Είναι αρκετά γνωστοί οι ορισμοί του (ευρωπαϊκού) Διαφωτισμού, με πρώτο το κλασικό απόφθεγμα του Καντ («η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητά του, για την οποία ο ίδιος είναι υπεύθυνος»). Στενά συνδεδεμένο με τη λεγόμενη επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα, το κίνημα του Διαφωτισμού προώθησε τον σκεπτικισμό, την ανεξιθρησκία, τον ορθολογισμό και την πίστη στην πρόοδο και τη δύναμη της γνώσης, καθώς και τις ιδέες της ατομικής ελευθερίας και της πολιτικής χειραφέτησης. Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες η ευρωπαϊκή ιστοριογραφία έχει αμφισβητήσει αυτή την ερμηνεία ως σχηματική και μονομερή.
Ηδη οι ορισμοί και οι ερμηνείες του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού είναι αντικείμενο συζήτησης, ξεκινώντας από τις θέσεις του Τζόναθαν Ισραελ, ο οποίος ξεχώρισε τον ριζοσπαστικό Διαφωτισμό, βασισμένο στη φιλοσοφία του Σπινόζα· από τον αντίλογο ξεχωρίζουν οι προσεγγίσεις των Ρόμπερτ Ντάρντον και Ροζέ Σαρτιέ, που εστιάζουν περισσότερο πάνω στις νοοτροπίες και λιγότερο στις εξέχουσες μορφές των φιλοσόφων και εγκυκλοπαιδιστών, καθώς και εκείνη του Βιπ φαν Μπούνγκε, ο οποίος δεν θεωρεί ότι ο Διαφωτισμός είχε εξαρχής αντιθρησκευτική κατεύθυνση.
Στα καθ’ ημάς, «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» ονομάστηκαν τα φιλοσοφικά και εκπαιδευτικά ρεύματα που από τα μέσα του 18ου αιώνα και εξής προώθησαν τις ιδέες της γνώσης αλλά και της πολιτικής/εθνικής χειραφέτησης στους ελληνικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η μελέτη του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, με προεξάρχοντα τον Κ.Θ. Δημαρά και τους μαθητές του, έχει προχωρήσει τόσο ώστε να αποτελεί ιδιαίτερο πεδίο στη νεοελληνική ιστοριογραφία, όσο και αν έχει επίσης δεχτεί κριτική ως προς την έμφασή της στη λογιοσύνη1.
«Οι αρχαίοι έκαναν πάντα έξοχες καινοτομίες. Οι σύγχρονοι λόγιοι είναι εξίσου πρόθυμοι με τους αρχαίους να επινοήσουν νέους κανόνες και νόμους» - Ιμπραήμ Μουτεφερικά, πρόλογος στο πρώτο βιβλίο που εκδόθηκε από το τυπογραφείο του (1729)
Πολύ πιο πρόσφατη είναι η συζήτηση σχετικά με την ύπαρξη ή όχι ενός φαινομένου που μπορεί να ονομαστεί «οθωμανικός Διαφωτισμός»2. Παρά τον σημαντικό όγκο εξαιρετικών μελετών για την οθωμανική επιστήμη (αστρονομία, γεωγραφία, μαθηματικά, ιατρική), τέτοιες έρευνες μέχρι πρόσφατα περιορίζονταν σε ένα σχήμα «μετακένωσης» (για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Κοραή) της ευρωπαϊκής επιστήμης, ξεκινώντας κυρίως από το μεταφραστικό και εγκυκλοπαιδικό πρόγραμμα του Κιατίπ Τσελεμπή (θ. 1657), του πολυγραφότατου ιστορικού, γεωγράφου και εγκυκλοπαιδιστή, που συν τοις άλλοις εγκαινίασε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα μεταφράσεων από δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες.
Οι έρευνες αυτές όμως σπάνια προσπαθούσαν να εντάξουν αυτή τη διαδικασία σε ένα ευρύτερο σχήμα. Συνετέλεσε σε αυτό και το γεγονός ότι, αντίθετα με τους Ευρωπαίους και Ελληνες λόγιους, οι Οθωμανοί συνάδελφοί τους δεν φαίνεται να εμφάνισαν κάποια αυτοσυνείδηση ως κίνημα ή να εξέφρασαν κάποια βούληση συσχετισμού με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις.
Η διεθνής συζήτηση
Η πρώτη εμφάνιση του όρου «Διαφωτισμός» σε οθωμανικά συμφραζόμενα προήλθε όχι από τους κυρίως μελετητές της οθωμανικής επιστήμης, αλλά από ερευνητές του θρησκευτικού φαινομένου και μάλιστα στις αραβικές επαρχίες της αυτοκρατορίας. Η βασική θέση για έναν «ισλαμικό Διαφωτισμό» εκφράστηκε αρχικά από τον Ράινχαρτ Σούλτσε ήδη το 1990 και αποτέλεσε αντικείμενο μιας έντονης διαμάχης στη γερμανική κυρίως ιστοριογραφία για ολόκληρη τη δεκαετία που ακολούθησε3.
Ξεκινώντας από μια κριτική στην «πατερναλιστική» ευρωπαϊκή ιστοριογραφία και από την ανάγκη να ενταχθεί ο ισλαμικός κόσμος σε μια οπτική παγκόσμιας ιστορίας, ο Σούλτσε υποστήριξε ότι ο ισλαμικός κόσμος του 18ου αιώνα περιείχε ενδογενή στοιχεία καινοτομίας και μάλιστα τέτοια που μπορούν να χαρακτηριστούν ισλαμικά: πιο συγκεκριμένα, εντόπισε στη μουσουλμανική νομική και μυστικιστική γραμματεία μια τάση να επιβληθεί μια ανθρωποκεντρική κοσμοεικόνα.
Η θέση του Σούλτσε υπέστη συντριπτική κριτική: πέρα από πραγματολογικά λάθη, του καταλογίστηκε ότι το επιχείρημά του δεν στηρίζεται από οικονομικές, κοινωνικές ή πολιτικές εξελίξεις, καθώς και ότι στοιχεία που εκείνος θεώρησε καινοτόμα μπορούν να βρεθούν και σε παλιότερα κείμενα του ισλαμικού μυστικισμού. Κατά κάποιον τρόπο, όμως, η σχετική διαμάχη δεν εστίασε στην ουσία της συζήτησης: τι μπορεί να θεωρηθεί Διαφωτισμός, τι αλλαγές εμφανίζονται στον ισλαμικό ή μάλλον τον μεσανατολικό πολιτισμό κατά την ύστερη οθωμανική περίοδο, αν και πώς μπορούν αυτές να συσχετιστούν με ευρωπαϊκές εξελίξεις και πώς μπορούν να ερμηνευτούν τέτοιες συσχετίσεις.
Παρ' όλα αυτά, και στις επόμενες δεκαετίες ο όρος Διαφωτισμός συνέχισε να χρησιμοποιείται σε διάφορες προτάσεις για την οθωμανική ιστορία των ιδεών τους 17ο και 18ο αιώνα. Πολύ πρόσφατο είναι το έργο του Χαρούν Μπεκίρ Κιουτσούκ, καθηγητή σήμερα στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια, ο οποίος χρησιμοποιεί έναν πιο παραδοσιακό ορισμό του Διαφωτισμού για να μιλήσει για την άνθηση των φυσικών επιστημών στην οθωμανική αυλή από τις αρχές του 18ου αιώνα και μετά, ανιχνεύοντας μάλιστα καρτεσιανές επιδράσεις και τονίζοντας ιδιαίτερα τη σημασία των Φαναριωτών λογίων ως διαύλων επικοινωνίας της οθωμανικής με την ευρωπαϊκή επιστήμη4.
Ο Χάλεντ ελ-Ρουάιχεμπ, καθηγητής στο Χάρβαρντ, χρησιμοποιώντας όπως ο Σούλτσε σχεδόν αποκλειστικά αραβικές πηγές, υποστήριξε με τη σειρά του ότι υπάρχει ενδογενής καινοτομία στην ισλαμική φιλοσοφία της οθωμανικής περιόδου, εντοπίζοντάς την στη δημιουργία νέων τύπων συλλογισμού και διαλεκτικής λογικής, αλλά και εκπαιδευτικής και νομικής θεωρίας5.
Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι ο ελ-Ρουάιχεμπ αποφεύγει συνειδητά να μιλήσει για «Διαφωτισμό», υποστηρίζοντας ότι η χρήση τέτοιων φορτισμένων όρων είναι παραπλανητική.
Οι δύο Διαφωτισμοί
Μιλάμε στην πραγματικότητα για δύο ορισμούς του Διαφωτισμού, έναν «στενό» και έναν ευρύτερο. Ο «στενός» και κλασικότερος ορισμός τον ταυτίζει με τη χειραφέτηση της επιστήμης και της φιλοσοφίας από το πλαίσιο της θρησκείας, συνδέεται δηλαδή με την εκκοσμίκευση του πολιτισμού και τη χειραφέτηση του ατόμου, με άλλα λόγια την «απομάγευση του κόσμου» (σύμφωνα με το θεωρητικό σχήμα που πρότεινε ο Μαξ Βέμπερ). Σε αυτό το πλαίσιο, η μελέτη της οθωμανικής περίπτωσης θα πρέπει να εστιάσει αφενός στην ιστορία της επιστήμης, αφετέρου στην ύπαρξη κοσμικών ή και υλιστικών τάσεων στη λόγια αλλά και στη λαϊκή σκέψη.
Ο δεύτερος ορισμός, στον οποίο θα επανέλθουμε στη συνέχεια, αναζητά στοιχεία κοινά σε εξελίξεις πέρα από την Ευρώπη και εστιάζει σε γενικότερες αλλαγές στον τρόπο σκέψης με κοινό σημείο την έμφαση στην ατομική εμπειρία.
Οσον αφορά τον πρώτο, αναφερθήκαμε ήδη στις μελέτες που δείχνουν ότι από τις αρχές του 18ου αιώνα (και αφού είχε προηγηθεί το άνοιγμα της οθωμανικής γεωγραφίας, κατά κύριο λόγο, σε ευρωπαϊκές πηγές από το εγκυκλοπαιδικό έργο του Κιατίπ Τσελεμπή) η μελέτη της «φυσικής φιλοσοφίας» στην οθωμανική αυλή και στους κύκλους που σχετίζονταν με αυτήν γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση. Είναι γεγονός ότι η οθωμανική επιστήμη αλλά και άλλες πλευρές του οθωμανικού πολιτισμού γνώρισαν σπουδαίες αλλαγές στο γύρισμα του αιώνα, με επίκεντρο την περίοδο που είναι γνωστή ως «Εποχή των Τουλιπών» (1718-1730).
Κεντρική προσωπικότητα αυτής της περιόδου είναι ο Ιμπραήμ Μουτεφερικά (θ. 1745), εξωμότης ουγγρικής καταγωγής και ιδρυτής του πρώτου οθωμανικού τυπογραφείου, ο οποίος μεταξύ των άλλων έργων του έγραψε και μια πραγματεία περί μαγνητισμού με την οποία εισάγει τις θεωρίες της καρτεσιανής φυσικής φιλοσοφίας.
Ο γνωστός πλέον και στην ελληνική βιβλιογραφία Εσάτ Εφέντης από τα Γιάννινα (θ. 1731), άνθρωπος με γνώσεις της ελληνικής και ιδιαίτερους δεσμούς με τη φαναριώτικη διανόηση6, μεταφράζοντας τα σχόλια του Ιωάννη Κωττούνιου στα «Φυσικά» του Αριστοτέλη, εισήγαγε την ιδέα ότι η φυσική φιλοσοφία δεν αφορούσε τη γνώση του μέλλοντος ή την ουσία των πραγμάτων, αλλά τις κινήσεις των φυσικών σωμάτων.
Την ίδια περίοδο, μέσα από μια διαδικασία που περνούσε κυρίως από τη διάδοση της ιστορικής φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας του μεγάλου Αραβα ιστορικού Ιμπν Χαλντούν (θ. 1406), ο οποίος πρώτος διατύπωσε την ιδέα ότι κάθε κοινωνία υπόκειται σε ιστορικούς νόμους (αρχικά από τον Κιατίπ Τσελεμπή, κατόπιν από τον σπουδαίο ιστορικό Ναϊμά στις αρχές του 18ου αιώνα), άρχισε να εδραιώνεται η ιδέα μιας ιστορικής διαδικασίας που διέπεται από λίγο ή πολύ αδυσώπητους νόμους και όχι από κάποιο θεϊκό σχέδιο.
Στο έργο του Ιμπν Χαλντούν κυριαρχεί η ιδέα ότι κάθε κοινωνία περνά από συγκεκριμένα στάδια ακμής και παρακμής: στην οθωμανική περίπτωση, ο Κιατίπ Τσελεμπή και όσοι τον ακολούθησαν τόνισαν το συνεπαγόμενο συμπέρασμα ότι κράτη σε διαφορετικά στάδια απαιτούν και διαφορετικές μεταρρυθμιστικές πολιτικές. Η φυσική συνέπεια αυτού του συλλογισμού ήταν ότι η «καινοτομία» (bid’at), όρος με παραδοσιακά αρνητική φόρτιση στην ισλαμική σκέψη, απέκτησε θετικές συνεπαγωγές.
Στο ίδιο πλαίσιο μπορούμε να εντάξουμε την ανάπτυξη καθ’ όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα μιας οθωμανικώ τω τρόπω ιδέας της προόδου, μέσα από τη χρήση της έννοιας της «ανταπόδοσης των ίσων» (mukabele bi’l-misl), με άλλα λόγια της ιδέας ότι στον ανταγωνισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη Δύση υπάρχει μια συνεχής κλιμάκωση, όπου η κάθε πλευρά ανταγωνίζεται την άλλη αντιγράφοντας τις (στρατιωτικές κυρίως) καινοτομίες της. Μπορεί κανείς να πολλαπλασιάσει τα παραδείγματα, τόσο των μεταφράσεων ευρωπαϊκών έργων επιστήμης και φιλοσοφίας (αναφέρω μόνο τον «Αντι-Μακιαβέλι» του Φρειδερίκου της Πρωσσίας7• στις αρχές του 19ου αιώνα, ο ιστορικός Σανιζαντέ ενσωμάτωσε αυτούσιο στο έργο του ένα άρθρο του Βολταίρου για την ιστορία), όσο και οθωμανικών ιδεών που μπορούν να συγκριθούν με διάφορες αναζητήσεις του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού (για παράδειγμα, οι ιδέες του Σουλεϊμάν Πενάχ Εφέντη σχετικά με τον ρόλο της γλώσσας ή της βιοτεχνίας)8.
Από την άλλη μεριά, μια συστηματική αναζήτηση αντικληρικαλιστικών ή και υλιστικών τάσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ίσως θα απέδιδε εντυπωσιακά ευρήματα, αν σκεφτεί κανείς ότι ήδη από τις αρχές του 17ου αιώνα μαρτυρούνται εκτελέσεις λογίων που αρνήθηκαν την ανάσταση των νεκρών ή την ύπαρξη του παραδείσου και της κόλασης, ενώ διάφορες ενδείξεις υποδεικνύουν ότι από τα τέλη του ίδιου αιώνα «ντεϊστικές» ή και υλιστικές αντιλήψεις ήταν αρκετά διαδεδομένες σε κύκλους της κωνσταντινουπολίτικης διανόησης.
Η σχέση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού με αυτές τις εξελίξεις αποτελεί ένα ενδιαφέρον ερευνητικό ερώτημα. Οπωσδήποτε θα ήταν υπερβολικό να υποστήριζε κανείς ότι υπήρξε μόνο μία έκφανση των αντίστοιχων οθωμανικών εξελίξεων. Ωστόσο, το επιχείρημα ότι οι εξελίξεις στη φαναριώτικη λογιοσύνη είναι παράλληλες με εξελίξεις στην οθωμανοτουρκική ανοίγει πολλές προοπτικές στην έρευνα. Στον βαθμό βέβαια που Νεοελληνικός Διαφωτισμός σημαίνει και «φωτισμός του Γένους» (και, παράλληλα, στον βαθμό που ανεξαρτητοποιείται από τους Φαναριώτες), όπως συμβαίνει ιδίως μετά το 1730, τα δύο εγχειρήματα αποκλίνουν.
Ατομική σκέψη και επαλήθευση
Αυτή είναι η μία πλευρά της συζήτησης, εκείνη που βασίζεται στον κλασικό (ή «στενό») ορισμό του Διαφωτισμού. Αν όμως αυτό που ξέρουμε ως Διαφωτισμό είναι μόνο η ευρωπαϊκή εκδοχή μιας διαδικασίας κοινής σε ένα μεγάλο μέρος του κόσμου κατά την εποχή που συμβατικά ονομάζουμε «πρώιμη νεότερη», ποια θα είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της διαδικασίας;
Για τον Σούλτσε, παραδείγματος χάριν, τα στοιχεία που ορίζουν μια διαφωτιστική διαδικασία είναι η έμφαση στην υποκειμενική εμπειρία, η μετάβαση από ένα θεοκεντρικό σε ένα ανθρωποκεντρικό κοσμοείδωλο, η θετική επανεκτίμηση της έννοιας της «καινοτομίας» ή του «νεωτερισμού» (και κατ’ επέκταση η θεώρηση της ιστορίας ως προόδου και όχι ως παρακμής) και βέβαια, η πολιτική χειραφέτηση. Πρόκειται για μια παραλλαγή της περιγραφής του «νεοσουφισμού», που θεωρείται ότι αναδύεται με τα «φονταμενταλιστικά» κινήματα του 17ου και του 18ου αιώνα. Πολλά από αυτά τα στοιχεία είδαμε ήδη να εμφανίζονται στην οθωμανική σκέψη από τα τέλη του 17ου αιώνα και μετά.
Αν ορίσουμε λοιπόν, με ακόμα ευρύτερη οπτική, το «διαφωτιστικό πνεύμα» ως τη μαζική διάδοση της ατομικής σκέψης ως έγκυρης πηγής για την αλήθεια, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε πολλά ακόμα στοιχεία που συντείνουν στην ένταξη του οθωμανικού κόσμου στον «οικουμενικό διαφωτισμό» (global enlightenment)9.
Αναφερθήκαμε και παραπάνω στο έργο του Χάλεντ ελ-Ρουάιχεμπ, ο οποίος αναγνωρίζει στην (αραβόφωνη) φιλοσοφία του 17ου αιώνα στοιχεία όπως τη μετάδοση της γνώσης μέσω της προσεκτικής και σχολιασμένης ανάγνωσης κειμένων («deep reading», κατά τη δική του ορολογία) αντί για την προσωποποιημένη προφορική μετάδοση από δάσκαλο σε μαθητή, ή την άνοδο της ανεξάρτητης «επαλήθευσης» ή «έρευνας» που εκτόπισε τη «μίμηση» στη νομική και επιστημονική σκέψη.
Το κίνημα των Καντιζαντελήδων
Θα μπορούσε εξάλλου να υποστηρίξει κανείς ότι το κίνημα των Καντιζαντελήδων, οι διαμάχες γύρω από το οποίο κυριάρχησαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 17ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη (και, ενδεχομένως, τον επόμενο αιώνα στις επαρχίες), έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο σε μια προϊούσα «απομάγευση» του κόσμου.
Οι Καντιζαντελήδες ήταν ένα κίνημα στελεχωμένο κυρίως από ιεροκήρυκες, με ηγετική φυσιογνωμία στην πρώτη φάση τους τον Καντιζαντέ Μεχμέτ Εφέντη (θ. 1635), που στράφηκε ενάντια σε μια σειρά «καινοτομίες» και κυρίως την αδελφότητα των Χαλβετήδων δερβίσηδων, πρεσβεύοντας την επιστροφή στις συνήθειες που επικρατούσαν την εποχή του Προφήτη. Στη διαμάχη τους με τις δερβισικές αδελφότητες, οι «φονταμενταλιστές» αυτοί ιεροκήρυκες αρνήθηκαν μια σειρά από εκφάνσεις του υπερφυσικού στην καθημερινή ζωή (θαύματα σεΐχηδων, προσκύνηση τάφων κτλ.) και έτσι το περιόρισαν σε μια ζώνη απομακρυσμένη στον χώρο και τον χρόνο. Μπορεί να δει κανείς (όπως έχει γίνει ήδη) το ανάλογο με τις προτεσταντικές ιδέες (όπως και το ανάλογο της αντίθετης πλευράς, που υπερασπιζόταν τη δυνατότητα των θαυμάτων και την παρουσία του υπερφυσικού στο παρόν, στην πρώιμη φάση των ιησουιτών).
Επιπλέον, με το να αρνούνται την προνομιακή πρόσβαση των σεΐχηδων των δερβισικών ταγμάτων στο πεδίο του υπερφυσικού και με το να τονίζουν ότι ο καθένας μπορούσε να φτάσει στη θεία γνώση με την ατομική σκέψη και γνώση, οι αντιλήψεις αυτές ενίσχυαν μια θεώρηση της κοινότητας των πιστών με όρους ισότητας και δεν είναι άσχετες με την αύξηση της κοινωνικής κινητικότητας και την επέκταση της πολιτικής συμμετοχής των μουσουλμάνων μέσω της μαζικής ένταξής τους στις γραμμές των γενιτσάρων.
Η ίδια η ύπαρξη όμως αυτής της διαμάχης, η οποία φαίνεται να είχε διχάσει την οθωμανική κοινωνία σε ολόκληρο το φάσμα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, δείχνει και την ανάδυση μιας δημόσιας σφαίρας η οποία ακριβώς διεκδικούσε το δικαίωμα ατομικής συλλογιστικής για θέματα όπως η θρησκεία ή η κοινωνική συμπεριφορά.
Μια συνήθης αντίρρηση σε αυτό το επιχείρημα είναι η έλλειψη τυπογραφίας, ωστόσο το ζήτημα πηγαίνει πιο πέρα: πρόσφατες μελέτες έχουν αναδείξει τη συστηματική παραγωγή εγχειριδίων εκλαϊκευτικής κατήχησης, ακριβώς επειδή η τρέχουσα θεολογική φιλοσοφία, όπως έδειξε ο ελ-Ρουάιχεμπ, πρέσβευε ότι η πίστη θεμελιώνεται στην ανεξάρτητη «επαλήθευση» των θρησκευτικών αρχών μέσω της λογικής και όχι στη μίμηση των προγόνων. Η έμφαση στην εκλαΐκευση και στην κατανόηση των αρχών της πίστης, παρεμπιπτόντως, τροφοδότησε διαμάχες και στο περιβάλλον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όταν ο Κύριλλος Λούκαρις (θ. 1638) προώθησε τη γνωστή μετάφραση της Καινής Διαθήκης στην καθομιλουμένη.
Η συστηματική παραγωγή χειρογράφων δεν περιορίστηκε όμως σε κατηχήσεις: ας αναφέρουμε εδώ τον σεΐχη Αμπντελγκανί αλ-Ναμπουλουσί (θ. 1731), αντίπαλο των Καντιζαντελήδων, ο οποίος όχι μόνο έγραψε πληθώρα εκλαϊκευτικών έργων επί παντός επιστητού (για παράδειγμα, υπέρ της χρήσης του καπνού, χρησιμοποιώντας μάλιστα το επιχείρημα ότι δεν μπορεί να απαγορευτεί στους μουσουλμάνους να επωφεληθούν από την ευρωπαϊκή εμπειρία, στον βαθμό που αυτό δεν αγγίζει την πίστη)10, αλλά και αντέγραφε (ο ίδιος ή οι μαθητές του) τα έργα του σε εξαιρετικά μεγάλο αριθμό χειρογράφων.
Στο ίδιο πλαίσιο θα μπορούσε να εντάξει κανείς και την ανάδυση μιας «εξωθεσμικής» εκπαίδευσης, εστιασμένης σε κύκλους λογίων και μαθητών (αρχής γενομένης από τον Κιατίπ Τσελεμπή στις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα) εκτός του παραδοσιακού μοντέλου των ιεροδιδασκαλείων (μεντρεσέδων), είτε στο πλαίσιο του σουφισμού είτε της κοσμικής επιστήμης.
Ωστόσο, ακριβώς η έλλειψη διείσδυσης των ιδεών που περιγράψαμε στο διδακτικό πρόγραμμα των μεντρεσέδων, της θεσμικής εκπαίδευσης δηλαδή, είναι ίσως εκείνο που αποτέλεσε και το σημαντικότερο εμπόδιο για τη μεταμόρφωση των ιδεολογικών αυτών ρευμάτων σε ένα πραγματικό κίνημα που θα μπορούσε να ονομαστεί «Οθωμανικός Διαφωτισμός».
1 Βλ. π.χ. Antonis Liakos, «Modern Greek Historiography (1974-2000). The Era of Tradition from Dictatorship to Democracy», σε Ulf Brunbauer (επιμ.), (Re)Writing History. Historiography in Southeast Europe after Socialism, Μίνστερ 2004, σ. 351-378.
2 Ας σημειωθεί εδώ ότι, παρότι κατά τη γνώμη του γράφοντος ο όρος «οθωμανικός πολιτισμός» θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει και τους ελληνικούς, εβραϊκούς, αρμενικούς κ.λπ. πληθυσμούς της αυτοκρατορίας, για λόγους ευκολίας οι όροι «Οθωμανός» ή «οθωμανικός» θα παραπέμπουν στο μουσουλμανικό και ιδίως στο τουρκόφωνο τμήμα της οθωμανικής κουλτούρας, εκτός αν επισημαίνεται αλλιώς.
3 Reinhardt Schulze, «Das islamische achtzehnte Jahrhundert: Versuch einer historiographischen Kritik», Die Welt des Islams 30-1/4 (1990), 140-159• Ο ίδιος, «Was ist die islamische Aufklärung? », Die Welt des Islams, 36/3 (1996), σ. 276-325.
4 B. Harun Küçük, «Early Enlightenment in Istanbul», αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Καλιφόρνιας 2012· του ίδιου, «Natural Philosophy and Politics in the Eighteenth Century: Esad of Ioannina and Greek Aristotelianism at the Ottoman Court», Osmanlι Araştırmaları / The Journal of Ottoman Studies, 41 (2013), σ.125-158· του ίδιου, «Early Modern Ottoman Science: A New Materialist Framework», Journal of Early Modern History, 21 (2017), σ. 1-13.
5 Khaled El-Rouayheb, Islamic Intellectual History in the Seventeenth Century: Scholarly Currents in the Ottoman Empire and the Maghreb, Κέμπριτζ 2015.
6 Πηνελόπη Στάθη, «Ο “σοφώτατος Εσάτ Εφέντης”, φίλος και αλληλογράφος του Χρύσανθου Νοταρά», Ο Ερανιστής, 18 (1986), 57-84· Küçük, «Natural Philosophy and Politics in the Eighteenth Century», όπ.π.
7 Nergiz Aydoğdu, «Makyavelist düşüncenin Türkiye’ye girişi: onsekizinci yüzyıl Osmanlı siyaset felsefesi», αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Μαρμαρά 2008. Η μετάφραση πρέπει να πραγματοποιήθηκε στο τέλος της δεκαετίας του 1750, λιγότερο από είκοσι χρόνια από τη συγγραφή του πρωτότυπου έργου.
8 Νεοκλής Σαρρής, Προεπαναστατική Ελλάδα και οσμανικό κράτος. Από το χειρόγραφο του Σουλεϊμάν Πενάχ Εφέντη του Μοραΐτη (1785), Αθήνα 1993, σ. 246-252, 305-309 κ.α.
9 Για τη σχετική συζήτηση (που εστιάζει περισσότερο στον πρώτο, «στενότερο» ορισμό του όρου) βλ. Sebastian Conrad, «Enlightenment in Global History: A Historiographical Critique», American Historical Review 117 (2012), 999-1027.
10 James Grehan, «Smoking and ‘Early Modern’ Sociability: The Great Tobacco Debate in the Ottoman Middle East (Seventeenth to Eighteenth Centuries», American Historical Review, 111/5 (2006), σ. 1352-1377 και ειδικότερα σ. 1371. Πρβλ. Evgenia Kermeli, «The Tobacco Controversy in Early Modern Ottoman Christian and Muslim Discourse», Hacettepe Üniversitesi Türkiyat Araştırmaları Dergisi, 21 (2014), σ.121-135.
* ιστορικός οθωμανολόγος, ερευνητής στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας