Δάσκαλος Ελληνικών στην Τουρκία και συγγραφέας νουάρ ιστοριών που επικεντρώνονται στην Ελλάδα, ο Βασίλης Δανέλλης γράφει αστυνομικά χωρίς αστυνομικούς! Το νέο του μυθιστόρημα, «Νεκρές ώρες», καθρεφτίζει την πιο σκοτεινή πλευρά της επικαιρότητας και διαβάζεται απνευστί. Με αυτή την αφορμή μιλώντας στην «Εφ.Συν.» υπογράμμισε τον ρόλο που έπαιξε η επίσης συγγραφέας και θεία του, Τιτίνα Δανέλλη, τόσο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του όσο και στην εξέλιξή του: «Από παιδί με προμήθευε συνεχώς βιβλία»
Ο Βασίλης Στεφανάκος, περιβόητος πρώην βαρυποινίτης και μεγάλο όνομα της νύχτας, δολοφονήθηκε πριν από ένα μήνα στο Χαϊδάρι με έναν τρόπο που θύμιζε εκτέλεση συμβολαίου θανάτου. Οι νεκρολογίες του από τα ΜΜΕ έμοιαζαν με υπαρξιακά πορτρέτα του.
Κάπως έτσι διαβάζεται και το πορτρέτο του εκτελεστή- αφηγητή στο τέταρτο μυθιστόρημα του Βασίλη Δανέλλη, που μόλις κυκλοφόρησε με τίτλο Νεκρές ώρες (εκδ. Καστανιώτη). Ενα μυθιστόρημα σκληρό, στεγνό και στυγνό, που «τρέχει» με έναν λόγο απέριττο και κοφτό σε μια Ελλάδα με πολλές σκοτεινές πλευρές, τόσο «νουάρ», ώστε ο αναγνώστης -όπως και ο πρωταγωνιστής- νιώθει μπλεγμένος σε ένα παιχνίδι μεγαλύτερο απ’ όσο φανταζόταν. Και το χειρότερο: δεν ξέρει καν ποιοι το παίζουν.
Ως τώρα, τα χτυπήματά του εξυπηρετούσαν έναν συγκεκριμένο άνθρωπο: έναν εφοπλιστή. Αλλά τώρα, μετά τον μάγειρα του πλοίου, τον πρώτο μηχανικό, την Αργεντίνα που έκανε κονσομασιόν σε λιμανίσιο μπαρ, τον άντρα της ΕΥΠ στη Μυτιλήνη, τον δικαστή και την εισαγγελέα που σκάλιζε ένα σκάνδαλο λαθρεμπορίας πετρελαίου, ο σύνδεσμός του τού ζήτησε να βγάλει από τη μέση τον ίδιο τον εφοπλιστή!
Τι στο διάολο συμβαίνει; Ο εκτελεστής αισθάνεται ότι γερνάει, ότι δεν είναι πια αρκετά γρήγορος, ότι είναι ευάλωτος από τότε που έσωσε μια κακοποιημένη γυναίκα, ότι είναι αναλώσιμος. Αλλά και πάλι: ξέρει ότι έχει «αρκετή εμπειρία για να μην το βάλει στα πόδια και για να μη γίνει παράτολμος, για να βρει τον τρόπο να ξεφύγει χωρίς να τον πιάσουν αλλά και για να μη μιλήσει εάν τελικά δεν τα καταφέρει».
Τριάντα έξι χρονών σήμερα, ο Βασίλης Δανέλλης ήταν μόλις είκοσι εννιά και εργαζόταν ως δημοσιογράφος όταν κυκλοφόρησε το πρώτο του αστυνομικό, τη Μαύρη μπύρα, που έχει μεταφραστεί και στα τουρκικά. Τώρα η γραφή του έχει ωριμάσει, κι αυτό αποτυπώνεται στις Νεκρές ώρες όπου καταφέρνει να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη με ένα αστυνομικό μυθιστόρημα… χωρίς αστυνομικούς και χωρίς τιμωρία (το επισήμανε και ο ομότεχνός του Φίλιππος Φιλίππου), χτίζοντας έναν χαρακτήρα που γίνεται ανθρώπινος χωρίς να γίνεται συμπαθής.
Μια ισορροπία δύσκολη που μοιάζει να καθρεφτίζει τις ισορροπίες στις οποίες ειδικεύεται ο Δανέλλης, που ζει μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και εργάζεται ως συγγραφέας νουάρ ιστοριών αλλά και ως δάσκαλος ελληνικών σε ενήλικες σε ένα φροντιστήριο ξένων γλωσσών και στο Σισμανόγλειο Μέγαρο του ελληνικού προξενείου στην Κωνσταντινούπολη!
• Ο Στεφανάκος έλεγε ότι «δεν θα πείραζα ούτε μυρμήγκι για χρήματα» ενώ ο πρωταγωνιστής σου θεωρεί ότι «ο πληρωμένος θάνατος είναι μια δίκαιη συναλλαγή». Σε τι διαφέρουν μεταξύ τους και τι συμβολίζουν στο σημερινό τοπίο του εγκλήματος;
Ο πρωταγωνιστής μου δεν κινεί τα νήματα, δεν παίρνει αποφάσεις. Απλώς κάνει τη δουλειά του. Η πραγματική ιστορία, στην οποία θα μπορούσε να πρωταγωνιστεί ένας «Στεφανάκος», είναι έξω από το βιβλίο.
Γι’ αυτό στο μότο του βιβλίου μου υπάρχει και η αναφορά στο έργο του Τομ Στόπαρντ «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί», το οποίο αφηγείται την ιστορία δύο ασήμαντων χαρακτήρων από τον «Αμλετ» του Σέξπιρ. Δεν είμαι σίγουρος ότι είμαι σε θέση να απαντήσω για το σημερινό τοπίο του εγκλήματος, αλλά πιστεύω ότι λογοτεχνικά οι «ασήμαντοι» χαρακτήρες αξίζουν ιστορίες στις οποίες να πρωταγωνιστούν οι ίδιοι.
• Τι σε οδήγησε, ειδικά σήμερα, να διαλέξεις ως μυθιστορηματικό ήρωα έναν επαγγελματία δολοφόνο που εκτελεί συμβόλαια θανάτου, χωρίς τύψεις και χωρίς έλεος;
Διάλεξα έναν εκτελεστή, γιατί ήθελα να τονίσω την αντίθεση μεταξύ θανάτου και θνητότητας. Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας είναι απολύτως εξοικειωμένος με τον βίαιο θάνατο, αλλά δυσκολεύεται να αποδεχτεί ότι γερνάει. Ακριβώς επειδή δεν είναι συμπαθής και δεν επιτρέπει στον αναγνώστη να ταυτιστεί μαζί του, τονίζει πιο έντονα το ανθρώπινο, το υπαρξιακό στοιχείο της ιστορίας.
• Οι Νεκρές ώρες διαδραματίζονται στην Ελλάδα της κρίσης. Τι έχει αλλάξει στο οργανωμένο έγκλημα αυτά τα τελευταία χρόνια;
Δεν είμαι ιδιαίτερα εξοικειωμένος με το οργανωμένο έγκλημα για να γνωρίζω πολλά. Αλλά αυτό που ξέρω είναι ότι λειτουργεί ως επιχείρηση και προφανώς επηρεάζεται από τους κανόνες της αγοράς, έστω κι αν κινείται στις γκρίζες ζώνες της. Το ίδιο, όμως, δεν συμβαίνει και με όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις; Εκείνες με τις offshore στα εξωτικά νησιά της Καραϊβικής; Φαντάζομαι λοιπόν ότι η κρίση θα έχει επηρεάσει περισσότερο τους μικροεγκληματίες και τους κατώτερους στην κλίμακα του οργανωμένου εγκλήματος, παρά τα «μεγάλα κεφάλια».
• Στο τέλος του μυθιστορήματός σου αναφέρεσαι σε μια υπόθεση που θυμίζει αυτήν του «Νoor 1», με μια προβολή στο μέλλον. Τι μπορεί να σταματήσει το έγκλημα; Ή αλλιώς -όπως θα το έλεγε ο Τζον Λε Καρέ- πώς μπορεί «η κοινωνία να κοιμάται ήσυχη τα βράδια»;
Η υπόθεση του «Noor 1» είναι εντελώς μυθιστορηματική κι είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσε να εμπνεύσει πολλές αστυνομικές ιστορίες. Το εντυπωσιακό με το οργανωμένο έγκλημα είναι ότι κάθε φορά που νομίζεις ότι τα έχεις δει όλα, συμβαίνει κάτι ακόμα πιο εντυπωσιακό.
Δεν νομίζω ότι μπορεί να σταματήσει. Η φράση του Λε Καρέ είναι πολύ όμορφη, αλλά δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια δικαιολογία για να νομιμοποιήσει ηθικά –πρώτα στον εαυτό του και μετά σε εμάς τους υπόλοιπους- τη δράση της Βρετανικής Μυστικής Υπηρεσίας Πληροφοριών ΜΙ6. Κι ο Στεφανάκος πίστευε ότι ήταν ευεργέτης, και μπορεί πράγματι να ήταν για κάποιους, ίσως κι αρκετούς. Αγιάζει ο σκοπός τα μέσα; Αυτό το ερώτημα βασανίζει τον Λε Καρέ στα βιβλία του, και νομίζω ότι ο προβληματισμός του μάς αγγίζει όλους, γιατί κανείς μας δεν μπορεί να είναι όσο καλός θα ήθελε.
• Εχεις εγκατασταθεί στην Ιστανμπούλ από το 2009, όμως από τότε άλλαξαν πολλά στο πολιτικό σκηνικό και το καθεστώς Ερντογάν γίνεται όλο και πιο αυταρχικό. Σκέφτεσαι καθόλου να φύγεις;
Η Κωνσταντινούπολη είναι μια μοναδική πόλη με πολλές ομορφιές. Αυτό που με γοητεύει περισσότερο όμως είναι οι φοβερές αντιθέσεις της. Είναι μια μεγαλούπολη και, όπως η Νέα Υόρκη ή το Λονδίνο, είναι από τη μία κοσμοπολίτικη και μαγευτική κι από την άλλη χαώδης και επικίνδυνη. Το πολιτικό σκηνικό στη χώρα, αλλά και στην περιοχή, αλλάζει ραγδαία. Πολλοί ξένοι, και Ελληνες ανάμεσά τους, έχουν φύγει τα τελευταία χρόνια, ειδικά μετά την απόπειρα πραξικοπήματος. Υπάρχει προβληματισμός σχετικά με το μέλλον, αλλά προς το παρόν δεν σκέφτομαι να φύγω.
• Θεωρείς πως το έγκλημα στην Τουρκία είναι πιο βάρβαρο, πιο αποχαλινωμένο απ’ ό,τι στην Ελλάδα;
Η βία στην Τουρκία, και όχι μόνο το έγκλημα, είναι πιο άγρια, σε μεγαλύτερη κλίμακα, και βεβαίως οι αιτίες που την προκαλούν είναι πολύ πιο σύνθετες.
• Είσαι δραστήριο μέλος της Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (ΕΛΣΑΛ). Ποιο είναι το ειδικό βάρος αυτού του λογοτεχνικού είδους στο σημερινό ελληνικό πολιτισμικό τοπίο;
Η ελληνική αστυνομική λογοτεχνία βρίσκεται σε σταθερή άνοδο. Εκτός από την αύξηση στον αριθμό των συγγραφέων και των βιβλίων, υπήρξαν και άλλες «εξελίξεις», όπως η ίδρυση της ΕΛΣΑΛ και η πλούσια δραστηριότητά της, η οποία περιλαμβάνει από διοργάνωση ημερίδων μέχρι έκδοση συλλογικών τόμων.
Ακολούθησαν η έκδοση της πρώτης επιθεώρησης αστυνομικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα, το The Crimes and Letters Magazine, αλλά και η διεξαγωγή επιστημονικών συμποσίων και ενός Διεθνούς Συνεδρίου Αστυνομικής Λογοτεχνίας από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), και φυσικά οι πρόσφατες βραβεύσεις αστυνομικών μυθιστορημάτων. Σιγά σιγά η αστυνομική λογοτεχνία κερδίζει όχι μονάχα συγγραφείς και αναγνώστες, αλλά και κριτικούς και την ακαδημαϊκή κοινότητα, και ελπίζω ότι το ενδιαφέρον αυτό δεν θα είναι παροδικό, αλλά θα καλλιεργηθεί περαιτέρω.
• Γιατί δεν περιλαμβάνεις αστυνομικούς στις… αστυνομικές ιστορίες σου;
Είναι συνειδητή επιλογή. Οταν διηγείσαι μια ιστορία από τη σκοπιά του αστυνομικού, αναπόφευκτα δίνεται βάρος στην πλοκή και στο «ποιος το έκανε» ή στο «πώς θα τον πιάσουν». Εμένα με ενδιαφέρουν περισσότερο τα υπαρξιακά αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν οι χαρακτήρες. Γιατί έκαναν τις συγκεκριμένες -πάντα λάθος στα αστυνομικά- επιλογές; Πώς προσπαθούν να τις διαχειριστούν; Πώς προσπαθούν να τις δικαιολογήσουν;
Μπορούν να βρουν την ευτυχία μέσα σ’ έναν κόσμο τόσο βίαιο; Επίσης, πιστεύω ότι το νουάρ ως είδος, ή υποείδος, της αστυνομικής λογοτεχνίας έχει μια συγκρουσιακή σχέση με την εξουσία. Σε ένα νουάρ μυθιστόρημα ο σκοπός δεν είναι να αποκατασταθεί η έννομη τάξη, αλλά να φανεί πώς ένα βίαιο και αδίστακτο σύστημα, είτε είναι το κράτος είτε κάποιος άλλος μηχανισμός, τσακίζει όποιον προσπαθεί να το αμφισβητήσει ή να πάρει την τύχη στα χέρια του.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας