Την ώρα που η προσφυγική εμπειρία έχει την τιμητική της στη 15η Διεθνή Εκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, η ιστορικός Αιμιλία Σαλβάνου, που διδάσκει στο ΑΠΘ και στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο, στρέφει την προσοχή μας προς τη μνήμη των μοντέρνων προσφύγων, ως δυναμικό φαινόμενο σε διάλογο με την ευρωπαϊκή και την ελληνική Ιστορία. Η μελέτη της για τη «Συγκρότηση της προσφυγικής μνήμης» αναφέρεται στους Θρακιώτες του 1922, όμως απαντά σε ερωτήματα που αφορούν και τους πρόσφυγες του 21ου αιώνα
Την περίοδο 2006-2008, η Αιμιλία Σαλβάνου συμμετείχε σε ένα κρατικό πρόγραμμα ελληνομάθειας για μετανάστες. Μέσα από τη σχέση μαζί τους, οι ιστορικές σπουδές της, το διδακτορικό της για τους Θρακιώτες πρόσφυγες του ’22, οι προβληματισμοί της για τη συνθήκη της ετερότητας στον 21ο αιώνα, απέκτησαν ευρύτερη προοπτική.
Επειτα συνδέθηκε με το Ερευνητικό Δίκτυο για τη Διαπολιτισμική Μνήμη στην Ευρώπη (ISTME) και σήμερα, που διδάσκει πια στο Πανεπιστήμιο, μπορεί να αναλύσει με τον πιο γλαφυρό και καλά τεκμηριωμένο τρόπο ότι η μνήμη των προσφύγων δεν έχει να κάνει μονάχα με τις εμπειρίες τους στο παρελθόν αλλά και με τις προσδοκίες τους για το μέλλον. Δεν περιορίζεται στην ανάμνηση του τραύματος της προσφυγιάς, αλλά ανοίγεται σε μια αναδιαπραγμάτευση που επανασυγκροτεί την ταυτότητά τους. Οι πρόσφυγες επινοούν τον εαυτό τους σε συνάρτηση με την ενσωμάτωσή τους ή όχι στις χώρες της εγκατάστασής τους.
Η Σαλβάνου το εξηγεί στην «Εφ.Συν.», με αφορμή τη Συγκρότηση της προσφυγικής μνήμης. Το παρελθόν ως ιστορία και πρακτική (εκδ. Νεφέλη). Μια μελέτη, που τοποθετεί την ελληνική περίπτωση στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο και είναι γραμμένη, όπως είπε η Μάρω Δούκα, «σαν μεταμοντέρνο μυθιστόρημα». Μιλά για το 1922 όμως αφορά και το σήμερα. Διότι έχουμε γίνει πλέον φορείς της εθνικής μνήμης εκείνης της προσφυγιάς, αλλά ταυτόχρονα είμαστε βυθισμένοι στην κρίση της σύγχρονης προσφυγιάς. Ως εν δυνάμει πρόσφυγες όλοι μας, υπογραμμίζει η συγγραφέας.
• Οι Θρακιώτες του βιβλίου σας θα μπορούσαν άραγε να βοηθήσουν έναν υπουργό Μεταναστευτικής Πολιτικής να προχωρήσει σε μια πιο δημοκρατική διαχείριση του προσφυγικού φαινομένου;
Στη βασική του προβληματική το παράδειγμα των Θρακιωτών, που αναγκάζονται να φύγουν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά από το ’22, θα μπορούσε πράγματι να έχει μια χρησιμότητα. Διότι από τη μια δείχνει πως όταν βρισκόμαστε στη δίνη μεγάλων ιστορικών φαινομένων -όπως ήταν τότε ο Παγκόσμιος Πόλεμος και σήμερα το προσφυγικό φαινόμενο- δεν έχει νόημα να προσπαθούμε να ελέγξουμε τη δυναμική τους με μικροπολιτική διαχείριση. Χρειάζεται πολιτική γενναιότητα και προσαρμοστικότητα. Η ακαμψία οδηγεί σε ρήγματα.
Από την άλλη, αποτελεί ένα παράδειγμα για το πώς η «ετερότητα» μπορεί να μετατραπεί σε πλούτο για μια κοινωνία. Σήμερα η προσφυγιά, που τότε ήταν «ρετσινιά», είναι κομμάτι της πολιτισμικής μας ταυτότητας. Ομως για να ενταχθούν οι πρόσφυγες πρέπει να τους δώσουμε «φωνή». Να συμμετέχουν στην κουλτούρα μας, να τους πείσουμε ότι έχουν μέλλον μαζί μας. Πρωτοβουλίες όπως η έκδοση της νεανικής προσφυγικής εφημερίδας «Αποδημητικά Πουλιά» είναι σημαντικές, αλλά δεν αρκούν. Χρειάζονται γενναίες πολιτικές αποφάσεις.
• Εστιάζετε ως ιστορικός στον «Μοντέρνο Πρόσφυγα». Δεν υπήρχαν παλαιότερα πρόσφυγες στην Ελλάδα;
Βέβαια! Ηδη από την Ελληνική Επανάσταση. Ομως, από τις αρχές του 20ού αιώνα οι προσφυγικές μετακινήσεις πυκνώνουν και συνδέονται με ευρύτερες ανακατατάξεις στην Ευρώπη, με τη μετάβαση από τις αυτοκρατορίες στα εθνικά κράτη. Στους Βαλκανικούς Πολέμους π.χ., οι Μουσουλμάνοι εξαναγκάζονται να φύγουν από τα Βαλκάνια προς τη Μικρά Ασία και οι εθνοκαθάρσεις μεταξύ των χριστιανικών εθνών αναγκάζουν μεγάλες ομάδες να μετακινηθούν από το ένα βαλκανικό κράτος στο άλλο.
Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα φαινόμενα εντείνονται. Η έννοια του «Μοντέρνου Πρόσφυγα» περιγράφει ακριβώς αυτές τις μαζικές μετακινήσεις στις αρχές του 20ού αιώνα αλλά και το πώς οι πρόσφυγες έγιναν διακριτό κοινωνικό υποκείμενο, γύρω από το οποίο δημιουργήθηκαν φορείς και έγιναν θεσμικές παρεμβάσεις.
• Οι πρόσφυγες του 1922, όμως, φαίνεται να ξεχωρίζουν...
Βεβαίως, γιατί το 1922 ξεριζώθηκε όλος σχεδόν ο χριστιανικός πληθυσμός της Μικράς Ασίας. Οταν έφτασαν οι πρόσφυγες στην Ελλάδα, αποτελούσαν το 1/5 του πληθυσμού, οπότε προκλήθηκε μιας τεράστιας έκτασης ανθρωπιστική κρίση. Μια άλλη διαφορά είναι ότι ενώ ερχόμενοι έχουν από τη Συνθήκη της Λωζάννης πολιτικά δικαιώματα, οι ίδιοι διεκδικούν την ιδιότητα του «πρόσφυγα». Και βέβαια αποκτούν διακριτή πολιτική παρουσία ως πρόσφυγες.
Ψηφίζουν μονοκούκι Βενιζέλο, με πολύ μικρές αποκλίσεις. Μαζικά επίσης γίνεται η στροφή προς την Αριστερά και, αργότερα στην Κατοχή, προς το ΕΑΜ. Επίσης, από τις πρώτες δεκαετίες της έλευσής τους, υπήρχαν ομάδες μορφωμένων και λογίων («διανοούμενοι-γέφυρες»), που προσπαθούσαν να οργανώσουν τη μνήμη τους και να την ενσωματώσουν στην εθνική μνήμη. Ετσι διαμορφώθηκε ένα νέο αφήγημα για την ελληνικότητα, το οποίο τους συμπεριλαμβάνει.
• Παρ’ όλα αυτά, η ελληνική κοινωνία επέμενε για αρκετό καιρό να τους αποκαλεί «τουρκόσπορους»...
Ο πόλεμος, η ήττα, ο Εθνικός Διχασμός, η οικονομική δυσπραγία, είχαν κουράσει τους Ελληνες, που προέβαλαν στους πρόσφυγες την ευθύνη για όσα είχαν συμβεί. Ομως ο χαρακτηρισμός «τουρκόσπορος» αντανακλά κάτι περισσότερο: τον φόβο μπροστά στο ανοίκειο. Οι πρόσφυγες ήταν φορείς μιας κουλτούρας με την οποία δεν ήταν εξοικειωμένοι οι ντόπιοι.
Είχαν αλλάξει οι πόλεις, είχαν αποκτήσει νέους ήχους, χρώματα, μυρωδιές. Για τους ντόπιους, οι πρόσφυγες ήταν ξένοι και, συνεπώς, «επικίνδυνοι». Είχαν ενεργοποιηθεί παρόμοια αντανακλαστικά με αυτά που ενεργοποιούνται και σήμερα. Ωστόσο, δεν ήταν όλοι οι πρόσφυγες μια ενιαία ομάδα. Οι διαφορές μεταξύ τους ήταν τεράστιες. Και η συμπεριφορά απέναντί τους διαφορετική.
• Το διακύβευμα τότε -όπως ενδεχομένως και σήμερα- ήταν η ενσωμάτωση των προσφύγων. Σ’ αυτήν συνέβαλε η «προσφυγική μνήμη». Πώς;
Η μνήμη των προσφύγων του 1922, όπως την καταλαβαίνουμε σήμερα, είναι άρρηκτα δεμένη με τις στρατηγικές ενσωμάτωσης: είναι το αποτέλεσμα, όχι η γραμμή αφετηρίας της. Η ανησυχία των προσφύγων ήταν μήπως το αντίτιμο της ενσωμάτωσης ήταν η αφομοίωση, μήπως χαθούν οι μνήμες και το παρελθόν τους. Υπήρχαν πολλές και πολύ διαφορετικές μεταξύ τους εμπειρίες ξεριζωμού.
Διανοούμενοι, λοιπόν, προσφυγικής καταγωγής, ενταγμένοι στα ανώτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, ανέλαβαν να «μεταφράσουν» το παρελθόν των προσφύγων ώστε να συνομιλήσει με το εθνικό παρελθόν (Δοξιάδης, Κουρτίδης, Μανουηλίδης, Τσούντας κ.ά.). Παράλληλα διαμορφώθηκαν κοινότητες μνήμης στο εσωτερικό των προσφυγικών κοινοτήτων.
Οι προσφυγικοί σύλλογοι ανέπτυξαν μια σειρά από πρακτικές (περιοδικά, υποτροφίες, προικοδοτήσεις κ.λπ.) και συνέβαλαν ώστε να διαμορφωθεί σταδιακά η μνήμη των προσφύγων στον τριπλό άξονα της ελληνικότητας, της προσφυγικής ιδιότητας και της εθνοτοπικής καταγωγής. Προς την ίδια κατεύθυνση συνέβαλε και η συγκέντρωση των προφορικών μαρτυριών και της παράδοσης των προσφύγων από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών κ.ο.κ.
• Εάν οι πρόσφυγες δεν ήταν Ελληνες και Χριστιανοί άραγε θα προχωρούσε η ενσωμάτωσή τους στις αρχές του 20ού αιώνα; Και σήμερα; Οι πρόσφατες εκδηλώσεις ρατσισμού απέναντι στους πρόσφυγες στη Μυτιλήνη δείχνουν το αντίθετο...
Νομίζω πως εάν υπάρχει η πολιτική βούληση, οι διαδρομές που θα ακολουθήσει η ενσωμάτωση θα βρεθούν. Παρόμοιες εντάσεις είχαμε και τότε, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των προσφύγων και τις εφημερίδες της εποχής. Φαίνεται ότι η κοινή θρησκεία και εθνικότητα δεν μπόρεσε να αντισταθμίσει τον φόβο του ανοίκειου. Ομως καθώς το ανοίκειο μετατρεπόταν σιγά-σιγά σε περισσότερο γνώριμο, ο φόβος υποχωρούσε και άρχισαν οι άνθρωποι να εστιάζουν περισσότερο σε όσα τους ενώνουν παρά σε αυτά που τους χωρίζουν.
Η εθνική ταυτότητα και η θρησκεία πάντα αποτελούν στοιχεία πάνω στα οποία αναπτύσσονται δεσμοί οικειότητας, αλλά δεν είναι τα μόνα. Δεσμοί οικειότητας αναπτύσσονται και μέσα από την καθημερινότητα των ανθρώπων και τις πρακτικές δυσκολίες της, μέσα από το μοίρασμα των ονείρων και των αγωνιών για το μέλλον, μέσα από τη συμμετοχή σε μια πολιτική κοινότητα. Αρα, το στοίχημα σήμερα είναι πώς θα φτιάξουμε εκείνο το πεδίο που θα επιτρέψει μια πιο ουσιαστική και συστηματική αλληλεπίδραση.
• Πώς σχολιάζετε την παρουσία προσφυγικών συλλόγων στο συλλαλητήριο για το «Μακεδονικό»;
Το πρόσφατο συλλαλητήριο στη Θεσσαλονίκη είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα. Εκεί είδαμε προσφυγικούς συλλόγους -αλλά όχι μόνο προσφυγικούς, είδαμε και τους Κρήτες λ.χ.- να προβάλλουν την ταυτότητά τους μέσα σ’ ένα πλαίσιο αναγνώρισης των τοπικών ταυτοτήτων. Πρόκειται για ένα αίτημα υπαρκτό, καθ’ όλα νόμιμο και εν δυνάμει γόνιμο. Ταυτόχρονα, όμως, το πλαίσιο στο οποίο συνέβη ήταν πολιτικό και έβριθε από εθνικιστικές κορόνες.
Οι τοπικές ταυτότητες, αντί να προβάλλονται αυτόνομα, λειτουργούσαν υποστηρικτικά νομιμοποιώντας και ενισχύοντας τις κορόνες αυτές. Και δεν ήταν η μόνη φορά. Πρακτικές σαν και αυτές καταλήγουν να αποδυναμώνουν τις ίδιες τις τοπικές ταυτότητες, αφού από πολιτισμικές μετατρέπονται σε πολιτικές ταυτότητες. Ο πλούτος τους θα μπορέσει να αναδειχθεί μόνο εφόσον βρεθεί μια ισορροπία: από τη μια σεβασμός και αναγνώριση των τοπικών ταυτοτήτων, από την άλλη αποδέσμευσή τους από τον εθνικισμό.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας