Ποιος θα το περίμενε; Ο μετρ του τρόμου, της φρίκης και της μετα-Aποκαλυπτικής φαντασίας, ο συγγραφέας των 350 εκατομμυρίων πωλήσεων, ο πολυβραβευμένος Στίβεν Κινγκ, έγραψε πέρσι στα 68 του το απόλυτο βιβλιοφιλικό θρίλερ.
Είναι το «Ο,τι βρεις, δικό σου» (εκδ. BELL σε ωραία μετάφραση του Σταύρου Νικολάου) που διαβάζεται απνευστί και θα κάνει τους επιτηδευμένους κουλτουριάρηδες να χλομιάσουν.
Διότι καταφέρνει να εισαγάγει την πιο απαιτητική λογοτεχνία στο πλατύ κοινό, με τον πιο σεβαστικό τρόπο.
Ο Κινγκ δεν γράφει μια ιστορία μυστηρίου σε βιβλιοφιλικό ντεκόρ, όπως ο δημοφιλέστατος στο είδος αυτό Ισπανός, Κάρλος Ρουίθ Θαφόν.
Ο Κινγκ μετασχηματίζει σε θρίλερ τη σχέση της τέχνης με τη ζωή, τη σχέση του δημιουργού με το δημιούργημά του, τη σχέση του αναγνώστη με τα μυθιστορηματικά πρότυπα, τη σχέση οικονομικής και συμβολικής αξίας της λογοτεχνίας.
Αποδομεί τη συζήτηση για τα μυθιστορήματα που κατηγορούνται ότι καλλιεργούν επικίνδυνες ιδέες στους νέους.
Εξερευνά τους λογοτεχνικούς χαρακτήρες που παρηγορούν, εμπνέουν, επηρεάζουν και στηρίζουν τον αναγνώστη για να σταθεί στα πόδια του.
Επιμένει στην κοινωνική ευθύνη των συγγραφέων, και τονίζει ότι το έργο τους «δεν είναι αποκλειστική ιδιοκτησία κανενός» και πρέπει να μπορεί «να διαβαστεί από όλους».
Στοχάζεται τους όρους με τους οποίους ένας δημοφιλής συγγραφέας αποσύρεται από τη δημοσιότητα και σιωπά.
Διαφωνεί με όσους θεωρούν ύψιστο επίτευγμα ενός λογοτεχνικού έργου το ότι σου αλλάζει τη ζωή.
Και υποστηρίζει πως ζητούμενο και χαρακτηριστικό γνώρισμα της μεγάλης λογοτεχνίας είναι το ότι αλλάζει όχι τη ζωή μας αλλά τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τα πράγματα.
Το «Ο,τι βρεις, δικό σου» ανοίγει σαν βιβλιοφιλικό pulp, εξελίσσεται σαν υπαρξιακό θρίλερ και κλείνει σαν κοινωνικό αστυνομικό μυθιστόρημα ακολουθώντας τον ιλιγγιώδη ρυθμό μιας κινηματογραφικής ταινίας σπλάτερ που θέτει ηθικά ζητήματα.Η δράση μοιράζεται σε τρεις αφηγηματικούς χρόνους, το 1978, το 2009-2010 και το 2014, με φόντο δύο κομβικές περιόδους κοινωνικής κρίσης στις ΗΠΑ: την μετα-Κένεντι εποχή του πολέμου στο Βιετνάμ και την εποχή της κατάρρευσης της αμερικανικής οικονομίας.
Το διακύβευμα για τον Κινγκ δεν είναι όμως το χρήμα και η εξουσία, ούτε η διάδοση μιας ιδεολογίας ή η υπεράσπιση μιας ταυτότητας, ούτε η ελευθερία, η ισότητα ή η δικαιοσύνη, αλλά η ανήσυχη τέχνη που θέτει ερωτήματα για όλα αυτά.
Οπως το άγνωστο και αναπάντεχο έργο του Τζον Ρόθστιν, του (φανταστικού) συγγραφέα που «δένει» την πλοκή, ο οποίος σώπασε το 1960 αφού έγραψε την «Ιλιάδα της μεταπολεμικής Αμερικής», και δολοφονήθηκε το 1978 στο ερημητήριό του.
Ηταν σχεδόν 80άρης και άφησε πίσω του ένα «κιβώτιο με δυναμίτη»: τα ανεκτίμητα σημειωματάρια με τη συνέχεια της «Ιλιάδας» του.
Ο δολοφόνος, που τον γνωρίζουμε από τις πρώτες σελίδες, είναι ο Μόρις Μπέλαμι, ένας 22χρονος φανατικός λάτρης του κεντρικού χαρακτήρα του Ρόθστιν, του Τζίμι Γκολντ, ο οποίος, κατά την άποψή του, προδόθηκε από τον δημιουργό του.
Εφηβος που επαναστάτησε ενάντια στην αστική οικογένειά του όπως και ο ήρωάς του, ο Μόρις θα μπλεχτεί στον φαύλο κύκλο της βίας και του μυωπικού αμερικανικού σωφρονιστικού συστήματος, και θα μείνει 35 χρόνια στη φυλακή με την κατηγορία του βιασμού, και με μοναδικό στήριγμα το μότο του Τζίμι: «Μαλακίες είναι δε μετράνε».
Στο μεταξύ, ένας άλλος έφηβος ανακαλύπτει τυχαία το 2009 τα σημειωματάρια που ο Μόρις έκλεψε και έκρυψε χωρίς να προλάβει να τα διαβάσει.
Είναι ο 13χρονος Πιτ Σάουμπερς, που η μεσοαστική οικογένειά του τσακίστηκε σε όλα τα πεδία από την ανεργία.
Ο Πιτ βρίσκει τα χρήματα του Ρόθστιν και τα δύο αδημοσίευτα μυθιστορήματά του· ανακαλύπτει ότι ο Τζίμι Γκολντ -που είχε υποκύψει στις σειρήνες της σκοπιμότητας- θα κάνει την έκπληξη· μαγεύεται από τον νεκρό και παρεξηγημένο συγγραφέα, και αποφασίζει να στραφεί σε λογοτεχνικές σπουδές αλλά και να αξιοποιήσει τον θησαυρό.
Η κάθαρση θα έρθει το 2014, όταν ο Μόρις, σχεδόν 60άρης, αποφυλακίζεται υπό όρους.
Τότε, όλοι οι πρωταγωνιστές θα έρθουν αντιμέτωποι με τον νόμο -που τον εξανθρωπίζει ο συνταξιούχος αστυνομικός Χότζες- αλλά και μεταξύ τους, και τελικά με τον εαυτό τους.
Ετσι θα καταλάβουν τι μετράει.
Στον «ζόρικο κόσμο που ζούμε», μας λέει εντέλει ο Στίβεν Κινγκ, πρέπει να θυμόμαστε πως «η ζωή δεν υπάρχει για να στηρίζει την τέχνη. Το αντίθετο ισχύει».
Εμίλ Ζολά, Τζον Μακντόναλντ, Στίβεν Κινγκ
Η επιλογή εφήβων και συγγραφέων ως πρωταγωνιστών δεν είναι επιφανειακό ούτε επικοινωνιακό τέχνασμα για τον Στίβεν Κινγκ.
Η πρώτη του λογοτεχνική εμφάνιση το 1974 έγινε με την περίφημη Κάρι, ένα γυμνασιακό μυθιστόρημα τρόμου, με πρωταγωνίστρια μια θηλυκή εκδοχή των Χάρις και Κλέμπολντ, που 25 χρόνια αργότερα (20-4-1999) έμελλε να κάνουν το μακελειό στο Γυμνάσιο Κολουμπάιν.
Εδώ, το ζητούμενο για τον Κινγκ, όπως και με τον Μόρις στο «Ο,τι βρεις, δικό σου», δεν είναι να καθρεφτίσει το Κακό αλλά να κατανοήσει τα αίτια που το οικοδομούν.
Οι συγγραφείς, από την πλευρά τους, εμφανίζονται με τα κουσούρια τους πρώτα στη Λάμψη (1975), όπου πρωταγωνιστεί ένας αλκοολικός συγγραφέας, πρώην δάσκαλος· επίσης στο Μίζερι (1986), όπου ένας συγγραφέας είναι αιχμάλωτος μιας ψυχωτικής νοσοκόμας η οποία τον βασανίζει - μια μεταφορά για το αλκοόλ και την κοκαΐνη που κατέλαβαν πάνω από 15 χρόνια της συγγραφικής ζωής του Κινγκ.
Συγγραφέας είναι και η πρωταγωνίστρια στους Νυχτερίτες (1987), η οποία ανακαλύπτει ένα θαμμένο διαστημόπλοιο με εξωγήινα πλάσματα που χώνονται στο κεφάλι της χαρίζοντάς της υπερφυσική ευφυΐα, έτσι που φτιάχνει μια τηλεπαθητική γραφομηχανή.
Πάλι πρόκειται για το πρόβλημα του εθισμού και για ένα δικό του «ουρλιαχτό για βοήθεια», δηλώνει ο Κινγκ στο αυτοβιογραφικό Περί συγγραφής (2000).
Ωστόσο, στο μυθιστόρημα «Ο,τι βρεις, δικό σου» ο πήχης είναι πολύ ψηλότερα.
Διότι ο Κινγκ παρακολουθεί παράλληλα τους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες (Μόρις, Πιτ), τα μυθιστορηματικά πρότυπα (Τζίμι), τους συγγραφείς που αφουγκράζονται την κοινωνία (Τζον), τους αναγνώστες ως κοινωνική ομάδα, τους καθηγητές λογοτεχνίας, τους παλαιοβιβλιοπώλες, και μαζί τους πεζογράφους και ποιητές που τον σημάδεψαν.
Στον Ρόθστιν αναγνωρίζουμε τον Σάλιντζερ, τον Απντάικ, τον Τσίβερ, ή και τον εαυτό του.
Και ο συγγραφέας στον οποίο αφιερώνει το βιβλίο του είναι ο Τζον Μακντόναλντ, των Executioners, που είναι η βάση για τη δυστοπική ταινία «Το Ακρωτήρι του φόβου»
Μην αναζητάμε σύμβολα όταν διαβάζουμε λογοτεχνία, σχολιάζει.
«Ο Τζίμι είναι ο Τζίμι, όπως ο καθένας μας είμαστε ο εαυτός μας».
Δεν είναι ένα «αμερικανικό είδωλο απόγνωσης». Φτιάχτηκε «στο μοντέλο του Ετιέν Λαντιέ», εργάτη ορυχείων, ο οποίος πρωτοστάτησε σε απεργία που πνίγηκε στο αίμα, πρωταγωνιστή του Ζολά στο Ζερμινάλ (1885).
Αυτός ήταν «ο μεγαλύτερος ήρωας στη μυθιστοριογραφία του 19ου αιώνα».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας