Η επέτειος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου υπήρξε, ως γνωστόν, η μόνη, ο εορτασμός της οποίας επιβλήθηκε -τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια- από τα κάτω, σ’ ένα κράτος που παλινδρομούσε ανάμεσα στη θεσμικά αυτονόητη συνέχειά του και στις προθέσεις των τότε κυβερνώντων να τονίσουν τη διαφορά τους από τους «άφρονες» συνταγματάρχες της δικτατορίας που προηγήθηκε. Οι κυριότερες ενστάσεις πήγαζαν, βέβαια, και τότε από το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τις άλλες μεγάλες επετείους, η απότιση φόρου τιμής στο Πολυτεχνείο ισοδυναμεί με δικαίωση της αντίστασης (όχι στον εξωτερικό εχθρό αλλά) σε μια εγχώρια εξουσία, και δη με εθνικιστικό πρόσημο· εξ ου και η μακροβιότητα αυτών των ενστάσεων, όπως απέδειξε η πρόσφατη διατύπωσή τους στη Βουλή, διά στόματος Συρίγου.
Εξίσου κομβικό επιχείρημα κατά της συμβολικής κορύφωσης του επίμαχου εορτασμού, της επετειακής πορείας προς την αμερικανική πρεσβεία, υπήρξε όμως παλιότερα κι ένας άλλος ισχυρισμός: η προσπάθεια αποσύνδεσης των ΗΠΑ, στη συλλογική συνείδηση, τόσο από την ίδια την επιβολή της δικτατορίας όσο κι από το αιματηρό απόγειο της τρομοκρατίας του στρατιωτικού καθεστώτος, τον Νοέμβριο του 1973. Σχετικά δειλά τη δεκαετία του 1970, όταν οι βίαιες απαγορεύσεις της πορείας προς την πρεσβεία από τις κυβερνήσεις της Ν.Δ. μεταξύ 1976 και 1979 επιβλήθηκαν μεν κάτω από την πίεση της Ουάσινγκτον, όπως αποδεικνύουν τα σχετικά ντοκουμέντα (βλ. «Με τα μάτια της πρεσβείας», «Εφ.Συν.», 15.11.2014), δικαιολογήθηκαν όμως -αρχικά τουλάχιστον- κυρίως με βάση «εθνικές» προτεραιότητες (την ανάγκη για βελτίωση των σχέσεων με τις ΗΠΑ, λόγω τουρκικής «απειλής»). Συστηματικότερα δε από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, μετά την εδώ πρεσβευτική θητεία του Ρόμπερτ Κίλι (1985-1989) – πρώτου γραμματέα της το 1966-1970 και αρχιτέκτονα, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, μιας συστηματικής ανασύστασης των γεγονότων του 1967 με τρόπο που ξεπλένει ουσιαστικά τις ΗΠΑ, υπερτονίζοντας τις διαφωνίες κι ενστάσεις μιας μερίδας Αμερικανών διπλωματών με το πραξικόπημα και υποβαθμίζοντας τις κρίσιμες σχετικές κεντρικές επιλογές της Ουάσινγκτον.
«Φοβόμασταν μήπως ενθαρρύνουμε νομιμόφρονες στρατιωτικές μερίδες ν’ αποσχιστούν από την ομάδα των πραξικοπηματιών» | Ουόλτερ Ράστοου, σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του προέδρου Τζόνσον (Μνημόνιο προς τον πρόεδρο, 22.4.1967)
Ως εγχώριο εφαλτήριο για τη διάδοση αυτών των αναλύσεων χρησιμοποιήθηκε κυρίως η εσκεμμένη παρανάγνωση του πρώτου βιβλίου του Αλέξη Παπαχελά («Ο βιασμός της ελληνικής δημοκρατίας. Ο αμερικανικός παράγων, 1947-1967», Αθήνα 1997). Οχι το ίδιο το βιβλίο, που βασίστηκε κυρίως σε αμερικανικά διπλωματικά έγγραφα και συνεντεύξεις στελεχών, με πρώτο χρονικά τον Ρόμπερτ Κίλι (25/1/1992), και περιέχει ορισμένα άκρως αποκαλυπτικά τεκμήρια (όπως ο κατάλογος των μετέπειτα πραξικοπηματιών σε έκθεση της CIA τον Δεκέμβριο του 1966 ή η φωτογραφία του Παπαδόπουλου με τον πράκτορα της CIA Τζορτζ Στίβενς σε κυνήγι αγριογούρουνου στο Νευροκόπι το 1965), αλλά μια εκλαϊκευτική ερμηνεία του από «επιδραστικούς» δημοσιογράφους, που «διάβασαν» σ’ αυτό την πλήρη αθωότητα των ΗΠΑ για την επιβολή της χούντας. Αξιοποιώντας, βέβαια, τη σύγχυση που προκαλεί επ’ αυτού μια εξιστόρηση επικεντρωμένη στον εσωτερικό διάλογο των υπερατλαντικών κρατικών υπηρεσιών, δίχως σαφή διάκριση των αποφασιστικών κινήσεων από τη γραφειοκρατική ζύμωση που προηγήθηκε.
Εν όψει της 49ης επετείου της αντιδικτατορικής εξέγερσης, δημοσιεύουμε έτσι σήμερα εδώ το σύνολο των διαθέσιμων (και άκρως εύγλωττων) τεκμηρίων που αφορούν τη διαχείριση του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 από την ανώτατη αμερικανική ηγεσία. Ο λόγος για τα σχετικά έγγραφα του διημέρου 21-22.4.1967 που περιλαμβάνονται στο αρχείο του τότε Αμερικανού προέδρου, Λίντον Τζόνσον, στην ομώνυμη βιβλιοθήκη· συγκεκριμένα, στους φακέλους «Φάκελοι Εθνικής Ασφαλείας / Ελλάδα, 1.1966-7.1967» (κουτί 126, δέσμη 8) και «Μνημόνια προς τον πρόεδρο» (κουτί 15, δέσμες 3 & 4). Εγγραφα που μας επιτρέπουν να εξετάσουμε πώς ακριβώς αντιμετώπισαν την κατάλυση της («επιτηρούμενης», έστω) μετεμφυλιακής δημοκρατίας, όχι «οι Αμερικανοί» (γενικώς) ή κάποιοι διπλωμάτες (ειδικότερα), αλλά η ίδια η ηγεσία της υπερατλαντικής συμμάχου, προστάτιδας κι εγγυήτριας του εγχώριου αστικού καθεστώτος. Οπως διαπιστώνουμε απ’ αυτά τα ντοκουμέντα, αποκλειστική μέριμνα της αμερικανικής ηγεσίας ήταν, σε τελική ανάλυση, πώς θ’ αποφύγει ενδεχόμενη αντίσταση στο πραξικόπημα από κάποια νομιμόφρονα μερίδα του ελληνικού στρατού – τη μόνη, δηλαδή, πρακτική πιθανότητα αποτυχίας του πραξικοπήματος, με δεδομένο τον τότε συσχετισμό δυνάμεων.
Οι πρώτες ειδήσεις
Το πρώτο χρονικά έγγραφο αυτών των φακέλων, σχετικά με το πραξικόπημα στην Ελλάδα, είναι ένα μεταμεσονύκτιο σημείωμα του υπευθύνου του Κέντρου Επιχειρήσεων του Λευκού Οίκου προς τον Τζόνσον, με σύνοψη των πρώτων πληροφοριών από την πρεσβεία (Φ.126.8, φ.32):
«Κύριε Πρόεδρε
Ο πρέσβης Τάλμποτ, βάσει περιορισμένων πληροφοριών, αναφέρει από την Αθήνα πως η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να έχει ανατραπεί από στρατιωτικό πραξικόπημα νωρίς το πρωί της 21ης Απριλίου. Ο πρωθυπουργός συνελήφθη, καθώς και άλλοι πολιτικοί ηγέτες. Ο πρέσβης δεν έχει ακόμη καμιά πληροφορία για τους εμπνευστές του πραξικοπήματος, υποθέτει όμως ότι έγινε από ανώτατους στρατιωτικούς».
Ακολούθησε, λίγες ώρες αργότερα, μνημόνιο του συμβούλου εθνικής ασφαλείας του Τζόνσον, Ουόλτερ Ράστοου, με πληροφορίες για όσα γνώριζαν μέχρι τις 9 π.μ. (ώρα Ουάσινγκτον) οι επιτελείς της αμερικανικής κυβέρνησης (Φ.15.4, φ.18).
Μαζί με τον υπουργό Εξωτερικών Ντιν Ρασκ, ο Ράστοου ήταν ο πραγματικός επικεφαλής τής τότε αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, όπως διαπιστώνουμε από το γεγονός ότι, σε πάμπολλες περιπτώσεις, υπαγορεύει ουσιαστικά στον πρόεδρο τι θ’ αποφασίσει και τι θα πει στο Κογκρέσο. Ο ίδιος ο Τζόνσον δεν έδειχνε να πολυσυγκινούνταν, αντίθετα, απ’ όσα συνέβαιναν σε μακρινές χώρες όπως η δική μας. Το λεπτομερέστατο ημερολόγιο των ενεργειών κι επαφών του εκείνο το διήμερο, που συνέταξαν (όπως κάθε μέρα) οι γραμματείς του, καταγράφει αναλυτικά τον προβληματισμό του για τη χρηματοδότηση της μελλοντικής προεκλογικής εκστρατείας του, τις επαφές του με υπουργούς, πολιτικούς, δημοσιογράφους, λομπίστες και τον πρόεδρο των συνδικάτων για ζητήματα δημοσίων σχέσεων κι εσωτερικής πολιτικής (από εργατικά ζητήματα μέχρι τα πάρκα αναψυχής σε κτήματα του Δημοσίου), τις συναντήσεις και το γεύμα του με επισκέπτες δημοσιογράφους από το Τέξας, τη φωτογράφησή του στον «τριανταφυλλί κήπο» με τη μάνα, την κόρη και την πεθερά του Ράστοου, ακόμη και την ενασχόλησή του με δευτερεύοντα ζητήματα του δυτικού ημισφαιρίου, όπως η πρόσβαση της Δομινικανής Δημοκρατίας στις αγορές ζάχαρης· απουσιάζει, όμως, οποιαδήποτε ρητή αναφορά στις εξελίξεις στην Ελλάδα.
Κεντρικό νόημα της πρώτης εκείνης ενημέρωσης του συμβούλου εθνικής ασφαλείας είναι, αφ’ ενός μεν οι καθησυχαστικοί τόνοι για την απουσία αρνητικών επιπτώσεων του πραξικοπήματος στα συμφέροντα των ΗΠΑ, αφ’ ετέρου δε μια κάποια ανησυχία για τον αντίκτυπο της επίσημης στάσης της Ουάσινγκτον πάνω στη δημόσια εικόνα της κυβέρνησης:
«ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: Το ελληνικό πραξικόπημα ώς τις 9 π.μ.
Οι πληροφορίες είναι ακόμη αποσπασματικές. Ο πρέσβης Τάλμποτ έχει την άποψη ότι μια μικρή ομάδα του στρατού έδωσε το έναυσμα για το πραξικόπημα. Οι ειδικοί του Στέιτ Ντιπάρτμεντ υποψιάζονται όμως πως ο βασιλιάς ήταν από την αρχή μέσα στην ιστορία. Οπως κι αν ξεκίνησε, ο βασιλιάς, η ανώτατη στρατιωτική διοίκηση και οι πραξικοπηματίες σχεδιάζουν μαζί τα επόμενα βήματα. Οι κυριότερες πολιτικές φυσιογνωμίες έχουν συλληφθεί, συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού Κανελλόπουλου και του κατ’ εξοχήν εχθρού του βασιλιά, Ανδρέα Παπανδρέου. Επιβεβαίωσαν τη νομιμοφροσύνη τους προς το ΝΑΤΟ, συνεπώς ουδεμία αλλαγή στην εξωτερική πολιτική δεν φαίνεται να επαπειλείται.
Οι συνταγματικές προβλέψεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν ανασταλεί κι ο Τάλμποτ απαιτεί από τους στρατιωτικούς ηγέτες να μην εξοντώσουν τους πολιτικούς ηγέτες που έχουν τώρα υπό κράτηση. Το άμεσο ερώτημα είναι τι λέμε. Κάποια στιγμή σύντομα, νιώθω πως θα έπρεπε να εκφράσουμε τη λύπη μας -ήπια, έστω- για την αναστολή των δημοκρατικών διαδικασιών. Φοβάμαι, θα θεωρηθούμε από τους Ελληνοαμερικανούς και τον ελληνικό λαό ψαρωμένοι, αν αποφύγουμε ολοκληρωτικά κάθε κρίση. Η ελληνική δημοκρατία είναι κάτι που όλος ο κόσμος πονά κι έχουμε καταβάλει ισχυρή προσπάθεια μέσω του πρέσβη Τάλμποτ για να το αποσοβήσουμε. Ωστόσο, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ υποστηρίζει εύλογα ότι θα ’πρεπε ν’ αποφύγουμε προς το παρόν οποιοδήποτε ουσιαστικό σχόλιο σήμερα το πρωί, μην τυχόν κι ενθαρρύνουμε βία εναντίον της κυβέρνησης των πραξικοπηματιών. Θα είμαι σ’ επαφή με τον Τζορτζ Κρίστιαν [τον υπεύθυνο Τύπου του Λευκού Οίκου]».
Περίπου τρεις ώρες αργότερα, ο Τζόνσον είχε ημίωρη συνομιλία (10.27-11.01 π.μ.) με τον επικεφαλής του γραφείου των συμβούλων του για ζητήματα κατασκοπίας/πληροφοριών (και μελλοντικό υπουργό Αμυνας), Κλαρκ Κλίφορντ, που ζήτησε να τον δει «για ένα ζήτημα που λέει ότι δεν μπορεί να συζητηθεί στο τηλέφωνο». Φυσικά, το αντικείμενό της μπορεί να μην είχε την παραμικρή σχέση με την Ελλάδα.
Στους «Φακέλους Εθνικής Ασφαλείας» του Ράστοου φυλάσσεται επίσης μια έκθεση της Διεύθυνσης Κατασκοπίας της CIA για το πραξικόπημα, με όσες πληροφορίες διέθεταν τα κεντρικά στις 11.30 π.μ. και περιεχόμενο σαφώς ευνοϊκό για τους πραξικοπηματίες (Φ.126.8, φ.28-29):
«Η Αθήνα ήταν ήσυχη τις τελευταίες ώρες. Πρόσφατες αναφορές δείχνουν πως το πραξικόπημα οργανώθηκε από μια Ομάδα μεσαίων αξιωματικών του στρατού και της αεροπορίας, που αυτοαποκαλούνταν παλιότερα “Επαναστατικό Συμβούλιο”. Υποστηρίζουν ότι είχαν ασφαλείς πληροφορίες πως οι κομμουνιστές ετοιμάζονταν “να ξεκινήσουν ταραχές, απεργίες και γενική αναταραχή στην Αθήνα” το Σάββατο. Ο βασιλιάς και το μεγαλύτερο μέρος της ανώτατης στρατιωτικής ηγεσίας φαίνεται τώρα να υποστηρίζουν το πραξικόπημα. […] Το Επαναστατικό Συμβούλιο, που υπάρχει από το 1963 περίπου, απογοητεύθηκε προοδευτικά όλο και περισσότερο από την επιδεινούμενη πολιτική κατάσταση και την ανικανότητα των πολιτικών να λύσουν τα προβλήματα της Ελλάδας. […] Ο εκπρόσωπος της ομάδας, στρατηγός Παττακός, δήλωσε στον στρατιωτικό ακόλουθο των ΗΠΑ ότι το πραξικόπημα σχεδιάστηκε “για να διασφαλίσει την εσωτερική ησυχία, τη νομιμοφροσύνη προς τον βασιλιά, την αφοσίωση στο ΝΑΤΟ και τη Δύση, καθώς και για να ενώσει τον λαό” που είχαν διχάσει οι πολιτικοί».
Διακριτική προστασία
Η επόμενη ενημέρωση του προέδρου για τις ελληνικές εξελίξεις θα γίνει το απόγευμα της 21ης Απριλίου, με καινούργιο μνημόνιο του Ράστοου (Φ.15.4, φ.23). Από τη μια, επιβεβαιώνεται πλέον επίσημα ποιοι ακριβώς έχουν πάρει την εξουσία στην Αθήνα. Από την άλλη, παρά τη βολιδοσκόπηση του πρέσβη από τον βασιλιά για το ενδεχόμενο δυναμικής ανατροπής των πραξικοπηματιών, βασική μέριμνα της επίσημης Ουάσινγκτον είναι να προστατευθούν αυτοί οι τελευταίοι από ενδεχόμενο «στραβοπάτημα», που θα οδηγούσε σε αντεπίθεση νομιμοφρόνων στρατιωτικών κι αποτυχία του εγχειρήματός τους:
«ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: Το ελληνικό πραξικόπημα ώς τις 6.30 μ.μ.
Καθώς τα γεγονότα της ημέρας ξεκαθαρίζουν, φαίνεται όλο και περισσότερο ότι μια μικρή ομάδα μεσαίων και κατώτερων αξιωματικών έδωσε το έναυσμα για το πραξικόπημα και το επέβαλε στον βασιλιά και την ανώτατη ηγεσία. Πριν από ένα δίωρο, ο βασιλιάς είπε στον Τάλμποτ: «Απίστευτα ηλίθια ακροδεξιά καθίκια, έχοντας αποκτήσει τον έλεγχο των τανκς, έφεραν καταστροφή στην Ελλάδα». Νομίζαμε νωρίτερα πως ο βασιλιάς ήταν μέσα στο πραξικόπημα ευθύς εξαρχής, η συνομιλία του με τον Τάλμποτ φαίνεται όμως πως ανταποκρίνεται στα πράγματα.
Ρώτησε επίσης (α) αν υπάρχει κάποια πιθανότητα ν’ αποβιβάσουμε πεζοναύτες, έτσι και χρειαστεί να βοηθήσουμε αυτόν και τους στρατηγούς του να επανεπιβεβαιώσουν τον έλεγχό τους πάνω στις ένοπλες δυνάμεις· (β) αν μπορούμε ν’ απαιτήσουμε από τη νέα κυβέρνηση να υπακούει στις εντολές του· (γ) αν ελικόπτερα του Εκτου Στόλου μπορούν να εκκενώσουν την οικογένειά του, αν χρειαστεί.
Η γραμμή την οποία επεξεργάζεται τώρα το Στέιτ Ντιπάρτμεντ -ο υπουργός [Εξωτερικών Ντιν] Ρασκ θα επικεντρωθεί σ’ αυτή σύντομα- είναι να εξακολουθήσουμε να μη λέμε τίποτα δημόσια αλλά να ασκήσουμε ιδιωτικά την επιρροή μας για να βοηθήσουμε τον βασιλιά να βρεθεί επικεφαλής αυτής της κυβέρνησης. Θέλουμε όμως να ξέρει πως αυτό είναι δική του δουλειά και δεν πρόκειται να κουνήσουμε τους πεζοναύτες για να τον ξεμπλέξουμε. Δεν ξέρουμε ακόμη αρκετά για τη διάταξη των δυνάμεων, ώστε να πάρουμε θέση δημόσια· ένα στραβοπάτημα θα μπορούσε να ενθαρρύνει δυσαρεστημένους στρατιωτικούς ν’ αντεπιτεθούν, και η κατάσταση να βγει εκτός ελέγχου.
Εφόσον η κατάσταση είναι ακόμη λιγότερο ξεκάθαρη απ’ ό,τι αρχικά σκεφτόμασταν, νομίζω πως θα είναι καλύτερα ν’ αποφύγουμε αύριο κάθε δημόσιο σχόλιο, εκτός αν το πρωί η κατάσταση είναι ριζικά διαφορετική».
Η προστατευτική αυτή στάση της αμερικανικής κυβέρνησης επιβεβαιώνεται πλήρως από την τρίτη κατά σειρά γραπτή ενημέρωση του προέδρου από τον Ράστοου, την επομένη του πραξικοπήματος (Φ.15.3, φ.209-210). Η στρατηγική τής πάση θυσία αποσόβησης μιας δυναμικής αντιμετώπισης των πραξικοπηματιών από τους (όποιους) «νομιμόφρονες» και της πίεσης στον βασιλιά να τα βρει με τους συνταγματάρχες επιβεβαιώνεται πλήρως. Το ίδιο και η μέριμνα διαχείρισης των εσωτερικών, κυρίως, αντιδράσεων, που αποδίδονται σε ριζοσπάστες «φίλους του Αντρέα»:
«ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: Η θέση μας για το ελληνικό πραξικόπημα.
Μέχρι στιγμής έχουμε αποφύγει να σχολιάσουμε. Χθες, αυτό είχε νόημα γιατί η κατάσταση ήταν τόσο ασαφής, ώστε φοβόμασταν μήπως ενθαρρύνουμε νομιμόφρονες στρατιωτικές μερίδες ν’ αποσχιστούν από την ομάδα των πραξικοπηματιών κι αρχίσουν έναν μικρό εμφύλιο πόλεμο. Σήμερα το πρωί, ο [πρέσβης] Φιλ Τάλμποτ κι ο [υφυπουργός Εξωτερικών] Λιουκ Μπατλ ήταν έτοιμοι να δηλώσουν ήπια, αν ρωτηθούν, πως οι ΗΠΑ θλίβονται για κάθε αλλαγή κυβέρνησης διά της βίας για λόγους αρχής. Ο υπουργός [Εξωτερικών] Ρασκ τούς επιβλήθηκε και διέταξε την εξακολούθηση της σιωπής.
Το βασικό ζήτημα είναι η εικόνα της στάσης της [αμερικανικής] κυβέρνησης στις κοινότητες διανοουμένων και φιλελευθέρων στις ΗΠΑ. Το πρόβλημα οξύνεται από το γεγονός πως ο πιο αμφιλεγόμενος πολιτικός κρατούμενος στην Αθήνα είναι ο Ανδρέας Παπανδρέου, που έχει ένα σωρό φίλους στην εδώ ακαδημαϊκή κοινότητα. Ολη μέρα οι προσωπικοί του φίλοι τηλεφωνούσαν σε υψηλόβαθμα στελέχη του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ρωτώντας για την ασφάλειά του. Ο Τάλμποτ απέσπασε από τον ανώτερο στρατιωτικό της καινούργιας κυβέρνησης την υπόσχεση ότι πολιτικοί κρατούμενοι δεν θα πειραχτούν, φαίνεται όμως ανδρείκελο και ως εκ τούτου αυτό δεν διασφαλίζει απέναντι σε ατυχήματα.
Το επιχείρημα υπέρ μιας ήπιας δήλωσης λύπης είναι πως, αν παραμείνουμε σιωπηροί, θα καταλήξουμε να φαινόμαστε σαν να υποστηρίζουμε την αντισυνταγματική αλλαγή εξουσίας. Οπως κι αν εξελιχθεί η καινούργια κυβέρνηση, αυτό δεν θα κρύβει το γεγονός πως η ομάδα των πραξικοπηματιών πήρε την εξουσία με μια σειρά απατηλές και βίαιες -αν και όχι αιματηρές- ενέργειες. Δεν μπορούμε προς το παρόν να κάνουμε τίποτα για να σώσουμε τον Ανδρέα, η σιωπή μας όμως μας αφήνει έκθετους στην κατηγορία πως είμαστε πίσω από το πραξικόπημα.
Το επιχείρημα υπέρ του να παραμείνουμε σιωπηλοί είναι πως οι νέοι ηγέτες προσπαθούν ακόμη να δώσουν σάρκα στην κυβέρνησή τους και να διευρύνουν τη σύνθεσή της όσο το δυνατόν περισσότερο. Με την κατάσταση ακόμη ρευστή, δεν θα έπρεπε να κάνουμε τίποτα δημόσια για ν’ ανατρέψουμε την ισορροπία, μολονότι εργαζόμαστε κατ’ ιδίαν για ν’ αποκαταστήσουμε την επιρροή του βασιλιά.
Ο υπουργός [Εξωτερικών] Ρασκ πιστεύει μέχρι στιγμής ότι πρέπει να μείνουμε σιωπηλοί. Επισημαίνει πως οι πιέσεις για έκφραση γνώμης προέρχονται από μια μικρή ομάδα - τους προσωπικούς φίλους του Ανδρέα. Εχει δίκιο. Δεν θα συνιστούσα να κάνουμε τίποτα χωρίς να μιλήσετε με τον υπουργό. Ηθελα ωστόσο να ξέρετε πως υπάρχει αυτό το ζήτημα, στην περίπτωση που θα θέλατε να το συζητήσετε μαζί του».
Οι ευθύνες των άλλων
Την ίδια μέρα, ο Ράστοου συντάσσει κι έναν πρώτο απολογισμό του πραξικοπήματος. Και το μνημόνιό του αυτό απευθύνεται στον Τζόνσον, δεν περιλαμβάνεται όμως στον οικείο φάκελο του προέδρου αλλά στο αρχείο του συμβούλου εθνικής ασφαλείας (Φ.125.8, φ.22-23) - συνεπώς, αγνοούμε αν ο τύποις παραλήπτης του το διάβασε καν. Το έγγραφο παραμένει λογοκριμένο σε ορισμένα κρίσιμα σημεία, που αφορούν τη στάση των ΗΠΑ καθ’ οδόν προς το πραξικόπημα· το κεντρικό νόημα είναι, πάντως, ότι μοναδική εναλλακτική λύση θα ήταν μια δυναμική επέμβαση των ΗΠΑ για να διασφαλιστεί εκ των προτέρων μια νίκη της ΕΡΕ (αδύνατη, έτσι κι αλλιώς, δίχως χοντροκομμένη βία και νοθεία).
Παρά την προσχηματική έκφραση «λύπης» για την ανατροπή της δημοκρατίας και την (εκ των υστέρων) απόφανση πως «οι προγραμματισθείσες εκλογές του Μαΐου μπορεί να είχαν παράσχει ειρηνική έξοδο» από την πολιτική κρίση της προηγούμενης διετίας, η κεντρική ιδέα έγκειται κι εδώ στην ανάγκη συνεργασίας του βασιλιά με τη χούντα, για μια (βολική) αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών «εν καιρώ». Πλήρης ταύτιση, δηλαδή, επί της ουσίας με το θεώρημα του προσωρινού «γύψου», που ο δικτάτορας Παπαδόπουλος θα λανσάριζε δημόσια τις επόμενες μέρες, κατά την πρώτη του συνέντευξη Τύπου (25.4.1967):
«ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: Το ελληνικό πραξικόπημα: σκέψεις της επόμενης μέρας
Πού βρισκόμαστε. Η Αθήνα είναι ήσυχη και οι δραστηριότητες των πολιτών επιστρέφουν σήμερα στην κανονικότητα. […] Δεν υπάρχει επίσης συγκεκριμένη αντίδραση των αριστερών. […]
Ο ρόλος του βασιλιά. Είναι τώρα σαφές ότι μια μικρή ομάδα εντός του στρατού -όχι ο βασιλιάς- πυροδότησε το πραξικόπημα. Το σημερινό κύριο άρθρο των «Νιου Γιορκ Τάιμς» έχει όμως δίκιο να του αποδίδει μέρος της ευθύνης. Γνωρίζουμε ότι μελετούσε εξωκοινοβουλευτική κίνηση για ν’ αποτρέψει μια εκλογική νίκη του Παπανδρέου επειδή φοβόταν πως οι Παπανδρέου θα επιχειρούσαν να καταργήσουν τη μοναρχία. Μπορεί ακόμη και να διέταξε σχέδια έκτακτης ανάγκης εντός του στρατού. Δεν φαίνεται όμως να έχει δώσει την εντολή εκκίνησης και τώρα είναι αιχμάλωτος των ίδιων του των σχεδίων.
Γιατί τώρα; Οι πραξικοπηματίες αξιωματικοί ισχυρίζονται πως οι κομμουνιστές ήταν έτοιμοι να κάνουν ταραχές σε όλη τη χώρα, αυτό όμως ακούγεται σαν φτηνή δικαιολογία. Ο Τάλμποτ πιστεύει πως δεξιά στοιχεία του στρατού φοβόντουσαν ότι το συντηρητικό κόμμα δεν μπορούσε να κερδίσει τις εκλογές κι ότι μια νίκη της Κεντροαριστεράς θα απειλούσε τον έλεγχο του στρατού από τους συντηρητικούς. […]
Θα μπορούσαμε να το είχαμε αποτρέψει; Η μοναδική μας δυνατότητα θα ήταν ίσως να έχουμε εξασφαλίσει επαρκή αποτελεσματική βοήθεια προς το συντηρητικό κόμμα για να κερδίσει τις εκλογές. [μισή σειρά λογοκριμένη] ο υπουργός [Εξωτερικών] Ρασκ (σωστά, νομίζω) [1 ½ σειρά λογοκριμένη] αμφέβαλλε αν θα έπρεπε να αντιταχθούμε στο ισχυρό ρεύμα υπέρ της φιλελευθεροποίησης και της μεταρρύθμισης· [3/4 της σειράς λογοκριμένα]. Ο πρέσβης Τάλμποτ αναμετρήθηκε έντονα με τον βασιλιά εναντίον μιας αντισυνταγματικής λύσης, αλλά φυσικά δεν ήταν ο βασιλιάς που έκανε το πραξικόπημα. Θα έπρεπε να έχουμε καταστήσει σαφές στον στρατό ότι θα κόβαμε τη στρατιωτική βοήθεια, αυτό όμως θα ήταν άκρως υπερβολικό για έναν σύμμαχο στο ΝΑΤΟ.
Τι θα γίνει από δω και πέρα; Οι βασικές επιλογές του βασιλιά -εκτός του να εγκαταλείψει τη χώρα- είναι ανάμεσα στην καταγγελία του πραξικοπήματος και την προσπάθεια να το καθοδηγήσει. Αυτό είναι το διακύβευμα του αν θα υπογράψει ή όχι το διάταγμα επιβολής του στρατιωτικού νόμου. Δεν προσπαθήσαμε να τον επηρεάσουμε. Δεν βλέπουμε ακόμη την παραμικρή ένδειξη πως έχει αρκετή υποστήριξη για να παραμερίσει τώρα τους πραξικοπηματίες κι ελπίζουμε ότι θα καταφέρει ν’ αποφύγει μιαν αναμέτρηση επ’ αυτού. Η καλύτερη μακροχρόνια ελπίδα είναι ότι θ’ αποκτήσει ξανά τον έλεγχο της κατάστασης και θα επαναφέρει εν καιρώ την Ελλάδα σε δημοκρατική διακυβέρνηση. Μέχρι να δούμε τους λόγους για κάποιο άλλο τρόπο ενέργειας, θα τον ενθαρρύνουμε να πάρει και να συνεχίσει αυτόν τον δρόμο».
Από τα παραπάνω έγγραφα, στο βιβλίο του Παπαχελά παρατίθενται αποσπάσματα από το πρώτο μνημόνιο (σ.318-9) και περιγράφεται σχηματικά το τρίτο (σ.332), αγνοούνται δε πλήρως τα υπόλοιπα. Αποσιωπάται έτσι τελικά ο φόβος του Ράστοου (ουσιαστικά: της αμερικανικής κυβέρνησης), μήπως το πραξικόπημα καταρρεύσει λόγω δυναμικής αντίστασης μιας μερίδας νομιμοφρόνων στρατιωτικών. Απείρως χειρότερα είναι τα πράγματα με μια πρόσφατη αγγλόγλωσση μονογραφία για τις σχέσεις των ΗΠΑ με τη χούντα (Neovi M. Karakatsanis – Jonathan Swarts, «American Foreign Policy Toward the Colonels’ Greece. Uncertain Allies and the 1967 Coup d’Etat», Ν. Υόρκη 2018). Από τα μνημόνια του συμβούλου εθνικής ασφαλείας προς τον Αμερικανό πρόεδρο, παρατίθενται μονάχα κάποιες ακίνδυνες φράσεις του πρώτου (για τις αρχικές εκτιμήσεις του Τάσκα), κι αυτές αγρίως πετσοκομμένες (σ.43).
Το Πολυτεχνείο των άκρων
Σε αντίθεση με το πραξικόπημα του 1967, το μεγαλύτερο μέρος της διπλωματικής αλληλογραφίας της σχετικής με την εξέγερση του Πολυτεχνείου και την καταστολή της παραμένει απόρρητη ή «αγνοείται» η τύχη της. Μεταξύ των σπάνιων εξαιρέσεων συγκαταλέγεται ωστόσο ένα εξαιρετικά εύγλωττο κείμενο «γραμμής» (1973_STATE_227666), που ο υπουργός Εξωτερικών, Χένρι Κίσινγκερ, έστειλε το πρωί της 17ης Νοεμβρίου 1973 (ώρα Ουάσινγκτον) στις πρεσβείες της Χάγης και της Αθήνας:
«Αντικείμενο: Ενημέρωση του Ολλανδού επιτετραμμένου για την κατάσταση στην Ελλάδα.
Κατά τη διάρκεια τηλεφωνήματος του Ολλανδού επιτετραμμένου Βαν Ααρσεν στον [αναπληρωτή βοηθό Υπ.Εξ. Ρότζερ] Ντέιβις για ένα άλλο αντικείμενο, ο επιτετραμμένος ζήτησε την πιο πρόσφατη αμερικανική ανάγνωση της κατάστασης στην Ελλάδα. Ο Ντέιβις είπε ότι, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκθέσεις, οι φασαρίες φαίνεται πως υπήρξαν αποτέλεσμα προσπαθειών της άκρας Αριστεράς να πολώσει την ελληνική πολιτική και να σμπαραλιάσει ως εκ τούτου τη διαδικασία ομαλοποίησης, φέρνοντας την ελληνική κυβέρνηση κάτω από τα πυρά τόσο της Ακροδεξιάς όσο και της Ακροαριστεράς. Μολονότι ο Μαρκεζίνης ματαίωσε τη σχεδιαζόμενη συνέντευξη Τύπου, κατά τη διάρκεια της οποίας σχεδίαζε να συζητήσει την εκλογική διαδικασία, ο Παπαδόπουλος επανεπιβεβαίωσε την πρόθεσή του να συνεχίσει τη διαδικασία πολιτικής ομαλοποίησης. Ο Ντέιβις πρόσθεσε πως η ελληνική κυβέρνηση επέδειξε την ανώτατη δυνατή αυτοσυγκράτηση. Φαίνεται, ωστόσο, πως υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία εξωτερικής ανάμιξης στις φοιτητικές διαδηλώσεις, συμπεριλαμβανομένων των αιτημάτων για ανατροπή της κυβέρνησης».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας