Δύσκολες προοπτικές για τις παγκόσμιες αγορές χρέους βλέπει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, καθώς τόσο το χρέος -δημόσιο και εταιρικό- όσο και το κόστος εξυπηρέτησής του έχουν αυξηθεί σημαντικά, καθιστώντας ακριβότερη την αναχρηματοδότηση και περιορίζοντας τις δυνατότητες μελλοντικού δανεισμού σε μια εποχή που οι επενδυτικές ανάγκες εκτοξεύονται.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΟΟΣΑ για το παγκόσμιο χρέος που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα, κυβερνήσεις και επιχειρήσεις δανείστηκαν παγκοσμίως από τις αγορές το 2024 πάνω 25 τρισ. δολάρια, σχεδόν τα τριπλάσια σε σχέση με το 2007. Εξ αυτών οι κυβερνήσεις των 38 χωρών-μελών του ΟΟΣΑ δανείστηκαν τα 15,7 τρισ. δολάρια, περίπου 3 δισ. δολάρια περισσότερα απ’ ό,τι το 2023 κάτι που συνετέλεσε στη διαμόρφωση του συνολικού χρέους τους πέρσι στα 55 τρισ. δολάρια. Με την προσθήκη των αναδυομένων αγορών και των αναπτυσσόμενων οικονομιών το συνολικό δημόσιο χρέος της υφηλίου άγγιξε το 2024 τα 65,2 τρισ. δολάρια. Μαζί με το εταιρικό χρέος, που ανήλθε στα 35 τρισ. δολάρια, εκτόξευσε το συνολικό παγκόσμιο χρέος πάνω από τα 100 τρισ. δολάρια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι πέντε μεγαλύτεροι εκδότες χρέους (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Γαλλία, Ιταλία και Βρετανία) της υφηλίου ήταν υπεύθυνες το 2024 για πάνω από το 85% του ακαθάριστου δανεισμού στις χώρες του ΟΟΣΑ, ενώ μόνες τους οι ΗΠΑ για πάνω από τα δύο τρίτα.
Ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι τα επίπεδα χρέους θα αυξηθούν περαιτέρω φέτος με τον μέσο λόγο χρέους προς ΑΕΠ στις χώρες του ΟΟΣΑ να φτάνει το 85% το 2025 (59 τρισ. δολάρια), πάνω από 10 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα σε σχέση με το 2019 και σχεδόν σε διπλάσιο επίπεδο από το 2007.
Η εξυπηρέτηση αυτού του ήδη τεράστιου χρέους εγκυμονεί ωστοσο σημαντικές προκλήσεις, καθώς μεγάλο μέρος του θα χρειαστεί πιθανότατα να αναχρηματοδοτηθεί με υψηλότερα επιτόκια. Η έκθεση υπογραμμίζει ότι το συνολικό κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους στις αναπτυγμένες οικονομίες χτύπησε πέρσι το υψηλότερο επίπεδο από το 2007, ξεπερνώντας το ποσό που δαπανήθηκε για άμυνα. Οι πληρωμές τόκων του Δημοσίου ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτοξεύτηκαν στο 3,3% από 3% το 2023 και 2,1% το 2021.
Η άνοδος αυτή βρίσκει τις περισσότερες κυβερνήσεις υπό την πίεση αύξησης των δαπανών τους για την κάλυψη του κόστους της πράσινης μετάβασης, των υψηλότερων αμυντικών αναγκών και της γήρανσης του πληθυσμού.
Oι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν αυξανόμενο κόστος για την κάλυψη των πληρωμών τόκων, παρ’ όλο που πολλές κεντρικές τράπεζες έχουν μειώσει τα βασικά τους επιτόκια. Με δεδομένες τις αυξανόμενες γεωπολιτικές εντάσεις και τις εμπορικές αβεβαιότητες είναι αρκετά πιθανό οι αγοραστές των κρατικών ομολόγων να απαιτήσουν στο άμεσο μέλλον υψηλότερες αποδόσεις. Και αν για τις πλούσιες χώρες η εξεύρεση αγοραστών των ομολόγων τους σε προσιτά επιτόκια θεωρείται απίθανο να συναντήσει δυσκολίες, για τις φτωχότερες χώρες ή ορισμένες επιχειρήσεις αυτό ενδέχεται να μην ισχύει. Υπάρχουν ανησυχίες ότι ένα μεγάλο μέρος του δανεισμού που σχετίζεται με την πανδημία θα χρειαστεί εκ των πραγμάτων να αναχρηματοδοτηθεί με υψηλότερα επιτόκια τα επόμενα δύο χρόνια. Σχεδόν το ήμισυ του δημόσιου χρέους των χωρών του ΟΟΣΑ και των αναδυόμενων αγορών και περίπου το ένα τρίτο του εταιρικού χρέους λήγει ώς το 2027. Οι χώρες χαμηλού εισοδήματος και υψηλού κινδύνου αντιμετωπίζουν τους μεγαλύτερους κινδύνους αναχρηματοδότησης, καθώς πάνω από το ήμισυ του χρέους τους λήγει τα επόμενα τρία χρόνια και πάνω από το 20% αυτού φέτος.
Παραγωγικότητα
Ο οργανισμός θεωρεί ότι καθώς το χρέος γίνεται πιο δαπανηρό, οι κυβερνήσεις και οι εταιρείες θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι ο δανεισμός τους υποστηρίζει τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και την παραγωγικότητα. «Αν το κάνουν με αυτόν τον τρόπο, δεν ανησυχούμε… Αν δεν το κάνουν με αυτόν τον τρόπο, αν προσθέσουν επιπλέον ακριβό χρέος χωρίς να αυξήσουν την παραγωγική ικανότητα της οικονομίας, τότε θα δούμε πιο δύσκολες στιγμές» προειδοποιεί ο επικεφαλής κεφαλαιαγορών και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων του ΟΟΣΑ, Σερντάρ Τσέλικ. Η έκθεση παρατηρεί πάντως ότι οι εταιρείες έχουν χρησιμοποιήσει από το 2008 τον υψηλότερο δανεισμό για χρηματοοικονομικούς σκοπούς, όπως αναχρηματοδοτήσεις ή πληρωμές μετόχων, ενώ αντίθετα έχουν μειώσει τις παραγωγικές επενδύσεις τους.
Ιδιαίτερη αναφορά υπάρχει και για τις αναδυόμενες αγορές οι οποίες εξαρτώνται από το δανεισμό σε ξένο νόμισμα και θα πρέπει να αναπτύξουν τις τοπικές κεφαλαιαγορές. Η έκθεση διαπίστωσε ότι το κόστος δανεισμού μέσω ομολόγων εκφρασμένων σε δολάρια είχε αυξηθεί από περίπου 4% το 2020 σε περισσότερο από 6% το 2024 και σε περισσότερο από 8% για τις πιο επικίνδυνες χώρες με οικονομίες που έχουν αξιολόγηση junk.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας