Αθήνα, 18°C
Αθήνα
Σποραδικές νεφώσεις
18°C
18.7° 15.8°
2 BF
58%
Θεσσαλονίκη
Αυξημένες νεφώσεις
15°C
16.6° 13.8°
1 BF
81%
Πάτρα
Αυξημένες νεφώσεις
17°C
16.6° 14.9°
2 BF
80%
Ιωάννινα
Αυξημένες νεφώσεις
7°C
6.9° 6.9°
0 BF
100%
Αλεξανδρούπολη
Αίθριος καιρός
9°C
8.9° 8.9°
3 BF
87%
Βέροια
Αυξημένες νεφώσεις
15°C
15.4° 15.4°
1 BF
74%
Κοζάνη
Αραιές νεφώσεις
9°C
9.4° 9.4°
0 BF
93%
Αγρίνιο
Αυξημένες νεφώσεις
14°C
13.9° 13.9°
1 BF
90%
Ηράκλειο
Σποραδικές νεφώσεις
17°C
16.9° 15.5°
1 BF
59%
Μυτιλήνη
Αίθριος καιρός
15°C
15.0° 13.9°
2 BF
72%
Ερμούπολη
Αυξημένες νεφώσεις
18°C
18.4° 18.4°
3 BF
55%
Σκόπελος
Αυξημένες νεφώσεις
16°C
15.7° 15.7°
2 BF
74%
Κεφαλονιά
Αυξημένες νεφώσεις
18°C
18.1° 18.1°
2 BF
40%
Λάρισα
Ελαφρές νεφώσεις
11°C
10.9° 10.9°
0 BF
100%
Λαμία
Αυξημένες νεφώσεις
15°C
16.7° 15.5°
1 BF
72%
Ρόδος
Σποραδικές νεφώσεις
18°C
18.2° 17.8°
3 BF
79%
Χαλκίδα
Αραιές νεφώσεις
14°C
14.4° 13.8°
0 BF
71%
Καβάλα
Σποραδικές νεφώσεις
17°C
16.6° 11.3°
2 BF
78%
Κατερίνη
Αυξημένες νεφώσεις
15°C
14.9° 14.9°
1 BF
79%
Καστοριά
Αυξημένες νεφώσεις
10°C
10.2° 10.2°
1 BF
90%
ΜΕΝΟΥ
Πέμπτη, 24 Απριλίου, 2025
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
Κοπέλες με φυματίωση στο σανατόριο της Πεντέλης, γύρω στο 1945. Φωτογραφία της Βούλας Παπαϊωάννου

Σε αναζήτηση του Κράτους Πρόνοιας

Για τη νόσο της φυματίωσης γνωρίζουμε αρκετά χάρη στις πολυάριθμες αναφορές και αναπαραστάσεις της στην τέχνη. Ζωγραφική, λογοτεχνία, μουσική και θέατρο είναι μερικές από τις τέχνες που δοκίμασαν να αναβιώσουν την κοινωνική εμπειρία της νόσου, τα συναισθήματα και τους τόπους απομόνωσης των φυματικών. Πρόκειται για ένα λοιμώδες νόσημα, το οποίο μεταδίδεται μέσω σταγονιδίων και προσβάλλει τους πνεύμονες.

Τα σταγονίδια που απελευθερώνει ο φορέας μπορούν να επιβιώσουν για μερικές ώρες στον αέρα. Διαφοροποιείται, όμως, από άλλα λοιμώδη νοσήματα, όπως η πανώλη, η χολέρα και ο τύφος, και γι’ αυτόν τον λόγο η ιατρική κοινότητα δεν αναφέρεται σε επιδημίες φυματίωσης. Για να γίνω πιο σαφής, οι φορείς της φυματίωσης συνήθως νοσούσαν μερικά χρόνια πριν καταλήξουν. Πρόκειται δηλαδή για μία χρόνια ασθένεια, της οποίας η εξελικτική πορεία δεν μοιάζει με εκείνην των ιών ή τουλάχιστον έχει διαφορετικούς χρόνους.

«Η Αττική σ’ όλη της την έκτασι αποτελεί σήμερα απέραντο σανατόριο» - εφ. «Ακρόπολις», 2/2/1936

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις ο οργανισμός του ασθενή μπορεί να αντιστεκόταν στο μικρόβιο και ο φυματικός ή η φυματική να ζούσε αρκετά χρόνια. Η πορεία της νόσου εξαρτιόταν από τη γενική κατάσταση του οργανισμού, την ύπαρξη υποκείμενων νοσημάτων, τη διατροφή του ασθενή και τις συνθήκες διαβίωσης. Παρά τα αυξημένα ποσοστά θνητότητας από τη νόσο, στον 19ο αιώνα, δεν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για επιδημίες· ίσως για εξάρσεις μεταδοτικότητας και θνητότητας.

Πιστοποιημένη φαρμακευτική αγωγή κατά του μικροβίου δεν υπήρξε ώς τη δεκαετία του 1950. Από το 1882 και εξής, που ο Ρόμπερτ Κοχ ανακάλυψε το μικρόβιο της φυματίωσης, ξεκίνησαν συστηματικές προσπάθειες της ιατρικής κοινότητας να αντιμετωπίσει τη φυματίωση στο εργαστήριο.

Δεν θα τελεσφορήσουν πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο μικροοργανισμός που ανακάλυψε ο Γερμανός ιατρός στο μικροσκόπιό του ονομάστηκε βάκιλος της φυματίωσης ή του Koch. Γνωστή πρακτική στην ιατρική επιστήμη της περιόδου τα μικρόβια να ονοματίζονται από τον επιστήμονα που τα εντόπισε πρώτος στο εργαστήριο (αρκεί να θυμηθούμε τον βάκιλο του Hansen και την ονομασία των λεπρών ως χανσενικών).

Από τους αριστοκράτες στους τεχνίτες

Στην ελληνική γλώσσα η νόσος γίνεται γνωστή στο ευρύ κοινό από τα τέλη του 19ου αιώνα και καθιερώθηκε στην καθημερινή γλώσσα ως χτικιό ή φθίση. Μολονότι τα συμπτώματά της φαίνεται πως είχαν καταγραφεί ήδη από την κλασική αρχαιότητα και οι ιατροφιλόσοφοι την αναγνώριζαν ως νόσημα, στην πρώιμη νεωτερική δυτική Ευρώπη η φυματίωση ανακαλύφθηκε εκ νέου τον 19ο αιώνα.

Ως την εργαστηριακή ανακάλυψη του μικροβίου και άρα της μεταδοτικής φύσης της νόσου, οι κοινωνίες πίστευαν ότι πρόκειται για μια κληρονομική νόσο. Το ενδιαφέρον της ιατρικής κοινότητας προσέλκυσαν τα αστικά και αριστοκρατικά στρώματα, οπότε οι προσπάθειες στράφηκαν στην ίαση των γόνων εύπορων οικογενειών.

Η εικόνα του φιλάσθενου, εξαντλημένου και ωχρού φυματικού νέου ή νέας γίνεται αντικείμενο παρατήρησης, πρότυπο ομορφιάς και συμπληρωματικό χαρακτηριστικό της ευγένειας και της ευαίσθητης ανθρώπινης φύσης. Γι’ αυτούς τους φυματικούς των εύπορων στρωμάτων ιδρύθηκαν τα πρώτα σανατόρια στις Αλπεις στα μέσα του 19ου αιώνα.

Αυτές οι πρώτες εγκαταστάσεις ήταν μικρές, με περιορισμένο δυναμικό κλινών. Η μαζική ανταπόκριση των φυματικών και πασχόντων από άλλες παθήσεις του αναπνευστικού θα ενθαρρύνει περισσότερους ιατρούς να επενδύσουν στην κατασκευή μεγαλύτερων νοσηλευτικών ιδρυμάτων στις πλαγιές των Αλπεων και τελικά να δημιουργήσουν ένα δίκτυο θερέτρων για σανατοριακή θεραπεία.

Η απουσία φαρμακευτικής αγωγής δεν άφηνε πολλά περιθώρια παρά για μια θεραπευτική μέθοδο, που θα στηριζόταν στο τρίπτυχο της αεροθεραπείας, ηλιοθεραπείας και ενός εμπλουτισμένου προγράμματος διατροφής. Το πρόγραμμα της θεραπείας (κούρα ενδυνάμωσης) προϋπέθετε χρήμα και χρόνο από την πλευρά των ασθενών. Οπως ήταν αναμενόμενο, πρώτοι προσέτρεξαν σε αυτά τα ειδικά νοσοκομεία οι φυματικοί των ανώτερων στρωμάτων.

Η πρώτη μεγάλη μεταβολή παραδείγματος σημειώθηκε στη Γερμανία του Μπίσμαρκ, όταν άρχιζε να γίνεται κατανοητή η σχέση ανάμεσα στην καλή υγεία του προσωπικού και της εξοικονόμησης πόρων για τους εργοδότες. Αφού διαπίστωσαν ότι μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εκπαίδευσης ένας εργάτης ή τεχνίτης με το πέρασμα των ετών συσσώρευε όλο και περισσότερη πείρα, οδηγήθηκαν στο επόμενο συμπέρασμα ότι η επένδυση σε χρόνο και χρήμα δεν έπρεπε να χαθεί και άρα ήταν σημαντικό να διασφαλιστεί η σωματική ακεραιότητά του.

Γερμανικές επιχειρήσεις -σύντομα ακολούθησαν ορισμένα ασφαλιστικά ταμεία- προχώρησαν στην οικοδόμηση σανατορίων που περιέθαλπαν εργαζόμενους του κλάδου ή της επιχείρησης μέχρι να αναρρώσουν και να επιστρέψουν στους εργασιακούς χώρους τους.

Η ανακάλυψη της κοινωνικής διάστασης

Στα τέλη του 19ου αιώνα οι συνθήκες οικονομικής εξαθλίωσης και διαβίωσης των εργατικών στρωμάτων στη βιομηχανική Αγγλία θα απασχολήσουν τους πρώτους κοινωνιολόγους και ερευνητές της δημόσιας υγιεινής (Edwin Chadwick, Louis-René Villermé). Ανάμεσα στους επιστήμονες, μέλη του επιχειρηματικού κόσμου (Friedrich Engels, Charles Booth) ενδιαφέρθηκαν να παρατηρήσουν και να καταγράψουν τις συνθήκες διαβίωσης των φτωχών εργατών, ανέργων και απόρων της μεγάλης μητρόπολης. Ετσι, ο Ενγκελς γοητευμένος από τη νέα εικόνα του βιομηχανικού Λονδίνου αναρωτιόταν πόσες θυσίες προϋπέθετε αυτή η τεχνολογική εποχή από την πλευρά των πολλών και τι είδους ευθύνες συνεπάγονταν για τους κεφαλαιούχους.

Πάντως, ο ενθουσιασμός για τα νέα μηχανήματα, τα περιθώρια κέρδους και επενδύσεων και τη Νέα Εποχή, που έφερε η Βιομηχανική Επανάσταση, δεν άφησαν περιθώρια προβληματισμού στην πλειοψηφία των επιχειρηματιών για τις συνθήκες διαβίωσης των νεοεισερχόμενων εργατών και των οικογενειών τους. Η απουσία υποδομών στις μεγάλες πόλεις, η κακή διατροφή και ο συνωστισμός ενοίκων σε μικρά δωμάτια θα δημιουργήσουν το πλέον γόνιμο έδαφος για τη διασπορά των βακίλων.

Η στροφή του βλέμματος στην καθημερινότητα των πολλών, η ανακάλυψη του μεταδοτικού βακίλου μαζί με την ανάγκη του ιατρικού σώματος να μελετήσει περισσότερες περιπτώσεις ασθενών θα οδηγήσει στην ανάδειξη της φυματίωσης σε νόσο των πολλών. Πλέον οι αστοί -εκείνοι δηλαδή που δημιουργούν και αφήνουν γραπτά τεκμήρια αυτήν την εποχή- διαπίστωναν ότι υπάρχει μια κοινωνία που μαστίζεται από τη νόσο. Η αναγνώριση μιας νόσου ως κοινωνικού ζητήματος θα επιταχύνει τη διάδοση παρωνυμίων.

Σύμφωνα με μια εξήγηση, η καθημερινή λέξη «χτικιό» προερχόταν από την παλαιότερη ονομασία «εκτικόν πάθος», όπου ο επιθετικός προσδιορισμός «εκτικόν» ήταν παράγωγο της «έξης» και άρα περιέγραφε τη συχνή παρουσία της φυματίωσης στους πληθυσμούς.

Η δεύτερη αρκετά παλαιότερη ονομασία, που όμως στον 20ό αιώνα θα γνωρίσει μεγάλη διάδοση, είναι η «φθίση», που απέδιδε αυτήν την ιδιότητα της νόσου να εξασθενεί και να φθείρει το σώμα των ασθενών. Δεν ήταν μόνο αυτοί οι προσδιορισμοί που αποδόθηκαν στη φυματίωση. Μια χρόνια νόσος με δυνατότητα μετάδοσης σε όλα τα κοινωνικά στρώματα γοήτευε και προκαλούσε δέος σε δημοσιογράφους, ιατρούς και άλλους γράφοντες. Ετσι, στις πηγές του 20ού αιώνα τη συναντάμε ως «άγγελο του θανάτου», «νόσο του λαού», «νόσο της εξαθλίωσης και της άγνοιας», «λαϊκή μάστιγα», «εχθρό του Γένους», «μεγαλύτερο εχθρό της φυλής» και «λέπρα των νεοτέρων χρόνων».

Η αποκωδικοποίηση του μηχανισμού μετάδοσης της νόσου κατέστησε σαφές στις κοινωνίες ότι βρίσκονταν αντιμέτωπες με έναν εχθρό, του οποίου η παρουσία δεν ήταν περιστασιακή. Η αποκάλυψη της μεταδοτικότητας δεν αρκούσε για να μετατρέψει τη φυματίωση σε ζήτημα του δημόσιου χώρου. Οι περισσότεροι κάτοικοι των πόλεων και της υπαίθρου ήταν συμβιβασμένοι με την ασθένεια ως βιολογικό φαινόμενο.

Η πρώτη κρίση

Την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα στα ιατρικά εργαστήρια οι ερευνητές μελετούσαν έναν άλλο βάκιλο, ο οποίος προσέβαλλε τα βοοειδή. Μάλιστα σε αυτόν είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους για ένα εμβόλιο καταπολέμησης της νόσου, αλλά γρήγορα θα απογοητευτούν. Οι πρώτοι εμβολιασμοί με αυτόν τον βάκιλο προκαλούσαν επιδείνωση της κατάστασης των ασθενών.

Εχει ενδιαφέρον ότι ακριβώς εκείνην τη δεκαετία που οι ευρωπαϊκές κοινωνίες προσπαθούσαν να κατανοήσουν τη μεταδοτική φύση μιας χρόνιας νόσου, διαπιστώθηκε μια άλλη μορφή του ίδιου νοσήματος σε οικόσιτα ζώα. Η αλήθεια είναι πως οι Ευρωπαίοι ιατροί ήδη από τη δεκαετία του 1880 προσπαθούσαν να πείσουν τους χωρικούς να εγκαταλείψουν το μοντέλο συμβίωσης με τα ζώα τους στους ίδιους χώρους.

Η φυματίωση των βοοειδών λειτούργησε ως ευκαιρία αλλαγής παλαιών συνηθειών σχετικών με τη συνύπαρξη ανθρώπων και οικόσιτων ζώων. Στα τέλη του 19ου αιώνα η αθηναϊκή κοινωνία ανακάλυπτε ότι τα μολυσμένα βοοειδή παρήγαν μολυσμένο γάλα και απειλούσαν την υγεία των παιδιών και των νέων Αθηναίων.

Σύντομα ξεκίνησαν επιθεωρήσεις σε βουστάσια της πόλης, οι οποίες αποκάλυψαν απουσία κανόνων υγιεινής και βέβαια ορισμένα φυματικά ζώα. Η κρίση των βοοειδών έλαβε τόσες διαστάσεις, ώστε όταν εισαγόμενα ζώα έφτασαν στο λιμάνι του Πειραιά το κοινό τα υποδέχτηκε με ενθουσιασμό. Το βέβαιο είναι ότι η απειλή της μετάδοσης ανάγκασε την πολιτεία να επιβάλει ελέγχους σε βουστάσια, σφαγεία και κρεοπωλεία. Ακόμη και οι συνθήκες διατήρησης του φρέσκου γάλακτος τέθηκαν υπό συζήτηση. Οι ιατροί πρότειναν στις μητέρες να βράζουν το γάλα και η πολιτεία προσλάμβανε κτηνιάτρους που συνόδευαν τους επιθεωρητές.

Η ανάγκη προστασίας των πολιτών από την απειλή των ασθενειών των οικόσιτων ζώων οδήγησε σε μια λύση που μετέβαλε ριζικά την εικόνα της πόλης. Ετσι, το 1911 επιβλήθηκε η απομάκρυνση όλων των κτηνοτροφικών μονάδων από τα όρια του αστικού ιστού.

Οι πρώτες παρεμβάσεις

Από τα μέσα του 19ου αιώνα τα σωφρονιστικά καταστήματα συγκέντρωναν το ενδιαφέρον των δημόσιων λειτουργών και σχετικών επιστημόνων (νομικών, δικαστικών, ιατρών). Αρκετοί παρακολουθούσαν τις εξελίξεις στη βόρεια Ευρώπη και κατέθεταν προτάσεις για την αναμόρφωση του εγχώριου συστήματος. Αλλοι σχολίαζαν τις κακές συνθήκες κράτησης, την έλλειψη φυσικού φωτισμού, τα βρόμικα αποχωρητήρια και τη χρήση των ρούχων και προσωπικών ειδών των αποβιωσάντων από συγκρατουμένους τους.

Οι ιατροί έγραφαν για την ανάγκη οικοδόμησης νέων εγκαταστάσεων και κατάργησης των σκοτεινών και υγρών φυλακών, οι περισσότερες από τις οποίες στεγάζονταν σε μισθωμένες κατοικίες, σε παλιά φρούρια και σε εγκαταλειμμένους στρατώνες. Σε περιπτώσεις που ο φυματικός νοσούσε μέσα στο κελί, την περίθαλψή του αναλάμβαναν οι συγκρατούμενοί του, αφού στα περισσότερα καταστήματα δεν λειτουργούσε αναρρωτήριο.

Σύμφωνα με τις στατιστικές επόπτη ιατρού, το 1899 περίπου το 10% των κρατουμένων προσβάλλονταν από τη φυματίωση. Παρότι είχε ξεκινήσει ήδη ανάμεσα σε ιατρούς και δικαστικούς η συζήτηση για την ανέγερση ειδικών νοσοκομείων για φυματικούς κρατούμενους, τελικά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα η λύση που ακολουθήθηκε ήταν εκείνη της απόδοσης αμνηστίας σε τελευταίου σταδίου φυματικούς κρατούμενους.

Αυτή η λύση προφανώς εξασφάλιζε δημοτικότητα στον εκάστοτε υπουργό ή στον βασιλιά Γεώργιο, στη διάρκεια της θητείας του οποίου ξεκίνησε αυτή η πρακτική. Οι ιατροί κατέκριναν αυτήν τη ματαιόδοξη πολιτική που ενίσχυε τελικά τη διασπορά των βακίλων μέσα στην κοινωνία, αφού οι κρατούμενοι επέστρεφαν στις οικογενειακές εστίες τους και πιθανά να μόλυναν τα άλλα μέλη της οικογένειας.

Το 1910 ο υπουργός Δικαιοσύνης Γ. Φικιώρης κατέθεσε στη Βουλή νομοσχέδιο για τον εκσυγχρονισμό των φυλακών. Ο βουλευτής Αρκαδίας Ι. Μπακόπουλος διαμαρτυρήθηκε και ζήτησε να ενσωματωθεί στο νομοσχέδιο πρόβλεψη για την ανέγερση νέων φυλακών στην Τρίπολη. Ως τότε, οι τοπικές φυλακές λειτουργούσαν σε άθλιες εγκαταστάσεις, που χρονολογούνταν πριν από την απελευθέρωση της πόλης από τους Οθωμανούς, με αποτέλεσμα οι κρατούμενοι να προσβάλλονται από τη φυματίωση και άλλα λοιμώδη νοσήματα. Οι συνθήκες κράτησης δεν βελτιώθηκαν όμως στις ελληνικές φυλακές, τουλάχιστον ώς τη δεκαετία του 1920.

Το βέβαιο είναι ότι αυτό το πρόβλημα κατέστησε ορατή στον πολιτικό κόσμο τη μεταδοτικότητα της φυματίωσης και άνοιξε μια συζήτηση ανάμεσα σε ιατρούς και μηχανικούς για την ανάγκη αναμόρφωσης των κτιριακών εγκαταστάσεων των φυλακών.

Καθημερινότητα και κοινωνικό στίγμα

Παρά τις συζητήσεις για τις συνθήκες διαβίωσης μέσα στα σωφρονιστικά καταστήματα, ώς τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα δεν υπήρξε κάποια ουσιαστική παρέμβαση ή πρόβλεψη για την αντιμετώπιση της φυματίωσης. Στο μεταξύ, Ελληνες ιατροί συμμετείχαν σε διεθνή συνέδρια όπου παρακολουθούσαν επιστημονικές ανακοινώσεις συναδέλφων τους για την κατάσταση σε άλλες χώρες μαζί με την αγωνία τους να σχεδιάσουν έναν μηχανισμό αναχαίτισης της μετάδοσης των βακίλων. Οι λύσεις που προτείνονταν κατά καιρούς ποίκιλλαν από την καταπολέμηση της σκόνης έως την αλλαγή των συνηθειών στους εργασιακούς χώρους.

Η πρώτη καθημερινή πρακτική που προβλημάτιζε τους ιατρούς και έλαβε μεγάλη έκταση στον δημόσιο λόγο ήταν η καταπολέμηση του στεγνού σκουπίσματος. Σήμερα γνωρίζουμε ότι το μικρόβιο της φυματίωσης μπορεί να επιβιώσει για μερικές ώρες στον αέρα. Τότε, η διαδεδομένη αντίληψη μιλούσε για πτύελα που πέφτουν στο πάτωμα, στεγνώνουν, μετατρέπονται σε σκόνη, αιωρούνται για ακόμη μεγαλύτερο διάστημα και τελικά τα εισπνέουν οι υγιείς οργανισμοί.

Η δεύτερη συνήθεια, που αφορούσε σε μεγαλύτερο ποσοστό τον ανδρικό και νεανικό πληθυσμό, ήταν «το πτύειν». Εργαζόμενοι, σύζυγοι και νέοι άνδρες συνήθιζαν να φτύνουν κάτω στους χώρους εργασίας, στις κατοικίες και στους δρόμους. Η διασπορά των μικροβίων επέβαλλε την αλλαγή συμπεριφοράς. Για την αντιμετώπισή της εισήχθη ύστερα από επιμονή των ιατρών ένα εξάρτημα φορητό, στατικό ή επιτοίχιο, όπου μπορούσαν να φτύνουν οι φυματικοί. Το πτυελοδοχείο συνδέθηκε κατεξοχήν με τη φυματίωση και τον έλεγχο της μεταδοτικότητας.

Η συζήτηση για αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης και υγιεινής στη λαϊκή κατοικία έμοιαζαν πολυτέλεια, όταν οι οικογένειες προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν τα μέσα για την καθημερινή επιβίωση των μελών τους. Το μεγαλύτερο πρόβλημα με μια χρόνια νόσο με μεταδοτική φύση ήταν ότι καθιστούσε σαφές στον κοινωνικό περίγυρο ότι σε κάποια χρονική στιγμή ο φορέας μπορεί να μετέδιδε τη νόσο σε άλλα μέλη της οικογένειας. Οι κοινωνικές συνέπειες για τα αδέρφια και τα παιδιά των φυματικών μπορούσαν να είναι καταστροφικές, αφού έφεραν το στίγμα της φυματίωσης και έπαυαν να αποτελούν «καλή επιλογή» για γαμπρούς και νύφες.

Αναγνώσματα της εποχής μιλούσαν για αυτούς τους νέους και τις νέες που η ασθένεια τους καταδίκαζε σε μοναξιά και μαρασμό, επαναφέροντας σε έναν βαθμό τη στερεοτυπική εικόνα του 19ου αιώνα. Οι ιατροί πάντως το 1899, στο 4ο Διεθνές Συνέδριο κατά της Φυματίωσης, συμφώνησαν στο Παρίσι ότι είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου να μεταλαμπαδεύσουν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα την αξία της ατομικής και δημόσιας υγιεινής.

Η εκστρατεία καταπολέμησης των μικροβίων μετέβαλε ουσιαστικά την καθημερινότητα των πληθυσμών, αφού στις επόμενες δεκαετίες εξοικειώθηκαν με τη χρήση ατομικών σκευών διατροφής και ειδών υγιεινής.

Η πρωτοβουλία για τον Αντιφυματικό Αγώνα

Σε μία από τις πρώτες συλλογικότητες (Πανελλήνιος Σύνδεσμος κατά της Φυματιώσεως) για την καταπολέμηση της νόσου συμμετείχαν ιατροί, πολιτικοί και επιχειρηματίες. Ολοι τους ενημερώνονταν για τις ιατρικές συζητήσεις, τις φιλανθρωπικές δράσεις σε άλλες χώρες και ένιωθαν την ανάγκη παρέμβασης για μία νόσο που απειλούσε το σύνολο της κοινωνίας. Για τα κίνητρα των φιλάνθρωπων αστών έχουν γραφτεί αρκετές σελίδες.

Αυτό που κατά τη γνώμη μου αξίζει να αναφερθεί είναι ότι η φιλανθρωπία αναφορικά με τη φυματίωση έλαβε δυο μορφές: α) της χρηματοδότησης για τη δημιουργία υποδομών (π.χ. σανατορίων, ειδικών ιατρείων και διαγνωστικών κέντρων) και β) της εθελοντικής συνεισφοράς στην καταπολέμηση των βακίλων. Και τα δυο μοντέλα γνώρισαν αρκετή διάδοση.

Συμμετοχή σε αυτό το έργο έδειξε και η Ενωση των Ελληνίδων, στους κόλπους της οποίας αναπτύχθηκε μια μικρότερη οργάνωση για τη φροντίδα φυματικών, που κρύβονταν στα σπίτια τους, δεν εξετάζονταν και επομένως δεν δήλωναν τη νόσο. Οι αντιστάσεις των οικογενειών στην περίθαλψη και μεταφορά του ασθενούς συγγενή τους ήταν τέτοιες που σε κάποιες περιπτώσεις επιβλήθηκε να συνοδεύεται η νοσηλεύτρια από αστυνομικούς.

Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι η νοσηλεία στο νοσοκομείο δεν ήταν μια κοινή πρακτική για τους ασθενείς στις αρχές του 20ού αιώνα. Συνήθως το πρόβλημα υγείας αντιμετωπιζόταν κατ’ οίκον και κατέφευγαν στο νοσοκομείο μόνο σε προχωρημένο στάδιο της ασθένειας.

Αν μπορούμε να ξεχωρίσουμε το έργο δύο γυναικών, που αφιέρωσαν μεγάλο μέρος της ζωής τους σ’ αυτόν τον σκοπό, θα πρέπει να αναφερθούμε στη Σοφία Σλήμαν και την Αννα Μελά-Παπαδοπούλου. Η Σλήμαν πρωτοστάτησε στους εράνους για την ανέγερση και στο έργο της διοίκησης του πρώτου ελληνικού σανατορίου, που το ονόμασε «Η Σωτηρία» (1905). Η Αννα Μελά ακολούθησε τα βήματα της Φλόρενς Ναϊτινγκέιλ και περιέθαλπε εθελοντικά φυματικούς και άλλους στρατιώτες στο μικρασιατικό μέτωπο. Να σημειώσουμε ότι το παράδειγμά της ακολούθησαν και άλλες αστές την ίδια περίοδο. Επιστρέφοντας μετά την Καταστροφή στην Ελλάδα, προώθησε με επιμονή την ιδέα της οικοδόμησης ενός σανατορίου αποκλειστικά για φυματικούς στρατιώτες.

Ως τη δεκαετία του 1920 τα πρώτα σανατόρια ήταν αποκλειστικά δημιουργήματα φερέλπιδων αστών, που επιθυμούσαν είτε με κληροδοτήματα είτε με το έργο τους να βοηθήσουν την κοινωνία που ασθενούσε. Σε έναν μεγάλο βαθμό αυτή είναι η κύρια διαδικασία για την ανέγερση και λειτουργία των περισσότερων νοσηλευτικών ιδρυμάτων στο ελληνικό κράτος. Τουλάχιστον ώς τον Μεσοπόλεμο πολλές δομές στον χώρο της υγείας δημιουργήθηκαν χάρη σε ευεργέτες και τα κληροδοτήματά τους. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, πολλά νοσηλευτικά ιδρύματα φέρουν το όνομα του εκάστοτε χορηγού. Η αστική τάξη συμμετείχε ενεργά στο έργο των υποδομών υγείας.

Δημιουργία υποδομών μεγάλης κλίμακας

Η μεγάλη διάρκεια των πολεμικών συρράξεων μαζί με τους πρόσφυγες που κατέφθαναν στα μεγάλα λιμάνια της χώρας οδήγησαν στην είσοδο του «Σωτηρία» πλήθος φυματικών. Ο αριθμός των κλινών δεν επαρκούσε και η διοίκηση του νοσοκομείου αδυνατούσε να βρει λύση για τον μεγάλο αριθμό προσφύγων και στρατιωτών που κατέλυαν έξω από τις θύρες του. Η λύση ήρθε μέσα από εμπειρίες του παρελθόντος (νοσοκομεία εκστρατείας). Στήθηκαν σε ορισμένες περιπτώσεις με τη βοήθεια του στρατού παραπήγματα, στα οποία εγκατέστησαν όσους ασθενείς δεν μπορούσαν να γίνουν δεκτοί στους θαλάμους.

Με την πάροδο του χρόνου αυτές οι προσωρινές δομές απέκτησαν σταθερό χαρακτήρα, χωρίς να μεταβάλλονται οι κατασκευές στις οποίες νοσηλεύονταν οι ασθενείς. Η ροή νέων φυματικών έξω από το «Σωτηρία» συνεχιζόταν, το κράτος αδυνατούσε να ενισχύσει οικονομικά τα νοσηλευτικά ιδρύματα και οι διοικήσεις δεν έβρισκαν άλλες εναλλακτικές, με αποτέλεσμα τα παραπήγματα να αντιμετωπίζονται ως προεκτάσεις του νοσοκομειακού συγκροτήματος.

Παρόμοιες εικόνες συναντούσαν οι ρεπόρτερ στο μικρό Σανατόριο της Πάρνηθας (1914) και στο Σανατόριο Ασβεστοχωρίου (Θεσσαλονίκη 1920). Σε αξιοπρεπή κατάσταση βρισκόταν μόνο το μικρό ιδιωτικό Σανατόριο «Η Ζωοδόχος Πηγή» στην Πορταριά του Πηλίου, που το είχε δημιουργήσει το 1909 ο ιατρός Γεώργιος Καραμάνης. Στις δυο πρώτες δεκαετίες οι ιατροί εξακολουθούσαν να δημοσιεύουν κείμενα και να συμμετέχουν σε πανελλήνια συνέδρια όπου τόνιζαν την ανάγκη δημιουργίας δομών πρόληψης (αντιφυματικά ιατρεία, απολυμαντικούς σταθμούς). Η κοινωνική ιατρική, όπως την ονόμαζαν, ήταν το μέσο για την παρέμβαση των ιατρών στον σχεδιασμό νέων υποδομών και μεταρρυθμίσεων στον χώρο της υγείας και της περίθαλψης.

Από τη δεκαετία του 1920, το νεοσύστατο υπουργείο Περιθάλψεως (1917) επιχείρησε να δώσει λύσεις στο πρόβλημα της διαχείρισης των πολυάριθμων φυματικών μέσα από ένα πρόγραμμα δημιουργίας ενός δικτύου σανατορίων και αντιφυματικών ιατρείων. Με πρωτοβουλία κυρίως του ιατρού Απόστολου Δοξιάδη -πατέρα του γνωστού αρχιτέκτονα Κωνσταντίνου Δοξιάδη- σχεδιάστηκε η ίδρυση αντιφυματικών ιατρείων και νοσοκομείων-σανατορίων στην Αθήνα και στην ελληνική περιφέρεια (Ηπειρο, Μακεδονία, Θράκη, Κρήτη). Η εκτέλεση των έργων καθυστερούσε, οι ασθενείς συνέχιζαν να συρρέουν στις υπάρχουσες υποδομές και αρκετοί Ελληνες ιατροί έγραφαν δημόσια πλέον για την ανάγκη οργάνωσης ενός συστήματος υγείας.

Θυμίζω ότι η ιδέα ενός κρατικού συστήματος δεν ήταν αυτονόητη ακόμη, ούτε διαδεδομένη ως παράδειγμα. Οι επαγγελματικές ενώσεις και τα σωματεία διαπραγματεύονταν -κυρίως τη δεκαετία του 1930- την ιδέα της ίδρυσης ενός σανατορίου αποκλειστικά για τους φυματικούς του αντίστοιχου κλάδου, όπως τους καπνεργάτες, τους εργαζόμενους ΤΤΤ (Τηλεφωνητές-Ταχυδρόμοι-Τηλεγραφητές) και τους ναυτικούς. Το μεγαλύτερο κλαδικό σανατόριο που οικοδομήθηκε στην Αττική ονομάστηκε Ναυτικό Ιδρυμα Εργατών Θαλάσσης. Ξεκίνησε να κατασκευάζεται το 1948 και λειτούργησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 στα Μελίσσια της Αττικής.

Οι προσπάθειες πάντως του ιατρικού κόσμου στη διάρκεια του Μεσοπολέμου είναι άξιες αναφοράς, αφού δεν συμμετέχουν μόνο στο επιστημονικό μέρος που αναλογεί στο επάγγελμα τους αλλά πρωταγωνιστούν στη συζήτηση για τη δημιουργία υποδομών παρακολουθώντας διαρκώς τις διεθνείς εξελίξεις. Μαζί τους θα στηρίξουν την ανανέωση στον χώρο της υγείας νέοι αρχιτέκτονες, που επιστρέφουν μετά τις σπουδές τους στην Ευρώπη και έχουν επηρεαστεί από τις αρχές του μοντερνισμού. Την ίδια στιγμή ο μεγάλος αριθμός των ασθενών δεν άφηνε περιθώρια στους πολιτικούς να πιστέψουν ότι θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα με τις περιορισμένες οικονομικές διαθεσιμότητες του κράτους.

Από τα τέλη του 19ου αιώνα οι Αλπεις είχαν μετατραπεί σε θέρετρο διεθνούς εμβέλειας για τους ευκατάστατους φυματικούς και οι κυβερνήσεις αρκετών κρατών επισήμαιναν από τότε την ανάγκη οικοδόμησης ιδιωτικών σανατορίων μέσα στα γεωγραφικά τους όρια προκειμένου να συγκρατήσουν αυτό το συνάλλαγμα που διέφευγε.

Ο στόχος ήταν σαφής: έχουμε ιατρούς και αρχιτέκτονες μέσα στα όρια του κράτους μας· ας δημιουργήσουμε τις πρότυπες υποδομές, που αναζητούν τα εύρωστα στρώματα. Από το 1930 και έπειτα ιατροί, ομάδες επιχειρηματιών και φιλανθρωπικές οργανώσεις ίδρυσαν μονάδες μεσαίας και μεγάλης κλίμακας για την περίθαλψη των φυματικών.

Τα ιδιωτικά σανατόρια εμφανίστηκαν στην Ελλάδα ως απάντηση στην εξαθλίωση, που βίωναν αρκετοί ασθενείς στα δυο δημόσια σανατόρια («Σωτηρία», Ασβεστοχωρίου). Και αυτός ήταν ο στόχος ορισμένων ιατρών που πρωτοστάτησαν σε αυτά: να εργαστούν σε νοσοκομεία που αντιστοιχούσαν στα διεθνή πρότυπα και όχι πλέον σε άσυλα.

Το προπολεμικό εγχείρημα της ιδιωτικής περίθαλψης έληξε σε λιγότερο από δέκα χρόνια, αφού τα περισσότερα από αυτά τα νοσοκομειακά συγκροτήματα διέκοψαν τη λειτουργία τους με την είσοδο των ναζί στην Αθήνα. Πάντως τα μεγάλα ιδιωτικά σανατόρια συνεισέφεραν στην αντιμετώπιση του προβλήματος της νοσηλείας των ασθενών, αφού αποσυμφόρησαν την κατάσταση μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο τομέας της ιδιωτικής περίθαλψης διέθεσε πολλές κλίνες σε μια κρίσιμη στιγμή, με αποτέλεσμα να εκτονώσει την προηγούμενη κατάσταση στα δημόσια σανατόρια. Πέρα από τους ευκατάστατους φυματικούς, στους θαλάμους τους νοσηλεύτηκαν επίσης στη δεκαετία του 1930 αρκετοί ασφαλισμένοι εργαζόμενοι. Το μέγεθος αυτών των εγκαταστάσεων θα οδηγήσει το ελληνικό κράτος μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο να τα αξιοποιήσει και, σε βάθος χρόνου, να τα εντάξει στο Εθνικό Σύστημα Υγείας.

Σε μεγάλο βαθμό η λύση βρισκόταν σε μια συνδυασμένη απάντηση: μέτρα πρόληψης κατά των μικροβίων και αλλαγή τής έως τότε γνωστής καθημερινότητας. Οι ευκαιρίες δεν ήταν ίσες ούτε ίδιες, όπως ακριβώς δηλαδή και η κοινωνική πραγματικότητα. Η αντιμετώπιση της νόσου ήρθε μόνο με την εισαγωγή της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής τη δεκαετία του 1950. Αυτό που κατάφερε, όμως, η φυματίωση και οι φυματικοί/-ές στη διάρκεια αυτών των πρώτων δεκαετιών ήταν να πείσουν ένα μέρος της ελληνικής κοινωνίας για τον κοινωνικό χαρακτήρα των μεταδοτικών νοσημάτων. Ο έλεγχός τους προϋπέθετε προνοητικό σχεδιασμό, δομές, πολυάριθμο και καταρτισμένο προσωπικό. Είναι σωστή η διαπίστωση ότι μέσα από τις μεγάλες επιδημίες οι κοινωνίες έμαθαν να δημιουργούν πολιτικές και μηχανισμούς άμυνας.

Η φυματίωση, όμως, υπήρξε μια διαφορετική ευκαιρία. Η μακροχρόνια παραμονή των ασθενών στα σανατόρια μαζί με τη μεταδοτική φύση της νόσου δημιούργησαν ένα σύνθετο πρόβλημα, η λύση του οποίου επέβαλε τη συνδρομή προσωπικοτήτων, οργανισμών και συλλογικοτήτων. Από διαφορετικές αφετηρίες, αστοί, ιατροί, πολιτικοί και εργαζόμενοι συμμετείχαν ενεργά στη συζήτηση για τη δημιουργία υποδομών. Από τις εμπειρίες και τις πρωτοβουλίες τους γεννήθηκαν οι ιδέες για ένα εκτεταμένο δίκτυο υπηρεσιών υγείας.

Η σύνδεση του ανθρωπισμού με τα επαγγέλματα της υγείας και η παραδοχή ότι τα κράτη όφειλαν να συγκροτήσουν οργανωμένα συστήματα υπηρεσιών υγείας σφυρηλατήθηκαν μέσα από συζητήσεις, κοινωνικές κρίσεις και τη μεταπολεμική ελπίδα για μια καλύτερη εποχή. Το μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας δεν υπήρξε ακόμη ένα σύνθημα που έγινε πράξη. Ηταν ώριμο παιδί και απότοκο των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών της προπολεμικής εποχής.

 *ιστορικός στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής


 ? Διαβάστε
 
▶ Κωνσταντίνος Γουργουλιάνης & Αννίτα Πρασσά, Το πρώτο ορεινό σανατόριο. Ενας αγώνας, πολλές ζωές (Αθήνα 2013, εκδ. ΓΑΚ Ν. Μαγνησίας - Πνευμονολογική Κλινική Πανεπιστημίου Θεσσαλίας). Μελέτη για την ιστορία του πρώτου ιδιωτικού σανατορίου στο Πήλιο και του έργου του ιατρού Γεώργιου Καραμάνη. Τα κείμενα πλαισιώνονται από πλούσιο αρχειακό υλικό.
 
▶ Βάσω Θεοδώρου, «Οι γιατροί απέναντι στο κοινωνικό ζήτημα. Ο αντιφυματικός αγώνας στις αρχές του 20ού αι.» (περ. Μνήμων, τ. 24 [2002], σ. 145-178). Η πρώτη μελέτη για τα αρχικά βήματα του αντιφυματικού αγώνα στην Ελλάδα δίνει πλήρη εικόνα για τις βασικές εξελίξεις και μεταρρυθμίσεις.
 
▶ Γιάννης Στογιαννίδης, «Τα σανατόρια και το κοινωνικό ζήτημα της φυματίωσης στην Αθήνα (1890-1940)» (αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος 2016), προσβάσιμη ηλεκτρονικά στο Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών (www.didaktorika.gr) και το Ιδρυματικό Αποθετήριο του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας (https://ir.lib.uth.gr/xmlui/). Η σύλληψη της σανατοριακής θεραπευτικής μεθόδου, οι κοινωνικές αντιλήψεις για τη φυματίωση και η κοινωνική και οικονομική διάσταση της περίθαλψης φυματικών στην Αττική.
 
▶ Γιάννης Στογιαννίδης, «Απαγορεύεται το πτύειν: πολιτικές διαχείρισης της φυματίωσης στους χώρους εργασίας» (περ. Ο κόσμος της εργασίας, τχ. 4 [2017], σ. 28-45), διαθέσιμο ηλεκτρονικά στον ιστότοπο του περιοδικού (shorturl.at/hiGK4). Οι κοινωνικές και ιατρικές αντιλήψεις για τη διαδεδομένη συνήθεια του «πτύειν», η σύνδεσή της με τις εργασιακές πρακτικές και οι προσπάθειες καταστολής της στο πλαίσιο του αντιφυματικού αγώνα.

 

Google News ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS
Σε αναζήτηση του Κράτους Πρόνοιας

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΕ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.

Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.

Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας