Ζάκυνθος 1792, Λιβόρνο και Φλωρεντία (1802-1816), Ελβετία (1816), Λονδίνο (1816-1820), Φλωρεντία (1820;-1821), Γενεύη (1821-1824), Παρίσι (1824-1826), Κέρκυρα (1826-1852), Λονδίνο (1852-1866), Λάουθ 1866-1869.
Τι περιπλάνηση! Πόσες πραγματικότητες! Πόσο δραστήρια ζωή! Πόσο ευαίσθητες ιστορικές ισορροπίες όρισαν αυτή τη ζωή! Πόση διανοητική, ψυχική και συνειδησιακή ευρυχωρία την έθρεψε! Πόσο πολύπλοκες ενασχολήσεις! Είναι η ζωή του Ανδρέα Κάλβου όπως δεν την έχουμε ξαναγνωρίσει. Είναι ο διανοούμενος Κάλβος, ο αποδεσμευμένος από τον εγκλεισμό του στον ρόλο του Ελληνα Εθνικού Ποιητή, όπως αναδύεται μέσα από την Αλληλογραφία του, που πρώτη φορά κυκλοφορεί ως corpus από τις εκδόσεις του Μουσείου Μπενάκη.
Πρόκειται για 388 επιστολές της περιόδου 1813-1869, δημοσιευμένες και αδημοσίευτες, συγκεντρωμένες σε δύο τόμους, μεταφρασμένες όλες εκτός από τις (μόνο) 33 ελληνικές και σχολιασμένες σε βάθος από τον ιστορικό Δημήτρη Αρβανιτάκη, ο οποίος υπογράφει και την εισαγωγική μελέτη και έχει συνεργαστεί με τον Κύπριο φιλόλογο και ποιητή Λεύκιο Ζαφειρίου.
Εδώ παρακολουθούμε έναν Κάλβο που είναι Ιταλός πρώτα και μετά γίνεται Ελληνας˙ είναι ποιητής της Ελευθερίας και της Αρετής στη νεότητά του και μετά εδραιώνεται ως λόγιος και δάσκαλος˙ είναι ανήσυχος Ευρωπαίος και μετά αγκυροβολεί στην υπό Βρετανική Προστασία Κέρκυρα, δεν πατά ποτέ το πόδι του στην ηπειρωτική Ελλάδα και πεθαίνει σε μια γκρίζα επαρχιακή πόλη της Αγγλίας, όπου η δεύτερη γυναίκα του είχε ιδρύσει παρθεναγωγείο.
Εχει την άνεση να συνομιλεί με λόγιους, με επαναστάτες και με αριστοκράτες, με διπλωμάτες, θεατρίνους, εκδότες ή αγγλικανούς κληρικούς, τον συλλαμβάνουν και τον απελαύνουν από την Ιταλία ως ενεργό μέλος της επαναστατικής οργάνωσης των Καρμπονάρων, αλλά τον υποστηρίζει ο κόμης Γκίλφορντ, άρχοντας της Ιονίου Ακαδημίας, όπου θα διδάξει.
Οι καλλιεργημένες γυναίκες τον ερωτεύονται και κάποιες σπαράζουν με τη συμπεριφορά του που δεν είναι ξεκάθαρη, αλλά αυτός δεν διστάζει να συγκρουστεί ακόμα και με τον μέντορά του, Ούγκο Φόσκολο, και κερδίζει τη φήμη του ευερέθιστου.
Δίνει διαλέξεις στο Λονδίνο για τη νεότερη ελληνική γλώσσα που προβάλλονται από τον βρετανικό Τύπο, ετοιμάζει ένα «αγγλογρεκικό λεξικό», γράφει σε εύγλωττα ιταλικά, αγγλικά και γαλλικά, αλλά τα ιδιότυπα ελληνικά στο ποιητικό έργο του (συνδυασμός του «λαϊκού» με το «αρχαϊκό», με εκζήτηση λέξεων επιβλητικών και με εικόνες αλληγορικές) απωθούν τους Ελληνες λόγιους της εποχής του, από τον Αλέξανδρο Σούτσο έως τον Σολωμό.
Το παράξενο είναι ότι, ενώ έχει τυπώσει τα ελληνόγλωσσα ποιήματά του «Ελπίς πατρίδος» (πρόσφατη φιλολογική ανακάλυψη του Λ. Ζαφειρίου), «Λύρα» (με δέκα Ωδές και μεταξύ τους την «Ωδή εις τον Ιερόν Λόχον»), «Λυρικά» (με δέκα ακόμη Ωδές), το 1819, 1824,1826 αντίστοιχα, ανάμεσα δηλαδή στα 27 και στα 34 του, δεν βρίσκουμε καμία σχετική αναφορά στις (9) σωζόμενες επιστολές της κρίσιμης περιόδου 1821-1826. Αλλά ούτε και στις 350 (!) της προπαρασκευαστικής περιόδου 1813-1820. Παρ' όλα αυτά, εάν θέσουμε τα σωστά ερωτήματα, οι επιστολές αυτές γίνονται πολύ «ομιλητικές». Αυτό πετυχαίνει η συγκεντρωτική έκδοση της Αλληλογραφίας του Κάλβου που έχει περίφημους «γονείς» όπως ο Βίττι, ο Πορφύρης, ο Κ.Θ. Δημαράς, ο Σπ. Ασδραχάς, ο Μπ. Μπουβιέ, ο Ν. Βαγενάς, η Βέη, η Μινώτου κ.ά. και θα λειτουργήσει και ως πρόδρομος απάντων των Εργων του, που θα εκδοθούν από το Μπενάκη.
Στο κέντρο του αναβρασμού
Ο πολιτικοποιημένος Κάλβος που ξεπροβάλλει από τις επιστολές, τόσο τις δικές του (54 συνολικά) όσο και εκείνες προς αυτόν (334 επιστολές και σημειώματα), είναι εντέλει πολύ πιο ενδιαφέρων από το περιοριστικό και παραμορφωτικό είδωλο του πατριώτη-ποιητή Κάλβου που καλλιέργησαν η κυρίαρχη ιδεολογία και η παραδοσιακή φιλολογία.
Η Αλληλογραφία μπορεί να είναι άνιση και να μην καλύπτει επαρκώς το μεγαλύτερο διάστημα της ώριμης ζωής του (μονάχα 38 επιστολές για την περίοδο 1821-1869), ωστόσο έχει και ουσιαστική ιστορική σημασία, καθώς συλλαμβάνει τον παλμό μιας συναρπαστικής εποχής. Είναι ο παλμός της εθνεγερσίας και της πνευματικής και κοινωνικής ζύμωσης των δημοκρατικών ιδεών στις αρχές του 19ου αιώνα. Ετσι, αυτή η δίτομη έκδοση αγγίζει τόσο τον ειδικό όσο και τον σημερινό γενικό αναγνώστη.
«Ο Κάλβος ζει στο κέντρο του αναβρασμού για τη δημιουργία των εθνικών κρατών, και ως άνθρωπος συμμετέχει δραστικά στη διαμόρφωση όχι μιας αλλά δύο εθνικών ιδεολογιών, και δύο “πατρίδων”, της ιταλικής και της ελληνικής» σημειώνει ο Αρβανιτάκης στην «Εφ.Συν.». Αυτόν τον Κάλβο έχει αναδείξει στα δοκίμιά του «Στον δρόμο για τις πατρίδες» και «Απολογία της αυτοκτονίας» (εκδ. Μουσείου Μπενάκη 2010, 2012), επιμένοντας στην «ιστορικοποίησή» του. Και ειδικότερα εδώ, στην «Εισαγωγή» του, εξετάζει λεπτομερώς το πώς χρησιμοποιούν το εθνικό πρόσημο οι κατοπινοί μελετητές του Κάλβου, οπότε και φωτίζει ή και καταδεικνύει τα διαφορετικά επίπεδα στα οποία δομείται η εθνική ιδεολογία.
Είναι χαρακτηριστικές οι αμφιβολίες που σπέρνει ο Αρβανιτάκης σχετικά με την εμβληματική φράση του Κάλβου «Το καθήκον με καλεί στην πατρίδα μου για να αντιτάξω ακόμη ένα στήθος στο σίδερο των Μουσουλμάνων».
Πρόκειται για μια φράση από την περίφημη αφιέρωσή του προς τον Γάλλο στρατηγό Λαφαγιέτ, «τον άνθρωπο-σύμβολο του επαναστατικού διεθνισμού των χρόνων εκείνων», στην παρισινή έκδοση των Λυρικών (1826). Και έχει συχνά ερμηνευτεί ως ενδεικτική της πρόθεσης του Κάλβου να συμμετάσχει στην Ελληνική Επανάσταση, σε μια στιγμή μάλιστα καμπής του Αγώνα, όταν έχει πέσει το Μεσολόγγι.
Ξέρουμε πράγματι ότι ο Κάλβος έφτασε στο Ναύπλιο το 1826, συνοδεύοντας τον δούκα ντ’ Αρκούρ με την αποστολή του φιλελληνικού κομιτάτου του Παρισιού, αλλά στο τέλος της ίδιας χρονιάς, στα 34 του, τον βρίσκουμε εγκατεστημένο στην Κέρκυρα. Η κυρίαρχη ερμηνεία λέει ότι η κατάσταση που αντίκρισε τον απέλπισε και τον ώθησε να εγκαταλείψει τον φλεγόμενο κόσμο της επανάστασης.
«Είναι όμως έτσι;» μας ρωτά ο Αρβανιτάκης, «ή μήπως ο Κάλβος δεν είχε έρθει για να πολεμήσει;». Στη σειρά των επιστολών που έχουν προηγηθεί (π.χ. 7/4/1825 προς τον Γκίλφορντ), δηλώνει ρητά τη σταθερή επιδίωξή του να εργαστεί «στους ποικίλους κλάδους της δημόσιας εκπαίδευσης» των Ιονίων νησιών, όμως η πλειονότητα των μελετητών του δεν θέλησε να «ακούσει» αυτή την εκδοχή…
Προδημοσίευση
Επιθυμία επιστροφής και δημοκρατίες-αποικίες
Από τις σπανιότατες φορές που ακούμε τον Κάλβο να μιλά για τον εαυτό του είναι στην επιστολή του προς τον μαθητή και φίλο του, βαρονέτο Τσαρλς Μονκ. Το παρακάτω απόσπασμα αποτελεί τη μοναδική ρητή διατύπωση της επιθυμίας του να επιστρέψει στα Ιόνια νησιά. Μια επιθυμία που σκόνταφτε στις πολιτικές περιστάσεις. Οπως σημειώνει ο Αρβανιτάκης: «Είναι σαφές ότι για τον “φιλελεύθερο” Κάλβο, τον θιασώτη της “υπεργλυκυτάτης ελευθερίας” του βρετανικού πολιτεύματος, η διαμορφούμενη πραγματικότητα στο Ιόνιο, υπό την (αποικιακής εμπνεύσεως) “προστασία”, δυσκόλευε την επιστροφή του. Στις αρχές του 1817 είχε εγκριθεί το σύνταγμα, τους όρους του οποίου υπαγόρευσε ο ίδιος ο Maitland […] Οι αξιολογήσεις που κάνει εδώ ο Κάλβος απηχούν εκείνες του μέντορά του, Φόσκολο ο οποίος έλεγε (1816) ότι εκείνη η δημοκρατία (δηλ. το Ιόνιο κράτος) “θα καταλήξει να γίνει ελεύθερη και όχι ελεύθερη, ανεξάρτητη μαζί και αποικία. Η διαφορά θα έγκειται στο ότι αντί για αφεντικά στρατιώτες θα έχουμε αφεντικά εμπόρους”».
Λόνδρα 19 Αυγούστου 1817… «Εἰς κάθε γῆν τὰ καλὰ καὶ τὰ κακὰ εἷναι ἰσοστάσια, καὶ ἐγῶ συμβουλεύω τοὺς φίλουσμου νὰ παρατήσουν κάμποσα καλὰ διὰ νὰ ὀλιγοστεύσουν τὰ κακάτους. Δὲν ἐπαινῶ λοιπὸν οὖτε ἀγαπῶ τὴν ἐλλάδα ἣ τὴν Ἰταλίαν ἣ ἄλλο τινὰ μέρος τοῦ κόσμου διὰ τὸ ὄνομα καὶ διὰ τὰ πράγματα ὁποῦ περιέχουν ἀλλὰ διὰ τὴν ἡσυχίαν ὁποῦ εἰμποροῦν νὰ μοῦ δώσουν — Ἄν ἧμουν πλούσιος, ἂν δυνατὸς εἴς τὸ σῶμα, καὶ μὲ μεγάλα μέσα νοός, καὶ ἂν αἱ περιστάσεις πολιτικαί τὸ ἐσυγχώρουν, ἤθελον προτιμήσει κάλλιον τὴν ἡσυχίαν καὶ τὴν ἐυτυχίαν τῆς πατρίδος μου παρὰ τὴν ἐδικήνμου, ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ καιρὸς καὶ ἡ τύχη θέλει ἔτζι, ἔτζι ἂσ εἶναι, καὶ χαίρομαι ἐδῶ τρέμοντας ἀπὸ τὸ κρύον καθῶς ἐχαιρόμουν εἴς τὴν πατρίδαμου στενοχορημένος ἀπὸ τὴν ζέσταν».
Α. Κάλβος
Ο δάσκαλος Φόσκολο και η νουθεσία των ισχυρών
Το 1814 ο Κάλβος στέλνει στον δάσκαλό του και για λίγο εργοδότη του, Ούγκο Φόσκολο (1778-1827), την «Ωδή στους Ιονίους» που είχε γράψει στα ιταλικά. Εκεί μιλά για τη μικρή πατρίδα της Ζακύνθου και τις δύο υπόδουλες, την Ιταλία και την Ελλάδα, όπου «βάρβαροι λαοί/ έχουν χαλάσει και διαφθείρει/ όλα τα ήθη…».
Ποιητής που είχε σημαδέψει το κίνημα της Ιταλικής Ενοποίησης (Risorgimento), ο 37χρονος τότε Φόσκολο, τον συμβουλεύει:
Χαίτιγκεν, 17 Δεκεμβρίου 1815 Πολυαγαπημένε Ανδρέα […] Σ’ εκείνη την ωδή μιλάτε με οργή για την πατρίδα σας […] Ομως, δεν ξέρουν όλοι να οργίζονται με μεγαλοψυχία, ούτε με τρόπο ωφέλιμο. Και η μεγαλόψυχη οργή είναι δώρο˙ είναι τέτοιο δώρο, που πάνω σε αυτό το πάθος δημιουργήθηκε το πρώτο ποίημα του κόσμου (σ.σ. εννοεί την Ιλιάδα). Θα πρέπει επίσης να προσεχθούν οι περιστάσεις και ο σκοπός: αν δηλαδή η Ιταλία άξιζε να την πει κανείς απαξιωτικά σαπισμένη, ευτελισμένη, ταπεινωμένη, η Ελλάδα, η οποία σήμερα είναι μάλλον εκβαρβαρισμένη παρά εκθηλυμένη, αξίζει λόγια διαφορετικά – και τα περιφρονητικά και επηρμένα λόγια δεν πείθουν κανέναν, αντιθέτως ερεθίζουν. Αν θέλετε να απευθύνετε νουθεσίες στα νησιά μας, και έχετε, παιδί μου, δικαίωμα και πνεύμα, μιμηθείτε το παράδειγμα του Πετράρχη. Το ποίημά του προς τους ιταλούς Ηγεμόνες Ιταλία μου, αν και είν’ ανώφελα τα λόγια, είναι καθρέφτης τού πώς να νουθετείς τους ισχυρούς χωρίς να τους ερεθίζεις. Αντίο, Ούγκο.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας