«Νάτα μας, για πρώτη ίσως φορά ακούγεται αυτό: η ρομφαία θα τους αφαιρεθεί και θα δοθεί στον οργισμένο λαό. Τι ωραία που ακούγεται, πόσο καλό μας κάνει!»
Είναι ο βραβευμένος Γάλλος Ερίκ Βυϊγιάρ που απευθύνεται στους αναγνώστες και στις αναγνώστριές του με το καινούργιο του βιβλίο Ο πόλεμος των φτωχών (εκδ. Πόλις, μτφρ. Γιώργος Φαράκλας). Αγκιστρώνει την προσοχή τους μέσα από τη ροή της λιτής όσο και παθιασμένης αφήγησής του με τις εικόνες ωμής βίας και τις λέξεις που καρφώνονται σαν πρόκες. Και τους καλεί να αναστοχαστούν το «διότι» μιας επικείμενης κοινωνικής έκρηξης.
Μερικές σελίδες παρακάτω, ο συγγραφέας θα ζωντανέψει ένα όχι πολύ γνωστό επεισόδιο της ιστορίας των λαϊκών εξεγέρσεων, το οποίο όμως συμπυκνώνει το νόημά τους και, ενώ συνέβη πριν από 500 χρόνια, συνομιλεί άμεσα με το ζοφερό σήμερα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο εντέλει, που είναι υποψήφιος για το μεγάλο βραβείο International Booker 2021.
Ο Βυϊγιάρ μιλά για την αφύπνιση του «απλού ανθρώπου». Και εστιάζει τον φακό του στον λησμονημένο Τόμας Μύντσερ (Thomas Muntzer), τον ανυπότακτο 30άρη θεολόγο, τον σπουδαγμένο στη Λειψία, ο οποίος με τα γραπτά του και με τα φλογερά κηρύγματά του το 1522-1525 προκάλεσε έναν πρωτοφανή ξεσηκωμό των εξαθλιωμένων πληθυσμών της κεντροευρωπαϊκής υπαίθρου και των πόλεων. Εναν ξεσηκωμό που απλώθηκε από τη Νότια Γερμανία στην Αλσατία και στην Ελβετία και απείλησε τις δομές της εξουσίας και τους «δυνατούς», που «δεν εκχωρούν ποτέ τίποτα, ούτε ψωμί ούτε ελευθερία».
Στο αφήγημά του, πιάνει το νήμα από τα τέλη του 14ου αιώνα και από τον ξεσηκωμό των αγροτών ενάντια στον νέο κεφαλικό φόρο που ψηφίστηκε από τη Βουλή των Κοινοτήτων στη μεσαιωνική Αγγλία (1380). Και παρακολουθεί μια αλυσίδα τοπικών εξεγέρσεων μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα, οπότε το φαινόμενο κορυφώνεται στη Γερμανία. Είναι η εποχή που η τυπογραφία έχει επιτρέψει τη διάδοση άρα και την επανερμηνεία των Γραφών, και που το κίνημα της Μεταρρύθμισης των διαμαρτυρόμενων δείχνει σημεία συμβιβασμού. Τότε είναι που ο Μύντσερ αρχίζει να μιλά στους αναλφάβητους πιστούς τη γλώσσα που καταλαβαίνουν.
Η Βίβλος έχει μεταφραστεί, κι εκείνος κάνει το κήρυγμά του όχι στα λατινικά αλλά στα τσέχικα ή στα γερμανικά. Αλλά αντί να επικαλείται τον αγαθό λαό του Θεού, όπως σημειώνει ο Βυϊγιάρ, τον «βωβό, αξιολύπητο, συναινούντα λαό που τον ψεκάζουν αγιασμό», επικαλείται τον λαό που «βρωμάει, μουγγρίζει αλλά σκέφτεται κιόλας». Οπότε ο τοπικός ηγεμόνας της Θουριγγίας απειλεί με θάνατο όσους υπηκόους του προσέλθουν στις λειτουργίες.
Αυτό εξοργίζει τον Μύντσερ, κάτι σαν παραφροσύνη καταλαμβάνει την καρδιά του, υπενθυμίζει στη διδασκαλία του τη ρομφαία, η συμπαθούσα αφρόκρεμα αρχίζει να τον φοβάται, οι άλλοι ιεροκήρυκες παίρνουν αποστάσεις, μιλά για έναν κόσμο χωρίς προνόμια, χωρίς ιδιοκτησία, χωρίς κράτος. Οχι. Συναινετικά δεν γίνεται, μην κολακεύετε τους ηγεμόνες σας, φωνάζει.
Και επιτίθεται με πύρινες επιστολές στους κορυφαίους της ιεραρχίας. Ο Βυϊγιάρ τις έχει διαβάσει και παραπέμπει συχνά σ’ αυτές. Οι άρχοντες φταίνε οι ίδιοι που ο φτωχός άνθρωπος τους εχθρεύεται, γράφει ο Μύντσερ. Και ο Βυϊγιάρ σχολιάζει: «Ετσι είναι οι έξαλλοι. Πετάγονται μια ωραία πρωία από την κεφαλή των λαών, όπως τα φαντάσματα βγαίνουν από τους τοίχους».
Ολοι αυτοί οι ξεσηκωμοί στους οποίους αναφέρεται Ο πόλεμος των φτωχών πνίγηκαν στο αίμα, και οι πρωτεργάτες τους πέθαναν μετά από φριχτά βασανιστήρια. Αλλά το μήνυμα του αφηγήματος του Βυϊγιάρ δεν είναι η ήττα. Είναι η νίκη των συνειδήσεων που έχουν διαμορφωθεί μέσα από τις εξεγέρσεις, έχουν αποκτήσει φωνή, και πλέον ξέρουν τι διεκδικούν: την άρση της ανισότητας.
Αυτό κι αν είναι ένα επίκαιρο θέμα διεθνώς. Αλλοι συγγραφείς βυθίζονται στο παρελθόν προκειμένου να μιλήσουν αλληγορικά ή μεταφορικά για το παρόν. Ο Βυϊγιάρ κινείται αριστοτεχνικά στη μεθόριο της Ιστορίας με τη μυθοπλασία, συνδυάζει τη δράση με την κριτική ανάλυσή της, πολλαπλασιάζει τον αντίκτυπο της αφήγησης με ένα χειρουργικό μοντάζ εικόνων και λέξεων από το χτες και το σήμερα. Στα σύντομα αφηγήματά του, προκαλεί το αναγνωστικό κοινό να αναστοχαστεί τη σημερινή κοινωνικοπολιτική συνθήκη.
Ειδικά στον Πόλεμο των φτωχών υπογραμμίζει ότι δεν εξεγέρθηκε ο δίκαιος Θεός αλλά: η πείνα, η αρρώστια, η ταπείνωση, τα κουρέλια, η δεκάτη, το δικαίωμα πρώτης νυκτός, οι κομμένες μύτες, τα βγαλμένα μάτια, τα καμένα, χτυπημένα, μαχαιρωμένα σώματα, τα ψέματα που κατασκευάστηκαν, μεταφέρθηκαν, έγιναν δεκτά. Ομως η μνήμη των κατατρεγμένων σβήστηκε. «Κάποιοι γραφιάδες δέχτηκαν να πλαστογραφήσουν». Διότι έτσι γράφεται η ιστορία του νόμου και της τάξης…
Ο Βυϊγιάρ, που σπούδασε νομικά, πολιτικές επιστήμες και φιλοσοφία, κάνει μια μαρξιστική ανάγνωση της Ιστορίας, αλλά τα βιβλία του δεν είναι μανιφέστα. Συγκινούν, αλλά δεν απευθύνονται στο θυμικό του κοινού. Κι αυτός, όπως ο Μύντσερ, απευθύνεται στο μυαλό του.
Ο Ερίκ Βυϊγιάρ σχολιάζει την ελληνική επικαιρότητα και έχει ελπίδες
Ο Ερίκ Βυϊγιάρ δέθηκε με το ελληνικό αναγνωστικό κοινό όταν προσκλήθηκε στη Διεθνή Εκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης τον Μάιο του 2019. Σε όποια εκδήλωση συμμετείχε, γινόταν το αδιαχώρητο.
Τα σημαντικότερα βιβλία του, Ημερήσια διάταξη (Βραβείο Γκονκούρ, 2017), Κονγκό, 14η Ιουλίου, Ο πόλεμος των φτωχών (εκδ. Πόλις), καίρια μεταφρασμένα είτε από τον Μανώλη Πιμπλή είτε από τον Γιώργο Φαράκλα, έχουν πλέον αποκτήσει ένα ανήσυχο κοινό που ολοένα διευρύνεται.
Πώς βλέπει λοιπόν τα ελληνικά πράγματα ο Γάλλος συγγραφέας; Η νεολαία απαντά δυναμικά στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και πρακτικές των κυβερνώντων, ωστόσο στα φτωχοποιημένα κοινωνικά στρώματα δεν έχει ακόμα διαφανεί μια πλατύτερη αφύπνιση των συνειδήσεων όπως αυτή που προκάλεσε ο Μύντσερ. Αυτός ο άνθρωπος του Θεού ήταν αδιάλλακτος, δογματικός, πικρός, αλλά όχι φανατικός ούτε είχε αντιδραστικές ιδέες όπως πολλοί σημερινοί εκπρόσωποι της ελληνικής Εκκλησίας. Προκάλεσε ενδιαφέρον στον Ενγκελς, στον Κάουτσκι, στον Μπλοχ, επηρέασε τον Νίτσε. Ποιο χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του κέντρισε τον Βυϊγιάρ; Οπως έγραψε στην «Εφ.Συν.»:
«Το ότι ενδιαφέρθηκα για τον Μύντσερ οφείλεται στο ότι είναι ένας κληρικός, με άλλα λόγια ένας διανοούμενος της εποχής του, ο οποίος τάσσεται αποφασιστικά στο πλευρό του λαού. Είναι πια σπάνιο οι διανοούμενοι που, από τη φύση των πραγμάτων, απολαμβάνουν ορισμένα προνόμια και μια κάποια άνεση να ενδιαφέρονται για ομάδες λιγότερο ευνοημένες.
Ο Οργουελ λ.χ., γιος υπαλλήλου της αυτοκρατορικής διοίκησης στην Ινδία, έζησε μεταξύ Παρισιού και Λονδίνου σε μεγάλη ένδεια. Αυτή τη ζωή μέσα στη μιζέρια την περιέγραψε στο Οι άθλιοι του Παρισιού και του Λονδίνου, και τότε είναι που υιοθέτησε τα σοσιαλιστικά “πιστεύω” του. Ομως ο Μύντσερ πάει πιο μακριά. Δεν αρκείται στο να υπερασπίζεται τα συμφέροντα των πιο φτωχών αλλά θα υιοθετήσει και την άποψή τους. Με άλλα λόγια, αυτό που ορισμένοι βιογράφοι του στιγματίζουν ως ιδεολογική αβεβαιότητα, η γρήγορη ανέλιξή του, απρόοπτη, αποτυπώνει ακριβώς τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε το φρόνημά του.
Είναι γεγονός ότι ο Μύντσερ αναμορφώνεται δύο φορές. Την πρώτη φορά, επηρεασμένος από τον Λούθηρο, διακόπτει τις σχέσεις του με την Εκκλησία για λόγους συνέπειας σε πνευματικά ζητήματα. Τη δεύτερη φορά, η ίδια του η ζωή ως περιπλανώμενου σε διαρκή επισφάλεια, η συναναστροφή του με ποικίλες κοινωνικές τάξεις, πιο φτωχές, τον ωθούν να διακόψει με τον Λούθηρο. Αφήνεται τότε να προσηλυτιστεί σε έναν νέο χριστιανισμό, σε μια μεταρρύθμιση περισσότερο εξισωτική, κι αυτό γίνεται μέσα από ανθρώπους του λαού, ανθρώπους δηλαδή που υποτίθεται πως ξέρουν λιγότερα από εκείνον. Ακούει τους εμποράκους, τους τεχνίτες, τους μεταλλωρύχους, τους φοιτητές, κι αφήνεται να πεισθεί. Κι έτσι κλίνει προς μια μεταρρύθμιση όλο και περισσότερο κοινωνική, όχι πια εκκλησιαστική αλλά κοσμική.
Στην πραγματικότητα, αυτό που αντιλαμβάνεται ο Μύντσερ είναι ότι όλοι αυτοί που συναντά, εργάτες, τεχνίτες, φοιτητές, γνωρίζουν σε συγκεκριμένη βάση πολλά περισσότερα απ’ όσα ο ίδιος. Εχουν καθημερινές, χειροπιαστές εμπειρίες από τις πιο βαθιές ανισότητες.
Οπως λοιπόν οι εξεγερμένοι εκείνων των καιρών, αντίστοιχα και τα εξεγερσιακά κινήματα που συντάραξαν την Ελλάδα σχετικά πρόσφατα, ή τα “κίτρινα γιλέκα” στη Γαλλία, δεν είναι ανώδυνα επεισόδια. Σηματοδοτούν μια συλλογική βούληση για συντριβή των κοινωνικών ιεραρχιών, για να λυθούν τα μάγια της πολιτικής αντιπροσώπευσης, άρα εκφράζουν ό,τι πιο απομακρυσμένο από την υποταγή. Κουβαλούν μέσα τους το τεκμήριο ενός βαθύτατου μετασχηματισμού των συνειδήσεων. Απαίτησαν αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων, και, σε συνάρτηση μ’ αυτό, μια αναδιανομή του πλούτου με όρους μεγαλύτερης κοινωνικής ισότητας. Ηδη αυτά είναι ένας καλός λόγος για να ελπίζεις».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας