Αθήνα, 18°C
Αθήνα
Σποραδικές νεφώσεις
18°C
18.7° 15.6°
1 BF
53%
Θεσσαλονίκη
Αυξημένες νεφώσεις
15°C
16.7° 13.8°
1 BF
79%
Πάτρα
Αυξημένες νεφώσεις
17°C
16.6° 15.5°
1 BF
81%
Ιωάννινα
Αυξημένες νεφώσεις
7°C
6.9° 6.9°
0 BF
100%
Αλεξανδρούπολη
Αίθριος καιρός
10°C
9.9° 9.9°
2 BF
87%
Βέροια
Αυξημένες νεφώσεις
15°C
14.8° 14.8°
2 BF
74%
Κοζάνη
Αραιές νεφώσεις
10°C
10.4° 10.4°
0 BF
93%
Αγρίνιο
Αυξημένες νεφώσεις
14°C
14.0° 14.0°
1 BF
87%
Ηράκλειο
Αίθριος καιρός
16°C
16.6° 14.7°
2 BF
72%
Μυτιλήνη
Αίθριος καιρός
15°C
15.0° 14.9°
1 BF
74%
Ερμούπολη
Αυξημένες νεφώσεις
17°C
17.4° 17.4°
3 BF
59%
Σκόπελος
Αυξημένες νεφώσεις
16°C
15.7° 15.7°
2 BF
72%
Κεφαλονιά
Αυξημένες νεφώσεις
18°C
17.5° 17.5°
2 BF
40%
Λάρισα
Ελαφρές νεφώσεις
12°C
11.9° 11.9°
0 BF
94%
Λαμία
Αυξημένες νεφώσεις
17°C
17.2° 16.7°
1 BF
65%
Ρόδος
Ελαφρές νεφώσεις
18°C
17.8° 17.7°
4 BF
83%
Χαλκίδα
Ελαφρές νεφώσεις
13°C
14.4° 12.8°
0 BF
71%
Καβάλα
Αυξημένες νεφώσεις
17°C
16.6° 16.6°
1 BF
76%
Κατερίνη
Αραιές νεφώσεις
15°C
14.7° 14.7°
2 BF
80%
Καστοριά
Αυξημένες νεφώσεις
10°C
9.6° 9.6°
1 BF
91%
ΜΕΝΟΥ
Πέμπτη, 24 Απριλίου, 2025
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
Η καραντίνα της Λευκάδας σε γκραβούρα των αρχών του 19ου αιώνα, διά χειρός Τζόζεφ Κορτράιτ | el.travelogues.gr

Τα υγειονομικά σύνορα της Γηραιάς Ηπείρου

Η επικείμενη καθιέρωση ειδικού υγειονομικού διαβατηρίου (Digital Green Certificate) για τη μετακίνηση από τη μια χώρα της Ε.Ε. στην άλλη, αλλά και για την απόλαυση όσων δικαιωμάτων σχετίζονται με τις δημόσιες συναθροίσεις στο εσωτερικό αυτών των τελευταίων, δεν συνιστά απλά και μόνο ένα έκτακτο μέτρο για τη διαχείριση των τουριστικών, επαγγελματικών και καταναλωτικών ροών στη διάρκεια της τρέχουσας πανδημίας.

Εμπεριέχει, υπόρρητα έστω, τα σπέρματα μιας νέας κοινωνικής ιεραρχίας, όπου οι υφιστάμενες ανισότητες θα μεταγράφονται σαν υγειονομική διαφορετικότητα, κλείνοντας οριστικά το (τύποις) «εξισωτικό» πρώτο κεφάλαιο της εποχής του κορονοϊού: όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα ν’ αγοράζουν συχνά-πυκνά μοριακά τεστ θα δικαιούνται πλέον να κυκλοφορούν λίγο-πολύ ανεμπόδιστα, σε αντίθεση με τους πληβείους που θα εξακολουθούν να σκοντάφτουν σε υγειονομικά τείχη ποικίλης εμβέλειας και διάρκειας. Για να μη μιλήσουμε, βέβαια, για τη διεύρυνση του αντίστοιχου χάσματος ανάλογα με τη χώρα προέλευσης (των μη ενωσιακών υπηκόων) και τις αυξημένες ευκαιρίες υπηρεσιακής κι εξωυπηρεσιακής διαφθοράς που αναπόφευκτα θα συνοδεύσουν την πρακτική εφαρμογή αυτού του νέου διαχωρισμού, απαξιώνοντας μοιραία όση εκτίμηση έχει απομείνει στη συλλογική συνείδηση για την εφαρμοσμένη λοιμωξιολογία και τους θεράποντές της.

Μπορεί το Ευρωκοινοβούλιο να ζήτησε στις 29 Απριλίου με μεγάλη πλειοψηφία τη «διασφάλιση καθολικών, έγκαιρων και δωρεάν τεστ», προκειμένου «ν’ αποφευχθούν διακρίσεις σε βάρος όσων δεν έχουν εμβολιαστεί ή για οικονομικούς λόγους», τα κοινωνικά ωστόσο χαρακτηριστικά τόσο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και των υφιστάμενών της εθνικών κυβερνήσεων δεν αφήνουν ιδιαίτερα περιθώρια αισιοδοξίας.

Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, το πιστοποιητικό εμβολιασμού διαφημίζεται άλλωστε ήδη από τα ΜΜΕ σαν «το τελευταίο status symbol», η αστραπιαία επίδειξη του οποίου ισοδυναμεί με πρόσβαση σε απαγορευμένες απολαύσεις (The New York Times, 26/4/2021).

Déjà vu?

Δεν είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά που η ταξικά μεροληπτική διαχείριση μιας (πραγματικής) υγειονομικής κρίσης επιβεβαιώνει -και πιθανότατα μεγεθύνει- υφιστάμενες κοινωνικές ιεραρχίες. Και πριν από περίπου δύο αιώνες, την εποχή της γενικευμένης εφαρμογής της καραντίνας ως μέτρου συλλογικής προστασίας απέναντι σε μεταδοτικές ασθένειες που αποδεκάτιζαν τις ανθρώπινες κοινωνίες (πανούκλα, χολέρα, κίτρινος πυρετός), ο ευρωπαϊκός πολιτισμός είχε δώσει την ίδια λίγο-πολύ απάντηση στα ίδια ακριβώς διλήμματα.

«Γεια σου, τρισκατάρατη καραντίνα, που μου ’δωσες πυρετό κι οργή!» Λόρδος Βύρων, «Αποχαιρετισμός στη Μάλτα» (26/5/1811)

Το επιβεβαιώνει ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες στη Βρετανία, με τίτλο «Ιατρικοποίηση των συνόρων. Επιλογή, ανάσχεση και καραντίνα μετά το 1800» κι επιμελητές τρεις πανεπιστημιακούς ειδικευμένους στην κοινωνική ιστορία της ιατρικής (Sevasti Trubeta - Christian Pomitzer - Paul Weindling [eds], Medicalising Borders. Selection, containment and quarantine since 1800, Μάντσεστερ 2021, Manchester University Press). Τα δώδεκα κείμενά του, εισηγήσεις σε συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στο Βερολίνο σε ανύποπτο χρόνο (2017), εξερευνούν τους μηχανισμούς διασυνοριακού ελέγχου που επιβλήθηκαν κατά τους δύο τελευταίους αιώνες στις εκάστοτε εισόδους του δυτικού κόσμου για την ανάσχεση υγειονομικών απειλών από λιγότερο «πολιτισμένες» περιοχές του πλανήτη και τις θεσμικές, κοινωνικές και ιδεολογικές κατηγοριοποιήσεις που συνόδευσαν αυτή τη διαχείριση.

Εκλαμβάνοντας «τόσο τα σύνορα όσο και τα μέτρα αποτροπής επιδημιών ως συστήματα διήθησης» και πεδία ιδιαζόντως πρόσφορα «για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή τεχνολογιών διαλογής» (σ.7), οι επιμελητές του βιβλίου τονίζουν την «ανάγκη επικέντρωσης στα όρια των τεχνολογιών ελέγχου της διάβασης των συνόρων» και, ιδίως, στα κοινωνικά συμφραζόμενα της όλης διαδικασίας: «Από ποιους παράγοντες διαφορετικούς από (ή συμπληρωματικούς προς) τις ανησυχίες για τη δημόσια υγεία, των οικονομικών κι επαγγελματικών συμφερόντων συμπεριλαμβανομένων, εξαρτώνται οι τεχνικές υγειονομικού ελέγχου στα σύνορα;» (σ.8).

Κεντρική θέση στον τόμο καταλαμβάνει, ως εκ τούτου, η μελέτη του θεσμού της καραντίνας. «Η ανάδυση της καραντίνας ως προληπτικού μέτρου κατά της πανώλης στην ύστερη μεσαιωνική περίοδο», εξηγούν, αποτέλεσε «σημαντικό ορόσημο: για πρώτη φορά, η ιατρική γνώση ελέγχει την ανθρώπινη κινητικότητα. Οι πόλεις-λιμάνια της Βενετίας και του Ντουμπρόβνικ έστησαν τις πρώτες καραντίνες κι ακολούθησαν οι πόλεις της ενδοχώρας. Οχι μόνο ολόκληρες πόλεις αλλά, σε μια στοιχειώδη μορφή επιλεκτικού λοκντάουν, ακόμη και μολυσμένες συνοικίες κάποιων πόλεων ή μεμονωμένα σπίτια, οι πόρτες των οποίων σημαδεύονταν με σταυρούς από κιμωλία, μπορούσαν να τεθούν σε καραντίνα» (σ.10).

Εξίσου σημαντική αποδείχθηκε ωστόσο στη συνέχεια η διεθνοποίηση αυτού του μηχανισμού: «Από τα τέλη του 18ου αιώνα, οπωσδήποτε όμως μετά το συνέδριο της Βιέννης του 1815, ο ιατρικός έλεγχος των κρατικών συνόρων στην Ευρώπη ήταν μια υπόθεση βασισμένη σε άτυπους διακρατικούς διακανονισμούς» (σ.10). Από τα μέσα μάλιστα του 19ου αιώνα, οι άτυπες σχετικές συνεννοήσεις παραχώρησαν τη θέση τους στην «υιοθέτηση τυπικών διεθνών στάνταρ από κάμποσες Διεθνείς Υγειονομικές Διασκέψεις» (σ.11).

Μεγάλο μέρος του βιβλίου επικεντρώνεται έτσι στη μελέτη των υγειονομικών συνόρων της Ευρώπης του 19ου αιώνα με την καθ’ ημάς Ανατολή. Η Σαμπίνε Γέσνερ περιγράφει τους παραμεθόριους σταθμούς καραντίνας κατά μήκος των συνόρων της Αυστροουγγαρίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τα διάδοχά της βαλκανικά κράτη. Η Ούρσκα Μπράτοζ μελετά την εξέλιξη των μέτρων ανάσχεσης της χολέρας στο πολυσύχναστο λιμάνι της Τεργέστης. Ο Κρίστιαν Πόμνιτσερ αναζητά τις οικονομικές και διπλωματικές προτεραιότητες που επικαθόρισαν την επιβολή ή τη χαλάρωση των υγειονομικών περιορισμών. Ο Κάρλος Βάτσκα εξετάζει την εφαρμογή της καραντίνας στις ακρότατες επαρχίες τής τότε Αυστροουγγαρίας, τη Δαλματία και την Μπουκοβίνα, σε μια εποχή επέκτασης και διόγκωσης των διακρατικών εμπορικών συναλλαγών. Ο Τζον Τσίτικορπ ανατέμνει τη δομή και την εσωτερική λειτουργία των ειδικών απομονωτηρίων (λαζαρέτα) όπου εξέτιαν την καραντίνα τους οι επιβάτες των νεοαφιχθέντων πλοίων, σκιαγραφώντας τον ρόλο τους ως κόμβων επιβεβαίωσης της ταξικής ανισότητας αλλά και αθέατων μηχανισμών πολιτικής επιτήρησης και λογοκρισίας. Το ακροτελεύτιο κείμενο της Σεβαστής Τρουμπέτα μάς επαναφέρει, τέλος, στο μεσογειακό παρόν του ευρωπαϊκού φρουρίου, υπενθυμίζοντας την υπόρρητη ρατσιστική πρόσληψη των μεταναστών και προσφύγων σαν «υγειονομική απειλή».

Κοινή διαπίστωση αυτών των αναλύσεων είναι η διαχρονική προσαρμογή της εφαρμοσμένης λοιμωξιολογίας στις εκάστοτε σχέσεις εξουσίας: ο εναρμονισμός των δογμάτων της με τις κοινωνικοοικονομικές προτεραιότητες της εποχής, η πριμοδότηση ή ανοχή της στοχοποίησης των πιο αδύναμων κοινωνικών ομάδων, η αναγωγή των υγειονομικών μέτρων σε διπλωματικό όπλο και η διάρθρωσή τους σε αντιστοίχιση με τις υφιστάμενες διακρατικές ιεραρχίες.

Σύνορα μετά καραντίνας

Νοτιοανατολικό σύνορο της χριστιανικής Ευρώπης με την τότε οθωμανική Ανατολή, η Αυτοκρατορία των Αψβούργων επέβαλε για πρώτη φορά τον θεσμό της καραντίνας ως συστηματικό υγειονομικό μέτρο κατά το πρώτο μισό του 18ου αιώνα: το 1726 στο λιμάνι της Τεργέστης και το 1737 κατά μήκος της χερσαίας μεθορίου. Η τελευταία είχε κηρυχθεί «στρατιωτική ζώνη» σε βάθος αρκετών χιλιομέτρων, εποικιζόταν με ακρίτες στρατιώτες/γεωργούς και διέθετε σταθμούς καραντίνας σε κάθε νόμιμο σημείο εισόδου (βλ. χάρτη). Κάθε εισερχόμενος έπρεπε να διαθέτει διαβατήριο, με αναγραφή του τόπου προέλευσης και της διαδρομής του μέχρι τα σύνορα, για τον εντοπισμό ενδεχόμενης διάβασής του από επιδημιολογικά επιβαρυμένη περιοχή (σ.39). Την άφιξη του ταξιδιώτη ακολουθούσαν συνέντευξη με τον διευθυντή του σταθμού κι εξέταση εξ αποστάσεως από γιατρό· εφόσον δεν διαπιστώνονταν ίχνη ασθένειας, υποβαλλόταν σε καραντίνα που διαρκούσε από 21 μέρες (σε φυσιολογικούς καιρούς) μέχρι 48, αν είχε σημειωθεί επιδημία στην οθωμανική πλευρά των συνόρων (σ.41-42). Το όλο σύστημα ήταν αυτοχρηματοδοτούμενο, με καταβολή από τους ταξιδιώτες «φόρων καθαρμού» και των δαπανών διαβίωσης. Στον χώρο της καραντίνας υπήρχαν έτσι πανδοχεία για τους ευκατάστατους κι αποθήκες όπου στοιβάζονταν οι φτωχότεροι (σ.43-45). Παράνομο πέρασμα των συνόρων και παράκαμψη της καραντίνας τιμωρούνταν με απαγχονισμό (σ.35).

Η αυστηρότητα του όλου συστήματος δεν άργησε να προκαλέσει αντιδράσεις. Από επώνυμους ταξιδιώτες, κατ’ αρχάς, όπως ο λόρδος Βύρων (που θεώρησε τον εγκλεισμό του στην καραντίνα της Μάλτας κατά την επιστροφή του από την Ελλάδα το 1811 σαν αιτία της προσβολής του από κίτρινο πυρετό) ή ο εφημέριος της βρετανικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, Ρόμπερτ Ουόλς. Σε οδοιπορικό του που εκδόθηκε το 1828, ο τελευταίος κατήγγειλε πως «δεν υπάρχει τίποτα το εξοργιστικότερο από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο ταξιδιώτης, ούτε θλιβερότερο κι αηδιαστικότερο από το μέρος όπου τον μαντρώνουν», αλλά κι ότι η διαδικασία απολύμανσης (με υποκαπνισμό) δεν ήταν παρά μια θεατρική -απλώς- τελετουργία: «Ο γιατρός ήρθε τα ξημερώματα· κουβαλούσε ένα κομμάτι αναμμένο κάρβουνο, πάνω στο οποίο έριξε μερικές στάλες νίτρο· ύστερα άρχισε να κάνει κύκλους γύρω μου, σαν ένας μάγος, κι έτσι απολυμάνθηκα» (σ.44).

Στρατηγικότερης σημασίας απ’ αυτή την επώνυμη γκρίνια αποδείχθηκε όμως ένας άλλος παράγοντας: η ανάπτυξη του καπιταλισμού και τα οικονομικά συμφέροντα βιομηχάνων, εφοπλιστών και μεγαλεμπόρων, «που θεωρούσαν τις καραντίνες αχρείαστους φραγμούς» στην απρόσκοπτη διακίνηση των εμπορευμάτων (σ.78). Υστερα από σχετική καμπάνια του γιατρού Αντάμ Σενό, που θεωρούσε ότι «τόσο μεγάλες περίοδοι καραντίνας ευθύνονταν για την παρεμπόδιση του εμπορίου», το 1785 εγκρίθηκε οδηγία του για προαιρετική κατάργηση της προληπτικής καραντίνας όταν δεν υπήρχε επιδημία σε γειτονικές οθωμανικές επαρχίες (σ.42).

Η χαλάρωση αυτή νομιμοποιούνταν επιστημονικά με τη δημοφιλή τότε ιπποκράτεια θεωρία περί «μιάσματος», σύμφωνα με την οποία οι αρρώστιες δεν μεταδίδονται με την ανθρώπινη επαφή αλλά κυκλοφορούν μέσω «κακού αέρα» (σ.78). Και η διατήρηση των φραγμών εξυπηρετούσε ωστόσο οικονομικές σκοπιμότητες, καθώς «η Αυλή της Βιέννης χρησιμοποιούσε τους κανονισμούς εισόδου που είχαν αρχικά θεσπιστεί για υγειονομικούς λόγους, για να επιβάλει απαγορεύσεις στην εισαγωγή συγκεκριμένων αγαθών που εκτιμούσε πως θα είχε αρνητική επίπτωση στην οικονομική ανάπτυξη της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων» (σ.45).

Τα όρια του συστήματος αποτυπώθηκαν το 1830 στην πολυσέλιδη έκθεση ενός Πρώσου γιατρού, του Καρλ Λόρινσερ, που στάλθηκε από το Βερολίνο να επιθεωρήσει τα αυστριακά σύνορα με τη Ρωσία. Η αποστολή του εξισωνόταν με «προστασία της Γερμανίας κι ολόκληρης της Δυτικής Ευρώπης από την τρομακτική απειλή της Ανατολής», προσωποποιημένη στη χολέρα που μάστιζε τον τσαρικό στρατό μετά τον πρόσφατο ρωσοτουρκικό πόλεμο (σ.83).

Στην έκθεσή του, ο Λόρινσερ περιέγραψε τις προβληματικές συνθήκες εγκλεισμού που επικρατούσαν στην επίμαχη μεθόριο, με το στοίβαγμα 20-30 ανθρώπων στο ίδιο κτίριο να διευκολύνει τη μετάδοση των ασθενειών· κατέθεσε δε τις αμφιβολίες του για την ηθική ακεραιότητα των φρουρών, που έκλειναν τα μάτια μπροστά στη μαζική διείσδυση ανθρώπων και λαθραίων εμπορευμάτων, αλλά και των εγχώριων συναδέλφων του. Ο αρχίατρος της καραντίνας στο Ζέμουν (την «αυστριακή» δίδυμη πόλη του Βελιγραδίου), Φραντς Ξαβιέ Μηνάς, «πρώην στρατιωτικός», σκιαγραφείται π.χ. σαν «ένας έξυπνος νεαρός άνδρας που θα μπορούσε να κάνει τη δουλειά του αν δεν παραμελούσε τον εαυτό του από επιστημονική άποψη κι αντιστεκόταν στις ευκαιρίες χρηματισμού» (σ.85-86).

Μόνη παρηγοριά γι’ αυτές τις δομικές αδυναμίες πρόσφερε η επικείμενη δημιουργία νέων σταθμών καραντίνας λίγο παρακάτω, στην καινούργια μεθόριο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τις νεοσύστατες αυτόνομες ηγεμονίες της Σερβίας, της Βλαχίας και της Μολδαβίας (σ.87).

Φιλελεύθεροι καιροί

Η συνθήκη της Αδριανούπολης ανάμεσα στη νικήτρια Ρωσία και την ηττημένη Πύλη (1829) έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα για τη ριζική αναδιάρθρωση αυτού του συστήματος σε δύο επίπεδα: χαλάρωση της καραντίνας στα «ευρωπαϊκά» σύνορα και μετατόπιση των σχετικών φραγμών σε κρίσιμους κόμβους της ίδιας της Ανατολής.

Το 1830 στήθηκαν καραντίνες σε 13 σημεία της Βλαχίας και στο Γαλάτσι της Μολδαβίας· ακολούθησε το 1836 η δημιουργία ρωσικού σταθμού καραντίνας για πλοία στη Σουλινά. Παρά την αδιαμφισβήτητη αποτελεσματικότητά του κατά την επόμενη επιδημία πανούκλας του 1836-1840 στα γειτονικά οθωμανικά βιλαέτια, το μέτρο αντιμετωπίστηκε πάντως από τους Δυτικοευρωπαίους ιθύνοντες με αμφιθυμία - καθώς, εκτός από υγειονομικούς λόγους, εξυπηρετούσε επίσης τη ρωσική στρατηγική για παρεμπόδιση της ναυσιπλοΐας του Δούναβη (και της Μαύρης Θάλασσας) από τα αυστριακά και βρετανικά πλοία (σ.87-88).

Επικυρώνοντας αυτή την εξέλιξη, η νέα αυστριακή νομοθεσία του 1837 επισημοποίησε τη διακριτική ευχέρεια των παραμεθόριων αρχών να καταργούν την καραντίνα όσο δεν υπήρχε επιδημία σε γειτονικές επαρχίες· κυρίως, όμως, θέσπισε έναν μηχανισμό διαχείρισης των σχετικών φημών, που διαδίδονταν συνήθως «από εμπόρους για να επηρεάσουν τις τιμές ή από αγρότες για να κρατήσουν μακριά από τα χωριά τους τους φοροεισπράκτορες» (σ.47).

Το αποφασιστικό βήμα σημειώθηκε την επόμενη χρονιά, με την εγκαθίδρυση αντίστοιχου δικτύου μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία· οργανωτές κι επόπτες του ήταν Αυστριακοί γιατροί μ’ επικεφαλής τον ήδη γνωστό μας δόκτορα Μηνά. Αποφασιστικό όργανο για την επιβολή καραντίνας, ικανό να παρακάμπτει τις αντιρρήσεις σουλτάνου και οθωμανικής κυβέρνησης, ορίστηκε ένα Διεθνές Υγειονομικό Συμβούλιο με έδρα την Πόλη κι εκπροσώπους όλων των ναυτικών ευρωπαϊκών κρατών. Η παραμεθόρια υγειονομική ζώνη υποκαταστάθηκε από ένα πλέγμα σταθμών καραντίνας σε κομβικά σταυροδρόμια του εσωτερικού. Ετσι, «σε καιρούς πανούκλας και χολέρας, η κυκλοφορία στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θιγόταν πολύ σοβαρότερα απ’ ό,τι το εξωτερικό εμπόριο των ευρωπαϊκών κρατών με την Ανατολή» (σ.89).

Ακολούθησε το 1857 η υπογραφή ενός πρωτοκόλλου ναυσιπλοΐας του Δούναβη ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, την Αυστρία, τη Βαυαρία και τη Βιρτεμβέργη, με το οποίο καταργούνταν η καραντίνα για κάθε πλοίο, εφόσον το τελευταίο δωδεκάμηνο δεν είχαν παρατηρηθεί ίχνη επιδημίας στην Ευρωπαϊκή Τουρκία ή τις όχθες του Δούναβη. Μέσα στην ίδια χρονιά, η ρύθμιση αυτή επεκτάθηκε και στις χερσαίες μεταφορές (σ.48).

Δεν επρόκειτο για τοπική ιδιομορφία αλλά για προσαρμογή στη γενικότερη ευρωπαϊκή τάση της κατάργησης παρόμοιων φραγμών, εν ονόματι της ελευθερίας του εμπορίου. Το 1851, η πρώτη Διεθνής Υγειονομική Διάσκεψη του Παρισιού άφησε στα κράτη τη διακριτική ευχέρεια να επιλέγουν για ποιες από τις τρεις επικίνδυνες μεταδοτικές ασθένειες της εποχής (πανούκλα, χολέρα, κίτρινο πυρετό) θα έπαιρναν μέτρα. Η Αυστρία, που επεδίωκε να παραγκωνίσει τη Γαλλία στο ευρωπαϊκό εμπόριο με την Ανατολική Μεσόγειο, θεώρησε έτσι τη χολέρα «μη μεταδοτική» (σ.60). Για τον ίδιο λόγο προωθούνταν επίσης όσες ιατρικές θεωρίες ευνοούσαν αυτή τη χαλάρωση. Εν έτει 1850, το Αυστριακό Λόιντ, η εταιρεία που είχε αναλάβει από το 1838 με κρατική στήριξη τη γραμμή Τεργέστη-Αλεξάνδρεια, εξέδωσε π.χ. το βιβλίο ενός ντόπιου γιατρού που υποστήριζε ένθερμα το «αντιμεταδοτικό» θεώρημα περί «μιάσματος» (σ.62).

Μουσουλμάνοι και νομάδες

Η πανδημία χολέρας του 1865 στην Ευρώπη κλόνισε αλλά δεν ανέτρεψε αυτή την τάση. Την επένδυσε, απεναντίας, με συγκεκριμένη ιδεολογική χροιά, απόλυτα ταιριαστή με τα ρατσιστικά ιδεολογήματα που αναπτύσσονταν στην αποικιοκρατική Γηραιά Ηπειρο την ίδια εποχή.

Σε αντίθεση με τα προηγούμενα κύματα της ίδιας ασθένειας, η επιδημία αυτή δεν προήλθε από τη Ρωσία αλλά από μουσουλμάνους προσκυνητές στη Μέκκα που μολύνθηκαν από Ινδούς ομοθρήσκους τους (σ.93). Αργά αλλά σταθερά, τη λογική της καθολικής απομόνωσης διαδέχεται έτσι η στοχοποίηση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Το 1870 ο νέος υγειονομικός κανονισμός της Τεργέστης προβλέπει απαγόρευση των πλανόδιων εμπόρων, των μετακινούμενων ζητιάνων και προληπτικούς ελέγχους «αλητών» και Τσιγγάνων σε περίπτωση επιδημίας· η πόλη είχε ήδη γνωρίσει ένα πρώτο κύμα υγειονομικού πανικού γύρω από τους Μαυροβούνιους πρόσφυγες το 1865 και θα ξαναπερνούσε άλλο ένα με τους Βόσνιους προσκυνητές στη Μέκκα το 1890 (σ.67-68).

Η Διεθνής πάλι Διάσκεψη της Δρέσδης το 1893 απαγόρευσε μεν κατηγορηματικά την επιβολή καραντίνας κατά τη χερσαία διάβαση των συνόρων (σ.106), ταξινόμησε όμως ταυτόχρονα σαν «επικίνδυνες» ομάδες τους μουσουλμάνους προσκυνητές, τους Τσιγγάνους και τους νομάδες εν γένει, τους μετανάστες αλλά και όσους διέσχιζαν τα σύνορα για επαγγελματικούς λόγους (σ.68). Σε συμφωνία με τα παραπάνω, μια διακρατική συμφωνία Αυστροουγγαρίας-Ρωσίας απαγόρευσε ρητά το 1896 την υποβολή των «κανονικών» ταξιδιωτών σε καραντίνα, εξαιρώντας «αλήτες, μετανάστες, ζητιάνους και προσκυνητές» (σ.107).

Για την αξιοπιστία αυτών των ρυθμίσεων, αποκαλυπτικές είναι πάντως ορισμένες αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν ανώνυμα από εκπροσώπους του εμπορικού κόσμου της Τεργέστης στις τοπικές εφημερίδες. Οι διαφωνούντες με τα περιοριστικά μέτρα επισήμαιναν ότι «καραντίνα (με την έννοια της κράτησης δυνητικά μολυσμένων ανθρώπων) επιβαλλόταν μονάχα στις θαλάσσιες μεταφορές», ενώ «οι ταξιδιώτες της ξηράς υποβάλλονταν απλώς σε απολυμαντικό υποκαπνισμό κι απομονώνονταν μονάχα στην περίπτωση που ήταν όντως μολυσμένοι» (σ.64). Το 1865 π.χ. ένας επιβάτης του τρένου από την Αγκόνα (όπου υπήρχε επιδημία χολέρας) θυμιαζόταν στα πεταχτά, ενώ ο ομόλογός του με πλοίο από την Αλεξάνδρεια, ακόμη κι αν δεν είχε περάσει από μολυσμένες πόλεις, κλεινόταν στο λαζαρέτο για μια βδομάδα (σ.65). Η δημιουργία υγειονομικής ζώνης γύρω από την πόλη συζητήθηκε πάλι δημόσια, κρίθηκε όμως τελικά «ανεφάρμοστο και υπερβολικά δαπανηρό εγχείρημα».

Από την ανισότητα στη «φυλή»

Από τις υγειονομικές πρακτικές του 19ου αιώνα, η συνεπιμελήτρια του βιβλίου Σεβαστή Τρουμπέτα μάς μεταφέρει, τέλος, στον τρόπο που οι ίδιοι συλλογικοί φόβοι αντανακλώνται στις επικοινωνιακές τεχνικές του 21ου. Με αφετηρία την ιατρικά αδικαιολόγητη χρήση προστατευτικών στολών και μασκών κατά την «υποδοχή» παράτυπων μεταναστών και προσφύγων στα τωρινά σύνορα της Ευρώπης, από το Αιγαίο μέχρι τη Λαμπεντούζα, αναζητά το υπόρρητο μήνυμα αυτών των εικόνων – τη μιντιακή κατασκευή μιας νέας υγειονομικής απειλής:

«Η αναπαράσταση των προσφύγων και των μεταναστών σαν βιολογική απειλή για τις ευρωπαϊκές χώρες παράγει αποτελέσματα χάρη σε μια ουσιοκρατική πρόσληψη των υγειονομικών διαφορών, που στην πραγματικότητα οφείλονται στην άνιση διανομή του πλούτου σε παγκόσμια κλίμακα. [...] Απ’ τη στιγμή που η ενδημικότητα της ασθένειας σε κάποιον τόπο μεταφράζεται σε ενδημική παθογένεια των σωμάτων των κατοίκων, ο κίνδυνος της ασθένειας φαίνεται σαν εγγεγραμμένος στη συλλογική κληρονομικότητα». Προσέγγιση που, όπως η ίδια επισημαίνει, αντλεί τα ερμηνευτικά σχήματά της «από το αποικιακό φαντασιακό της παγκόσμιας φυλετικής τάξης».

Πατρίκιοι και πληβείοι στο λαζαρέτο

Την ευκρινέστερη εικόνα των πολλαπλών ταχυτήτων της υγειονομικής καραντίνας, ανάλογα με την κοινωνική θέση των εγκλείστων, την αντλούμε από το κείμενο του Τζον Τσίτικορπ για τα λαζαρέτα - τους χώρους οργανωμένης διαβίωσης όσων επιβατών υποβάλλονταν σε καραντίνα μετά την άφιξή τους σε κάποιο ευρωπαϊκό λιμάνι.

Κάθε λιμάνι είχε το λαζαρέτο του, ένα κτιριακό συγκρότημα «περιτειχισμένο ή, εν πάση περιπτώσει, περίκλειστο», που εκπλήρωνε πολλαπλές λειτουργίες. «Ηταν ταυτόχρονα χώρος κράτησης, μεθοριακό σημείο ελέγχου, απομονωτήριο και νοσοκομείο για τους μολυσμένους, άσυλο, εργαστήριο υγειονομίας και κοινωνικής συμπεριφοράς, ταχυδρομικό γραφείο, γραφείο λογοκρισίας και κρατικός σταθμός κατασκοπίας» (σ.131-2). Η εσωτερική διαρρύθμιση του χώρου ακολουθούσε ένα κοινό μοντέλο, προσαρμοσμένο στις διαδοχικές φάσεις από τις οποίες προβλεπόταν να περάσουν οι αφιχθέντες:

«1. Μετά την αποβίβασή τους από το ίδιο καράβι, οι επιβάτες έμπαιναν στη γραμμή για ταυτοποίηση κι εξέταση της φυσικής τους κατάστασης. Ενας γιατρός ξεχώριζε κι απομόνωνε όσους έδειχναν σημεία ασθένειας.

2. Ολοι μαζί, οι επιβάτες του ίδιου πλοίου τοποθετούνταν σε κοινή πτέρυγα καταλυμάτων.

3. Περνούσαν όλοι από διάφορα μέτρα απολύμανσης, μαζί με τα υπάρχοντά τους.

4. Αφού εξέτιαν την περίοδο καραντίνας που τους είχε επιβληθεί κι αποκαθαίρονταν πλήρως», αποδίδονταν πλέον ελεύθεροι στην υπόλοιπη κοινωνία (σ.132).

Η ιατρική εξέταση γινόταν, φυσικά, με πλήρη εφαρμογή της κοινωνικής αποστασιοποίησης: «Χρησιμοποιώντας τεχνικές αποφυγής της επαφής -με τη βοήθεια λαβίδων και υποβάλλοντας ερωτήσεις- ο γιατρός θ’ απομόνωνε αμέσως όσους έδειχναν συμπτώματα ασθένειας στο νοσοκομείο μολυσμένων» (σ.137). Οι υπόλοιποι επιβάτες οδηγούνταν σε κοινή πτέρυγα για κάθε πλοίο, «όπου έπρεπε να παραμείνουν χωριστά από τους υπόλοιπους» θαμώνες του λαζαρέτου (σ.137).

Πέρα από την υγειονομική κατάσταση του πλοίου, η διάρκεια και η ένταση της απομόνωσης καθορίζονταν πρωτίστως από το υγειονομικό πιστοποιητικό και την πρόσφατη διαδρομή του. Οσοι έρχονταν από την Αίγυπτο, τη Βόρεια Αφρική και την οθωμανική Ανατολή υποβάλλονταν σε σαφώς μεγαλύτερη καραντίνα από τους προερχόμενους εκ Δυσμών· το ίδιο και όσοι είχαν την ατυχία να επιβαίνουν σε καράβι που είχε απλώς σταθμεύσει σε κάποιο «ενδημικά μολυσματικό» λιμάνι. «Αν αυτοί οι επιβάτες τύχαινε να είναι μουσουλμάνοι προσκυνητές που γύριζαν από τη Μέκκα, υποβάλλονταν σε ακόμη πιο παρατεταμένες και περιοριστικότερες περιόδους κράτησης» (σ.137). Από τα μέσα του 19ου, σ’ αυτές τις μεταβλητές προστέθηκε και το είδος των μεταφερόμενων εμπορευμάτων. Φορτία βαμβακιού από την Ανατολή θεωρούνταν σαν το κατ' εξοχήν επιδημιολογικά ύποπτο προϊόν (σ.138).

Στη σκιά της κρεμάλας

Εκτός από καθαρά υγειονομική διαδικασία, η καραντίνα λειτουργούσε επίσης ως μαθητεία υπακοής στην κρατική εξουσία της χώρας υποδοχής. Γι’ αυτό φρόντιζαν πάνω απ’ όλα οι δρακόντειες ποινές που προβλέπονταν για κάθε παράβαση των σχετικών κανονισμών.

«Οποιοσδήποτε δοκίμαζε να μπει δίχως άδεια ή πιανόταν να δραπετεύει από την καραντίνα, μπορούσε να τουφεκιστεί επί τόπου», να υποστεί σωματική ποινή ή να εκτελεστεί (σ.131). Οποιος ερχόταν πάλι σε οποιαδήποτε σωματική επαφή με άτομο από άλλη πτέρυγα, αντάλλαζε μαζί του κάποιο αντικείμενο ή ακουμπούσε πράγμα από άλλο πλοίο, έπρεπε να ξαναρχίσει όλη τη διαδικασία της καραντίνας από την αρχή. Σοβαρότερα κρούσματα, όπως η απόπειρα εξαγωγής κάποιου αντικειμένου από το λαζαρέτο, τιμωρούνταν με σωματική ποινή ή δημόσιο απαγχονισμό (σ.134-5). Για λόγους προληπτικού σωφρονισμού, μια κρεμάλα παρέμενε σε κοινή θέα στο λαζαρέτο της Μάλτας από το 1814 μέχρι το 1839 τουλάχιστον (σ.135). Καθόλου περίεργο, λοιπόν, που η καραντίνα γινόταν κατά κανόνα αντιληπτή από τους εγκλείστους σαν μια μορφή φυλάκισης (σ.136-7).

Ο υγειονομικός καθαρμός συνοδευόταν επίσης απαρέγκλιτα από τον ηθικοθρησκευτικό. Κάθε λαζαρέτο διέθετε παπάδες (καθολικούς ή/και ορθόδοξους) για τις «πνευματικές ανάγκες» των εγκλείστων και ναό ή παρεκκλήσι. Αν μη τι άλλο, το χτύπημα της καμπάνας επέτρεπε σε όσους δεν είχαν ρολόι να παρακολουθούν το πέρασμα του χρόνου (σ.136).

Με τον παρά μου...

Από κει και πέρα, η καραντίνα βιωνόταν πολύ διαφορετικά από κάθε κοινωνική κατηγορία επιβατών. Επιφανείς ή πλούσιοι έγκλειστοι «μπορούσαν να επιλέξουν δικά τους δωμάτια στην πτέρυγα που τους είχε οριστεί», «με πανοραμική συνήθως θέα και καλύτερη επίπλωση», αλλά και μια γκάμα συμπληρωματικών προνομίων όσον αφορά τη διατροφή τους (μετά κάβας κρασιών και πάγου) ή την αγορά «βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών» που διευκόλυναν το πέρασμα του χρόνου. Τα κριτήρια της διαλογής εξαρτώνταν φυσικά από τα ήθη κάθε τόπου. Στο λαζαρέτο π.χ. του Πειραιά, «τα καλύτερα δωμάτια δίνονταν σε όσους ήταν έτοιμοι να πληρώσουν περισσότερα» (σ.138).

Μ’ ένα καθαρτήριο θερμόλουτρο τουλάχιστον 15 λεπτών επί πληρωμή, γνωστό σαν «γδύσιμο» (spoglio), οι πιο ευκατάστατοι μπορούσαν επίσης μετά τη δεκαετία του 1830 ν’ απαλλαγούν από το δεύτερο μισό της καραντίνας, αν δεν είχαν δώσει σημεία ασθένειας (σ.141). Λύσεις υπήρχαν και για όσους αδυνατούσαν να τα βγάλουν πέρα δίχως βοηθητικό προσωπικό: όχι μόνο «οι φραγκάτοι ταξιδιώτες μπορούσαν να συστεγάσουν τους υπηρέτες τους», αλλά και «ντόπιοι υπηρέτες ήταν διαθέσιμοι αμέσως μετά την αποβίβαση, έναντι αμοιβής και υπό την προϋπόθεση ότι θα περνούσαν μαζί όλη την καραντίνα» (σ.138).

«Οι υψηλόβαθμοι ταξιδιώτες ήταν επίσης εκείνοι που είχαν περισσότερες πιθανότητες να συναντήσουν επισκέπτες της δικής τους κοινωνικής στάθμης στο parlatorio [εντευκτήριο], το οποίο έπαιρναν την άδεια να επισκεφθούν αφού περνούσαν από [παρόμοιο] καθαρμό. Αυτή η οριοθετημένη ζώνη είχε ρυθμιστεί να λειτουργεί ως ένας χώρος κοινωνικής επαφής και διαπραγμάτευσης δίχως φυσική επαφή, για να μπορούν ιδίως οι έμποροι να κάνουν μπίζνες και να προσπελάσουν τοπικά εμπορικά δίκτυα. Ακόμη και κάτω από επιτήρηση, οι συναντήσεις με μια ποικιλία ανθρώπων με διαφορετικές γλώσσες και κουλτούρες έκαναν τον χρόνο που καταναλωνόταν στην καραντίνα υποφερτό κι ενδεχομένως δημιουργικό» (σ.139).

Οι φτωχότεροι επιβάτες, πάλι, ως επί το πλείστον αγράμματοι, δεν άφησαν και πολλά γραπτά ίχνη που να περιγράφουν τα αισθήματα και τις εμπειρίες τους από τη διαμονή τους σε κάποιο λαζαρέτο. Η εικόνα τους μας φτάνει έτσι διαμεσολαβημένη από κάποιες φευγαλέες παρατηρήσεις, στο περιθώριο αριστοκρατικότερων αναμνήσεων, «για “κάμποσους χλομούς κι αποκαρδιωμένους ανθρώπους” που φιλοξενούνταν σε κοιτώνες μ’ ελάχιστη επίπλωση -ένα τραπέζι, μια καρέκλα κι έναν σκελετό κρεβατιού- στη διάθεσή τους» (σ.138).

Ελληνοτουρκική καραντινομαχία

Μια από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις εφαρμογής της καραντίνας για εξωιατρικούς λόγους αφορούσε το νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Το 1846 η κυβέρνηση Κωλέττη επέβαλε καραντίνα 21 ημερών στους επιβάτες των πλοίων που έρχονταν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αν τα υγειονομικά πιστοποιητικά τους δεν προσυπογράφονταν από Ελληνα ή «σύμμαχο» πρόξενο. Την επόμενη χρονιά η Πύλη απάντησε με το ίδιο μέτρο σε βάρος κάθε πλοίου προερχόμενου από ελληνικό λιμάνι.

Στο αρμόδιο Διεθνές Υγειονομικό Συμβούλιο της Κωνσταντινούπολης, το μέτρο καταψηφίστηκε μονάχα από τον εκπρόσωπο της Πρωσίας. Σύμφωνα με τον επιτετραμμένο του Βερολίνου στην Πόλη, η όλη ιδέα ανήκε στον Βρετανό Υπ.Εξ. λόρδο Πάλμερστον, που ήθελε μ’ αυτόν τον τρόπο να στριμώξει τον γαλλόφιλο Κωλέττη (σ.90).

Ο Κωλέττης μπορεί να πέθανε την ίδια χρονιά, οι εκατέρωθεν καραντίνες παρέμειναν ωστόσο σε ισχύ μέχρι το 1857, ώσπου πρώτη υποχώρησε η Αθήνα. Στο μεσοδιάστημα, η αγγλόφιλη κυβέρνηση Κριεζή είχε περιορίσει την καραντίνα όσων καραβιών διέθεταν «καθαρά» υγειονομικά έγγραφα σε μόλις 48 ώρες (σ.91).

Τελικά, την πιο καταστρεπτική επιδημία δεν την κουβάλησαν κάποια εμπορικά πλοία, αλλά τα γαλλικά στρατεύματα κατοχής του Πειραιά, για τα οποία καμιά απολύτως καραντίνα δεν ήταν δυνατό να εφαρμοστεί. Η χολέρα που κουβάλησαν το 1854 προκάλεσε, ως γνωστόν, πολλές χιλιάδες θύματα σ’ έναν αστικό ιστό μόλις 40.000 κατοίκων.

Google News ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS
Τα υγειονομικά σύνορα της Γηραιάς Ηπείρου

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΕ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.

Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.

Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας