοιαι, και εισάγουσι το φύραμα των γλωσσών διδάσκοντες τα τέκνα ημών ίνα τον οίκον λέγωσι φαμίλιαν, τον φόρον χαράτσι και την δουλείαν σκλαβιάν. Προς τοιαύτην όμως διδασκαλίαν δεν είναι ικανοί οι υπάρχοντες καθηγηταί και διδάσκαλοι και είναι ανάγκη, όπως μορφώσωμεν τοιούτους εν τοις καπηλείοις και εν τοις ευτελεστάτοις στρώμασι του ελληνικού λαού», προειδοποιούσε τους οπαδούς του ο Μιστριώτης (ό.π., σ. 17).
Για την κοινωνική ηγεμονία του γλωσσαμυντορισμού μεταξύ των τότε μορφωμένων, αποκαλυπτικό είναι το «πανελλήνιον δημοψήφισμα» που επιχείρησε τον Οκτώβριο του 1900 η «Ακρόπολις», καλώντας τους αναγνώστες της να ταχθούν με επιστολές τους υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς: οι περισσότεροι απ’ όσους ανταποκρίθηκαν υποστήριξαν ρητά την καθαρεύουσα (Peter Mackridge, «Language and National Identity in Greece, 1766-1976», Ν. Υόρκη 2009, σ. 243).
Αρνούμενος ευγενικά τη θέση του επόπτη της όλης διαδικασίας, ο Κωστής Παλαμάς –γραμματέας τότε του Πανεπιστημίου– είχε από την πλευρά του έγκαιρα προειδοποιήσει πως ένα τέτοιο ζήτημα δεν είναι δυνατό να κριθεί με γκάλοπ: «Γυρεύετε να μάθετε ποια γλώσσα θέλει ο ελληνικός λαός. Νομίζω πως μια κάποια σκέψη ψυχολογική θα έφθανε να μας κρυφοδείξη πως είνε σχεδόν αδύνατο να μάθουμε την αγνή και την ανυπόκριτη θέληση του ελληνικού λαού απάνου στο ζήτημα τούτο, με δημοψηφίσματα. Επειτα, εκείνο που πρέπει να γνωρίζουμε είνε όχι ποια γλώσσα θέλει αλλά ποια γλώσσα έχει ο ελληνικός λαός. Και τούτο είνε ακόμα ολιγώτερο κατορθωτό με δημοψηφίσματα. Και ποια γλώσσα έχει αληθινά ο λαός, το λέει, χωρίς να το υποψιάζεται, με του ασυνειδήτου την ιερότητα, όλη μέρα, στα λόγια του και στα μνημεία του. Κάθε άλλη σχετική συνειδητή μελέτη και αντίληψη δεν είναι δουλειά δική του. [...] Ο ελληνικός λαός, για το έργο που τον θέλετε, είνε ο χειρότερος σύμβουλος» («Ακρόπολις», 5/10/1901).
Παρόμοια συμφέροντα, στηριγμένα στην αποκλειστική νομή των ιερών κειμένων, καθόρισαν επίσης τη στάση του ανώτερου κλήρου και των θεολόγων. «Η δύναμις των Γραφών δεν ευρίσκεται εις την λέξιν, την οποίαν καταλαμβάνουσι και όλοι όσοι ηξεύρουσι την ελληνικήν γλώσσαν, αλλ’ ευρίσκεται εις την έννοιαν, την οποίαν δεν δύνανται ουδ’ αυτοί να καταλάβωσιν άνευ εξηγητών Θείων Πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας», ξεκαθαρίζει ένα πρώιμο σχετικό κανονιστικό κείμενο, η «Αντίρρησις» του Κυζίκου Ματθαίου του από Θεσσαλονίκης (Πατριαρχικόν Τυπογραφείον, Εν Κωνσταντινουπόλει 1841, σ. 107). Με πηγή το ίδιο κείμενο, ένας από τους πρωταγωνιστές των «Ευαγγελικών» θα τονίσει κι αυτός στην αρθρογραφία του πως «η Παλαιά και η Νέα Διαθήκη δεν ανακοινούται αμέσως προς τους πολλούς», για να έχουν ανάγκη κατανόησης των γραφομένων, «αλλ’ εμμέσως, διά των ιερέων και πρεσβυτέρων του Λαού» (Νικόλαος Λεβίδης [βουλευτής Αττικής], «Μελέτη κατά της μεταφράσεως των Ευαγγελίων», Εν Αθήναις 1901, σ. 28-29).
Ακόμη σαφέστεροι θα γίνουν, με το υπόμνημά τους προς την Ιερά Σύνοδο, οι καθηγητές της Θεολογικής: η Σχολή «πιστεύει αδύνατον την ακριβή και ορθήν κατανόησιν της Γραφής άνευ της χειραγωγίας της Εκκλησιαστικής Παραδόσεως [...] Εάν, ο μη γένοιτο, ευδοκίμει παρ’ ημίν η άμεσος υπό του λαού ζήτησις των θρησκευτικών διδασκαλιών εν ταις Γραφαίς, επηκολούθει δε, ο εικός, η αυθαίρετος αυτών εύρεσις, ερμηνεία και αποδοχή, ας αναλογισθή τις ποία σύγχυσις Βαβέλ θα επήρχετο εν Λαώ ζητιτικώ, φιλομαθεί αλλά και φιλονίκω, άδειαν έχοντι να κρίνη και να φρονή αυτός κατά το δοκούν. Της αδείας ταύτης βλέπομεν τους καρπούς εν τη ελευθέρα κρίσει των πολιτικών ημών πραγμάτων» («Ιερός Σύνδεσμος», 15/10/1901, σ. 243 & 184).
Διόλου συμπτωματικά, το έναυσμα για τη φοιτητική εξέγερση δεν δόθηκε άλλωστε απ’ αυτή καθαυτή τη μετάφραση του Πάλλη, η δημοσίευση της οποίας είχε ολοκληρωθεί στις 20/10, αλλ’ από ένα επιθετικό σχόλιο της «Ακροπόλεως» (5/11) που αμφισβήτησε την αρμοδιότητα και τα κίνητρα της καταδίκης της από τη Θεολογική Σχολή: «Συνήχθησαν οι νεώτεροι Γραμματείς και Φαρισαίοι και είπαν: Κάτω το Ευαγγέλιον· το φως υπό το μόδιον. Δε μας συμφέρει να διαδοθή το Ευαγγέλιον. Βλάπτει το Ευαγγέλιο! Ολοι οι λαοί πρέπει να διαβάζουν το Ευαγγέλιο και να το εννοούν, ουχί όμως και οι Ελληνες! Διότι ημείς [παρατίθενται τα ονόματα των καθηγητών της Θεολογικής] δεν θέλομεν· τι είναι δε αυτοί που δεν θέλουν; Θεολόγοι! Δηλαδή; Δηλαδή ούτε αυτοί ξεύρουν τι είναι. Διότι Θεολόγοι είμεθα όλοι, οι εις Θεόν πιστεύοντες· ούτε ξεύρουν αυτοί περί Θεού περισσότερα, ούτε μια γιώτα, απ’ όσα ξεύρουμε συ και γω. Η μόνη διαφορά μεταξύ αυτών και ημών είνε ότι αυτοί, διά να λένε ότι είνε Θεολόγοι, βγάνουν οι μεν πεντακοσίας, οι δε χιλίας και πλέον δραχμάς τον μήνα, ενώ ημείς οι άλλοι δεν εμπορευόμεθα την Θεολογίαν μας. Ή μήπως είναι τίποτε ήρωες της ηθικής ή μάρτυρες της αρετής; Οχι, χριστιανοί μου. Ανθρωπάκοι όλοι των, με τα συμφεροντάκια των, τα παθάκια των, τα χρηματάκια των, τα παιδάκια των, τα κεφάκια των, απαράλλακτα, όπως συ και εγώ». Ακολουθούν κάμποσες μπηχτές για τη φαγωμάρα και τα σκάνδαλα συγκεκριμένων καθηγητών της Σχολής και το συμπέρασμα: «Αυτοί είνε οι Θεολόγοι! Και από τέτοιες υψηλαίς εμπνεύσεις ξυγγράφονται τα κουτόσοφα υπομνήματά τους!».
Η «αποκατάστασις της τιμής του Πανεπιστημίου», με ρητή αποκήρυξη του συγκεκριμένου άρθρου από την εφημερίδα, θ’ αποτελέσει το βασικό αίτημα των πρώτων διαδηλώσεων, το ίδιο κιόλας απόγευμα.
Αρκετά πιο σύνθετη υπήρξε η κοινωνική λειτουργία της εθνοθρησκευτικής ιδεολογίας όσον αφορά τη συμμετοχή των συντεχνιών. Η κινητοποίησή τους στα «Ευαγγελικά» συμπίπτει με την κορύφωση «ενός κύκλου λαϊκών κινητοποιήσεων στο φόντο της οικονομικής και πολιτικής κρίσης της δεκαετίας του 1890»· αισθητά μαχητικότεροι αποδείχθηκαν δε οι εκπρόσωποι των βιοτεχνικών επαγγελμάτων, που είχαν υποστεί την κρίση –κι απειλούνταν από τις νέες τεχνολογίες– περισσότερο από τα εμπορικά (Νίκος Ποταμιάνος, «Οι νοικοκυραίοι», Ηράκλειο 2016, σ. 364-366). Στην ομιλία του προέδρου των Συντεχνιών σε μια συγκέντρωση φοιτητών και «λαού» στα Προπύλαια (11/11), κατηγορηματική ήταν έτσι η αντιδιαστολή ανάμεσα στον «Λαόν εκείνον, όστις αγογγύστως καταβάλλει πολλαπλούς φόρους, οι πλείονες των οποίων διατίθενται εις συντήρησιν ικανών κηφήνων και μπράβων», και τον «φημιζόμενο ως Ευρωπαίο πολιτευτή», εκσυγχρονιστή πρωθυπουργό Θεοτόκη (Σωτηρίου κ.ά. 1902, σ. 118-9).
Με δεδομένη την απόλυτη –ακόμα– ιδεολογική ηγεμονία της θρησκείας και του εθνικισμού στη συλλογική συνείδηση αυτών των στρωμάτων, τα τελευταία ήταν έτσι ευκολότερο (και, πιθανότατα, θεωρούσαν προσφορότερο) να κινητοποιηθούν μαζικά κατά της «προόδου» με αφορμή αυτές τις αξίες, παρά για την υπεράσπιση επί μέρους (και θεωρητικά «ταπεινότερων») συμφερόντων. «Εάν ο Λαός δεν εξεγείρεται αμέσως κατά των σφετεριστών των πολιτικών αυτού δικαιωμάτων, ουδ’ επί στιγμή όμως δέχεται την ιεροσυλίαν της γλώσσης και της πίστεως αυτού», θα τονίσει χαρακτηριστικά ο Λεβίδης κατά τον επικήδειο που εκφώνησε στην κηδεία των θυμάτων της εξέγερσης (Σωτηρίου κ.ά., ό.π., σ. 113).
Μακεδονία και Βερολίνο
Κερασάκι στην τούρτα των γλωσσαμυντόρων αποτελούσε –τι άλλο;– η εθνική κινδυνολογία. Μια πρώτη εκδοχή της εστιαζόταν στον κίνδυνο κατακερματισμού του εθνικού συνόλου από τις (ελληνικές) διαλέκτους, κατά το πρότυπο της «Βαβυλωνίας» του Χουρμούζη. Το κέντρο βάρους βρισκόταν όμως αλλού: στην απώλεια των «ξενόφωνων» χριστιανών της βαλκανικής (κι ενδεχομένως της μικρασιατικής) ενδοχώρας, η σύμπλευση των οποίων με τον ελληνικό εθνικισμό ήταν δημογραφικά απαραίτητη για την κατίσχυση του τελευταίου στις «αλύτρωτες» οθωμανικές επαρχίες. Εξ ου και ο πατριάρχης Ιωακείμ Γ' θα καταδικάσει την επίμαχη μετάφραση ήδη από τις 8/10, έναν ολόκληρο μήνα πριν από την εγχώρια Ιερά Σύνοδο (7/11).
«Από εθνικής απόψεως κρίνων το πράγμα», εξηγεί ο πανεπιστημιακός καθηγητής Παύλος Καρολίδης στην «Ακρόπολι» (29/10), «θεωρώ την εις την απλήν δήθεν γλώσσαν μετάφρασιν του Ευαγγελίου ολεθριωτάτην εις τα εθνικά συμφέροντα. Αν ημείς οι Ελληνες κηρύξωμεν εις τον κόσμον ότι ο λαός ο Ελληνικός δεν εννοεί την γλώσσαν του Ευαγγελίου και έχει ανάγκην μεταφράσεως, πώς θα διαμαρτυρηθώμεν κατά της εν Βλαχική, Βουλγαρική και Αλβανική μεταφράσει διαδόσεως του Ευαγγελίου μεταξύ των Βλαχοφώνων, Βουλγαροφώνων και Αλβανοφώνων Ορθοδόξων, πώς θα κωλύσωμεν δε την εκ της γλώσσης ταύτης μετάφρασιν πάντων των εκκλησιαστικών βιβλίων και την εισαγωγήν τοιαύτης γλώσσης εις την εκκλησίαν αυτών; Δεν θα εξυπηρετούμεν ούτω τα σχέδια των ασπόνδων εχθρών του ορθοδόξου Ελληνισμού;»
«Εάν μεταφράσωμεν το Ευαγγέλιον διά τους μη εννοούντας την γλώσσαν αυτού», επαναλαμβάνει σε κύριο άρθρο του το «Εμπρός» (7/11), «τότε πρέπει να το μεταφράσωμεν και εις την Αλβανικήν διά τους Αλβανούς των χωρίων [της Αττικοβοιωτίας] και εις την Βουλγαρικήν διά τα βουλγαρόφωνα ελληνικά χωρία της Μακεδονίας. Πού δε υφίσταται τότε η περίφημος ενότης της θρησκείας και της γλώσσης, ήτις αποτελεί την βάσιν της εθνικής ημών υπάρξεως;». Το ίδιο άρθρο, με τον εύγλωττο τίτλο «Διά ροπάλου», υποστήριξε πως το Βυζάντιο κατέρρευσε λόγω... δημοκρατικότητας και πρότεινε μια ριζική επίλυση του αντίστοιχου εγχώριου προβλήματος: «να κηρύξωμεν τώρα και εις τας Αθήνας μίαν νύκταν ή μίαν ημέραν Αγίου Βαρθολομαίου και αντί των κεφαλών να κόψωμεν τα μαλλιά όλων εκείνων των μαλλιαρών, οίτινες καταισχύνουσι την γλώσσαν».
Η ρωσική καταγωγή της βασίλισσας καθιστούσε αυτονόητη την πηγή της υποτιθέμενης συνωμοσίας: οι μεταφραστές πληρώνονταν από τον διεθνή πανσλαβισμό για να πλήξουν εκ των ένδον τον ελληνισμό. «Τα κατώτερα του χυδαϊσμού στρώματα είναι αμαθείς, παράφρονες ή πειναλέοι, αλλ’ οι τούτους διευθύνοντες είναι όργανα προδοσίας», διακηρύσσει ο Μιστριώτης («Ρητορικοί λόγοι», τ.Β', Εν Αθήναις 1906, σ. 123). Καθοριστική για τη μετατόπιση της φοιτητικής οργής, από την «προκλητική» μετάφραση του Πάλλη και την «προσβολή» της αυθεντίας των πανεπιστημιακών από την «Ακρόπολι» στην υποτιθέμενη συνωμοσία της βασίλισσας, θα σταθεί κυρίως η αρθρογραφία των «Καιρών» του Κανελλίδη. Μέσω της καθημερινής αρθρογραφίας τους στις αρχές Νοεμβρίου για τις «ανθελληνικές» ενέργειες των Ρώσων στην... Παλαιστίνη (υπέρ του εγχώριου αραβικού κινήματος σε βάρος τού εκεί «ελληνισμού»), εξηγεί εκ των υστέρων η ημιεπίσημη ιστορία της φοιτητικής εξέγερσης, «το ζήτημα ήδη εκτοπίζεται· η μετάφρασις του Πάλλη είνε η αφορμή και μόνο· αιτία δ’ είνε η μετάφρασις η πρώτη!» (Σωτηρίου κ.ά., ό.π., σ. 141-2).
«Κάτω τα ρούβλια!» και «Κάτω η Σλάβα!» θα γίνουν έτσι τα δημοφιλέστερα συνθήματα των Νοεμβριανών. Δεν πρόκειται για συγκαλυμμένο αντιμοναρχισμό αλλά για επιλογή ξένου πάτρωνα: οι ίδιοι διαδηλωτές φωνάζουν «Ζήτω ο διάδοχος!», δηλαδή ο μετέπειτα βασιλιάς Κωνσταντίνος – γερμανοσπουδαγμένος, γερμανολάτρης και παντρεμένος με την αδερφή του Κάιζερ, Σοφία, που ασκούσε πάνω του καθοδηγητική επιρροή. Οι εφημερίδες που ξεσάλωσαν προς αυτή την κατεύθυνση οι «Καιροί» και το «Εμπρός», θα κάνουν άλλωστε τα επόμενα χρόνια το ίδιο υπέρ των γερμανικών πολεμικών εταιρειών, κατά τον ανταγωνισμό τους με τις γαλλικές για τα εγχώρια εξοπλιστικά συμβόλαια – περιγραφόμενες, από τον εδώ Γερμανό πρέσβη, ως έντυπα «της Κρουπ» («Εφ.Συν», 25/10/2020).
Γι’ αυτή την τελευταία διάσταση, και κυρίως για την πρόσληψή της από τα τότε κυβερνητικά κλιμάκια, αποκαλυπτικό είναι ένα απόσπασμα των απομνημονευμάτων του Βολιώτη πολιτικού Κωνσταντίνου Τοπάλη (που ως υπουργός Δικαιοσύνης το 1901-1902 επέβλεψε τις σχετικές ανακρίσεις), δημοσιευμένο το 1927 από τον συμπατριώτη του Γιάνη Κορδάτο: «Τον ρόλον της Α.Υ. [δηλαδή της Σοφίας] εις τα ευαγγελικά κανείς δεν πρέπει να τον μάθη. Διότι αύριον θα γίνη η σεπτή Βασίλισσα, η σύζυγος εκείνου όστις ενσαρκώνει τα ιδανικά της Φυλής. Το συμφέρον του Εθνους απαιτεί να λησμονήσωμεν τους υπαιτίους των ευαγγελικών. Εάν οι περισσότεροι εκ των εφημεριδογράφων υπήρξαν ελεεινοί πατριδοκάπηλοι, καθ’ ην ώραν μάλιστα ξένη Πρεσβεία συνδεομένη με την μέλλουσαν Βασίλισσαν επιδαψίλευεν εις αυτούς υλικάς και ηθικάς παροχάς, το συμφέρον του τόπου και ιδιαιτέρως το συμφέρον του Εθνους απαιτούν την λήθην επ’ αυτών» («Δημοτικισμός και Λογιωτατισμός», σ. 107).
Από την ίδια την Ολγα, που δύσκολα μπορούσε λόγω θέσης να δημοσιοποιήσει ό,τι ακριβώς σκεφτόταν, ο ξένος δάκτυλος περιγράφηκε κάπως διαφορετικά: «αισθάνεται κανείς την επίδραση της Ρώμης» (δηλαδή του Πάπα και κατά προέκταση της Δύσης), έγραφε στις 12/1/1902 στον παλιό της φίλο, στρατηγό Κιρέγεφ (Соколовская 2001, σ. 103).
Προς την έκρηξη
Στις 8 Οκτωβρίου 1901, ο πατριάρχης Ιωακείμ Γ' απευθύνει –εν ονόματι της εκεί Ιεράς Συνόδου– επιστολή προς την Εκκλησία της Ελλάδος, καλώντας τη να προχωρήσει, «οις αν εγκρίνη μέτροις», στην πλήρη «απαγόρευσιν» των μεταφράσεων του Ευαγγελίου, «ων η κυκλοφορία ού μόνον ανά τας επαρχίας του Θεοστηρίκτου Βασιλείου, αλλά και πέραν αυτού και πανταχού, όπου λαλείται η γλώσσα ημών, επεκτεινόμεναι κοινήν συνεπάγονται την βλάβην και κοινήν άρα προκαλούσι την πρόνοιαν προς εκρίζωσιν των ζιζανίων από του αγρού του Κυρίου». Ο αντίκτυπός της στη συντηρητική κοινή γνώμη υπήρξε καταλυτικός.
Στις 17/10, η Ιερά Σύνοδος της ελληνικής εκκλησίας συνεδρίασε, απέφυγε όμως ν’ ανακοινώσει οποιαδήποτε απόφαση, με πρόσχημα την έκτακτη αποχώρηση του προκαθημένου της λόγω... ασθένειας της μητέρας του... Ακολούθησε (;) η δημοσίευση του υπομνήματος των καθηγητών της Θεολογικής προς την Ιερά Σύνοδο, καταδικαστικού για κάθε μετάφραση, της βασιλικής ρητά συμπεριλαμβανομένης. Σημείο αποκαλυπτικό της θεσμικής έντασης των ημερών: το υπόμνημα φέρει ημερομηνία 3/11, δημοσιεύτηκε όμως σε τεύχος του θεολογικού περιοδικού «Ιερός Σύνδεσμος» με ημερομηνία 15/10... Στις 20/10, η «Ακρόπολις» ολοκληρώνει τη μετάφραση του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου – και σταματά, παρ’ όλο που αρχικά είχε εξαγγείλει δημοσίευση και των τεσσάρων.
Στις 24/10 ο Πάλλης απαντά στον πατριάρχη, από τις στήλες όχι της «Ακροπόλεως» αλλά του (αριστοκρατικού) «Αστεως», σε ειρωνικότατα άψογη αττική διάλεκτο: «Ου γαρ δήπου Σε λανθάνει, Παναγιώτατε, πατέρα γε των Ορθοδόξων όντα, ότι ουχ οίον λοιδωρείν κοινή προσήκει, αλλ’ ουδ’ επιτιμάν τοις Σοις εν Χριστώ τέκνοις, ειμή ει προυνουθετήσας δήλον τ’ εποίησας ων ηδίκησαν πέρι. Αξιώ Σε τοίνυν, Παναγιώτατε, διασαφήσαί μοι την εμήν αμαρτίαν, ή γουν την εις εμέ επιτίμησιν κοινή αναιλείν, επειδή και κοινή επετίμησας» κ.ο.κ.
Στις 5/11, έρχεται η σειρά της «Ακροπόλεως» ν’ απαντήσει στο Υπόμνημα της Θεολογικής, με τον τρόπο που είδαμε παραπάνω. Το γάντι έχει ριχτεί – κι όσα ακολούθησαν θα τα δούμε αναλυτικά στο ερχόμενο φύλλο.
Διαβάστε
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας