Τι απέγινε ο καρπός του παράφορου έρωτα της Λαίδης Τσάτερλι και του κηπουρού Ολιβερ Μέλορς; Αραγε βάρυνε το πάθος τους στις πλάτες του παιδιού τους; Ενιωσε ποτέ αυτό το παιδί την τρυφερότητά τους ή ένιωσε παρείσακτο;
Πώς αισθανόταν όταν όλοι γύρω του είχαν διαβάσει στα κρυφά τα πάντα για τα κορμιά των γονιών του και τις περιπτύξεις τους;
Κατάφερε να δαμάσει τον μύθο των γονιών του, να δαμάσει και τη δική του αμηχανία ή ντροπή, και να χαράξει μια προσωπική πορεία;
Με αυτήν την έξυπνη ιδέα επιστρέφει στο λογοτεχνικό προσκήνιο η Ελενα Μαρούτσου, στήνοντας για άλλη μια φορά ένα εμπνευσμένο παιχνίδι ανάμεσα στη ζωή και στην τέχνη, προκειμένου να εξερευνήσει τη γυναικεία φύση που τόσο τη βαραίνει το κλειστό σχήμα της οικογένειας και η προβληματική μητρική αγάπη.
Στο καινούργιο της βιβλίο Οι χυδαίες ορχιδέες (Κίχλη), το κλειδί της είναι η σεξουαλική και ερωτική ζωή των θηλυκών απογόνων της λαίδης Τσάτερλι, η οποία αναπτύσσεται σε έντεκα αλληλένδετες ιστορίες, που εκτυλίσσονται από τη δεκαετία του ’30 μέχρι σήμερα.
Ιστορίες που θέτουν καίρια υπαρξιακά ζητήματα, και που αντλούν την έμπνευσή τους όχι μονάχα από το έργο του Ντ. Χ. Λώρενς, «πατέρα» της λαίδης, αλλά και από έργα του Φίλιπ Λάρκιν ή του Πόε και του Κάφκα, από τον Σαίξπηρ ή τους Μπητλς, από τον Ουάιλντ, τον Πόρτσια ή τον Παπαδιαμάντη, ακόμα και από την εικαστικό Τρέισυ Εϊμιν.
Η συγγραφέας «συζητά» με όλους αυτούς όπως και με τους χαρακτήρες της, και μας προκαλεί να αναρωτηθούμε πόσο καταδικασμένοι είμαστε να αναπαράγουμε τις αμαρτίες των γονιών μας και πόσο ελεύθεροι είμαστε να γίνουμε ο εαυτός μας.
Ερωτήματα με κοινωνικό αντίκτυπο που επιστρέφουν ως επείγοντα σε καιρούς κρίσης και ανατροπών όπως οι σημερινοί.
Σε αυτά προσθέτει τον προβληματισμό της για την ελευθερία του δημιουργού, και για το πόσο εγκλωβισμένος είναι εντέλει στα έργα των δασκάλων-γεννητόρων του.
Καθηγήτρια σε Δραματική Σχολή, με σπουδές Ιστορίας, Λογοτεχνίας και Εικαστικών Τεχνών στην Αθήνα και στο Ρέντινγκ, με δημιουργική θητεία στη φωτογραφία και εμπειρία ψυχανάλυσης, η 47χρονη σήμερα Ελενα Μαρούτσου έχει ένα κεφάλι που μέσα του οργιάζει κάθε είδους βλάστηση.
Οι ηρωίδες της χαράζουν λέξεις στο κορμί τους, αποκαλούν τα σκυλιά τους Σίλβια Πλαθ, φτιάχνουν λογοπαίγνια, παίζουν «βιβλιομαντεία», βλέπουν τρομακτικά όνειρα, ξυρίζουν το κεφάλι τους για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στα πρότυπα της ομορφιάς, και είναι τολμηρές στο σεξ.
Αλλά ποτέ δεν επιχειρούν θεωρητικές ερμηνείες της πραγματικότητας. Ούτε μιλούν διανοουμενίστικα. Αντίθετα σκέφτονται με εικόνες, όπως και η συγγραφέας.
Το ενδιαφέρον στις Χυδαίες Ορχιδέες είναι ότι η δομή της αφήγησης, δεν συνθέτει μια τοιχογραφία (μυθιστόρημα) αλλά εκθέτει τα σπασμένα κομμάτια της (ιστορίες), υπογραμμίζοντας έτσι τον κατακερματισμό της πραγματικότητας.
Σε αυτό το τοπίο, η καλλιτεχνική έκφραση των χαρακτήρων δεν είναι παρηγορία γι’ αυτούς αλλά διέξοδος.
Οπως στο θαυμάσιο μυθιστόρημά της Μεταξύ συρμού και αποβάθρας (Καστανιώτης 2008), έτσι και εδώ η Μαρούτσου επιστρατεύει την τέχνη «σαν ένα άλλο μάτι», το οποίο, καθώς λέει, μας παρακολουθεί και προσπαθεί να ανασυνθέσει τα τεκταινόμενα προβάλλοντας το βαθύτερο νόημά τους.
Τα άτακτα κορίτσια της λαίδης
Αυτό το πέμπτο βιβλίο της Μαρούτσου ανοίγει με την ιστορία-μήτρα του τίτλου που εστιάζει στην εγγονή της λαίδης Τσάτερλι, τη Λίλη. Οι υπόλοιπες ιστορίες είναι ρίζες και παρακλάδια με πρωταγωνιστές/στριες που έχουν μεταξύ τους περισσότερο ή λιγότερο στενή σχέση.
Εκπαιδευτικός, η 37χρονη Λίλη μεγάλωσε σε μονογονεϊκή οικογένεια, νιώθοντας τη μάνα της να την αγαπά ψυχρά, από καθήκον. Η ίδια ωστόσο κατάφερε να ζει σε έναν χαρούμενο γάμο με έναν συνάδελφό της γυμναστή, που δεν διάβασε ποτέ το μυθιστόρημα του Λώρενς.
Ωσπου αυτή η αλλόκοτη ισορροπία χαλάει, όταν εμφανίζεται ένας σιωπηλός νεαρός Νιγηριανός που έρχεται ως γεωπόνος να φροντίσει τις ορχιδέες της, που «τα κάτω πέταλά τους μοιάζουν με όρχεις» αλλά κατά τη γνώμη του «και τα άλλα δυο μοιάζουν με χείλη γυναικείου αιδοίου».
Αυτή η νύξη αρκεί για να ενεργοποιήσει στη Λίλη μια διαδικασία αναπροσδιορισμού τόσο του ευάλωτου σώματός της όσο και της θωρακισμένης ψυχής της.
Ομως οι καταστάσεις μπροστά στις οποίες θα βρεθεί είναι σύνθετες, και εκείνη δεν είναι μυθιστορηματική ηρωίδα, όπως η γιαγιά της, για να κάνει τις επιλογές της βάζοντας στη ζυγαριά μονάχα το πάθος της και την κοινωνική αποκοτιά της.
Ούτε και η Μέλανι, η μητέρα της, είναι μυθιστορηματική ηρωίδα κι όμως συμπεριφέρεται σαν τέτοια καλλιεργώντας μια παραπλανητική εικόνα για τον εαυτό της, που συσκοτίζει την αλήθεια για τη ανέραστη ζωή της.
Μονάχα η σοκολατένια δισέγγονη της λαίδης, η 17χρονη Φιόνα που δεν γνωρίζει το μυστικό της καταγωγής της, επιλέγει συνειδητά τον δρόμο της, και θα χορέψει γυμνή σε ένα εναλλακτικό φεστιβάλ στη Ρόδο, αλλά και θα φυγαδεύσει στην Αγγλία τη φίλη της από την Γκάνα που έχει πέσει θύμα τράφικινγκ…
Κι όλα αυτά μπροστά σε έναν άντρα που τον θεωρεί πατέρα της, και που προσπαθεί απεγνωσμένα να ελέγξει τις ορμές του.
Κάπως έτσι συμβαίνει με όλους τους βασικούς χαρακτήρες στις Χυδαίες ορχιδέες (που θα κυκλοφορήσουν σε 10 ημέρες): Χάνουν τον έλεγχο του εαυτού τους και τον ξαναβρίσκουν αλλιώς, με καταλύτες το σεξ και την τέχνη.
Σάρκα στη λογοτεχνία
Είναι καθηλωτικές οι ερωτικές σκηνές που αναπτύσσονται στις Χυδαίες ορχιδέες, με όλες τους τις λεπτομέρειες, χωρίς ίχνος χυδαιότητας ούτε υποταγής στην πολιτική ορθότητα, και με αφετηρία τον σαρκικό πόθο που αφυπνίζει την αυτογνωσία.
Στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, δύο είναι οι γυναίκες συγγραφείς που χρησιμοποιούν συστηματικά στις αφηγήσεις τους τη σεξουαλική συμπεριφορά ως δομικό στοιχείο με λειτουργικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής: η Λένα Κιτσοπούλου και η Ελενα Μαρούτσου.
Στην Κιτσοπούλου το σεξ είναι προκλητικά ωμό και αποπνέει - ή και σχολιάζει- μια macho, φαλλοκρατική προσέγγιση και μια κοινωνική βία.
Η Μαρούτσου αντίθετα, επιμένει στην απόλαυση, όσο ακραίες κι αν είναι οι σκηνές που περιγράφει, κι αφήνει από κάτω τους να κυλά το ποτάμι του ρομαντισμού.
Εδώ, το σεξ διαθέτει ερωτισμό και φαντασία, όχι όμως για να ερεθίσει το κοινό όπως συμβαίνει στην πορνογραφία, αλλά για να αποκαλύψει τον βαθύτερο εαυτό των χαρακτήρων.
«Με ενδιαφέρει το πιο σκοτεινό κομμάτι της σεξουαλικότητας», σχολιάζει. «Αυτό που συνδέεται με τα βιώματά μας ή με όσα κουβαλάμε στην ψυχή μας, και που βαραίνει στην αυτοπραγμάτωσή μας. Σκέφτομαι πως η αίσθηση του αφανισμού μας την ώρα της κορύφωσης, δρα σαν κινητήριος μοχλός για την εξερεύνηση του ποιοι/ες εντέλει είμαστε».
Παρακολουθώντας λοιπόν τις ιστορίες της Μαρούτσου δεν αισθάνεται κανείς να δραπετεύει σε μια γκριζορόζ σφαίρα συντονισμένη στο κυρίαρχο πνεύμα. Αντίθετα, αισθάνεται πως οι γενικότεροι κοινωνικοί κλυδωνισμοί αντανακλώνται έμμεσα στην ερωτική συμπεριφορά των πρωταγωνιστών της.
Ειδικά στις Χυδαίες ορχιδέες τα σώματα και οι ψυχές νοσούν προτού ξεσπάσουν τα συμπτώματα της όποιας παθογένειας.
Και όλες οι ιστορίες πατούν σε ένα έδαφος σαθρό, όπως το έδαφος της σημερινής εποχής. Μέχρι την απόλυτη ανατροπή ταυτοτήτων και σχέσεων.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας