Κάποτε τον θεωρούσαμε ολιγογράφο και μας έλειπαν τα μυθιστορήματά του. Ο Γιώργος Συμπάρδης, βλέπετε, έκανε μεγάλη αίσθηση με το πρώτο του βιβλίο, το «Μέντιουμ» του 1987, και μετά, μέχρι να μας δώσει το δεύτερο, τον «Αχρηστο Δημήτρη», πέρασαν έντεκα ολόκληρα χρόνια. Αμετανόητος, άφησε να περάσουν άλλα δώδεκα μέχρι το τρίτο του, την «Υπόσχεση γάμου», που έτσι απλά, φυσικά και απολύτως δίκαια κέρδισε το 2012 το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος.
Και, μετά, προς μεγάλη μας χαρά, ο Γιώργος Συμπάρδης σαν να πήρε φόρα. Οι «Μεγάλες γυναίκες» του βγήκαν το 2015 και πριν από έναν μήνα, να το και το πέμπτο μέσα σε τριάντα χρόνια νέο μυθιστόρημά του, τα «Αδέλφια» (πάντα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο).
Και τι ιστορία! Τέλη της δεκαετίας του 1950 και αρχές του 1960, δύο αγόρια, με μικρή διαφορά ηλικίας, μεγαλώνουν σε ένα επαρχιακό, καλοβαλμένο, μικροαστικό σπίτι. Μια τυπική ελληνική οικογένεια. «Η “πιο” οικογένεια που μπορεί κανείς να έχει», λέει ο αφηγητής του βιβλίου, ο μικρότερος από τους δύο γιους. Ο πατέρας είναι «ένας πολύ βίαιος, αλλά εργατικός, φιλοπρόοδος και δίκαιος άνθρωπος», όπως τον περιγράφει ο ίδιος ο συγγραφέας. Η μητέρα, «υποτονική, αλλά και όμορφη».
Και ο μεγάλος αδελφός, ο Θανάσης, ο μόνος από όλα τα πρόσωπα της οικογένειας που έχει όνομα στο βιβλίο και, μάλιστα, «διπλής σημασίας», Αυτός είναι το κέντρο βάρους του μυθιστορήματος, ιδωμένος μέσα από τα μάτια του μικρότερου, που τον θαυμάζει, τον ζηλεύει, τον μισεί, τον αντιπαλεύει.
Που με τη σειρά του κι αυτός παίρνει μέρος στο σκληρό παιχνίδι ανάμεσά τους, αφού η αδελφική σχέση τους δεν είναι παρά μία συνεχής μάχη, που πότε φτάνει στα άκρα, πότε καταλαγιάζει, ακολουθώντας κάθε φάση της παιδικής και εφηβικής ζωής τους.
Το λογοτεχνικό σύμπαν του Συμπάρδη ήταν πάντα αινιγματικό, βαθύ, σκοτεινό, σεξουαλικά παράδοξο, μπορεί και νοσηρό. Με αυτό εντάχθηκε στους σπουδαίους της ελληνικής λογοτεχνίας. Αναζητά τους ήρωές του, γυναίκες και άνδρες, πότε στο περιθώριο, πότε στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Κυνηγούν την αγάπη και τον έρωτα σε πρόσωπα που αποκλίνουν από τις νόρμες.
Παραδίνονται στις ορμές μέσα σε μια συμβατική κοινωνική πραγματικότητα που δεν τους ορίζει. Αλλά χωρίς την αίσθηση της υπέρβασης, έτσι χαμηλότονα, χωρίς μεγάλα λόγια, υπόγεια και ανεκδήλωτα.
Με αυτή την έννοια, τα «Αδέλφια» ίσως και να ορίζουν ένα μικρό θεματολογικό άνοιγμα του Γιώργου Συμπάρδη, όσο κι αν παραμένουν κι εδώ σκοτεινά και ανεξήγητα τα πάθη που σπρώχνουν τον έναν αδελφό της ιστορίας του απέναντι στον άλλο. Ανεξήγητα, αλλά και οικεία. Μια ματιά γύρω μας (όχι μόνο μέσα μας) θα βρει πολλές «αδελφομαχίες», όπως τις λέει ο συγγραφέας. Και όχι, δεν προτείνω πολιτική ανάγνωση αυτού του τόσο σημαντικού μυθιστορήματος, χωρίς και να την αποκλείω.
• Αφήσατε τις ωραίες σας γυναίκες, που –τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται εμένα– σας απασχολούσαν κυρίως στα δύο τελευταία σας μυθιστορήματα «Υπόσχεση γάμου» και «Μεγάλες γυναίκες», και πιάσατε στα «Αδέλφια» τους άνδρες και, μάλιστα, τους άνδρες που μάχονται ο ένας τον άλλο.
Μα ο εμφύλιος διχασμός, όπως και ο πόλεμος άλλωστε, είναι κυρίως ανδρική υπόθεση, το γνωρίζουμε ήδη από τον Αριστοφάνη. Για την αντιπαλότητα και τα καθέκαστα του ανταγωνισμού ανατρέχουμε στην Ιλιάδα και στους άρρενες ήρωές της, και για τα ενδοοικογενειακά πάθη πηγαίνουμε ακόμα πιο πίσω, στη Βίβλο.
Ανδρες είναι οι πρωταγωνιστές της αδελφομαχίας εκεί· δεν είναι γυναίκες. Γυναικείο θέμα είναι η οδυνηρή εχθρότητα ανάμεσα σε μητέρα και κόρη, και ανδρικό ζήτημα η διαδοχή: ο Κρόνος που τρώει τα παιδιά του ή ο γιος που εκθρονίζει τον πατέρα. Στη δική μου ιστορία, στα «Αδέλφια», ο μεγάλος αδελφός στην αρχή μάχεται τον πατέρα, στη συνέχεια συμβασιλεύει μαζί του κι αργότερα πρόκειται να τον διαδεχτεί.
• Το φύλο των βασικών ηρώων είναι κάτι που ενδεχομένως παιδεύει τον συγγραφέα ή όχι; Εσάς;
Ενα ισχυρό μοτίβο όλων των μυθιστοριών μου πιστεύω ότι είναι το φύλο των ηρώων τους. Στα «Αδέλφια», το 14ο κεφάλαιο φέρει τον τίτλο «Ποιος αγαπάει τις γυναίκες». Η διαδικασία της κατανόησης του άλλου φύλου, ενός άγνωστου κόσμου μέσω του οποίου ο άνδρας ανδρώνεται, με προβληματίζει, και γι’ αυτό το ποιος, γιατί και με ποιους τρόπους αγαπάει τις γυναίκες με απασχολεί. Και είναι επίσης αλήθεια ότι το άλγος της αγάπης, του άνδρα ιδιαίτερα, με συγκινεί.
Τα «Αδέλφια» δεν είναι πάντως ένα βιβλίο ξεκομμένο από τα προηγούμενα. Είχα γράψει τα πρώτα του κεφάλαια όταν έκανα ένα διάλειμμα στις «Μεγάλες γυναίκες». Ο νεαρός τους ήρωας Σταύρος είναι ένα πρόπλασμα ενός εκ των δύο αδελφών, του τοποθετημένου στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 νεαρού επαναστάτη Θανάση.
• Δεν ξέρω γιατί, ίσως γιατί ήταν τόσο έντονο και πειστικό το βιβλίο, ίσως γιατί ένιωθα μια μεγάλη αίσθηση ανάγκης να σας οδηγεί σ’ αυτό, ήθελα να πιστεύω ότι ο αφηγητής, ο μικρός αδελφός, είστε εσείς. Εν πάση περιπτώσει, έχετε καθόλου αυτοβιογραφικά στοιχεία στο βιβλίο;
Αυτοβιογραφικά στοιχεία στα «Αδέλφια» υπάρχουν αρκετά. Ο παππούς μου από την πλευρά της μητέρας μου λεγόταν πράγματι Χρίστος. Για τα γυναικεία πρόσωπα, που περιγράφονται στο βιβλίο, η απαρχή ήταν υπαρκτή, μου δόθηκε κάποια αφορμή, αλλά οι χαρακτήρες τους και κυρίως οι ιστορίες τους είναι όλες επινοημένες.
Κι ένας ξάδελφός μας ονόματι Μιχαλάκης ήταν πράγματι ταξιτζής και οδηγούσε μια Κάντιλακ. Αλλά μέχρι εκεί. Τα υπόλοιπα πρόσωπα, κυρίως τα βασικά, και πάνω απ’ όλους ο Θανάσης, έχουν «μυθοποιηθεί», με την έννοια ότι έχουν αναχθεί σε κάτι άλλο, διαφορετικό, μεγαλύτερο και σημαντικότερο, προκειμένου να «απαθανατιστούν» ως πρόσωπα μυθιστορήματος.
Τύχη αγαθή το έφερε μερικά ονόματα (όχι όλα) πραγματικών προσώπων και μερικά επαγγέλματα, μέχρι και υπαρκτές οικοδομές της οικογένειας και της πόλης, να συμπέσουν και να ταιριάξουν προκειμένου να υπηρετήσουν το «οικοδόμημα» του μυθιστορήματος που έγραφα. Εννοώ ότι πρόθεση αυτοβιογράφησης δεν είχα και ότι τα «Αδέλφια», ακόμα κι αν το αίσθημά τους είναι βιωμένο, αυτοβιογραφία δεν είναι. «Ψευδοβιογραφία - ψευδο/αυτο/βιογραφία για την ακρίβεια» το χαρακτήρισε ο Δημήτρης Ραυτόπουλος σε ένα κείμενό του που δεν έχει ακόμα δημοσιευτεί. Κι εγώ θα συμφωνήσω μαζί του απολύτως.
• Πώς ξεκίνησε το βιβλίο; Ποιο ήταν το θέμα που ψάχνατε, που θέλατε να αναδείξετε;
Το ποίημα «Κτίσται», το πρώτο που δημοσίευσε ο Καβάφης τον Οκτώβριο του 1891 στο αθηναϊκό περιοδικό «Αττικόν Μουσείον», υπογράφοντάς το με τα αρχικά Κ.Φ.Κ., στάθηκε μία από τις αφορμές για να γράψω τα «Αδέλφια». Γι’ αυτό και ο πρώτος στίχος του ποιήματος, που λέει ότι «η Πρόοδος οικοδομή είναι μεγάλη», μπήκε ως μότο και, μάλιστα, με τυπογραφικά στοιχεία μεγαλύτερα του συνήθους, κάπως σαν να αποτελεί έναν δεύτερο, διαφωτιστικότερο τίτλο του βιβλίου.
Οι χτίστες στο ποίημα περιγράφονται ως «αγαθοί εργάται», ένα λεκτικό σχήμα που χρησιμοποίησα κι εγώ στο βιβλίο μου, ενώ ο κόπος τους αποδεικνύεται μάταιος. Η Πρόοδος των κοινωνιών είναι οικοδομή ανέφικτη, συμπεραίνει ο ποιητής. Αν και δεν είμαι έτοιμος να συμφωνήσω, αλλά ούτε και να διαφωνήσω μαζί του, συμμερίζομαι την παρομοίωση της Προόδου με οικοδομή, μια οικοδομή πολυεπίπεδη, που είναι εξαιρετικά δαιδαλώδης και γι’ αυτό δύσβατη, γεμάτη κακοτεχνίες, που δύσκολα περιγράφεται και μένει στο τέλος ημιτελής.
• Θέλετε να πείτε ότι ο αναγνώστης του μυθιστορήματος πρέπει να προσέξει ιδιαίτερα, εκτός από το βασικό θέμα, και το επάγγελμα, τη δραστηριότητα του μεγάλου αδελφού, που είναι χτίστης; Η ανοικοδόμηση της μετεμφυλιακής Ελλάδας ήταν στο μυαλό σας;
Τα «Αδέλφια» δεν είναι, βέβαια, ένα αλληγορικό μυθιστόρημα (ευτυχώς, επιτρέψτε μου να πω) κι έτσι ο αναγνώστης δεν συναντάει καμιά σπουδαία οικοδομή στις σελίδες του. Σπίτια και κυρίως σπιτόπουλα, όπως το απαιτούν οι δεκαετίες του ’50 και του ’60, χτίζονται πολλά και οι χτίστες πρωταγωνιστούν, αλλά η «μεγάλη οικοδομή» απουσιάζει.
Οσο το έγραφα, δούλευα έχοντας κατά νου τον προσωρινό τίτλο εργασίας «τα θεμέλια», που σημαίνουν την απαρχή της ιστορίας και την εδραιωμένη συνέχειά της, την παιδική-εφηβική ηλικία και την εξίσου στρεβλή, αν και ολωσδιόλου διαφορετική, ενηλικίωση των δύο νεαρών ηρώων της εντός της ίδιας οικογένειας, και τις συνέπειές της αργότερα.
Και φυσικά, δεν με ενδιέφερε η ανοικοδόμηση αλλά τα θεμέλια της σημερινής «οικοδομής» και τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της μεγάλης εικόνας και του τόπου μας από τον πόλεμο και μετά. Κατέληξα στα «Αδέλφια», στον τωρινό τίτλο, γιατί είναι περισσότερο ευθύς και αποδίδει καλύτερα πιστεύω την ουσία της ιστορίας μου, φωτίζοντας ίσως ταυτόχρονα και μια πιο αισιόδοξη πλευρά της.
• Δύο γονείς, κατά τεκμήριο καλοί, ένα σπίτι χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Πώς γίνεται ένα παιδί με προοπτικές, ένας άριστος μαθητής, ένας «σημαιοφόρος», να βάζει τρικλοποδιές στη ζωή του από τόσο μικρός, να παίρνει έναν δύσκολο δρόμο; Με ποιον παλεύει; Τι σκοτάδι κρύβεται μέσα του;
Ούτε κι εγώ γνωρίζω. Ο μικρός αδελφός, που αφηγείται την ιστορία, ήδη από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου δίνει μιαν απάντηση. Μας λέει ότι ο μεγάλος αδελφός δραπέτευε γιατί ήθελε, σαν παιδί που ήταν, να παίξει. Ο Θανάσης από τη μία μεριά είναι ένας άριστος μαθητής και από την άλλη καλείται να δουλέψει στο καφενείο του πατέρα.
Κάνει μια υπερπροσπάθεια να ανταποκριθεί και στα δύο καθήκοντα, αλλά αποτυγχάνει και στη συνέχεια τιμωρεί τον πατέρα, ο οποίος απαιτεί από τον πρωτότοκο γιο του να αριστεύσει και την ίδια στιγμή τιμωρεί και τον εαυτό του. Είναι μια μερική εξήγηση αυτή, η απλοϊκή εξήγηση του μικρού αδερφού, ο οποίος, σαν μικρό παιδί που είναι, θέλει κι αυτός να παίξει. Ο αναγνώστης, ο οποίος καλείται, όπως πάντα καλείται ο αναγνώστης, να νοηματοδοτήσει τις πράξεις των ηρώων, ενδέχεται να δώσει μιαν άλλη απάντηση.
• Γιατί διαλέγετε σαν αφηγητή τον μικρό αδελφό, τον «αδικημένο» της υπόθεσης;
Γιατί ο μικρός αδελφός είναι εκείνος που σκέφτεται. Ο μεγάλος αδελφός κάνει ό,τι κάνει και ο πατέρας, συνεχώς «χτίζει», ενδεχομένως σαθρά οικοδομήματα, δεν έχει σημασία· ενώ ο μικρός σκέπτεται και μέχρι τέλους αδρανεί. Ως «αδικημένο» της υπόθεσης εγώ πάντως θα χαρακτήριζα τον μεγάλο αδελφό – αυτός είναι ο χαρισματικός και ταλαντούχος.
• Για άλλη μια φορά σε έργο σας αφήνετε ανοιχτά θέματα. Γιατί αυτή η σκληρή, άγρια σχέση μεταξύ των δύο αδελφών δεν παίρνει καθαρή εξήγηση;
Γιατί τα θέματα παραμένουν ανοιχτά. Αν κοιτάξουμε γύρω μας, στο κοινωνικό μας περιβάλλον, στις συντροφιές των φίλων μας, στην οικογένειά μας την ίδια, αλλά και βαθύτερα μέσα μας, θα διαπιστώσουμε ότι το χάσμα παραμένει αγεφύρωτο και στο συλλογικό και στο ατομικό επίπεδο. Επιθυμεί ο ένας αδελφός να πείσει τον άλλο αδελφό να τον πάρει με το μέρος του και να γίνει μαζί του ένα αδιαίρετο όλο, και αυτό είναι αδύνατον. Η αδελφομαχία συνεχίζεται και απάντηση για το εάν ποτέ θα τελειώσει δεν δίνεται.
• Γιατί, λοιπόν, διαλέξατε γι’ αυτή την «αδελφομαχία» τις δεκαετίες ’50 και ’60. Γιατί γυρνάτε πίσω; Μια τέτοια ιστορία δεν θα μπορούσε να είναι στο σήμερα;
Η ιστορία των δύο αδελφών θα μπορούσε να τοποθετηθεί και στο σήμερα, όμως εκείνο στο οποίο απέβλεπα ήταν το παρελθόν και τα θεμέλια πάνω στα οποία χτίστηκε και εδράζεται το παρόν. Η εποχή του μυθιστορήματος ήταν μια εποχή στην κόλαση και δεν τη νοσταλγώ, αλλά η περιγραφή της με ενδιέφερε, και όσο έγραφα μου άρεσε πολύ. Ισως γιατί μου πάει, που λένε.
Η παραφορτωμένη εικόνα της Ελευσίνας με απωθεί
• Η γενέθλια πόλη σας, η Ελευσίνα, είναι αναγνωρίσιμη στο μυθιστόρημα.
Η Ελευσίνα δεν κατονομάζεται και περιγράφεται με τρόπο ελλειπτικό, αλλά αποτελεί το σκηνικό όλων σχεδόν των επεισοδίων του μυθιστορήματος. Γράφοντας, την είχα διαρκώς μπροστά στα μάτια μου –τους δρόμους, τις πλατείες, τα σπίτια της ένα προς ένα– και ταυτόχρονα παρέλειπα να ονοματίσω τα πολύ γνωστά και πολυχρησιμοποιημένα στοιχεία της ταυτότητάς της.
Αντί για το πασίγνωστο Θριάσιο Πεδίο, ονομάτισα το λιγότερο γνωστό, αλλά εξίσου ίσως εκτεταμένο Ράριο Πεδίο, όπως επίσης και ένα μάλλον άγνωστο τοπωνύμιο, τη Σκάλα του Μαρνέρη. Αντί για τα συνήθως μνημονευόμενα Ελευσίνια Μυστήρια προτίμησα τη χοντροκομμένη μαρμάρινη προτομή του Ρωμαίου αυτοκράτορα και ευεργέτη της πόλης, Αντωνίνου.
Η παραφορτωμένη εικόνα, που έχει ήδη από καιρό φιλοτεχνηθεί για την Ελευσίνα, και η υπεραναπτυγμένη μυθολογία της με απωθούσαν. Εν πάση περιπτώσει, δεν ανταποκρίνονταν στη δική μου «πόλη» και γι’ αυτό θέλησα να την επανασυστήσω. Ηταν κάτι που χρωστούσα, αλλά ήταν δύσκολο, και δεν γνωρίζω αν και πόσο τα κατάφερα.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας