Την άνοιξη του 1820, ο γυμνόστηθος κορμός μιας γυναίκας ξεπροβάλλει κάτω από την αξίνα του Γιώργου ή Θεόδωρου Κεντρωτά, φτωχού γεωργού στη Μήλο. Η χώρα του βρίσκεται κάτω από ξένο ζυγό και αρχαιοκάπηλοι εποφθαλμιούν την ιστορία και τους θησαυρούς της. Ο χωρικός σαγηνεύεται από την ομορφιά του αγάλματος, όμως θέλει να γλιτώσει από την ανέχεια κι έτσι παίρνει την απόφαση να το πουλήσει. Από το νησί του Αιγαίου, η Αφροδίτη-δίχως-χέρια θα βρεθεί στην Πόλη του Φωτός. Και εκεί θα τη θαυμάζει η οικουμένη.
Αυτή η γνωστή ιστορία των αρχών του 19ου αιώνα γίνεται η αφετηρία ενός αλληγορικού μυθιστορήματος, εξαιρετικά επίκαιρου και τολμηρού, που σχολιάζει την υπαρξιακή σχέση των νεοελλήνων με την αρχαία κληρονομιά τους, κάτω από τη σκιά της οικονομικής, ανθρωπιστικής και αξιακής κρίσης των αρχών του 21ου αιώνα. Είναι ο «Ελληνας ασθενής», το ένατο λογοτεχνικό έργο που έχει εκδώσει μετά το 1996 η καθηγήτρια Ψυχολογίας Φωτεινή Τσαλίκογλου: ένα μυθιστόρημα πιο φιλόδοξο, πιο σύνθετο, πιο αυτοβιογραφικό, αλλά και σαφώς πιο πολιτικό από όλα τα προηγούμενά της.
Ο Ελληνας ασθενής είναι ο γεωργός της Μήλου που ερωτεύτηκε μια μαρμάρινη γυναίκα. Είναι και ο γιος του που πολέμησε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σημαδεύτηκε από τις θηριωδίες του, αργότερα έγινε δάσκαλος, παθιάστηκε έως συντριβής για να μυήσει στον μαγικό κόσμο της γνώσης μια δωδεκάχρονη ετοιμοθάνατη μαθήτρια, και το 1980, στα γεράματά του, αυτοκτόνησε σε ψυχιατρείο της Ελβετίας. Είναι τέλος και ο εγγονός του -όλοι με το ίδιο όνομα- που είναι ηθοποιός και υποδύεται τους απόντες, τη γυναίκα και την κόρη του που τον εγκατέλειψαν.
Ολοι τους εξιδανίκευσαν και δαιμονοποίησαν γυναίκες σωματικά ή ψυχικά τραυματισμένες, που τους στοίχειωσαν και έφυγαν από τα χέρια τους. Ολοι τους έφτιαξαν κατά βούληση νέες πραγματικότητες, νέες κανονικότητες. Ολοι τους έπασχαν από μια ιδιότυπη μορφή εμψυχωτικής τρέλας. Ομως, στην τσακισμένη από την κρίση Ελλάδα του 21ου αιώνα, Ελληνες ασθενείς μπορεί να είναι και όλοι οι πολίτες τούτης της σύγχρονης χώρας που έχουν μια νοσηρή σχέση με την ελληνική κληρονομιά.
Η Τσαλίκογλου μιλά με λόγο λυρικό και υποψιασμένο σε τούτο το βιβλίο της, εναλλάσσοντας εικόνες αφαιρετικές και σκληρές, πάντα προσπαθώντας να ανοίξει με τη λογοτεχνία νέους δρόμους για την κατανόηση του ανθρώπινου ψυχισμού. Οπως σχολιάζει στην «Εφ.Συν.»: «Η έννοια του ακρωτηριασμένου αγάλματος κρύβει μια αναφορά και στη χώρα και στη γλώσσα και στον ψυχισμό. Σε μια εποχή, όπως η σημερινή, που είναι ταυτισμένη με αξεπέραστες αβεβαιότητες και ερωτηματικά που δεν επιδέχονται ακαριαίες απαντήσεις, σε μια εποχή όπου ο άνθρωπος λυγίζει κάτω από το βάρος της ανεπάρκειάς του, σαν να υπάρχει μια άρνηση να εναρμονιστούμε με αυτό που μας περιτριγυρίζει.
»Σαν να μην αντέχει ο ναρκισσισμός μας να ψηλαφίσει τις ρωγμές, τις ελλείψεις, τα θραύσματα. Σαν να προτιμά την ψευδαίσθηση ότι είναι δυνατό όλα να τα καταφέρει. Η αρχαιότητα αυτό ακριβώς επαναφέρει στο προσκήνιο: την ουτοπία του “όλου”».
• Με το καινούργιο μυθιστόρημά σας και με την αλληγορική αναφορά σας στην Αφροδίτη της Μήλου πραγματεύεστε την υπαρξιακή σχέση των νεοελλήνων τόσο με τις αρχαιότητες, που όλη η Δύση δοξάζει στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου, όσο και με την Αρχαιότητα που δεσπόζει στο παρελθόν μας και ορίζει τις συντεταγμένες του «καλού καγαθού» στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Γιατί λοιπόν μας αντιμετώπισαν ως «ασθενείς», σχεδόν ως «τρελούς», οι εταίροι μας στην Ε.Ε.; Ποια είναι η «ασθένειά» μας;
Ο τόπος μας, ήδη από τον 18ο αιώνα, προσφέρεται για την κατασκευή της αφήγησης μιας καταγωγής. Αν οι Ευρωπαίοι λάτρεψαν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό είναι γιατί θέλησαν να κατασκευάσουν ένα φωτεινό μύθο για τις σκοτεινές ρίζες τους. Την απαράμιλλη ομορφιά της απαρχής ζήλεψαν, αυτήν θέλησαν να οικειοποιηθούν. «Αυτή η ομορφιά μάς ανήκει», είπαν. Η ιδιοκτησία, ακόμη και ως κλοπή, επιτρέπει τέτοιες αυθαιρεσίες. Δεν ήταν τελικά το μικρό κράτος που έφτιαξε στη συνέχεια ο Καποδίστριας, δεν ήταν γι’ αυτό που ο Σέλεϊ έλεγε «Είμαστε όλοι Ελληνες» και ο Μπάιρον έδινε τη ζωή του.
Τη δική τους καταγωγή αναζητούσαν οι Ευρωπαίοι όταν αγωνίζονταν για τη δική μας ανεξαρτησία. Κανένας άνθρωπος, κανένας λαός δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τον μύθο της καταγωγής. Η Ελλάδα τούς προσέφερε αυτόν τον μύθο. Η συνέχεια της Ιστορίας έδειξε πόσο οι μύθοι βαραίνουν και πληγώνουν. Παράγουν ασθένειες.
Η εξιδανίκευση βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τη δαιμονοποίηση, τη διάψευση, την επιθετικότητα. Η αποκαθήλωση είναι το κρυφό alter ego κάθε εξιδανίκευσης. Η ελληνολατρία εκτρέφει την ελληνοφοβία. Η δαιμονοποίηση παραμόνευε. Το ιδεατό υπονομεύτηκε, όχι μόνο από τους Ευρωπαίους εταίρους μας, τους εραστές του παρελθόντος μας, αλλά και από εμάς τους ίδιους. Η μοίρα του κάθε ιδεώδους κρύβεται στην αποκαθήλωσή του.
• Μέσα από τα πάθη των πρωταγωνιστών σας, του Θεόδωρου Κεντρωτά που ανακάλυψε και πούλησε το άγαλμα της Αφροδίτης αλλά και των απογόνων του, κάνετε παράλληλα ένα σκληρό κοινωνικό σχόλιο για το τι θεωρείται «υγιές» και τι «μη υγιές» για την εκάστοτε καθεστηκυία τάξη, άρα και άξιο αποκλεισμού ή όχι από το κοινωνικό σώμα. Ως ψυχολόγο, τι σας θυμώνει στη σημερινή Ελλάδα;
Ο ήρωάς μου πάσχει, νοσηλεύεται, παραληρεί, το ίδιο κι ο γιος του, το ίδιο κι ο πρόγονός του, όλοι έχουν το ίδιο όνομα. Η τρέλα τους είναι έμπλεη νοήματος. Μια δεξαμενή σημασιών. Πιστεύω ότι η διαταραχή μάς επιτρέπει να ψηλαφίσουμε τον ψυχισμό μας στις πιο σκοτεινές του εκφάνσεις. Χωρίς αυτά τα σκοτάδια, το όποιο φως της υγείας μόνο ως απατηλό εκλαμβάνεται.
Στη σημερινή Ελλάδα εκείνο που με θυμώνει, ή μάλλον με θλίβει, και κάποιες στιγμές φοβάμαι ότι με παγώνει, είναι η απίστευτη ευκολία με την οποία κατανέμουμε τον κόσμο σε καλούς και κακούς. Ενας πίνακας του Ιερώνυμου Μπος που με ανατρίχιαζε απεικονίζει αυτό που προσπαθώ να πω: οι άγγελοι και οι διάβολοι κι ανάμεσά τους μια διαχωριστική γραμμή με τις φλόγες της κολάσεως. Το βασίλειο της σχάσης.
Σε όλα μου τα μυθιστορήματα πασχίζω τους ήρωες μου να τους κάνω αληθινούς μέσα από τη δυνατότητά τους που έχουν να αναρωτιούνται συνεχώς για τον εαυτό τους, να τον υποβάλουν σε εξοντωτικές αυτοπαρατηρήσεις, να μην ησυχάζουν ποτέ λέγοντας «είμαι καλός, αλάνθαστος». Αυτό μου λείπει σήμερα και στον δημόσιο λόγο. Αυτή η δυνατότητα αυτοκριτικής και αυτοβασανισμού που ίσως θα ήταν σωτήρια. Δίχως αυτό, συρρικνώνεται και φτωχαίνει η ζωή μας. Και δεύτερη ζωή δεν υπάρχει... Είναι μια σκοτεινή εποχή. Εν τέλει με θυμώνει η οσμή του αίματος. Μια οσμή που θρέφει αδιάκριτα, απελπισμένους, επιτήδειους έμπορους και νεκροθάφτες.
• Το μυθιστόρημα περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά σας στοιχεία: σπουδάσατε στη Γενεύη και κάνατε την ειδίκευσή σας στην ελβετική κλινική όπου αυτοκτονεί ο Ελληνας πρωταγωνιστής σας. Η ψυχοθεραπεύτρια που τον αναλαμβάνει αναποτελεσματικά, παραπέμπει στην πρώτη ψυχοπαθή με την οποία ασχοληθήκατε στην επιστημονική διαδρομή σας. Γιατί επιστρέφετε εκεί;
Πράγματι η Ζοέλ ήταν το πρώτο πλάσμα με ψύχωση που συνάντησα στη ζωή μου στην ελβετική κλινική που περιγράφω στο βιβλίο μου. Ηταν μόλις 23 ετών, όσο ήμουν κι εγώ τότε. Θα μπορούσα να ήμουν εγώ. Ιδιο σουλούπι, ίδια μαλλιά. Ιδιο ύψος. Μια διαφορά: Εκείνη ήταν βαριά άρρωστη. Είχε βγάλει τα ματιά της με βελόνες πλεξίματος. Κι εγώ φορούσα μια άσπρη μπλούζα του «νέου ειδικού». «Pourquoi?» ψέλλισα στον περίφημο καθηγητή Ajuriaguerra. Mε κοίταξε σοβαρά: «Κάποιες φορές στην ψύχωση κάνεις κακό στον εαυτό σου, μήπως και νιώσεις ότι είσαι ζωντανός μέσα από τον πόνο». «Γιατί;» ρώτησα ξανά, σαν να μην έφτανε αυτό.
Μισό αιώνα μετά, εξακολουθώ να ρωτάω «γιατί;», καμιά απάντηση να μη μου φτάνει και να ψάχνω, να δοκιμάζω, να πειραματίζομαι με απαντήσεις για την ανθρώπινη οδύνη μέσα από τη λογοτεχνική γραφή. Ο «Ελληνας ασθενής» χωρίς να έχει τίποτα το αυτοβιογραφικό, είναι το πιο «αυτοβιογραφικό» μου μυθιστόρημα. Γίνεται; Μα βέβαια. Ισως διότι γράφεις για να μάθεις ποιος είσαι, πώς μπορείς να είσαι, ποιος ήσουν, ποιος θα είσαι μετά, όταν θα έχεις φύγει για λίγο...
• «Να πεθαίνεις είναι να φεύγεις για λίγο». Μια δική σας φράση που αντιστρέφει έναν περίφημο στίχο, ο οποίος έχει σχολιαστεί από πολλούς συγγραφείς, μεταξύ τους και από τον Ντε Μισέ. Ποιο είναι το νόημά της για εσάς υπό το φως της κρίσης που σημάδεψε το ξεκίνημα του 21ου αιώνα;
Το ασυνείδητό μας δεν γνωρίζει τον θάνατο. Ενα μικρό επίσης παιδί ή ένα ψυχικά άρρωστο άτομο δυσκολεύεται όχι να δεχτεί, αλλά να κατανοήσει το «ποτέ πια». Η λογοτεχνία, όπως και το όνειρο, διατηρεί προνομιακή σχέση με το ασυνείδητο. Οι λέξεις ανασταίνουν απουσίες. Η μαγεία της γραφής: να μην πεθαίνεις. Κι όσοι αγαπάς κι αυτοί ποτέ να μην πεθαίνουν,... για λίγο μόνο να φεύγουν. Είναι η Μητέρα όλων των φαντασιώσεων. Το βιβλίο μου θα μπορούσε να είχε ως τίτλο «Συνομιλώντας με το ανέφικτο».
Από αυτή τη συνομιλία ο Ελληνας ασθενής αντλεί την ιδιαιτερότητα της ύπαρξής του. Κάποιος δεν θα δίσταζε να τον πει «άρρωστο», «ψυχασθενή», «τρελό». Πόσο τρελός πρέπει να είσαι για να συνομιλείς με ένα ακρωτηριασμένο άγαλμα;
Ενας τραυματισμένος άνθρωπος, όπως μια τραυματισμένη χώρα, είναι ένα στόμα ανοιχτό στην οδύνη. Εδώ όμως παραμονεύει και ο πειρασμός μιας μεγάλης δύναμης. Η αναμέτρηση με το ιδεώδες της πληρότητας κρύβει αφόρητες ματαιώσεις. Το άτρωτο είναι η ουτοπία μιας παιδικής παντοδυναμίας: αργά ή γρήγορα θρυμματίζεται. Είναι θέμα χρόνου η διάψευση να γεννήσει μνησικακία, απαξίωση, αυτο-απαξίωση, θλίψη, βία, οργή, θυμό. Το στοίχημα είναι, κάποια επιτέλους στιγμή να γίνει κατανοητή η πανουργία της εξιδανίκευσης.
• Από πού αντλείτε δύναμη για να σκέφτεστε το μέλλον;
Από τις αναπάντεχες στιγμές διαρροής στην πόλωση γύρω μας, που αναβλύζουν αβίαστα εκεί που δεν το περιμένεις, όταν όλα σε τρέχουν στον γκρεμό, όταν μοιάζει να μην υπάρχει έλεος, όταν όλα μοιάζουν ψεύτικα, στημένα, ιδιοτελή, μικρόψυχα. Στιγμές όπου ανοίγει την αγκαλιά του ο κόσμος και, έστω για μια στιγμή, μοιάζει άλλος. Είναι οι στιγμές που στον νου μου έρχεται ο Καμί, ο οποίος είχε πει για τον πόλεμο στην Αλγερία: «Ανάμεσα στη δικαιοσύνη και τη μητέρα μου, διαλέγω τη μητέρα μου». Τέτοιες «Στιγμές-Μητέρας» με κάνουν να αντλώ δύναμη για το μέλλον.
«H Αφροδίτη της Μήλου δεν θα ασκούσε γοητεία αν δεν ήταν ακρωτηριασμένη»
• Μήπως το διαβατήριο της σημερινής Ελλάδας στη Δύση είναι τα «κομμένα χέρια» της; Μήπως η Ελλάδα παρουσιάζει ενδιαφέρον για τη διεθνή κοινότητα ως άλλη Αφροδίτη, επειδή ακριβώς είναι (και για όσο καιρό θα είναι) ακρωτηριασμένη; Μήπως οι «ασθενείς» προσφέρονται για περισσότερες... αξιοποιήσεις από τους «υγιείς»;
Εχω την αίσθηση ότι η Αφροδίτη της Μήλου δεν θα ασκούσε τη διαχρονική γοητεία που ασκεί αν δεν ήταν ακρωτηριασμένη. Το θραύσμα είναι πιο δυνατό από το όλο. Το θραύσμα γνωρίζει όλα όσα η ενότητα, μέσα στην πλασματική της επάρκεια, αγνοεί. Το θραύσμα είναι η υπενθύμιση μιας ενότητας των πραγμάτων που μόνο ως φαντασίωση υπάρχει στο μυαλό μας. Η φθορά καθρεφτίζει καλύτερα την πραγματικότητα που ζούμε.
Eίναι μια ίδια πραγματικότητα που το θραύσμα μοιράζεται με τη λογοτεχνική γραφή: εφήμερη, αποσπασματική, κατακερματισμένη, σε αναζήτηση σταθερών που δεν υπάρχουν, σε αναζήτηση μιας ολότητας που δεν υπήρξε ποτέ. Από το «είμαστε όλοι Ελληνες» περάσαμε στο «είστε όλοι ανάξιοι του παρελθόντος σας, καταχραστές, τεμπέληδες κ.λπ. κ.λπ.». Να θυμηθούμε εδώ το εξώφυλλο του γερμανικού περιοδικού «Focus», με το υψωμένο δάχτυλο της Αφροδίτης. Μέσα από τον μηχανισμό της ταύτισης με τον επιτιθέμενο η αυτοεικόνα του νεοέλληνα, όταν απομακρύνεται από το «ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε» τροφοδοτείται από την ενσωμάτωση της αυτο-απαξίωσης στην «ψωροκώσταινα».
Ανάμεσα στο ένδοξο παρελθόν και το χαμερπές παρόν, η αλήθεια χτίζεται και χάνεται. Για ποια αλήθεια όμως μιλάμε; Για εικόνες, κατασκευές και αναπαραστάσεις πρόκειται. Κοιτάμε μέσα σε παραμορφωτικούς καθρέφτες προσπαθώντας να συλλάβουμε ένα πρόσωπο.
Το δικό μας. Το ένδοξο παρελθόν μας μόνο όταν χάσει την αυτάρκεια και τη μεγαλοσύνη της δόξας του, μόνο όταν δοθεί στη γύμνια και στην αποσπασματικότητά του μπορεί σήμερα να γίνει δικό μας και να μας ανυψώσει. Αναρωτιέμαι αν είναι τώρα η στιγμή, απελευθερωμένοι από τα βαρίδια της εξιδανίκευσης και της δαιμονοποίησης, να οδηγηθούμε σε πιο ρεαλιστικές παραδοχές... Να ζήσουμε ως ενήλικες και όχι ως ουτοπικά βρέφη. Μήπως είναι τώρα η στιγμή να πούμε για τη χώρα ό,τι και για την ίδια τη ζωή: «Δεν είναι ποτέ ούτε τόσο όμορφη ούτε τόσο άσχημη όσο τη φανταζόμαστε, είναι όμως το μόνο που έχουμε».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας