Η επέτειος θανάτου εκείνου που υπήρξε βυζαντινό «αλφάδι» στο λαϊκό τραγούδι ήταν μια αφορμή, όχι για να ξαναθυμηθούμε τον Στέλιο Καζαντζίδη (είναι άλλωστε από τις περιπτώσεις που ο χαρακτηρισμός «αναντικατάστατος» ταιριάζει γάντι, όσο κι αν υπάρχουν και σήμερα σπουδαίες και γνήσιες λαϊκές φωνές), όσο για να προσθέσουμε στις μαρτυρίες που τον αφορούν ιστορίες από πρώτο χέρι. Ή και για να αποτιμήσουμε, με μία χρονική απόσταση πια, τη μοναδικότητά του.
Πέντε χρίστηκαν εδώ «καζαντζιδικοί»: είναι μελετητές ή συνεργάτες ή και ορκισμένοι ακροατές, όσοι συμμετέχουν σ’ αυτό το αφιέρωμα. Καθένας με τον τρόπο του. Αλλά το συμπέρασμα είναι κοινό. «Τέτοιος τραγουδιστής δεν θα ξαναπεράσει» όπως είπε πρόσφατα με απλή και αδιαπραγμάτευτη βεβαιότητα ένας από τους μουσικούς και φίλους του, ο δεξιοτέχνης του μπουζουκιού Μανώλης Καραντίνης. Να, όμως, τι λένε και άλλοι πολλοί...
Λατρεύτηκε και λατρεύεται σαν λαϊκός άγιος
Παρέμεινες ταπεινά ο ταξικός τραγουδιστής της χώρας, εκπροσωπώντας τα ντέρτια των τριτοκλασάτων, καλλιτέχνης προλεταριακής υφής ώς τα μπούνια μέχρι τέλους, ο κατ’ εξοχήν λαϊκός μας βάρδος, αυθεντικός λαϊκός ηγέτης (χωρίς αξιώσεις) κι εσύ με τον μοναδικό σου τρόπο
Του Θωμά Κοροβίνη*
Ολο και λιγοστεύουν, Στέλιο μου, οι αναφορές στις ρίζες μας. Κι έχουν πετάξει μακριά μας σχεδόν όλοι οι Πατέρες μας. Νιώθουμε πεντάρφανοι όλοι εμείς που αγαπάμε και στηρίζουμε την ατίμητη παράδοση της απανταχού Ρωμιοσύνης, που το όραμά της συνέλαβαν και μετουσίωσαν στην αθάνατη τέχνη τους οι νεότεροι δάσκαλοι του Γένους, ο Ρίτσος κι ο Ελύτης, ο Μίκης και ο Μάνος, ο Σεφέρης και ο Γκάτσος, ο Κόντογλου και ο Τσαρούχης. Οποιος πονάει ελληνικά πονάει στα μύχια, δε φτάνει η γλώσσα μας για να το πει και να το γράψει.
Είκοσι χρόνια μετά την παντοτινή αναχώρησή σου ακούγεσαι με την ίδια και περισσότερη αγάπη, λαχτάρα, αποδοχή, αποκτώντας διαρκώς νέους αφοσιωμένους οπαδούς.
Αποτίμηση του έργου σου και της σύνολης προσωπικότητάς σου γίνεται κάθε μέρα από πολλούς.
Ασε μερικούς να λένε. Είναι θαυμαστό -όχι κουταμάρα- να υπονομεύεις μαζοχιστικά τον ζωντανό σου θρύλο. Συνειδητά ή ασυνείδητα. Γιατί όλα αυτά που λογαριάζονται από κάποιους ως γκάφες σου (και μπορεί να ήταν) –μα πώς γίνεται;- αντί να τορπιλίζουν, αυγάταιναν τις διαστάσεις του θρύλου σου.
Αλλά δεν ήταν να ενδώσει το ποντιακό γινάτι σου στην πρόσκληση του Μίκη μας να ψάλεις στο «Αξιον εστί»; Ποιος να σ’ έπιανε! Στραβοκεφαλιά; Είχες τσατίλα που πριμοδοτούσε τον Γρηγόρη; Γράψε λάθος! Ομως εκείνος υπάκουσε σαν καλός μαθητής τον δάσκαλό του! Και υπηρέτησε με όπλα το δυνατό του ένστικτο και το σπάνιο μέταλλό του τον αξεπέραστο λόγο των Ποιητών μας! Που μαζί με κάποιους, λίγους, ακόμη συνδιαμόρφωσαν το ποιόν της νεοελληνικής μας ταυτότητας. Ηταν πιο ευέλικτος. Μα είναι και πιο τυχερός. Εκ των υστέρων το κατάλαβες, όπως άφησες να φανεί σε συνεντεύξεις σου. Εξ άλλου η θητεία σου δίπλα στους σημαντικότερους λαϊκούς ποιητές μας, όπως η Ευτυχία, ο Βίρβος και ο Ακης Πάνου, πρέπει να σε είχε διδάξει τη σημασία του να θεραπεύεις τη μεστή και απέριττη ποίηση.
Οχι, παρά τα κάποια καμώματα, δεν ψήλωσες! Ούτε λάτρεψες το Μαμωνά! Αν γούσταρες, μπορούσες να κατοικούσες σε βιλάρες, να αγόραζες μέγαρα, να πουλούσες γκομενιλίκι, να κερδοσκοπούσες ξεφτελίζοντας το λαϊκό τραγούδι υποχωρώντας στις απαιτήσεις των «νέων γούστων» της εποχής, όπως έκαναν και κάνουν οι θησαυρίσαντες ανενδοίαστοι διάττοντες της σκυλοπόπ υποκουλτούρας την οποία αρνήθηκες υποδειγματικά.
Η πλαστή εθνικοφροσύνη σε κυνήγησε, η σύγκρουσή σου με τα συμφέροντα των εταιρειών παραγωγής μουσικών έργων άνοιξε δρόμους για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των καλλιτεχνών. Κι όποιος δεν το παραδέχεται είναι αχάριστος.
Η ευγενική ρώμη της άφταστης ερμηνείας σου θα τονίζει εμφατικά εκείνο το κομμάτι της λαϊκής και εθνικής μας ταυτότητάς, τη μισή μας τουλάχιστον πλευρά, την ανατολίτικη, που την αμφισβητούν και την αποστρέφονται σήμερα τα επίσημα χείλη, μα που ακόμη αντιστέκεται στην ψυχή και τον λόγο κάποιων από μας. Τούτους τους καιρούς μάλιστα που το λαϊκό μας τραγούδι έχει διασυρθεί και υποβιβαστεί από πολλούς ευνοημένους του συστήματος και του λαού -με τις φθίνουσες εστίες αντίστασης απέναντι στην αλλοτρίωσή του-, που το έχουν σκυλέψει κι απ’ τους παντοδύναμους μηχανισμούς της εξουσίας που του γυρίζουν τις πλάτες για να επιβάλλουν μια νέα ανιστόρητη, ετεροκαθοριζόμενη, «μοντέρνα» πολιτιστική ταυτότητα στον λαό μας.
Βαθιά ψυχή, πλασμένη στη μήτρα της Ανατολής, φωνή που κλείνει μέσα της τις κορυφαίες στιγμές του βίου, το προαιώνιο πένθος του ανθρώπου, απ’ το πρώτο κλάμα της γέννησης μέχρι το στερνό «αχ!» της αναχώρησης! Παρέμεινες ταπεινά ο ταξικός τραγουδιστής της χώρας, εκπροσωπώντας τα ντέρτια των τριτοκλασάτων, καλλιτέχνης προλεταριακής υφής ώς τα μπούνια μέχρι τέλους, ο κατ’ εξοχήν λαϊκός μας βάρδος, αυθεντικός λαϊκός ηγέτης (χωρίς αξιώσεις) κι εσύ με τον μοναδικό σου τρόπο. Αντικρίζοντας με περιφρόνηση τα απρόσιτα γραφεία των μεγαλόσχημων όπου μαγειρεύεται η πορεία της τύχης μας και όπου ο κυνισμός θριαμβεύει. Η φωνή σου φιλοξενεί όλα τα απολωλότα, τα κατατρεγμένα, τα αποσυνάγωγα του κόσμου μας. Είσαι, (όπως είχα γράψει στο αφιέρωμα που σου έκανα το 2005 στην «Οδό Πανός»): «Η άγια φωνή των εργατουπόλεων, η τραγουδισμένη αγανάκτηση των ξένων και των δούλων του σπαραγμένου μας κόσμου».
Αν εξέφραζες τα σεκλέτια της Αραπιάς θα είχες κατακτήσει τις καρδιές μυριάδων. Κάποιοι «μεγάλοι ξένοι» που έτυχε να σε ακούσουν, όπως η Αρίθα Φάνκλιν και ο Σινάτρα, μαγεύτηκαν απ’ το λαρύγγι σου και «θεία» Κάλας δήλωσε πως αν τραγουδούσες στην όπερα θα θριάμβευες. Ολοι οι σύγχρονοί σου, ακόμη και οι εχθροί σου, αναγκάστηκαν να σε παραδεχτούν.
Είσαι ένα αστέρι αβασίλευτο στον ουρανό της Τέχνης, ένας παραδεισένιος δημιουργός που λατρεύτηκε και λατρεύεται σαν λαϊκός άγιος. Μοναδικός κι ανεπανάληπτος για όλους μας –εξαιρέσει των κρυόκωλων, των φασιστόμουτρων και κάποιων μυωπικών.
Ανήκεις σε όλους; Οχι στους αθεόφοβους φορομπήχτες. Οχι στους φονιάδες των λαών. Οχι στους πατριδοκάπηλους. Οχι στους αναίσθητους και τους ανέραστους.
Νύχτα μέρα με την ψυχή σου πορεύομαι, με την έγνοια σου. Με τη φωνή σου χαίρομαι, με τη φωνή σου κλαίω.
Υποκλίνομαι με δέος.
Προσεύχομαι να ’χω μια φωλιά, την αδερφική σου αγκαλιά, αν έχει άλλον κόσμο κι αξιωθώ ν’ ανταμωθούμε.
*Συγγραφέας, δραματουργός, στιχουργός και μελετητής του λαϊκού τραγουδιού
Δεν με θαμπώνουν οι ουρανοξύστες1
Καζαντζίδης δεν παιζόταν σχεδόν καθόλου από το κρατικό ραδιόφωνο, ενώ οι νεανικές κομπανίες και όλοι οι τραγουδιστές στα μαγαζιά τον είχαν κορόνα στο ρεπερτόριό τους!
Του Στέλιου Ελληνιάδη*
Ο Καζαντζίδης έκανε την πιο ασυνάρτητη καριέρα που μπορεί κανείς να φανταστεί για ένα καλλιτέχνη. Γιατί έγινε αυτό είναι πολύ δύσκολο να το πούμε, επειδή πάντα κάτι σημαντικό θα μας διαφεύγει. Αναμφίβολα η πολύ ζόρικη εποχή επηρέασε καθοριστικά την πορεία του, αλλά η εποχή δεν ήταν δύσκολη μόνο για τον Καζαντζίδη. Μάλιστα, ο Στέλιος βγήκε στο καλλιτεχνικό προσκήνιο και καθιερώθηκε μάλλον γρήγορα και χωρίς μεγάλες τρικλοποδιές από το σινάφι. Ούτε ήταν ο μόνος από οικογένεια βιοπαλαιστών προσφυγικής προέλευσης που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα στη δεκαετία του 1950. Και δεν ήταν ο μόνος που αγαπούσε και σεβόταν τη μάνα του. Ιδίως στις λαϊκές οικογένειες το σέβας για τους γονείς ήταν ιερό και αποτελούσε βασικό κριτήριο στην αξιολόγηση των ανθρώπων από το κοινωνικό περιβάλλον. Ηταν θέμα τιμής χωρίς την οποία ήσουν αξιοκαταφρόνητος.
Ισως ο χαρακτηρισμός «ασυνάρτητη» να μην είναι δόκιμος. Σίγουρα, όμως, η καριέρα του σημαδεύτηκε από ασυνήθιστες αναταράξεις, συγκρούσεις, διακοπές, εμπόδια και αντιστάσεις, που δύσκολα βρίσκουμε αναλογίες και αντιστοιχίες σε άλλους καλλιτέχνες του τραγουδιού.
Χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, ενδεικτικά, ορισμένα γεγονότα και καταστάσεις δείχνουν ότι μόνο ομαλή δεν ήταν η διαδρομή του. Και μιλάμε για τη σταδιοδρομία ενός ανθρώπου που έφτασε με την αξία του κι όχι με ξένες πλάτες στην κορυφή του καλλιτεχνικού στερεώματος.
Η απόφασή του να πάψει να εμφανίζεται στον κατ’ εξοχήν χώρο δουλειάς και έκφρασης κάθε τραγουδιστή, που είναι το κέντρο διασκέδασης, είναι τόσο ακραία που δεν δικαιολογείται επαρκώς ούτε από την εξήγηση που έδωσε ο ίδιος. Από την περίοδο που πρωτοβγήκε στα μαγαζιά μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 που αποσύρθηκε, οι συνθήκες εργασίας στη νυχτερινή διασκέδαση είχαν βελτιωθεί αισθητά. Και ειδικά ο Καζαντζίδης, με το κύρος που είχε αποκτήσει, είχε επιλογές και διαπραγματευτική δύναμη. Είναι, βέβαια, γεγονός, ότι ποτέ δεν είχε συνδέσει τη ζωή του τόσο πολύ με το πάλκο όπως, για παράδειγμα, ο Τσιτσάνης. Και δεν επέστρεψε στο πάλκο ούτε όταν τα μαγαζιά εκσυγχρονίστηκαν και τα «μεροκάματα» πήραν την ανηφόρα και έγιναν πάρα πολύ δελεαστικά.
Αλλη δραματική εξέλιξη ήταν η φαινομενικά αναίμακτη αποχώρησή του από την «Κολούμπια». Αυτό ήταν ίσως ακόμα πιο παράτολμο. Η εταιρεία που διεύθυνε ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος ήταν η ναυαρχίδα της δισκογραφίας. Είχε το πιο οργανωμένο τμήμα προβολής των καλλιτεχνών, το καλύτερο δίκτυο πωλήσεων, το μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς, το εργοστάσιο και το στούντιο και, το πιο βασικό, συνεργαζόταν με τους σπουδαιότερους συνθέτες που τροφοδοτούσαν με το απαραίτητο υλικό τους καλούς τραγουδιστές. Τσιτσάνης, Μητσάκης, Καλδάρας, Χιώτης, Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Ξαρχάκος και πολλοί άλλοι...
Τρίτος μεγάλος σεισμός ήταν η σύγκρουσή του με τον Μάκη Μάτσα της εταιρείας Μίνως, εξ αιτίας ενός συμβολαίου πάρα πολύ δεσμευτικού, που κράτησε τον Καζαντζίδη επί μία σχεδόν δεκαετία εκτός δισκογραφίας!
Τέταρτο πρόβλημα, εξαιρετικά σοβαρό και πιο δισεπίλυτο γι’ αυτόν που το υφίσταται, ήταν η εντονότατη προσπάθεια απαξίωσης του Καζαντζίδη από μία σημαντική μερίδα διακεκριμένων ανθρώπων που περιλάμβανε καλλιτέχνες και δη μουσουργούς, συγγραφείς, δημοσιογράφους, πολιτικούς και άλλους διαμορφωτές της κοινής γνώμης που επηρέαζαν ένα εγγράμματο τμήμα της κοινωνίας καθόλου αμελητέο. Γι’ αυτούς, ο Καζαντζίδης ήταν ο «κλαψιάρης» τραγουδιστής, των τούρκικων αμανέδων και τσιφτετελιών, η προσωποποίηση του κακόφημου μπουζουκιού και της ανατολίτικης κουλτούρας. Αυτά λέγονταν και γράφονταν ερήμην του από το 1960 και με σοβαρές συνέπειες μέχρι τη δεκαετία του 1980 που είχε αναζωπυρωθεί το ενδιαφέρον του κόσμου και ιδίως της νεολαίας για το λαϊκό τραγούδι. Σε μια στατιστική έρευνα, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύσαμε στο «Ντέφι», αποκαλυπτόταν ότι ο Καζαντζίδης δεν παιζόταν σχεδόν καθόλου από το κρατικό ραδιόφωνο, ενώ οι νεανικές κομπανίες και όλοι οι τραγουδιστές στα μαγαζιά τον είχαν κορόνα στο ρεπερτόριό τους!
Στη δεκαετία του 1950, ο Καζαντζίδης θα ένιωθε άβολα που η Ασφάλεια δεν του επέτρεπε να αποκτήσει δίπλωμα οδήγησης αυτοκινήτου λόγω των πολιτικών του φρονημάτων, αλλά γι’ αυτό δεν παραπονέθηκε ποτέ ίσως γιατί το θεωρούσε τιμητικό για τις πεποιθήσεις του. Ο στιγματισμός, όμως, της καλλιτεχνικής του φυσιογνωμίας από τα καθωσπρέπει δημόσια πρόσωπα, άδικος, σκληρός και μερικές φορές χυδαίος, σίγουρα τον πλήγωνε.
Η πείρα διδάσκει ότι χωρίς δίσκους και δημόσιες εμφανίσεις για παρατεταμένες περιόδους, με αποκλεισμούς, αποχές, συγκρούσεις, λάθη και σιωπές, δεν υπάρχει περίπτωση οποιοσδήποτε τραγουδιστής να επιβιώσει όσο δημοφιλής κι αν είναι. Ακόμα κι αν επανέλθει, τίποτα δεν θα είναι όπως ήταν πριν. Εκτός του Καζαντζίδη. Παρ’ όλα τα εμπόδια και τα πισωγυρίσματα, το μέταλλό του αντί να ραγίσει και να σκουριάσει, σφυρηλατήθηκε κι έγινε μασίφ.
*Μελετητής του παραδοσιακού και του λαϊκού τραγουδιού, εκδότης του ιστορικού περιοδικού «Το Ντέφι», μουσικός παραγωγός, μάνατζερ, συγγραφέας, κινηματογραφιστής και αρθρογράφος
1. Τίτλος τραγουδιού των Θόδωρου Δερβενιώτη και Κώστα Βίρβου
Στο τραπέζι που τα πίνω...
«Λοιπόν, πώς σου φαίνονται τα τραγούδια, Στέλιο μου;» ρώτησε ο Απόστολος
Του Κώστα Καλδάρα*
Το στρογγυλό τραπέζι δίπλα στη μεγάλη τζαμαρία ήταν παλιό, πεισματάρικο στον χρόνο και γεμάτο εμπειρίες. Οταν άνοιγαν οι κουρτίνες κι έμπαινε το φως της μέρας, ήθελε να το σκεπάζουμε με το μεγάλο πράσινο σκούρο κάλυμμά του για να μη φαίνονται τα σημάδια από τα χρόνια που έχουν περάσει. Οταν όμως ντυνόταν με το κατάλευκο τραπεζομάντιλο, γέμιζε περηφάνια κι αναμονή. Πόσους και πόσες δεν είχε φιλέψει, πόσοι δεν είχαν απολαύσει καθισμένοι δίπλα του, τη μαγειρική της Λούλας, τις υπέροχες συζητήσεις με τον Απόστολο, χαρές, λύπες, γέλια, τραγούδια, αλλά και κάποια περαστικά καβγαδάκια, προπαντός την ώρα της μπιρίμπας. Γνωστοί και άγνωστοι, φίλοι και συγγενείς, διάσημοι καλλιτέχνες και αρχάριοι στον χώρο του τραγουδιού, είχαν αφήσει ένα κομμάτι της ιστορίας τους εκεί σε αυτό το τραπέζι.
Ετσι θα γινόταν και σήμερα. Τρεις από τις καρέκλες του ήταν ήδη πιασμένες.
Ο Απόστολος με την κιθάρα του, ο Στέλιος και ένας άγνωστος κύριος που δεν είχαμε ξαναδεί. Εγώ κάπου εκεί γύρω και η μητέρα μου σερβίριζε τα καφεδάκια και ο φούρνος μοσχοβολούσε από την πίτα που ψηνόταν.
Ο ήχος της κιθάρας είχε κερδίσει το καθιστικό. Γλυκές νότες συνόδευαν υπέροχους στίχους... «Η Σμύρνη Μάνα Καίγεται», «Μαρμαρωμένος Βασιλιάς», «Μέσ’ στου Βοσπόρου τα Στενά», «Γιορτή Ζεϊμπέκηδων»...
Ο πατέρας μου σαν μικρό παιδί, με τον ενθουσιασμό που σου προσφέρει η δημιουργία, αλλά και με την ανασφάλεια του δημιουργού, χάιδευε με τα δάχτυλά του την κιθάρα. Κάποια στιγμή την αφήνει προσεκτικά δίπλα του, ρίχνοντάς της ένα ακόμη βλέμμα αγάπης. Πόσα δεν είχαν περάσει οι δυο τους!..
- «Λοιπόν, πώς σου φαίνονται τα τραγούδια, Στέλιο μου;» ρώτησε ο Απόστολος.
- «Ε... Τι να πω... Ας μας πει εδώ, ο φίλος μου». Είπε και στράφηκε προς τον άγνωστο άνδρα.
- «Πολύ ωραία τα τραγουδάκια σας κύριε Καλδάρα, αλλά δεν κάνουν για εμάς...»
Για κάποια δευτερόλεπτα έλεγες πως έπαιρνες μέρος σε κάποια φάρσα και θα ξέσπαγαν όλοι στα γέλια, αλλά η βαριά σιωπή, το κάτασπρο από την έκπληξη πρόσωπο του πατέρα μου, το σκυμμένο κεφάλι του Στέλιου και η ακινησία της μητέρας μου βεβαίωναν ότι δεν ήταν φάρσα.
- «Εγώ φταίω που σε ξαναφώναξα... Αντε στο καλό Στέλιο μου», ήταν οι τελευταίες κουβέντες του Απόστολου, αφήνοντας τη μητέρα μου να τους ξεπροβοδίσει από το σπίτι μας. Ο Στέλιος κι ο «ειδήμων» εργολάβος κατέβηκαν τα σκαλιά, ο καφές έμεινε στη μέση, η πίτα όμως συνέχιζε να μοσχοβολάει σχεδόν έτοιμη και το τραπέζι τους καινούργιους καλεσμένους του.
Επειτα από λίγους μήνες κυκλοφόρησε η «Μικρά Ασία» ένα έργο-σύμβολο με τη μουσική του Απόστολου Καλδάρα, τους στίχους του Πυθαγόρα και την ερμηνεία δυο νεότατων τότε τραγουδιστών, του Γιώργου Νταλάρα και της Χαρούλας Αλεξίου.
Διάλεξα αυτή την ιστορία από τις πολλές του Απόστολου με τον Στέλιο Καζαντζίδη, θέλοντας να καταδείξω ότι ένας τεράστιος τραγουδιστής, ένας θρύλος για πολλούς, ίσως να έκανε στη ζωή του και κάποιες λάθος επιλογές.
Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να γράψει τη δική του ιστορία στο ελληνικό τραγούδι, να γίνει σημείο αναφοράς, αλλά και δάσκαλος για πολλούς επόμενους τραγουδιστές. Ο ίδιος ο Καζαντζίδης είχε κι αυτός τους δασκάλους του κι ένας από αυτούς ήταν ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Στην αρχή της πορείας του τον μιμήθηκε, αλλά σε μικρό χρονικό διάστημα βρήκε τον δικό του δρόμο, την έκφρασή του κι απελευθέρωσε την αξεπέραστη φωνή του. Ανέβηκε στην κορυφή του ελληνικού τραγουδιού και στις καρδιές των Ελλήνων, με πολλή δουλειά, με πάθη και λάθη, αλλά πάντα με το μεγαλείο της ερμηνείας του και το φυσικό του χάρισμα.
Εδωσε στο λαϊκό μας τραγούδι τόσο σημαντικές ερμηνείες που έγινε ο ίδιος σχολή για πολλούς νεότερους και άξιους τραγουδιστές.
Ο Στέλιος ξεκίνησε τη δισκογραφική του παρουσία με τον Απόστολο και το τραγούδι «Για Μπάνιο Πάω», που μπήκε όμως στα ρηχά νερά των πωλήσεων. Από εκεί και πέρα, ήρθαν οι τεράστιες επιτυχίες τους όπως «Οποια και Να ’σαι», «Εγώ Ποτέ δεν Αγαπώ», «Ας Πάν’ στην Ευχή τα Παλιά», «Γυάλινος Κόσμος», «Αν είναι η Αγάπη Εγκλημα», «Αλλοτινές μου Εποχές», «Ο Πυρετός» και τόσα άλλα που έμειναν διαχρονικά, χτίζοντας γερά τα θεμέλια του λαϊκού μας τραγουδιού.
«Στο τραπέζι που τα πίνω, λείπει το ποτήρι σου»... Στέλιο μου.
*Συνθέτης, συγγραφέας, ραδιοφωνικός παραγωγός και γιος του Απόστολου Καλδάρα
Ο μύθος και οι μεταμορφώσεις του
Σε μια περίοδο εξύψωσης του λαού και του λαϊκού πολιτισμού, ο Καζαντζίδης αναδύθηκε σαν μια ισχυρή ενσάρκωση της φαντασιακής αναπαράστασης του ελληνικού λαού ως ενός ηρωικού και βασανισμένου λαού και παρουσιάστηκε ως ο μεγαλύτερος λαϊκός τραγουδιστής όλων των εποχών, που κράτησε όρθιο τον λαό σε δύσκολες και σκοτεινές εποχές
Του Λεωνίδα Οικονόμου*
Ο Στέλιος Καζαντζίδης ανήκει σε μια εξαιρετικά ολιγομελή κατηγορία μουσικών – συμβόλων που ενσαρκώνουν με τη ζωή και το έργο τους υψηλές συλλογικές αξίες. Η δημόσια εικόνα των μουσικών αυτών (όπως και η ερμηνεία των τραγουδιών τους) προκύπτουν μέσα από μια σύνθετη διαδικασία εμπρόθετης δράσης και δημόσιας υποδοχής που διαρκεί δεκαετίες και ενέχει τη διαρκή κατασκευή και ανακατασκευή της φυσιογνωμίας τους στα μεταβαλλόμενα ιστορικά πλαίσια. Στο σημείωμά μας θα εξετάσουμε εν συντομία την εξέλιξη του μύθου του Καζαντζίδη από την αρχή της καριέρας του μέχρι σήμερα.
Ο Στέλιος Καζαντζίδης δημιούργησε και προσπάθησε να διατηρήσει σε ολόκληρη την καριέρα του μια αδιάσπαστη ενότητα ανάμεσα στη ζωή και το έργο του. Από τα πρώτα του βήματα παρουσιάστηκε σαν ένας άνθρωπος σημαδεμένος από τον πόνο και τη φτώχεια και ύστερα από την επιτυχία του κατέβαλε πολλές προσπάθειες για να δείξει ότι παραμένει πάντοτε προσηλωμένος στην έκφραση των λαϊκών καημών. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 άρχισε να εκφράζει τη δυσφορία του για την πολιτισμική βιομηχανία και την ελληνική κοινωνία και να προβάλλεται ως ένα πρόσωπο ηρωικής αρετής, που υποφέρει από την αδικία και αντιστέκεται στο «συμφέρον», το «χρήμα» και την ηθική σήψη. Η στάση αυτή, σε συνδυασμό με το ρεπερτόριό του, του έδωσαν σύντομα το κύρος του λαϊκού ήρωα, όπως προδίδουν οι εκδηλώσεις λατρείας των θαυμαστών του και τα προσωνύμια του «τραγουδιστή του πόνου» και του «τραγουδιστή του λαού» που του αποδόθηκαν.
Ο τραγουδιστής κατάφερε να διατηρήσει και να επαυξήσει το συμβολικό του κεφάλαιο στη συνέχεια χάρη στην άμεμπτη στάση του στη δικτατορία και παρά, ή ίσως και εξαιτίας, της μερικής και σταδιακά ολικής απόσυρσής του από τη μουσική σκηνή μετά το 1965, που ερμηνεύθηκε από τους θαυμαστές του ως αντιστασιακή διαμαρτυρία, ιερός αναχωρητισμός και περιφρόνηση της δόξας και του χρήματος. Στη μεταπολίτευση ο Καζαντζίδης επέλεξε να συγκρουστεί με τη «Μinos» και τον «εβραίο Μάτσα» (απέχοντας από το 1975 ώς το 1987 από τη δισκογραφία) και στο πλαίσιο ή και ανεξάρτητα από τη σύγκρουση αυτή, με την ενθάρρυνση και τη βοήθεια μιας ηγεμονικής μερίδας του Τύπου και των διανοουμένων, παρήγαγε πλήθος αυτοβιογραφικών αφηγήσεων στα ΜΜΕ που τον εισήγαγαν σε νέες γενιές ακροατών και επαναπροσδιόρισαν την εικόνα του.
Στις αφηγήσεις αυτές περιλαμβάνεται ένα πλήθος κειμένων διαφορετικών αποχρώσεων -που εκτείνονται από το εξαιρετικό βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού και τις τηλεοπτικές εκπομπές του Λευτέρη Παπαδόπουλου και των «Ρεπόρτερς» ώς τη φασίζουσα εκδοχή της «Αυριανής» και του Κυριάκου Διακογιάννη- και βασίζονται συνήθως σε μια επαναλαμβανόμενη κεντρική αφήγηση, η οποία συγκροτείται γύρω από θέματα μαρτυρίου και θυσίας που αντλούνται από τα τραγούδια του και αιωρούνται ανάμεσα στη κοινωνική διαμαρτυρία και τη θρησκευτική κατανόηση του κακού και της αδικίας.
Η αυτοπαρουσίαση αυτή τον κατέστηκε ιδανικό παράδειγμα του αυθεντικού αγωνιζόμενου λαϊκού ανθρώπου. Σε μια περίοδο εξύψωσης του λαού και του λαϊκού πολιτισμού, ο Καζαντζίδης αναδύθηκε σαν μια ισχυρή ενσάρκωση της φαντασιακής αναπαράστασης του ελληνικού λαού ως ενός ηρωικού και βασανισμένου λαού και παρουσιάστηκε ως ο μεγαλύτερος λαϊκός τραγουδιστής όλων των εποχών, που κράτησε όρθιο τον λαό σε δύσκολες και σκοτεινές εποχές, συνέβαλε στη διατήρηση της πολιτισμικής κληρονομιάς και αντιστάθηκε στον ραγδαίο εκδυτικισμό του ελληνικού πολιτισμού.
Οι δημόσιες αντιπαραθέσεις του και η έκθεσή του στα αδηφάγα ΜΜΕ της δεκαετίας του 1990 στιγμάτισαν για κάποιο διάστημα την φήμη του, αλλά δεν φαίνεται να επηρέασαν μακροπρόθεσμα την εικόνα του. Είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του, τα τραγούδια του εξακολουθούν να ακούγονται ευρύτατα και ο μύθος του αναπαράγεται μέσα από μια μεγάλη ποικιλία συλλόγων, οργανισμών, κειμένων, επιτελέσεων και δράσεων. Οι μεταθανάτιες αναπαραστάσεις τείνουν να απλοποιούν και να εξιδανικεύουν την κληρονομιά του τραγουδιστή, που διασταυρώθηκε με σύνθετους τρόπους με το μεταβαλλόμενο πολιτικό και πολιτισμικό περιβάλλον και τέθηκε στην υπηρεσία μιας ποικιλίας πολιτικών και πολιτισμικών σκοπών και δράσεων.
* Καθηγητής στο τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου
Επί προσωπικού
Του Τάσου Παππά
Ετος 1976. Εχω μπει στην Πάντειο (έτσι τη λέγαμε τότε). Ωραία εποχή. Τα τραγούδια που ακούγαμε ήταν τα αντάρτικα και μπόλικος Μίκης. Κολλημένος από καιρό με τον Καζαντζίδη -παραμένω μέχρι σήμερα- βρίσκομαι σε ταβέρνα παρέα με άλλους συντρόφους. Το μενού λιτό. Λίγη ρετσίνα και μερικοί μεζέδες καθότι άφραγκοι. Οχι όμως και ατσίγαροι.
Επρεπε να παραμερίζεις με το χέρι σου τον καπνό για να διακρίνεις τους διπλανούς σου. Ηρθε η κουβέντα για το πώς πρέπει να διασκεδάζει η νέα γενιά. Τόλμησα να πω ότι εκτός από τα επαναστατικά άσματα που τραγουδούσαμε με κάθε ευκαιρία υπάρχουν και πολλά λαϊκά τραγούδια που αρέσουν στον κόσμο, τη βρίσκει μ’ αυτά, γλεντάει, τον παρηγορούν, δεν είναι για πέταμα και κάποια περιέχουν αγωνιστικά μηνύματα. «Για πες μας ένα» μου αντιγύρισε με ειρωνικό ύφος ένας σύντροφος που μόλις είχε τελειώσει μια... διάλεξη για το ελληνικό τραγούδι με συμβουλές για το πρέπει να προσέχουμε ώστε να μην παρασυρθούμε σε εύκολα ακούσματα. «Ενα και δυο μόνο;» του απάντησα. «Πες ένα βρε συναγωνιστή;» επέμεινε ο άλλος. Του είπα τον «Γυάλινο Κόσμο».
Το ήξερε, αλλά δεν δίστασε να το χλευάσει: «Ποιο αυτό που λέει να φτιάξω μια καινούργια κοινωνία άλληνε; Είναι ελληνικά αυτά; Αλληνε; Εμείς ακούμε και τραγουδάμε τους μεγάλους ποιητές». «Ξέρεις, του λέω, είναι στίχοι της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου σε μουσική Απόστολου Καλδάρα». Και σ’ αυτό είχε απάντηση: «Ποια; Αυτή που έφαγε μια περιουσία στα χαρτιά; Δεν θα αντέξουν στον χρόνο ούτε αυτή ούτε ο Καζαντζίδης». Πίστεψε ότι με αποστόμωσε. Το θριαμβευτικό χαμόγελο που καρφώθηκε στο πρόσωπο του αυτό έδειχνε. Δεν είχε νόημα να συνεχίσω την κουβέντα. Εγώ πάντως συνεχίζω να ακούω Καζαντζίδη. Και θυμάμαι την κοσμοπλημμύρα στην κηδεία του.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας