H φετινή άνοιξη ισοδυναμούσε με ανεπάντεχο πολιτισμικό σοκ για εκατομμύρια πολίτες του «πρώτου» κόσμου. Κοινωνίες εθισμένες τις τελευταίες δεκαετίες στην απρόσκοπτη μετακίνηση των μελών τους σε μεγάλο μέρος του πλανήτη, αλλά και στην αναγόρευση αυτής της κινητικότητας σε βασικό κριτήριο κοινωνικοοικονομικής αποτελεσματικότητας κι ευημερίας, διαπίστωσαν ξαφνικά πως αυτή δεν συνιστά δεδομένη και φυσική τάξη πραγμάτων αλλά μπορεί ν’ αναιρεθεί ολοκληρωτικά από τη μια μέρα στην άλλη. Είναι βέβαια ακόμη νωρίς για να γνωρίζουμε αν ζήσαμε μια πραγματική τομή στην ανθρώπινη δραστηριότητα ή μια δυσάρεστη, απλώς, συλλογική εμπειρία.
Παρά τον πανικό που προκλήθηκε από τις εκατόμβες της πανδημίας, οι δομικές ανάγκες της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, το ειδικό βάρος της τουριστικής βιομηχανίας και οι συνακόλουθες πολιτισμικές εγχαράξεις είναι αρκετά βαθιά ριζωμένα για να κλονιστούν αποφασιστικά από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες θυμάτων.
«Παρακαλούμεν όπως προβαίνητε εις την μετά φειδούς έκδοσιν τουριστικών διαβατηρίων εις μισθωτούς εν γένει» - Γεώργιος Ράλλης (υπουργός Εσωτερικών) προς τους νομάρχες, 27/12/1962
Για τις παλαιότερες γενιές Ελλήνων, το αδιαπέραστο των διακρατικών συνόρων δεν αποτέλεσε πάντως καθόλου πρωτόγνωρο φαινόμενο. Μπορεί το δικαίωμα στην αποδημία, η ελευθερία δηλαδή του ανθρώπου «να εγκαταλείπει οποιαδήποτε χώρα, ακόμα και τη δική του, και να επιστρέφει σ’ αυτήν», να περιλαμβάνεται από το 1948 στην Οικουμενική Διακήρυξη του ΟΗΕ και να έχει ενσωματωθεί στο ελληνικό Σύνταγμα (με επιφυλάξεις το 1975 και κατηγορηματικότερα το 2001), η άσκησή του δεν ήταν ωστόσο για πολλές δεκαετίες καθόλου αυτονόητη. Η έκδοση και η χρήση διαβατηρίου δεν θεωρούνταν δικαίωμα των πολιτών αλλά προνόμιο όσων απ’ αυτούς κρίνονταν «νομιμόφρονες». Η άσκηση του οποίου υπαγόταν, μάλιστα, στη διακριτική ευχέρεια όχι μόνο της πολιτικής εξουσίας αλλά και του τοπικού αστυνομικού τμήματος. Τέσσερα ήταν τα πεδία στα οποία κρίθηκε διαχρονικά η πρακτική εφαρμογή του δικαιώματος των Ελλήνων πολιτών στην αποδημία: (α) η δυνατότητα απόκτησης διαβατηρίου, (β) η διάρκεια και το τοπικό εύρος της ισχύος του, (γ) η απαίτηση πρόσθετης αστυνομικής θεώρησης για την ενεργοποίησή του και (δ) η δυνατότητα του κατόχου του να επιστρέψει απρόσκοπτα στην Ελλάδα.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.
Από τον Καποδίστρια στον Παπάγο
Στα πρώτα χρόνια του ελληνικού κράτους, επαναστατικού και μετεπαναστατικού, η έκδοση διαβατηρίων για αναχώρηση στο εξωτερικό (αλλά και για τη μετακίνηση από τη μια επαρχία στην άλλη) ήταν μια μάλλον άτυπη διαδικασία, με τα διαβατήρια ν’ αποτελούν υβρίδιο άδειας μετακίνησης, δελτίου ταυτότητας και συστατικής επιστολής με έντονα προσωπικό χαρακτήρα.
Χαρακτηριστικό δείγμα τέτοιου εγγράφου της Καποδιστριακής περιόδου, από το ιστορικό αρχείο του Υπ.Εξ. (Φ.1830/74.1):
«Ελληνική Πολιτεία, αρ. 666
Η Γενική Αστυνομία της Ηλιδος δηλοποιεί ότι
Επειδή ο Κύριος Σόλων Ι. Κρεστενίτης εξαιτείται την άδειαν να υπάγη εις την εν Τοσκάνη Πίζαν της Ιταλίας, προς εκπαίδευσίν του κατά τε τα Πολιτικά και τα Νομικά· και επειδή δεν είναι κανέν κώλυμα να τον εμποδίζη, διά τούτο του δίδεται το παρόν επίσημον έγγραφον ως δείγμα του Πολίτου Ελληνος.
Είναι εκ των αυτοχθόνων και ευπατριδών της Πόλεως ταύτης, και μάλιστα νέος με χρηστότητα ηθών και σεμνότητα· ενώ έχει ηλικίαν είκοσιν έτη, η διατριβή του εις την Πίζαν θέλει ήσθαι περίπου τρία έτη και τον λοιπόν χρόνον της σπουδής του θέλει τον εξοδεύση εις τα Παρίσια.
Εν Πύργω την 3 Φεβρ. 1830
Ο Γενικός Αστυνόμος
Ιωάννης Μανιατόπουλος»
Σε αυτή την πρώτη φάση, η διάκριση μεταξύ «μικρού» (εσωτερικού) και «μεγάλου» (εξωτερικού) διαβατηρίου δεν ήταν απόλυτα σαφής, όπως διαπιστώνουμε από την επιστολή κάποιου Ασπροποταμίτη που εντοπίστηκε στον ίδιο φάκελο. Ο γιος του, διαβάζουμε, πέρασε από τη Σκόπελο (την ελληνική, δηλαδή, επικράτεια) στον Βόλο (την οθωμανική) «με επιτόπιον διαβατήριον»· όταν χρειάστηκε «εις ανάγκην εμπορικήν να υπάγη εις τα Τρίκαλα», δεν σκέφτηκε «ότι διά να υπάγη εις τα ενδότερα της Τουρκίας έπρεπε να έχη μέγα ελληνικόν διαβατήριον»· ακολούθησε η σύλληψή του και η κατάσχεση των εμπορευμάτων του από τον εκεί Οθωμανό διοικητή. Την αίτηση του πατέρα προς τον Καποδίστρια, για διπλωματική παρέμβαση με σκοπό την απελευθέρωση γιου κι εμπορευμάτων, συνόδευε συστατική επιστολή τριών Ναυπλιέων με στοιχεία για την πατριωτική δράση και οικονομική επιφάνεια της οικογένειας.
Οπως και σε τόσες άλλες σφαίρες της δημόσιας ζωής, το θεσμικό πλαίσιο οριστικοποιήθηκε κι εδώ μετά την έλευση του Οθωνα. Είναι πάντως αποκαλυπτικό ότι το σχετικό βασιλικό διάταγμα της 28.3.1833 αφορούσε πρωτίστως τα εσωτερικά διαβατήρια και μόνο δευτερευόντως τα εξωτερικά: «Οστις αναχωρεί από την επαρχίαν όπου έχει την διαμονήν του, πρέπει να εφοδιάζεται με διαβατήριον διδόμενον από τας δημοτικάς αρχάς» (§1)· όμως, «αι δημοτικαί Αρχαί δεν δύνανται να δώσουν κανέν διαβατήριον εις εκείνους, οι οποίοι σκοπεύουν ν’ απέλθουν εκτός του Βασιλείου. Τ’ αναγκαία διά την τοιαύτην περίστασιν διαβατήρια θέλουν δίδεσθαι από τους Νομάρχας» (§14). Ειδικά για τη γειτονική Τουρκία, οι έπαρχοι της μεθορίου μπορούσαν να εκδίδουν ειδικά διαβατήρια ισχύος 4 μόνο εβδομάδων, «αφού ακούσουν την γνώμην του ανήκοντος Δημάρχου» (§15).
Οι εισερχόμενοι στη χώρα Ελληνες πολίτες έπρεπε πάλι να καταθέτουν το διαβατήριό τους στη δημαρχία και να εφοδιάζονται με άλλο, εσωτερικό, για τον τόπο προορισμού τους (§16). Ταξιδιώτης δίχως εσωτερικό ή εξωτερικό διαβατήριο έμπαινε «υπό αστυνομικήν επιτήρησιν», εκτός αν μπορούσε «να δώση εγγυητήν κάτοικόν τινα εκ του δήμου εκείνου ή δυνηθή ν’ αποδείξη τον εαυτόν του κατ’ άλλον τρόπον» (§17). Την επόμενη χρονιά, το Β.Δ. «περί αστυνομίας της εμπορικής ναυτιλίας» απαγόρευσε δε «αυστηρώς εις πάντα πλοίαρχον ή κυβερνήτην να δέχεται επί του πλοίου του επιβάτας άνευ τακτικών διαβατηρίων» (ΦΕΚ 1836/24, σ. 380).
Διαφωτιστικότερες για τους λόγους ανησυχίας του νεοσύστατου βασιλείου, αλλά και για την περιορισμένη θελκτικότητα του τελευταίου (για τα πιο ευκίνητα, τουλάχιστον, κοινωνικά στρώματα), αποδεικνύονται οι λίγο μεταγενέστερες οδηγίες του Υπ.Εξ. για τις προϋποθέσεις έκδοσης διαβατηρίου (1843). Ο αιτούμενος έπρεπε να είναι «αληθώς και αποδεδειγμένως ιθαγενής Ελλην», εγγεγραμμένος σε κάποιο δήμο, αλλά και να προσκομίσει «δυο τιμίους και αξιοχρέους εγγυητάς περί της μη κακής χρήσεως του διαβατηρίου του, περί της μη μεταβολής της εθνικότητός του, περί της μη αποκαταστάσεώς του εκτός της Επικρατείας και περί της εγκαίρου εις την Ελλάδα επανόδου του» (Κολοκοτρώνης 1911, σ. 131).
Μεταγενέστερες εγκύκλιοι περιγράφουν αναλυτικά ορισμένες εκδοχές «κακής χρήσεως» του διαβατηρίου. Το 1860 καταγγέλλεται λ.χ. ότι, παρά τη ρητή σχετική απαγόρευση, ουκ ολίγοι ζητιάνοι «κατώρθωσαν δυστυχώς πολλάκις να εξαπατήσωσί τινάς των διοικητικών αρχών», εφοδιάστηκαν με διαβατήρια και «απελθόντες εις την αλλοδαπήν κατήσχυναν το Ελληνικόν όνομα».
Σε μια εποχή που τα γαλλικά λεξικά θεωρούν πως η λέξη Grec υποδηλώνει όχι μόνο τον Ελληνα αλλά και τον απατεώνα, ο υπουργός Εξωτερικών Κουντουριώτης διατάσσει έτσι νομάρχες και επάρχους να επαγρυπνούν για ν’ αποτρέψουν την αποδημία «ατόμων μετερχομένων όπως δήποτε την αλητείαν».
Στις αρχές πάλι του εικοστού αιώνα, ύστερα από αλλεπάλληλες εκθέσεις Ελλήνων προξένων στη Ρωσία για «τα δεινοπαθήματα Ελληνοπαίδων μεταφερομένων εκείσε προς επαιτείαν υπό ασυνειδήτων εκμεταλλευτών», το Υπ.Εξ. θα επιστήσει την προσοχή των αρμοδίων «ως προς την έκδοσιν διαβατηρίων διά Ρωσσίαν υπέρ τοιούτων αλητών ή ανηλίκων παίδων» (ό.π., σ. 141-2).
Τα εσωτερικά διαβατήρια καταργήθηκαν σιωπηρά το 1887, όπως και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης (πλην τσαρικής Ρωσίας). Ο έλεγχος των εξωτερικών συνόρων ενισχύθηκε όμως τα επόμενα χρόνια, καθώς η μέριμνα για την τιμή του «ελληνικού ονόματος» υποσκελίστηκε από καινούριες απειλές: Μακεδόνες κομιτατζήδες, Αρμενίους «τρομοκράτες», Ευρωπαίους αναρχικούς...
Οι κατακλυσμιαίες ανατροπές της δεκαετίας του 1912-1922, με την επέκταση του βασιλείου σε περιοχές αμφίβολης εθνολογικής σύνθεσης και τη μαζική εισροή εξαθλιωμένων Ελληνορθόδοξων προσφύγων θα προσδώσουν ακόμη μαζικότερη διάσταση στον φόβο του «εσωτερικού εχθρού», εθνικού και κοινωνικού. Παρόμοιες τάσεις επικρατούν άλλωστε σε όλη τη μεσοπολεμική Ευρώπη, με τη μονιμοποίηση όσων «προσωρινών» περιοριστικών μέτρων είχαν επιβληθεί στη διασυνοριακή κινητικότητα κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Για την αλλαγή των καιρών, αποκαλυπτική είναι η αναπόληση από το μεσοπολεμικό «Ελεύθερον Βήμα» (3/1/1928) της κατάστασης που επικρατούσε δύο μόλις δεκαετίες νωρίτερα - όταν «τα κράτη δεν είχαν αμπαρώση τις πόρτες τους όπως τώρα και τα διαβατήρια, ιδίως στην Ανατολή, ήταν ένα είδος που προωρίζετο μόνον για όσους ταξίδευαν με βαλίτσες από δέρμα κροκοδείλου. Ολοι οι άλλοι κυκλοφορούσαν όπως-όπως, από την Πόλη στον Πειραιά κι από κει στην Αλεξάνδρεια, στη Βηρυττό ή στην Βραΐλα».
Μέσα στη δεκαετία του 1920, η σχετική ελληνική νομοθεσία αναμορφώθηκε έτσι δραστικά. Κάποιες αλλαγές είχαν εμφανώς συγκυριακό χαρακτήρα, όπως η ρητή απαγόρευση με ειδικό διάταγμα τον Ιανουάριο του 1926 κάθε αποδημίας προσφύγων -«κυρίως αγροτών»- από τις εθνικά ευαίσθητες επαρχίες της Μακεδονίας και της Θράκης, προκειμένου να μην υπονομευτεί ο δημογραφικός εξελληνισμός τους (ΦΕΚ 1926/Α/15).
Στρατηγικότερης εμβέλειας αποδείχθηκε η επιβολή υποχρεωτικής θεώρησης των διαβατηρίων από την αστυνομία πριν από κάθε ταξίδι του κατόχου τους - και η δυνατότητα της τελευταίας να εμποδίζει την αναχώρησή του, αν τη θεωρούσε «επιζήμια διά τα συμφέροντα του κράτους», γενικώς και αορίστως (Ν. 4310/1929, άρθρο 17). Το επόμενο βήμα προς την ίδια κατεύθυνση θα σημειωθεί μεταπολεμικά, με νόμο του Παπάγου που επέτρεψε στις Αρχές να αρνούνται -«διά σοβαρούς λόγους δημοσίας τάξεως ή συμφέροντος»- όχι μόνο την ενεργοποίηση αλλά και την ίδια την έκδοση διαβατηρίου (Ν. 2363/1953, άρθρο 3). Στην πράξη, αυτό σήμαινε πως οι υποψήφιοι ταξιδιώτες, μαζί με τη σχετική αίτηση και τα συναφή δικαιολογητικά έπρεπε να προσκομίζουν και «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων» από την Ασφάλεια.
Οπως είναι γνωστό, αυτά τα πιστοποιητικά πρωτοκαθιερώθηκαν επί Μεταξά (Α.Ν. 1075/1938) κι επαναθεσπίστηκαν επί Εμφυλίου (Α.Ν. 516/1948). Σύμφωνα με μεταπολεμικό δημοσίευμα, στο μεσοδιάστημα η προσκόμισή τους αποτελούσε ήδη προϋπόθεση για την έκδοση διαβατηρίου («Εθνος» 5/6/1945). Ετσι κι αλλιώς, από τον Ιούνιο του 1938 μέχρι την Κατοχή η έξοδος από τη χώρα επιτρεπόταν μόνο σε αυστηρά περιορισμένες περιπτώσεις κι απαιτούσε προέγκριση του υφυπουργείου Ασφαλείας (Αναγνωστόπουλος 1939, σ. 130-3).
Διαφωτιστικότερη για την έκταση της αρμοδιότητας, τα κριτήρια και τη διακριτική ευχέρεια των εμπλεκόμενων ασφαλιτών σε αυτή τη φάση αποδεικνύεται η αλληλογραφία του νεαρού -τότε- δεξιού πολιτευτή Κωνσταντίνου Καραμανλή, όταν το 1945 θέλησε να ταξιδέψει εκτός Ελλάδας. Οπως διαπιστώνουμε από τον υπηρεσιακό φάκελό του, ο μέλλων εθνάρχης ζήτησε στις 22/10/1945 από την Διεύθυνσιν Γενικής Ασφαλείας Αθηνών να του χορηγηθεί «πιστοποιητικόν εμφαίνον ότι δεν διώκεται ως φυγόποινος ή φυγάδας», προκειμένου να βγάλει διαβατήριο. Σημειωμένη πάνω στην αίτηση, η έγκριση των παραληπτών αποτυπώνει ευκρινώς τα δυσδιάκριτα όρια των ημερών μεταξύ ποινικής και πολιτικής καταστολής: «Βεβαιούται ότι, ως προκύπτει εκ του τηρουμένου παρ’ ημίν αρχείου, ο Καραμανλής Κων/νος του Γεωργίου, Δικηγόρος, κάτοικος Κοραή 2 (Ξενοδ. Αθήναι) δεν καταδιώκεται υπό της Υπηρεσίας μας ούτε απησχόλησε την Υπηρεσίαν μας δι’ αιτίαν τινά μέχρι σήμερον. Τη αιτήσει του χορηγείται η παρούσα προκειμένου ν’ αναχωρήση διά το εξωτερικόν».
Συνειδήσεις στο ζύγι
Από το 1948 και εξής, η κατοχή πιστοποιητικού υγιών κοινωνικών φρονημάτων θ’ αποτελέσει επίσημη προϋπόθεση για κάθε έξοδο από τη χώρα. Για τη διαδικασία έκδοσής του, άκρως αποκαλυπτική είναι η γραφειοκρατική διαδικασία που προβλέπει η απόρρητη Εγκύκλιος 153 του υπουργείου Εσωτερικών (Εν Αθήναις 26/10/1954, αρ. πρωτ. 15/6/397): ο αρμόδιος αξιωματικός της Ασφάλειας διατάσσεται να «ερευνά διά των υφισταμένων του και αυτοπροσώπως και [να] συλλέγη σχετικάς πληροφορίας περί των κοινωνικών φρονημάτων, της διαγωγής και της εν γένει αφοσιώσεως εις τα εθνικά ιδεώδη του αιτούντος και του αμέσου οικογενειακού του περιβάλλοντος (γονέων και αδελφών)», ψάχνοντας όχι μόνο «τυχόν κομμουνιστικήν ή φιλοκομμουνιστικήν δράσιν» τους κατά το παρελθόν αλλά ξετινάζοντας κυριολεκτικά την προσωπικότητα και το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων - από τα πρόσωπα «μεθ’ ων συναναστρέφεται» και τις «εν γένει ασχολίας» του, μέχρι το «θρησκευτικόν του φρόνημα» ή την «εν τω Στρατώ διαγωγήν του».
Αν ο ενδιαφερόμενος πολίτης κριθεί «μη βαρυνόμενος οπωσδήποτε», το πιστοποιητικό της νομιμοφροσύνης του στέλνεται απευθείας στην αρμόδια υπηρεσία για έκδοση του διαβατηρίου. Αν όχι, τότε η σχετική «αρνητική βεβαίωσις» υποβάλλεται «μετά λεπτομερούς ητιολογημένης αναφοράς» στο υπουργείο Εσωτερικών, που έχει και τον τελικό λόγο επί του θέματος.
Μια ενδιάμεση κατηγορία προβλέπεται, τέλος, από τη διακριτική ευχέρεια της Χωροφυλακής να εισηγείται στο υπουργείο την έκδοση «θετικού» πιστοποιητικού για άτομα που ζητούν διαβατήριο για «προσωρινόν ταξίδιον μικράς διαρκείας δι’ αναψυχήν, λόγους υγείας, εμπορικάς υποθέσεις κ.λπ.» και «έχουν μεν βεβαρυμένο παρελθόν, πλην όμως δεν είναι επικίνδυνα», οπότε εκτιμάται πως «η μετάβασίς των εις το εξωτερικόν δεν πρόκειται να βλάψη τα εθνικά συμφέροντα».
Παρά τη διαβάθμιση αυτών των ρυθμίσεων ως απορρήτων, λόγοι φρονηματισμού υπαγόρευαν τη διάδοση του κεντρικού νοήματός τους στο ευρύ κοινό. Επί Καραμανλή, η Διοίκηση Χωροφυλακής Μεσσηνίας θα γνωστοποιήσει έτσι μέσω του τοπικού Τύπου πως η «μετανάστευσις εις το εξωτερικόν» και η «μετάβασις των σπουδαστών προς φοίτησιν εις το εξωτερικόν» ήταν δύο από τις 27 δραστηριότητες, η άσκηση των οποίων προϋπέθετε το πολύτιμο πιστοποιητικό.
Δημοσιευμένη στην εθνικόφρονα «Σημαία» της Καλαμάτας (10/4/1960), η ανακοίνωση συνοδευόταν από την προτροπή προς τους πολίτες, εφόσον ήθελαν να κριθούν «νομιμόφρονες», όχι μόνο να αποφεύγουν «επιμελώς πάσαν ενέργειαν ή εκδήλωσιν δυναμένην να χαρακτηρισθή ως φιλοκομμουνιστική», αλλά και να φροντίζουν να «διαδηλούνται ελευθέρως και ανεπιφυλάκτως εις πάσαν περίπτωσιν και ευκαιρίαν τα εθνικιστικά και αντικομμουνιστικά φρονήματά των».
Παραπέτασμα διπλής όψεως
Εν μέσω Ψυχρού πολέμου, αναμενόμενος στόχος των Αρχών ήταν ο περιορισμός της μετάβασης απλών πολιτών στις χώρες του «παραπετάσματος», ιδίως όταν αυτή απέβλεπε στη διατήρηση ή ενίσχυση των οικογενειακών δεσμών ανάμεσα σε πολιτικούς πρόσφυγες του Εμφυλίου και συγγενείς τους που έμειναν πίσω.
Οι διαθέσιμοι φάκελοι ατομικών περιπτώσεων αποδεικνύονται εξαιρετικά διαφωτιστικοί γι’ αυτού του είδους τους φραγμούς: η επίσκεψη μιας 22χρονης μοδίστρας από τη Χαλκιδική στον «συμμορίτη» θείο της στην Τσεχοσλοβακία, η οικογενειακή επανένωση δυο αγοριών με τον πατέρα τους στη Βουλγαρία, οι ολιγοήμερες διακοπές πέντε εφήβων και της ενήλικης συνοδού τους σε κατασκήνωση της Τσεχοσλοβακίας, αποτελούν χαρακτηριστικές περιπτώσεις σχεδίων που έμειναν το 1959-1963 στα χαρτιά, λόγω της άρνησης των Αρχών να χορηγήσουν τα αναγκαία ταξιδιωτικά έγγραφα.
Συστηματική προσπάθεια καταβλήθηκε επίσης για να παρεμποδιστεί η συμμετοχή Ελλήνων πολιτών σε διοργανώσεις όπως τα Παγκόσμια Φεστιβάλ Νεολαίας. Το 1957 απαγορεύθηκε έτσι όχι μόνο κάθε απευθείας «μετάβασις ημεδαπού εις Μόσχαν διά συμμετοχήν εις το υπ’ όψιν Φεστιβάλ», αλλά και κάθε έκδοση ή θεώρηση διαβατηρίου σε άτομο για το οποίο υπήρχαν υποψίες ότι θα κατευθυνόταν εκεί μέσω τρίτης χώρας. Το 1963 το Υπ.Εξ. απέκτησε πάλι δικαίωμα βέτο στην «έκδοσιν διαβατηρίων ή θεώρησιν εξόδου» όσων Ελλήνων καλούνταν «εις Συνέδρια εν τω εξωτερικώ και δη εις χώρας του Παραπετάσματος», με το σκεπτικό ότι κάθε τέτοια συμμετοχή «αφορά εν τελευταία αναλύσει τας σχέσεις της Ελλάδος μετά των χωρών τούτων».
Ιδιαίτερα αξιομνημόνευτη είναι η πρακτική που υιοθετήθηκε για την καταστολή της παράκαμψης αυτών των απαγορεύσεων μέσω νόμιμης επίσκεψης σε κάποια δυτική χώρα. Υστερα από σχετική συνεννόηση των υπουργείων Εσωτερικών και Εξωτερικών, τον Αύγουστο του 1959 δόθηκε εντολή στα ελληνικά προξενεία των χωρών του «παραπετάσματος» να αρνούνται κάθε θεώρηση ελληνικού διαβατηρίου, ακόμη και για επιστροφή στην Ελλάδα, χωρίς τη ρητή συγκατάθεση του πρώτου.
Το υπηρεσιακό σημείωμα του αρμόδιου διευθυντή που εισηγήθηκε το μέτρο (13/1/1959) παραδέχεται πως αυτή η πρακτική ήταν παράνομη, καθώς η ισχύουσα νομοθεσία απαγόρευε ρητά την παρεμπόδιση της εισόδου στη χώρα Ελλήνων πολιτών που κατείχαν έγγραφα αποδεικτικά της ιθαγένειάς τους. Από την ίδια πηγή πληροφορούμαστε επίσης την έκδοση «διαβατηρίων απλής μεταβάσεως», διατύπωση που στην υπηρεσιακή ιδιόλεκτο μεταφραζόταν ως «άνευ δικαιώματος επιστροφής» - δίχως, εννοείται, σχετική ενημέρωση των κατόχων τους...
Δυσπρόσιτος «ελεύθερος» κόσμος
Αν η παρεμπόδιση των ταξιδιών στο αντίπαλο μπλοκ ουδόλως ξαφνιάζει, δεν ισχύει το ίδιο με το αντίστοιχο φιλτράρισμα όσων ήθελαν να επισκεφθούν κάποια χώρα της Δύσης. Ουκ ολίγες μαρτυρίες παλιών αριστερών ή στενών συγγενών τους περιγράφουν με γλαφυρές λεπτομέρειες την αδυναμία τους να αποκτήσουν μεταπολεμικά το πολυπόθητο ταξιδιωτικό έγγραφο για να φύγουν σε χώρες όπως η Γαλλία και η Δυτική Γερμανία· μοναδική διέξοδο, κι αυτή όχι πάντα εξασφαλισμένη, αποτελούσε ο προσεταιρισμός κάποιου ανώτερου αξιωματικού των σωμάτων ασφαλείας μέσω προσωπικών γνωριμιών ή με χρηματισμό, με αξιοποίηση των κυκλωμάτων που είθισται να αναπτύσσονται κάτω από αυτές τις συνθήκες.
Ειδική περίπτωση αποτελούσαν οι φοιτητές του εξωτερικού. Από εγκυκλίους του 1954 πληροφορούμαστε την υπηρεσιακή διαπίστωση πως «η κατάστασις μέρους των Ελλήνων Σπουδαστών εξωτερικού δεν είναι ικανοποιητική από εθνικής πλευράς» (καθώς «διά της ενεργού αναμίξεως εις αντεθνικάς ενεργείας, εκθέτουσι σοβαρώς το γόητρον και την θέσιν της Χώρας εν τω εξωτερικώ») και τη συνακόλουθη απόφαση «συσκέψεως εκπροσώπων των αρμοδίων αρχών» για αυξημένη προληπτική επιτήρηση: «διά την προστασίαν των σπουδαστών τούτων από της κομμουνιστικής διεισδύσεως ή άλλων επιρροών», πριν από τον εφοδιασμό τους με το προβλεπόμενο διαβατήριο έπρεπε να «ερευνώνται επισταμένως παρά της αρμοδίας Αστυνομικής αρχής τα κοινωνικά φρονήματα και η διαγωγή των ενδιαφερομένων ως και τα φρονήματα και αι οικονομικαί δυνατότητες της οικογενείας των».
Οι υποψήφιοι όφειλαν να υποβάλουν «εγκαίρως» σχετική αίτηση προς την Ασφάλεια της μόνιμης κατοικίας τους, αναφέροντας «τα Σχολεία ή Σχολάς εις α εφοίτησαν», τις πόλεις και τα χωριά όπου έζησαν μόνιμα ή προσωρινά («μετ’ ακριβούς διευθύνσεως»), καθώς και «πλήρη στοιχεία ταυτότητος μετ’ ακριβούς διευθύνσεως όλων των μελών της οικογενείας τους». Οι υπηρεσίες ασφαλείας έπρεπε δε να «προβαίνωσιν μετ’ αντικειμενικότητος και επιμελείας εις λεπτομερή έρευναν όσον αφορά τα κοινωνικά φρονήματα του αιτούντος και των μελών της οικογενείας του, την διαγωγήν αυτού, ηθικήν αξιοπρέπειαν, εργατικότητα και φιλομάθειαν [sic] του σπουδαστού», καθώς και «την οικονομικήν δυνατότητα των μελών της οικογενείας του».
Τα στοιχεία διασταυρώνονταν και συμπληρώνονταν από τα προϊστάμενα κλιμάκια και, αν ήταν «απολύτως ευνοϊκά», το πιστοποιητικό διαβιβαζόταν για την έκδοση του διαβατηρίου· στην περίπτωση που προέκυπτε όμως οτιδήποτε επιβαρυντικό, «είτε διά τον αιτούντα είτε διά τι μέλος της οικογενείας του, έστω και αν απεκατεστάθη», τον τελικό λόγο είχε η ηγεσία της Χωροφυλακής ή της Αστυνομίας Πόλεων (Εγκύκλιοι αρ. 98 της 3/8/1954 και 135 της 14/10/1954).
Στην ίδια διαδικασία υποβάλλονταν και «οι επιτυγχάνοντες οιανδήποτε υποτροφίαν, πλην των υποτρόφων του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών και των Στρατιωτικών υποτρόφων, δι’ ους ελήφθη ετέρα μέριμνα». Μεταξύ των φοιτητών στους οποίους το κράτος αρνήθηκε τη χορήγηση διαβατηρίου λόγω φρονημάτων, μαθαίνουμε από διαμαρτυρία της ΕΔΑ τον Ιούλιο του 1962, ήταν και ο 24χρονος τότε Θόδωρος Πάγκαλος. Φαίνεται πάντως ότι τα όργανα το παράκαναν, με αποτέλεσμα όσοι φοιτητές έρχονταν για καλοκαιρινές διακοπές να δυσκολεύονται να ξαναφύγουν, με αποτέλεσμα «ταλαιπωρίας και αδικαιολογήτους καθυστερήσεις» σε βάρος των σπουδών τους.
Ο υπουργός Εσωτερικών Τάκος Μακρής θα διατάξει έτσι το 1960 την αυτόματη ανανέωση των διαβατηρίων όσων είχαν ήδη κριθεί νομιμόφρονες, υπενθυμίζοντας πως έτσι κι αλλιώς «ο σπουδαστής του εξωτερικού παρακολουθείται τόσον υπό των ημετέρων Β. Προξενικών Αρχών εν τω εξωτερικώ όσον και υπό των οικείων Αρχών Ασφαλείας ενταύθα».
Διαφορετικής τάξης ζητήματα συνδέονταν με την αποδημία των εργατών, όπως πιστοποιεί το αρχείο της Νομαρχίας Αττικής (Φ.156). Διαπιστώνοντας λ.χ. πως «αυξάνει οσημέραι ο αριθμός των Ελλήνων εργατών» που κατέφθαναν «προς απασχόλησιν» στη Δυτική Γερμανία «με τουριστικά διαβατήρια», «άνευ προηγουμένης υπογραφής ατομικού συμβολαίου εργασίας μετά της εν Ελλάδι Γερμανικής Επιτροπής επιλογής εργατών», με αποτέλεσμα να μένουν άνεργοι, «επιδίδονται εις επαιτείαν ή αλητείαν ή διαπράττουν ποινικώς κολασίμους πράξεις» και «όχι μόνον δυσφημούν το Ελληνικόν όνομα εις το εξωτερικόν» αλλά επιβαρύνουν με φόρτο εργασίας τα ελληνικά προξενεία, ο υπουργός Εσωτερικών Γεώργιος Ράλλης θα ζητήσει το φθινόπωρο του 1962 «την μετά φειδούς έκδοσιν τουριστικών διαβατηρίων εις μισθωτούς εν γένει» (Εγκύκλιος 397 της 27/10/1962).
Παρεμφερείς λόγοι θα οδηγήσουν λίγο αργότερα το ίδιο υπουργείο να απαιτήσει από τα ελληνικά προξενεία της Γερμανίας να «μη προβαίνουν εις την επέκτασιν των φοιτητικών και εργατικών διαβατηρίων διά τας Σκανδιναβικάς χώρας» (Εγκύκλιος 447 της 29/.11/1962). Για τη μετατροπή, τέλος, των εργατικών διαβατηρίων σε οικογενειακά, έπρεπε από ένα σημείο και μετά «να προσάγηται έγκρισις των οικείων Γερμανικών αρχών» (εγκύκλιος 261 της 12/6/1963).
Σκοτσέζικο ντους
Το δημοκρατικό άνοιγμα των κυβερνήσεων της Ενωσης Κέντρου, το 1964-65, πήρε κι εδώ τη μορφή μιας ανολοκλήρωτης απόπειρας για επιστροφή σε ένα στοιχειώδες κράτος δικαίου. Με το Β.Δ. 755 της 12/12/1964 θεσπίστηκε, κατ’ αρχήν, πενταετής διάρκεια όλων των διαβατηρίων, με επιφύλαξη όμως των «σοβαρών λόγων δημοσίας τάξεως ή συμφέροντος». Σημαντικότερη τομή αποτέλεσε η κατάργηση, με εμπιστευτική εγκύκλιο του υπουργού Εσωτερικών Ι. Τούμπα (26/5/1964), των ελέγχων νομιμοφροσύνης για την έκδοση διαβατηρίων με προορισμό τη Δύση· για τα ταξίδια σε «χώρας του Ανατολικού Συνασπισμού» διατηρήθηκε, αντίθετα, «η μέχρι τούδε τηρουμένη διαδικασία».
Οι νέες οδηγίες περιόρισαν επίσης ρητά τον έλεγχο για «την τυχόν ύπαρξιν λόγων δημοσίας τάξεως ή συμφέροντος» στην «ύπαρξιν εκκρεμών δικαστικών εγγράφων, διατάξεων απαγορεύσεως, οφειλών προς το δημόσιον κ.λπ.», ξεκαθαρίζοντας μάλιστα πως έπρεπε στο εξής να διεκπεραιώνεται «εκ μόνου του αρχείου καρτελλών του δημιουργουμένου βάσει των προς τας αρχάς αυτάς αποστελλομένων εγγράφων δημοσίων αρχών», δίχως πρόσθετη αστυνομική έρευνα σε βάρος των ενδιαφερομένων.
Η ανατροπή της κυβέρνησης Παπανδρέου το 1965 σήμανε κι εδώ μια πρώτη οπισθοδρόμηση. Μέχρι το φθινόπωρο του 1966, οι ελληνικές προξενικές αρχές αφαίρεσαν ή ακύρωσαν τα διαβατήρια τουλάχιστον 16 Ελλήνων μεταναστών στη Δυτική Γερμανία, τη Σουηδία και τη Γαλλία, σε μια οφθαλμοφανή προσπάθεια καταστολής του εργατικού και δημοκρατικού κινήματος στους κόλπους της διασποράς. Ακόμη ριζοσπαστικότερη τομή επέφερε, όπως ήταν αναμενόμενο, η χούντα της 21ης Απριλίου.
Προκειμένου να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις στο εξωτερικό, το στρατιωτικό καθεστώς απέφυγε μεν οποιαδήποτε δραστική αλλαγή του επίσημου θεσμικού πλαισίου· κατέφυγε όμως σε συστηματική και διευρυμένη επίκληση «σοβαρών λόγων δημοσίας τάξεως ή συμφέροντος», για να αρνηθεί την έκδοση ή τη θεώρηση διαβατηρίου σε μια απίστευτα μεγάλη γκάμα Ελλήνων πολιτών. Η απαγόρευση αποδημίας θα θίξει έτσι τόσο χιλιάδες ανώνυμους πολίτες, η έξοδος των οποίων από τη χώρα απαγορεύθηκε με ομαδικές ονομαστικές καταστάσεις των υπουργείων Δημοσίας Τάξεως και (στην περίπτωση των ναυτικών) Εμπορικής Ναυτιλίας, όσο και «επώνυμους» από κάθε πολιτικό χώρο, της αντιδικτατορικής Δεξιάς συμπεριλαμβανομένης.
Μεταξύ των τελευταίων συγκαταλέγονταν ο πρώην υπουργός (και μετέπειτα πρωθυπουργός) Γεώργιος Ράλλης, με το σκεπτικό ότι εξακολουθούσε κατ’ ιδίαν την «πολιτική δραστηριότητά» του, και ο πανεπιστημιακός και πρώην υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας, Γιάγκος Πεσμαζόγλου, επειδή «εδημοσίευσε επανειλημμένως εις τον τύπον των Δυτικών Χωρών δηλώσεις, συνεντεύξεις και άρθρα» με δυσμενείς εκτιμήσεις για το «οικονομικό θαύμα» της χούντας, γεγονός που κατά την Ασφάλεια τον καθιστούσε «άτομον εντόνως δραστηριοποιούμενον διά την δυσφήμισιν της χώρας και πρόκλησιν εξεγέρσεως κατά της καθεστηκυίας τάξεως, όπερ μεταβαίνον εις την αλλοδαπήν θεωρείται βέβαιον ότι θα βλάψη τα εθνικά συμφέροντα».
Κάποιοι από τους θιγόμενους προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ζητώντας την ακύρωση των απορριπτικών διοικητικών πράξεων. Η σχετική νομολογία υπήρξε άκρως αντιφατική, όχι μόνο λόγω της ανομοιογένειας των επιμέρους περιπτώσεων αλλά και του εσωτερικού διχασμού των ανώτατων κλιμακίων της εθνικοφροσύνης απέναντι στην «εθνοσωτήριο». Ο Ράλλης κατόρθωσε έτσι τελικά να ταξιδέψει το φθινόπωρο του 1970 στο Παρίσι· κάποιοι άλλοι, συνάδελφοί του και μη, στάθηκαν λιγότερο τυχεροί.
Μεταπολίτευση κατά στάδια
Η Μεταπολίτευση του 1974 θα σημάνει τη σταδιακή άρση αυτών των περιορισμών και την εγκαθίδρυση μιας κανονικότητας ευρωπαϊκού τύπου. Δυο μέρες μετά την πτώση της χούντας, ο Ράλλης -ως υπουργός Εσωτερικών, πλέον- κατάργησε τη διάταξη του 1953 που επέβαλλε προληπτική αστυνομική θεώρηση για την ενεργοποίηση των διαβατηρίων («Τα Νέα», 27/4/1974). Την επόμενη χρονιά, κάτω από την πίεση της αντιπολίτευσης θα ενοφθαλμιστεί στο νέο Σύνταγμα και η διακηρυκτική προστασία του δικαιώματος στην αποδημία (Παπαδημητρίου 1976, σ. 22-29).
Κάποιες άλλες περιοριστικές ρυθμίσεις εξαλείφθηκαν πολύ αργότερα. Η έκδοση ή ανανέωση του διαβατηρίου για συγκεκριμένη χώρα κάθε φορά εξακολούθησε λ.χ. μέχρι το 1980 για τους απλούς πολίτες και το 1983 για τα άτομα «ειδικών κατηγοριών» (στρατιωτικούς κ.λπ.). Στο μεσοδιάστημα, ακόμη κι εθνικόφρονες δημόσιοι υπάλληλοι απαγορευόταν να επισκεφθούν χώρες του ανατολικού μπλοκ, αν τύχαινε να εργάζονται σε τομέα με αυξημένη διαβάθμιση ασφαλείας (μεσαία λ.χ. τεχνικά στελέχη του ΟΤΕ)· στην περίπτωση που επιθυμούσαν κάτι τέτοιο, έπρεπε να περιμένουν δυο τουλάχιστον χρόνια μετά την αλλαγή της διαβάθμισής τους.
Ο τελευταίος φραγμός θα πέσει μόλις το 2017, με την κατάργηση των ύστατων υπολειμμάτων μιας καταφανώς παράνομης διάταξης. Ο λόγος για την απαγόρευση, με απόρρητη εγκύκλιο του μεταπολιτευτικού υπουργείου Εσωτερικών επί υπουργίας Κωστή Στεφανόπουλου (Ε.Π. 4089 της 27/6/1975), στους ληξιάρχους 10 παραμεθόριων νομών της χώρας, από τη Θεσπρωτία ίσαμε τα Δωδεκάνησα, να εκδίδουν «πάσης φύσεως πιστοποιητικά διά πρόσωπα διαβιούντα» στο εξωτερικό, ακόμη κι όταν αυτά διατηρούσαν την ελληνική ιθαγένεια, δίχως προηγούμενη έγκριση της ΕΥΠ· στην περίπτωση δε «μη εγκρίσεως της εκδόσεως πιστοποιητικού τινος», απαγορευόταν ρητά να γνωστοποιηθεί «εγγράφως εις τον αιτούντα η άρνησις ταύτη», προκειμένου να αποκλειστεί η δυνατότητα προσφυγής του θιγόμενου στο ΣτΕ.
Κάτω από έντονη πίεση των τοπικών κοινωνιών, η εγκύκλιος αυτή καταργήθηκε μόλις το 2001 από την κυβέρνηση Σημίτη, με μια και μοναδική εξαίρεση: όσους Ελληνες πολίτες διέμεναν στη γειτονική ΠΓΔΜ. Ο εναπομείνας παράλογος (και παράνομος) αυτός αποκλεισμός καταργήθηκε τελικά επί ΣΥΡΙΖΑ, με εγκύκλιο του ειδικού γραμματέα ιθαγένειας Λάμπρου Μπαλτσιώτη (6/11/2017, Φ.82215/34319).
Σύμφωνα με βασιλικό διάταγμα του Μεσοπολέμου, για την αποδημία των (ενήλικων) γυναικών ήταν υποχρεωτικό να συνοδεύονται αυτές από τον σύζυγο, γονέα, ενήλικο αδερφό ή κάποιον άλλο στενό συγγενή, εκτός αν συνέτρεχαν «όλως εξαιρετικοί λόγοι, ων η εκτίμησις υπόκειται εις την κρίσιν του Υπουργού των Εσωτερικών» (ΦΕΚ 1921/Α/25, Β.Δ. της 17/2/1921, άρθρο 2).
Μέχρι το 1964, η νομοθεσία η σχετική με τις προϋποθέσεις της έκδοσης διαβατηρίου ασχολούνταν έτσι σχεδόν αποκλειστικά με το αρσενικό τμήμα του πληθυσμού. Το διάταγμα της 23/11/1925 για τον τύπο των διαβατηρίων αναφέρεται π.χ. σε «κάτοχο του διαβατηρίου και την τυχόν συνοδεύουσα αυτόν σύζυγόν του». Το διάταγμα της 8/3/1931 που ίσχυσε (με άτυπες, προφανώς, ερμηνευτικές προσαρμογές) ίσαμε τη Μεταπολίτευση, παραθέτει πάλι ως πάγια προϋπόθεση για την απόκτηση διαβατηρίου την πιστοποίηση εγγραφής στο μητρώο αρρένων ή παρεμφερή βεβαίωση Στρατολογικού Γραφείου (άρθρο 1§1-7).
Οι μόνες γυναίκες που μνημονεύονται εκεί είναι οι «υπήκοοι Ελληνίδες, σύζυγοι ξένων υπηκόων» και οι «μελλόνυμφες» που επρόκειτο να παντρευτούν στο εξωτερικό, το μικρό όνομα των οποίων έπρεπε να αναγράφεται στο διαβατήριο του μελλοντικού συζύγου (άρθρο 1§8).
Για τις έμπρακτες συνέπειες αυτών των ρυθμίσεων, στα μεσοπολεμικά τουλάχιστον χρόνια, αρκετά εύγλωττο είναι ένα πικάντικο ρεπορτάζ που αναπαράγει σε πρωτοσέλιδο σχόλιό της η σοβαρή «Καθημερινή» (26/1/1939). Ο Ελληνας σύζυγος μιας Τσεχοσλοβάκας χορεύτριας που απασχολούσε τότε τα λαϊκά φύλα, διαβάζουμε, «εδήλωσε ότι την ενυμφεύθη εξ έρωτος αλλά δεν θέλη να της παραχωρήση διαβατήριον διότι την αγαπά και πιστεύει ότι θα συμφιλιωθούν κάποτε. Εν τω μεταξύ, υπέβαλε μήνυσιν εναντίον της και των δικηγόρων της επί εξυβρίσει».
Η δυνατότητα μιας γυναίκας να περάσει τα σύνορα δεν εξαρτιόταν, δηλαδή, θεσμικά μόνο από τις αντιλήψεις των ασφαλιτών περί «δημοσίου συμφέροντος». Προϋπέθετε και τη σύμφωνη γνώμη του δεσπόζοντος αρσενικού, ακόμη κι όταν οι μεταξύ τους διαφορές λύνονταν πλέον στις εφημερίδες και τα δικαστήρια...
? Διαβάστε
▶ Τάσος Κωστόπουλος, «Τα σύνορα του έθνους. Ελεγχος φρονημάτων και δικαίωμα στην αποδημία», στο συλλογικό Σύγχρονοι μηχανισμοί βίας και καταπίεσης (Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού & Γενικής Παιδείας, Αθήνα 2006, σ. 349-95). Εισήγηση σε επιστημονικό συμπόσιο του 2005, με μια πρώιμη -και αρκετά εκτενέστερη- εκδοχή του σημερινού μας αφιερώματος.
▶ Β.Κ. Κολοκοτρώνης, Οδηγός διπλωματικός και προξενικός (Εν Αθήναις 1911). Συλλογή συνταγμένη από υψηλόβαθμο στέλεχος του Υπ.Εξ. κατ’ εντολήν της υπηρεσίας. Ειδικό κεφάλαιο για το νομικό πλαίσιο της έκδοσης διαβατηρίων κατά τις πρώτες οκτώ δεκαετίες του ελληνικού κράτους.
▶ Ανάργυρος Αναγνωστόπουλος, Μεταναστεύσεις-Αποδημία-Διαβατήρια (Αθήναι 1939, Τύποις Ι. Μαυρομμάτη). Ανάλογη δουλειά για τα μεσοπολεμικά χρόνια, από τον αρμόδιο τμηματάρχη της νομαρχίας Αττικοβοιωτίας.
▶ Γεώργιος Παπαδημητρίου, Η ελευθερία της αποδημίας (Θεσσαλονίκη-Αθήνα 1976, εκδ. Σάκκουλα). Εκτενής ιστορική και νομική επισκόπηση του ζητήματος από φιλελεύθερη οπτική γωνία.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας