Υπήρχαν τα οδυνηρά, υπήρχαν και τα φαιδρά στα χρόνια της δικτατορίας του 1967. Στα οδυνηρά: Συλλήψεις, εξορία, καταδίκες, βασανιστήρια, θάνατος. Και σταθερά οι παντός είδους απαγορεύσεις και ανασφάλειες. Απειρες οι μαρτυρίες (γι’ αυτό και το «είναι χούντα», που εκστομίζεται από κάποιους, σίγουρα δεν την έχουν βιώσει). Στα φαιδρά, οι παρενέργειες που προκάλεσε, και σε κάποια από αυτά τα φαιδρά, εδώ κι έξω, από τα οποία δεν λείπει το δραματικό στοιχείο, λέω να ανατρέξω σήμερα εν όψει της ερχόμενης Τρίτης – 48 χρόνια από τότε:
● Νύχτα, λίγες ημέρες μετά την 21η, δυο φίλοι οδεύουν προς τα σπίτια τους. Οπου, εκεί στην Καλλιδρομίου, τους σταματάνε δυο τύποι με πολιτικά που δηλώνουν αστυνομικοί. «Πού πηγαίνετε;» «Σπίτια μας». «Πώς λέγεστε; Πού μένετε;» Απαντάνε. Τους ψάχνουν. Δεν βρίσκουν τίποτα επιλήψιμο, εκτός από έναν σουγιά που είχε στην τσέπη του ο ένας. Τον ανοίγει αυτός που τον βρήκε, μετράει τη λεπίδα με τα δάχτυλά του και: «Τη γλιτώνετε για μισό δάχτυλο… Αντε, τσακίδια!» Απομακρύνονται όσο πιο γρήγορα. Σ’ ένα ξέφωτο ο κάτοχος του σουγιά σταματάει, τον ανοίγει και τον δείχνει στον άλλο. Στη βάση του υπάρχει σκαλισμένο ένα σφυροδρέπανο. «Μου τον χάρισε ένας φίλος που είχε πάει στη Μόσχα…» Τι θα γινόταν αν το έβλεπαν;
● «Πάμε να δούμε ένα φιλαράκι;» προτείνει φίλος σε φίλο. «Είναι της Νεολαίας Λαμπράκη και θα τα ’χει χρειαστεί κι αυτός…». Χτυπάνε την πόρτα σ’ ένα ημιυπόγειο στα Εξάρχεια. Το φιλαράκι ή δεν ήταν ή δεν απαντούσε. «Να του κάνουμε μια πλάκα», προτείνει ο δικός του. Του γράφει ένα σημείωμα: «Κουφάλα, Λαμπράκη, δεν θα γλιτώσεις, θα σε βρούμε». Το ρίχνει κάτω από την πόρτα και φεύγουν. Μήνες αργότερα, σε καφέ του Παρισιού, μια παρέα αυτοεξόριστων συζητάνε τους λόγους και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έφυγαν από την Ελλάδα.
Ωσπου έρχεται η σειρά κάποιου: «… Λοιπόν, εγώ πηγαίνω ένα βράδυ στο σπίτι μου και βρίσκω ένα σημείωμα: “Κουφάλα, Λαμπράκη, θα πεθάνεις…” Την άλλη μέρα πήρα το αεροπλάνο και ήρθα εδώ…» (Αρκετά για τους αυτοεξόριστους έχει καταγράψει ο Βασίλης Βασιλικός σε σειρά βιβλίων του, που κυκλοφόρησαν τότε στο εξωτερικό και ξαναβγήκαν πρόσφατα σε δύο τόμους από τις «Εκδόσεις Παπαζήση» με τον γενικό τίτλο «8½», που ήταν και το όνομα του εκδοτικού οίκου του Βασιλικού εκεί έξω.)
● Στο Τορόντο του Καναδά η εκεί αντιδικτατορική οργάνωση, που απαρτιζόταν κυρίως από αριστερούς, δέχεται την επίσκεψη κάποιου ο οποίος μόλις είχε έρθει από την Ελλάδα. Βροχή οι ερωτήσεις: Τι γίνεται εκεί κάτω; Πώς πάει η αντίσταση; κ.λπ. Αυτός απαντάει και στο τέλος συνοψίζει: «Τι να σας πω, ρε παιδιά… Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα είναι χειρότερα από τη Ρωσία!…» Ούτε κατάλαβε για πότε και γιατί τον πέταξαν έξω.
● Στην ίδια πόλη ετοιμαζόταν εκδήλωση κατά της χούντας από επιτροπή που άκουγε διάφορες προτάσεις. Οπου εμφανίζεται ένας θηριώδης τύπος μ’ ένα αντιπολεμικό-αντιχουντικό, όπως το χαρακτήρισε, μονόπρακτο, με συγγραφέα, σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή τον ίδιο. Μόνο η μουσική δεν ήταν δική του: «Το κλίμα του έργου σηκώνει μουσική Ντοστογιέφσκι», λέει. Επεσε κάποια αμηχανία. «Επειδή φοβάμαι ότι θα δυσκολευτούμε να βρούμε μουσική Ντοστογιέφσκι, δεν βάζετε κάποιον δικό μας;» τόλμησε ένας, που κάτι ήξερε. «Οχι, το κλίμα του έργου απαιτεί μουσική Ντοστογιέφσκι», αντέτεινε το θηρίο, έτοιμο να αρπαχτεί. Οποτε ο ερωτών άρχισε να κλονίζεται: Μήπως ο Ντοστογιέφσκι είχε γράψει και μουσική ή πρόκειται για κάποιο συνονόματό του; Η απορία τελικά δεν απαντήθηκε καθώς ο πολυπράγμων καλλιτέχνης, έτσι όπως εμφανίστηκε, ούτω πώς εξαφανίστηκε πριν από την εκδήλωση, (η οποία πάντως πραγματοποιήθηκε με επιτυχία, συμπεριλαμβανομένου και του ηρωικού άσματος «Πότε θα κάνει ξαστεριά» - «Του αγαπημένου μας Μίκη Θεοδωράκη!» πληροφόρησε γνώστης εκφωνητής…)
Στο πλαίσιο
Η Εβδομάδα των Παθών πέρασε, αλλά τα παντός είδους πάθη –μέσα κι έξω– συνεχίζονται. Και σε τι να πρωτοαναφερθείς… Θα σταθώ σε τέσσερις απώλειες επιφανών ανθρώπων της τέχνης –δύο εδώ, δύο αλλού αλλά όλων δικών μας: Γκίντερ Γκρας, Εδουάρδο Γκαλεάνο, Μάγδα Κοτζιά, Χρυσούλα Ζώκα.
Μεγαλοβδομαδιάτικη τηλεοπτική όαση το κανάλι της Βουλής (καθώς ξέφυγε από τις ατέρμονες μεταδόσεις των συνεδριάσεων των κάθε είδους επιτροπών). Μεγάλη Παρασκευή με τα τρία ωραιότερα «Ρέκβιεμ»: Μότσαρτ, Βέρντι, Μπραμς (το πρώτο και το τρίτο με Φιλαρμονική Βιέννης και Κάραγιαν). Και ακόμα Μπαχ με «Κατά Ματθαίον πάθη». (Το «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ τη Μεγάλη Τρίτη και στο Μέγαρο Μουσικής, από την ΚΟΑ με διευθυντή τον Βασίλη Χριστόπουλο, που εμφανώς λείπει από το τιμόνι της Ορχήστρας).
Από το κανάλι της Βουλής, την ίδια μέρα, και το ντοκιμαντέρ του Ηλία Γιαννακάκη και της Εύης Καραμπάτσου «Μακρόνησος» (ο «νέος Παρθενώνας», κατά τους «πνευματικούς ηγέτες» της νικήτριας παράταξης). Με μαρτυρίες παθόντων επιζώντων (από τον εμφύλιο), αλλά κι ενός ανεκδιήγητου τότε διοικητή, που τα έβρισκε όλα ωραία και πατριωτικά.
Του Κοινοβουλίου και οι συνεχιζόμενες, για όσους τους έχουν διαφύγει, αφιερωμένες στη συμπλήρωση –πέρσι– 40 χρόνων από την πτώση της χούντας, εκθέσεις: «Η Δημοκρατία δικαίω ουδέποτε κατελύθη», στο μέγαρο της Βουλής, αίθουσα «Ελευθέριος Βενιζέλος». Και: «Σκοτεινή επταετία 1967 – 1974 - Η δικτατορία των συνταγματαρχών», στην οδό Αμαλίας 14, ώς τις 12 Ιουνίου.
ΚΑΙ… Αν δικαίως αγανακτούμε με τους βάνδαλους τζιχαντιστές, ας αναλογιστούμε πώς… περιποιήθηκαν οι φανατικοί πρωτοχριστιανοί τα αρχαία μας μνημεία.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας