«Είμαστε όλοι μικρές αυτοκρατορίες, προορισμένες να χαθούν». Το γράφει ο Χρήστος Αστερίου προσπαθώντας να εξηγήσει την έλξη που του άσκησε η άγνωστη ιστορία της καπνοβιομηχανίας Muratti, την οποία φέρνει στο φως στην καινούργια του νουβέλα Μικρές αυτοκρατορίες. Muratti / Ενας αποχαιρετισμός (εκδ. Πόλις). «Το μόνο που με δένει με τους ιδιοκτήτες της είναι το κοινό μας πάθος για τον καπνό», γράφει. «Στη δική τους εξαφάνιση βλέπω ενδεχομένως τη δική μου προδιαγεγραμμένη πορεία».
Αλλά ποιος μας μιλάει εδώ; Ο 50χρονος γερμανομαθής συγγραφέας δεν υπήρξε ποτέ καπνιστής. Ούτε γνώρισε κανέναν από τους ιδιοκτήτες αυτής της αυτοκρατορίας που ιδρύθηκε το 1821 στην Κωνσταντινούπολη από τον Μπαζίλ Μουράτογλου, εδραιώθηκε στο Βερολίνο της Μπελ Επόκ ως προνομιακός προμηθευτής πολλών καπνικών μονοπωλίων, γιγαντώθηκε στο Μάντσεστερ, και πλέον επιβιώνει μόνο κατ’ όνομα στο βαρύτιμο έπαθλο (Muratti cup) των ετήσιων αγώνων ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου που από το 1905 γίνονται στα νησιά της Μάγχης!
Κι όμως είναι ακριβή τα ιστορικά στοιχεία που παραθέτει ο συγγραφέας. Αλλά τι σημαίνει αυτό το αναστοχαστικό «memento mori» σε μια νουβέλα που είναι σπαρμένη με ντοκουμέντα; Με αφίσες εποχής για την απόλαυση του καπνίσματος, με φωτογραφίες της φίρμας Muratti σε καπνομάγαζα στο Βερολίνο αλλά και με φωτογραφίες από τους ετήσιους ποδηλατικούς αγώνες στο Μάντσεστερ των αρχών του 20όυ αιώνα με χορηγό «έναν Ελληνα», στυγνό αφεντικό στο εργοστάσιο Muratti, που έτσι ενίσχυε το μάρκετινγκ της επιχείρησής του. Επίσης με αποκόμματα από περιοδικά για τη μετατροπή του βερολινέζικου υποκαταστήματος σε ανώνυμη εταιρεία που διατηρεί τον «οικογενειακό χαρακτήρα της». Παρουσιάζεται ως τεκμήριο μέχρι και μια σελίδα με τα μέλη μιας τεκτονικής στοάς στο Λονδίνο, όπου και το όνομα του πρωτότοκου Muratti, του Δημοσθένη!
Και το πιο αναπάντεχο: Σε αυτό το υβριδικό βιβλίο, ο συγγραφέας βλέπει ταυτόχρονα τον εαυτό του (!) τριαντάχρονο στο προπολεμικό Βερολίνο, σε ένα πορνείο που το παρακολουθούσε το ναζιστικό καθεστώς, και όπου ο Σοφοκλής, ο δευτερότοκος Muratti, άφηνε πεσκέσι κουτιά με τσιγάρα μετά τις επισκέψεις του. Διότι το διαμέρισμά του βρισκόταν στη διπλανή πολυκατοικία! Αλλά εφόσον ο Σοφοκλής είχε πεθάνει το 1918, όπως ανακαλύπτει ο ηλικιωμένος αφηγητής, πώς ερμηνεύεται στη νουβέλα η συγκατοίκηση παρελθόντος, παρόντος, μέλλοντος;
Το επίτευγμα του Αστερίου στις Μικρές αυτοκρατορίες είναι ο αριστοτεχνικός τρόπος με τον οποίο συναρμόζονται όλα αυτά τα στοιχεία. Με εντυπωσιακή οικονομία, αυτό το «πώς» παράγει ένα «τι» σαγηνευτικό και ερεθιστικό, που παρασέρνει αναγνώστες και αναγνώστριες με αφηγητή «μια φαουστική φιγούρα» βγαλμένη από την πένα ενός συγγραφέα-δημιουργού.
Στα Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60 (1989) ο Θανάσης Βαλτινός χρησιμοποιούσε στη μυθοπλασία ντοκουμέντα -αυθεντικά, «πειραγμένα» ή επινοημένα- προκειμένου να κάνει την προσωπογραφία μιας εποχής, αλλά εκεί δεν παρεμβαλλόταν κάποιος αφηγητής. Ούτε παρεμβάλλεται στα αφηγήματα του Ερίκ Βυιγιάρ, ο οποίος μεταπλάθει ιστορικά γεγονότα δίνοντας ειδικό βάρος στον πολιτισμό της καθημερινής ζωής, στα χρόνια που κάθε φορά τον απασχολούν.
Από την πλευρά του, ο Αστερίου, που πειραματίζεται συστηματικά με τη φόρμα όσο και με τις θεματικές στα λογοτεχνικά έργα του, προχωρά εδώ σε ένα τόλμημα. Καθώς εξερευνά το ενταφιασμένο οθωμανικό, γερμανικό, βρετανικό παρελθόν των Muratti κάτω από μια πραγματικότητα που πάλλεται, καθώς το πλησιάζει μέσα και από εμβόλιμα τεκμήρια, αυθεντικά ή επινοημένα (ωστόσο ιστορικά τεκμηριωμένα) τα οποία συνυφαίνει στην αφήγηση, γλιστράει προοδευτικά μέσα στην περιπέτεια που αφηγείται. Καλλιεργεί, με άλλα λόγια, τη λογοτεχνία ενόσω σώζει ετούτη την άλλοτε κραταιά καπνοβιομηχανία από τη λήθη. Παρακολουθεί εκείνους τους κοσμοπολίτες που μιλούσαν ελληνικά στη Σαμψούντα, στο Βερολίνο, στο Μάντσεστερ ή στις Βρυξέλλες, αλλά δεν κάνει «βιογραφία». Ούτε κάνει «ιστορία», κι ας ερευνά την πορεία των επιχειρήσεών τους όσο και τη νοοτροπία τους, σε σχέση με τα μεγάλα ιστορικο-πολιτικά γεγονότα. Επιπλέον, καταφέρνει να μη βαλτώσει στη νοσταλγία του παρελθόντος, ούτε και το ωραιοποιεί. Αντίθετα, ανοίγεται σε μια θεώρηση της ιστορίας ως ενιαίου όλου, που του επιτρέπει να συζητήσει αλλιώς τα θέματα του χρόνου, της λήθης και της μνήμης. Οπως μας εξήγησε, δίνοντας τη σκυτάλη και στον αφηγητή:
«Κάθε αυτοκρατορία χαρακτηρίζεται από μια αλαζονεία, από την αίσθηση ότι δεν θα έρθει ποτέ το τέλος της κι ας έχει χτιστεί πάνω στα ερείπια μιας προηγούμενης. Αυτό συμβαίνει και με την αυτοκρατορία της ψηφιακής εποχής. Ο λογοτέχνης όμως, ως ποιητής, έχει τη δυνατότητα να υπερβεί αυτή την αλαζονική στάση. Αν οι εποχές μπορούν να συνυπάρχουν ταυτόχρονα και όχι να στοιβάζονται σε στρώματα, η μία θύμα της άλλης, αν νεκροί και ζωντανοί με το βάρος των προσωπικών τους ιστοριών μπορούν να είναι παρόντες την ίδια στιγμή, τότε το μονοσήμαντο «τώρα» αποκτά και πάλι νόημα. Τότε η λογοτεχνία προσφέρει μια στιγμή αθανασίας».
Και μια λεπτομέρεια που δεν είναι λεπτομέρεια. Το συγκεκριμένο διαμαντάκι δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει ως έναυσμα αναστοχασμού, εάν ο υβριδικός χαρακτήρας του κειμένου δεν αποτυπωνόταν δημιουργικά στην τυπογραφία και στη σελιδοποίησή του, που και αυτές νοηματοδοτούν την αφήγηση.
Μια ανθρώπινη συνήθεια σε αποδρομή
Δεν είναι ένα μανιφέστο υπέρ του καπνίσματος οι Μικρές Αυτοκρατορίες, ωστόσο υπογείως εναντιώνεται στο ορθοπολιτικό στρατόπεδο. Ούτε συνομιλεί με τον αμερικανικής κοπής «Καπνό», ταινία παρεΐστικη και ευφορική (1995) σε σενάριο του Πολ Οστερ.
Μετά το απαιτητικό μυθιστόρημα Η θεραπεία των αναμνήσεων (Πόλις 2019), ο Αστερίου γράφει για μια ανθρώπινη συνήθεια σε αποδρομή, προορισμένη, «να μειωθεί στο ελάχιστο, να χαθεί ίσως για πάντα», και κατ’ επέκταση στοχάζεται κάθε ανθρώπινη συνήθεια. Η περιπέτεια της φίρμας Muratti που αγοράστηκε τελικά από τη Philip Morris, το κλείσιμο του εργοστασίου στο Βερολίνο το 1977 και η εξαφάνιση αυτής της σελίδας από το παλίμψηστο της πόλης, όλα τα επεισόδια σαν flash shots σε τούτη τη νουβέλα, είναι αφορμές για τον συγγραφέα. Οχι προκειμένου να μιλήσει για κάποιους επιτυχημένους καπιταλιστές, αλλά προκειμένου να μιλήσει για τον άνθρωπο στη δίνη των εξελίξεων, για κάθε μαγαζάκι της γειτονιάς που κι αυτό είναι μια μικρή αυτοκρατορία, όπως και οι ζωές όλων μας.
Ετσι και το κάπνισμα, που γνώρισε μέρες θριάμβου αλλά σήμερα υφίσταται ένα λυσσαλέο κυνηγητό, του επιτρέπει μελαγχολικές και δηλητηριώδεις παρατηρήσεις για την αποξηραμένη καθημερινότητα και τον… πολιτισμό της επιτήρησης. «Κάποτε υπήρχε μόνο το δεδομένο της απόλαυσης» (…) αλλά πλέον «κάθε εισπνοή σημαίνει αδυναμία απαλλαγής από μια ανάρμοστη έξη». Το «δημόσιο κάπνισμα θεωρείται πλέον ντροπή, ενοχή, αποτυχία».
Ακόμη και η χορογραφία των κινήσεων των καπνιστών έχει επηρεαστεί: δεν μοιάζουν πια με την αυτιστική τελετουργία ηδονιστών. Το παρατηρεί ο αφηγητής έξω από ένα σικ εστιατόριο του Βερολίνου: Οι κινήσεις μιας κοπέλας «δεν παραπέμπουν σε δημόσιο αυνανισμό, ούτε φανερώνουν άνθρωπο σε αναζήτηση παρηγορίας». Είναι κινήσεις μηχανικές «με μόνο σκοπό να ικανοποιηθεί η εξάρτησή της από τη νικοτίνη…». Βρίσκεται κι εκείνη στον αυτοσχέδιο «χώρο συγκέντρωσης» των καπνιστών.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας