Αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε στην Ιταλία ένα βιβλίο του Ουμπέρτο Εκο (1932-2016) με τίτλο «Migrazioni e intolleranza» (La Nave di Teseo, 2019). Η έκδοση αυτή συγκεντρώνει τέσσερα δοκίμια του Εκο με κοινή θεματική την πάλη εναντίον του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας.
Σύμφωνα με τον Ιταλό στοχαστή, «ο ρατσισμός, που είναι η παθολογική μορφή μιας φυσικής αντίδρασης απέναντι στη διαφορετικότητα, γεννιέται από την εγγύτητα, μπροστά σε κάποιον που είναι σχεδόν όμοιος με μας, εκτός από κάποια λεπτομέρεια».
Η άγρια μισαλλοδοξία, σημειώνει ο Εκο, «καταπολεμιέται στις ρίζες της με συνεχή εκπαίδευση που αρχίζει από την πιο τρυφερή παιδική ηλικία, προτού καταγραφεί σε ένα βιβλίο». Ενα από τα κείμενα που περιλαμβάνει το βιβλίο του Εκο είναι και αυτό που ακολουθεί. Πρόκειται για απόσπασμα ομιλίας που εκφώνησε ο Ουμπέρτο Εκο στο Πανεπιστήμιο της ολλανδικής πόλης Ναϊμέχεν, το 2012.
Το 1678 και το 1679, το Ναϊμέχεν φιλοξένησε αντιπροσώπους από δεκάδες ευρωπαϊκές χώρες και πόλεις-κράτη για να θέσουν τέρμα σε μια σειρά πολέμων που είχαν καταστρέψει την ήπειρό μας. Η Συνθήκη ειρήνης του Ναϊμέχεν τερμάτισε διάφορους πολέμους που συνδέονταν μεταξύ τους και διεξάγονταν ανάμεσα σε Γαλλία, Ολλανδία, Ισπανία, Βρανδεμβούργο, Σουηδία, Δανία, την επισκοπεία του Μίνστερ και την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Θα περάσουν περισσότερα από διακόσια πενήντα χρόνια από αυτή τη Συνθήκη μέχρι το 1945, αλλά μπορούμε να πούμε ότι η ουτοπία που γεννήθηκε στο Ναϊμέχεν υλοποιήθηκε μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.
Είναι ένας λόγος διαρκούς ικανοποίησης για τα πρόσωπα της γενιάς μου το να συνειδητοποιούν (ενώ για τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας πρόκειται για αποδοχή μιας προφανούς ιδέας) ότι σήμερα είναι αδιανόητο (αν όχι γελοίο) να σκεφτούμε την πιθανότητα ενός πολέμου μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, Ιταλίας και Μεγάλης Βρετανίας, Ισπανίας και Κάτω Χωρών. Ενα νεαρό πρόσωπο –αν δεν είναι φοιτητής ή φοιτήτρια ιστορίας– δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι ένας τέτοιος τύπος συγκρούσεων ήταν ο κανόνας στα τελευταία δύο χιλιάδες χρόνια. Από το 1945 κι έπειτα, κάθε Ευρωπαίος, σχεδόν χωρίς να το αντιληφθεί, άρχισε να αισθάνεται ότι ανήκει όχι μόνο στην ίδια ήπειρο αλλά και στην ίδια κοινότητα, παρά τις πολλές αναπόφευκτες γλωσσικές και πολιτισμικές διαφορές. Εγώ δεν είμαι αφελής ιδεαλιστής και γνωρίζω πολύ καλά ότι, ακόμα και αν οι Ευρωπαίοι δεν πυροβολούν πλέον οι μεν εναντίον των δε, υπάρχουν ωστόσο πολλές μορφές ανταγωνισμού, όχι λιγότερο βίαιου, που συχνά διαιρούν τις χώρες μας. Ισως η αίσθηση μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας δεν έχει την ίδια μορφή και την ίδια ενάργεια για όλους τους πολίτες των διάφορων εθνών, αλλά τουλάχιστον μεταξύ των πιο υπεύθυνων πολιτών και ιδιαίτερα μεταξύ των πιο μορφωμένων νέων διαδίδεται όλο και περισσότερο.
Αναρίθμητοι είναι οι λόγοι για τους οποίους ένας Γάλλος μπορεί να σκέφτεται με τρόπο διαφορετικό από έναν Γερμανό, αλλά και οι δυο τους έχουν διαπλαστεί από μια σειρά κοινών εμπειριών, από τον πλούτο που έχει κατακτηθεί μέσα από τις αντιπαραθέσεις για την εργασία μάλλον, παρά από μιαν ατομικιστική ηθική της επιτυχίας, από την παλιά υπεροψία κι έπειτα την αποτυχία της αποικιοκρατίας, για να μη μιλήσουμε για την εμπειρία τρομερών δικτατοριών. Εχουμε εμβολιαστεί από την εμπειρία πολλών πολέμων στα εδάφη μας. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι, αν δυο αεροπλάνα είχαν συντριβεί πέφτοντας πάνω στην Παναγία των Παρισίων ή πάνω στο Μπιγκ Μπεν, θα είχαμε σίγουρα αναστατωθεί, αλλά χωρίς το αίσθημα της ανεξήγητης κατάπληξης, της απελπισμένης δυσπιστίας και του καταθλιπτικού συνδρόμου που έπληξε τους Αμερικανούς, επειδή δέχτηκαν επίθεση από έναν εχθρό στο δικό τους έδαφος για πρώτη φορά στην ιστορία τους.
Οι δικές μας τραγωδίες μάς έχουν κάνει σοφούς και σκληρούς, περισσότερο προετοιμασμένους για να αντιμετωπίσουμε τον τρόμο. Επιδιώκουμε την ειρήνη επειδή έχουμε γνωρίσει πάρα πολλούς πολέμους. Οφείλουμε όμως να είμαστε ρεαλιστές και να αναγνωρίσουμε ότι, παρ’ όλα αυτά, η Ευρώπη ζει ακόμα πολέμους, μίσος και μισαλλοδοξία στο εσωτερικό των συνόρων της. Είμαστε ακόμα, μέσα στα σύνορά μας, εμπλεκόμενοι σε μια μορφή πολέμου (ορισμένες φορές αθέατου) με πρόσωπα που ζουν στην Ευρώπη, αλλά που εμείς (ή τουλάχιστον πολλοί από τους ομοεθνείς μας) θεωρούμε μη Ευρωπαίους (ή, όπως συνηθίζουν να λένε σε ορισμένες χώρες, εξωκοινοτικούς). Το πρόβλημα που ενδιαφέρει σήμερα μιαν ειρηνευμένη Ευρώπη, η οποία μπορεί να υμνεί αισιόδοξα τον θρίαμβο του πνεύματος της Συνθήκης του Ναϊμέχεν, είναι να μπορέσουμε να υπογράψουμε μια νέα δυνητική συνθήκη εναντίον της μισαλλοδοξίας. Η πάλη εναντίον της δικής μας μισαλλοδοξίας δεν αφορά μόνον τους λεγόμενους «εξωκοινοτικούς». Είναι μια μορφή αυταπάτης το να θεωρούμε τις νέες περιπτώσεις αντισημιτισμού σαν μια περιθωριακή ασθένεια, που αφορά μόνον ένα τρελαμένο μικρό τμήμα της κοινωνίας. Οφείλουμε να κηρύξουμε πόλεμο στον ρατσισμό. Αν δεν μπορέσουμε να νικήσουμε αυτόν τον αιώνιο αντίπαλο, θα βρισκόμαστε πάντοτε σε πόλεμο, ακόμα και αν έχουμε βάλει τα όπλα μας στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Ωστόσο, η πάλη εναντίον της μισαλλοδοξίας έχει τα όριά της. Το να παλεύουμε εναντίον της μισαλλοδοξίας μας δεν σημαίνει ότι οφείλουμε να αποδεχόμαστε κάθε κοσμοαντίληψη και να αναγορεύουμε τον ηθικό σχετικισμό σε νέα ευρωπαϊκή θρησκεία. Ενόσω εκπαιδεύουμε τους πολίτες μας, και ιδιαίτερα τα παιδιά μας, σε μιαν ανοιχτή ανεκτικότητα, οφείλουμε ταυτόχρονα να αναγνωρίζουμε ότι υπάρχουν συνήθειες, ιδέες, συμπεριφορές που είναι και πρέπει να παραμείνουν απαράδεκτες για μας. Υπάρχουν αξίες, χαρακτηριστικές της ευρωπαϊκής κοσμοαντίληψης, οι οποίες αντιπροσωπεύουν μια κληρονομιά που δεν μπορούμε να απαρνηθούμε.
Το να αποφασίζουμε και να αναγνωρίζουμε αυτό που, ακόμα και σε μιαν ανεκτική κοσμοαντίληψη, παραμένει απαράδεκτο για μας είναι το είδος του συνόρου που οι Ευρωπαίοι καλούνται να χαράσσουν καθημερινά, με αίσθημα αμεροληψίας και με τη συνεχή άσκηση εκείνης της αρετής που, από τον Αριστοτέλη κι έπειτα, οι φιλόσοφοι αποκαλούν σύνεση. Από φιλοσοφική σκοπιά, σύνεση δεν σημαίνει απροθυμία για διακινδύνευση και δεν ταυτίζεται με την ανανδρία. Με την κλασική έννοια της φρόνησης, η σύνεση είναι ικανότητα διακυβέρνησης και αυτοπειθάρχησης μέσω της χρήσης του λόγου και ως τέτοια θεωρήθηκε μια από τις τέσσερις θεμελιώδεις αρετές και συνδέεται συχνά με τη σοφία και την ενόραση, με την ικανότητα να διακρίνουμε τις ενάρετες από τις φαύλες πράξεις, όχι μόνο με τη γενική τους έννοια, αλλά σε συνάρτηση με τις κατάλληλες δράσεις σε ένα δεδομένο χώρο και χρόνο.
Πρέπει να καταστεί εφικτό, στη διάρκεια του κοινού μας πολέμου εναντίον της μισαλλοδοξίας, να είμαστε πάντα σε θέση να διακρίνουμε τι είναι ανεκτό και τι είναι απαράδεκτο. Πρέπει να καταστεί εφικτό να αποφασίζουμε πώς θα αποδεχθούμε μια νέα πολλαπλότητα αξιών και συνηθειών, χωρίς να απαρνηθούμε τα καλύτερα στοιχεία της ευρωπαϊκής μας κληρονομιάς. Δεν είμαι εδώ σήμερα για να προτείνω λύσεις στο θεμελιώδες πρόβλημα μιας νέας ευρωπαϊκής ειρήνης, αλλά για να υποστηρίξω ότι μόνον αντιμετωπίζοντας την πρόκληση αυτού του πανταχού παρόντος πολέμου θα έχουμε αληθινά ένα ειρηνικό μέλλον. Οφείλουμε να υπογράψουμε σήμερα μια νέα Συνθήκη του Ναϊμέχεν.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας