Ο υπαρξισμός, το φιλοσοφικό ρεύμα που άνθησε στη Γαλλία και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο πήρε χαρακτηριστικά πνευματικού κινήματος, στην Ελλάδα εμφανίστηκε με πολλές ιδιαιτερότητες, με ένα ιδιαίτερο στιλ τέχνης αλλά κυρίως εκκεντρικής διασκέδασης.
Οι πρώτοι Ελληνες υπαρξιστές εμφανίζονται, μετά την απελευθέρωση, στα 1945-46, μέσα από παρέες νέων, για να ακολουθήσει τη δεκαετία του 1950 η… διασημότερη «ιπτάμενη παράγκα» του «Σίμου του υπαρξιστή», η οποία «καταδιώχθηκε» και… κατεδαφίστηκε από το πουριτανικό μετεμφυλιακό κράτος.
Η… χαρτογράφηση αυτών των παρεών μοιάζει, πλέον, λίγο δύσκολη. Φαίνεται ότι υπήρχαν ανάμεσά τους σπουδαίοι καλλιτέχνες, που αργότερα θα γνωρίσουν παγκόσμια αναγνώριση, παιδιά πλούσιων οικογενειών που αμφισβητούν την κοινωνική τάξη τους αλλά και ορισμένα φτωχόπαιδα.
Ωστόσο, από τους περισσότερους αναγνωρίζεται ότι «αρχηγός» στους λεγόμενους «ανεύθυνους» ήταν η Λίλη Μακ, μια κοπέλα που έγινε γνωστή για την ομορφιά της, τους έρωτες που ενέπνευσε αλλά και τις εκκεντρικότητές της.
Η Λίλη (το πραγματικό της όνομα ήταν Ελισάβετ Ιβάνωφ) γεννήθηκε το 1925 στην Τεχεράνη, όπου είχαν καταφύγει οι γονείς της φεύγοντας από τη Ρωσία μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ηταν μορφωμένη, με σπουδές στο Αμερικανικό Κολέγιο και στο Γαλλικό Ινστιτούτο, και είχε έναν μικρό ρόλο στη ταινία «Ραγισμένες καρδιές» του Ορέστη Λάσκου, που προβλήθηκε το 1945.

Μητέρα της ήταν η γνωστή -τότε- ως η «μονόφθαλμη του Κολωνακίου», μια επίσης όμορφη Ρωσίδα, η Ελενα Κουρμπάσκαγια, που φορούσε συνέχεια ένα μαύρο μαντίλι όπως οι πειρατές και υπήρχαν διάφοροι μύθοι για το πώς έχασε το μάτι της.
Ο γιος της, αδελφός της Λίλης, Βλαδίμηρος, ο Βόβας, όπως τον αποκαλούσαν, που βρέθηκε κάποια διαστήματα στη φυλακή για ξυλοδαρμούς, έλεγε, όπως περιγράφει ο Μενέλαος Λουντέμης στο αυτοβιογραφικό έργο του «Το κρασί των δειλών» (εκδόσεις Δωρικός, σελ. 64-75), ότι της έβγαλε το μάτι ο άνδρας της με τον σουγιά του «για να τη σιχαθούν οι θαυμασταί της. Το περίεργο είναι ότι μόλις την είδε έτσι τη σιχάθηκε ο ίδιος και έφυγε».
Πραγματικά ο Πωλ Μακ (Πάβελ Πέτροβτς Ιβάνωφ, το όνομά του, αργότερα διάσημος ζωγράφος) εγκατέλειψε, το 1931, την οικογένειά του και έφυγε από την Αθήνα αρχικά για το Παρίσι και αργότερα για το Βέλγιο, χωρίς να επιστρέψει ποτέ.
Ο Λουντέμης, που διώχθηκε για τις ιδέες του, περιγράφει διεξοδικά τη γνωριμία του με τον Βόβα στο τμήμα μεταγωγών στη διάρκεια κοινής κράτησής τους.

Ο Βόβας, που τότε κρατούνταν για τον ξυλοδαρμό ενός χωροφύλακα, αναγνωρίζει το πάθος του για το ποτό και μιλάει στον μεγάλο συγγραφέα για την αδελφή του, η οποία χαρακτηρίζεται «η μεγαλύτερη καρδιοκλέφτρα της Αθήνας».
Οπως διηγούνταν ο Βόβας Μακ, η αδελφή του είχε εγκατασταθεί στην Υδρα «σ’ έναν γκρεμό, πέρα σ’ ένα ακρωτήρι και φτιάχνει κανάτια» και συνδεόταν με τον γιο του «βασιλιά της σαμπάνιας», τον οποίο «δεν τον αφήνει να δεχθεί ούτε μια δεκάρα από το σπίτι του. Τον φοβερίζει ότι μόλις πάρει και το παραμικρό τσεκ θα τον διώξει».
Στο τρίτο αυτοβιογραφικό βιβλίο του της σειράς «Σαρκοφάγοι» («Ο άγγελος με τα γύψινα φτερά», «Δωρικός», σελ. 265- 277) ο Μενέλαος Λουντέμης περιγράφει το ταξίδι του στην Υδρα, στη διάρκεια μιας σύντομης αποφυλάκισής του, το 1954, για να συναντήσει τη Λίλη Μακ, την «Αντζουλίνα», όπως την έλεγαν οι Υδραίοι. «μια σειρήνα με χυτά χρυσά μαλλιά», η οποία ζούσε πουλώντας τα κανάτια που έφτιαχνε καθώς, όπως είχε πει η ίδια, «τον άντρα μου τον έδιωξα μαζί με τα λεφτά του».
Εκείνη τη χρονιά, το 1954, το μετεμφυλιακό κράτος έθεσε υπό διωγμό το νεότερο υπαρξιστικό στέκι, την «ιπτάμενη παράγκα» του Σίμου Τσαπνίδη, έπειτα από μόλις δύο χρόνια λειτουργίας του. Η κατηγορία ήταν ότι είχε μεταβληθεί σε «κέντρον διαφθοράς».
Η ανοησία και η υποκρισία του ακραίου μετεμφυλιακού κράτους φαίνονται, ξεκάθαρα, σήμερα διαβάζοντας σε εφημερίδες της εποχής τα ονόματα των προσωπικοτήτων, του καλλιτεχνικού, δημοσιογραφικού και του πνευματικού κόσμου, που συμμετείχαν, κατά καιρούς, στα πάρτι στην παράγκα, στην οδό Σαρρή 29, στου Ψυρρή.

Στην ουσία, όπως είχε επισημάνει ο Αλέκος Σακελλάριος σε άρθρο του για την «παράγκα», κρινόταν «κατά πόσον οι Ελληνες υπαρξισταί δικαιούνται να είναι υπαρξισταί και να κυκλοφορούν ελευθέρως».
Μάρτυρες κατηγορίας ήταν ένας αστυνομικός και ένας αξιωματικός του Ναυτικού, που χαρακτήρισαν την «παράγκα» κέντρο παρανομιών, με στοιχεία όπως ένα ποίημα που εξυμνούσε τον έρωτα και κάποια σκίτσα, ενώ φαίνεται ότι… επιβαρυντικό ήταν ακόμα και το μούσι πολλών νεαρών!
Στην πραγματικότητα η «ιπτάμενη παράγκα», που ονομάστηκε έτσι ευρηματικά από τον δημοσιογράφο Κ. Αβραμόπουλο, σε ένα από τα πολλά ρεπορτάζ του για το «στέκι» στην εφημερίδα «Εμπρός», δεν ήταν παρά ένας χώρος εκκεντρικής διασκέδασης, πολλές φορές θορυβώδους και ενοχλητικής για τους γείτονες.
Συμμετέχοντες ήταν «κύριοι αριστοκρατικά ντυμένοι, κυρίες με γούνες και σαρίκια και νέοι με φιόγκους» και παρδαλά πουκάμισα. Ολοι αυτοί οι ετερόκλητοι θαμώνες «χοροπηδούσαν υπό τους ήχους τριών πικάπ -που το καθένα έπαιζε διαφορετικό τραγούδι- ανάμεσα σε μουσαμάδες αυτοκινήτων, σε ρόδες ποδηλάτων και σε κουβάδες».
Οι δε… μεζέδες τους απλωμένοι σε 18 ραπτομηχανές, που σχημάτιζαν τραπέζι, ήταν ελιές, ρέγκες, ωμά λαχανόφυλλα και κρεμμύδια αλειμμένα με γιαούρτι…
Είναι φανερό ότι επρόκειτο για μια νεολαία που ζητούσε έναν διαφορετικό, ίσως αντισυμβατικό τρόπο διασκέδασης και εκτόνωσης μετά τη σκληρή δεκαετία της Κατοχής και του Εμφυλίου.
Και παρότι ο «αρχηγός» Σίμος, ένας ευφυής Δραπετσωνίτης με καταγωγή από τον Πόντο, που δούλευε ως τσαγκάρης, δήλωνε υπαρξιστής, οπαδός του Σαρτρ, θεωρείται ότι περισσότερο γοητεύτηκε από τα γλέντια των Παρισινών υπαρξιστών παρά από την ίδια τη θεωρία του Γάλλου φιλόσοφου.
Οπως και να έχει, αυτό το μετεμφυλιακό κράτος έδειξε ότι δεν ανεχόταν καμία αντισυμβατική ιδέα ή πράξη και τελικά το δικαστήριο διέταξε το κλείσιμο της «παράγκας» και τη διάλυση του Εθνικού Συλλόγου Ελλήνων Υπαρξιστών «Ο Διογένης».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας