Η δημοσιά, ο δρόμος όπου σε αφήνει το λεωφορείο, μπροστά από το Δημαρχείο της Κόνιτσας ονομάζεται «Αετοράχης». Τα 400 μέτρα που μεσολαβούν μέχρι να σκαρφαλώσεις τον πολύ ανηφορικό δρόμο για το σπίτι της περιβόητης Χάμκως, μητέρας του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, απαιτούν μια στάση για να πάρεις ανάσα. Τα πέτρινα ερείπια που ακουμπάς έχουν μια καφετιά πινακίδα, από αυτές που υποδηλώνουν μνημεία. «Οικία Χουσεΐν Σίσκου» διακρίνεται πίσω από το κλαδί που την καλύπτει. Ενα λευκό στρογγυλό μπαλόνι ανεμίζει στο ψηλό ορθογώνιο κτίσμα που θυμίζει πύργο και, καθώς σβήνει το φως της μέρας, φωτίζει σαν αειθαλής πανσέληνος. Λίγο παραπάνω είναι το «καλωσόρισμα» στο παλιό πετρόχτιστο αρχοντικό, εκλεκτό δείγμα της αρχιτεκτονικής του 18ου αιώνα, με τη μεγάλη τοξωτή αυλόθυρα. Πολλά τα επίπεδα, αλώνι κάτω, τοιχία γκρεμισμένα (αλλοτινά υποστατικά;), υπερυψωμένες εξέδρες, ένα λιθόστρωτο ανηφορικό δρομάκι σε σχήμα πλαγιαστού Λ στη δυτική πλευρά του που ανεβαίνει μέχρι τα κτίρια του κυρίως αρχοντικού. Κι αυτό με τους υπαίθριους εξώστες-αυλές, που επίσης γίνονται σκηνή, και τον ψηλό τοίχο που ορθώνεται στο πλάι του να μετατρέπεται πριν από το κλείσιμο της βραδιάς σε οθόνη προβολής.
Οικοδεσπότης το τελευταίο τριήμερο του Ιουνίου (28-30/6) ο Κρίστοφερ Κινγκ, ο Αμερικανός μουσικολόγος που αγάπησε τη μουσική και το τσίπουρο της Ηπείρου και εγκαταστάθηκε εδώ, σε αυτήν την κωμόπολη της Πίνδου, όπου για δεύτερη χρονιά πραγματοποιήθηκε σε παραγωγή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση το φεστιβάλ «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά;» φιλοξενώντας μουσικούς και μουσικές των νοτίων Βαλκανίων, δείχνοντας το εύρος μιας συγγενικής κουλτούρας πέρα από σύνορα και μιας λαϊκής και δημοτικής παράδοσης συγκατοίκησης που χάνεται στα βάθη των αιώνων, καθώς οι άνθρωποι που ζουν εδώ κοινωνούν μουσικούς δρόμους και σκοπούς.
Προλογίζοντας κάθε δείλι στο ξεκίνημα του φεστιβάλ το πρόγραμμα που θα ακολουθούσε, με τη βαθιά χαρακτηριστική φωνή του που θύμιζε τον Μπομπ Ντίλαν στις ιντερνετικές ραδιοφωνικές εκπομπές του, ο Κινγκ μάς μιλούσε για την εξέλιξη της μουσικής που γεννήθηκε σε τούτα δω τα μέρη και μοιραζόταν σπάνιες ηχογραφήσεις από τη συλλογή του με δίσκους 78 στροφών που σε πήγαιναν πολύ πίσω στον χρόνο – από το 1913 ώς το 1958. Στάθηκε ιδιαίτερα στη συμβολή των περιπλανώμενων αλλά και εγκατεστημένων Τσιγγάνων στη μουσική δημιουργία ως ξεχωριστών βιρτουόζων μουσικών στα ιδιαίτερα πνευστά και κρουστά που βρίσκονται στην καρδιά των πανηγυριών ακόμη και σήμερα. Και σύστησε νέους μουσικούς που στηρίζουν την έμπνευσή τους στη δημοτική παράδοση για να την προχωρήσουν εμπλουτίζοντάς την με πιο σύγχρονα, δυτικότροπα μουσικά ιδιώματα και όργανα.
Grupi Lab: το αλβανικό πολυφωνικό συγκρότημα

Ενα ανδρικό πολυφωνικό συγκρότημα από την περιοχή της Λιαπουριάς στην Αλβανία, «πίσω από εκείνο το βουνό», οι Grupi Lab, με έξι τραγουδιστές που φορούσαν την παραδοσιακή φορεσιά τους με το κωνικό άσπρο σκουφί, ήταν η εισαγωγή στη ζωντανή μουσική από τον εξώστη του αρχοντικού προτού ανεβεί στην κεντρική σκηνή: σε μια υψωμένη εξέδρα ανατολικά του αλωνιού ο Ηλίας Κακαρούκας με το σχήμα του από το Αγρίνιο, τρεις Ρομά μουσικούς που συνόδευαν τα μέλη του Συλλόγου Πανηγυριστών «Ο Αη Σύμιος» ξεσήκωσε όλους τους καθιστούς ακροατές για να τους κάνει συμμέτοχους σε μια γιορτή που ξεκίνησε όταν έσμιξαν τα χέρια. Τα βήματα ακολούθησαν την πανάρχαιη κυκλική τροχιά. Ζουρνάς, πίπιζα και νταούλι και, προτού τελειώσει ο πρώτος σκοπός, τους Πανηγυριστές είχαν πλαισιώσει όσοι είχαν σκαρφαλώσει στην Πάνω Κόνιτσα μετατρέποντας το αλώνι σε πλατεία, φέρνοντας λίγο από το πνεύμα του Μεσολογγίτικου πανηγυριού στην Πίνδο. Η βραδιά ολοκληρώθηκε με την ταινία «Gjeneral Gramafoni» του Viktor Gjika, για τη μουσική της νότιας Αλβανίας την περίοδο της ιταλικής κατοχής της χώρας, την οποία προλόγισε η κόρη του σκηνοθέτη, Ester Gjika.
Fige: η κροατική χορωδία

Η δεύτερη μέρα του Φεστιβάλ ξεκίνησε με ένα πρωινό εργαστήριο στην πλατεία της Παλιάς Αγοράς της Κόνιτσας, που δεν απέχει πολύ από το σπίτι του Κινγκ, στην αυλή του οποίου πήρε το μάτι μας ένα γραμμόφωνο, την ώρα που περνούσαμε από μπροστά για να φτάσουμε στο σημείο συνάντησης με τα μέλη της χορωδίας Fige: πέντε νέες γυναίκες με εναλλακτική εμφάνιση μας μοίρασαν σε ομάδες και μας έδειξαν τον τρόπο που γίνεται η σύνθεση σε ένα πολυφωνικό τραγούδι: στίχο, στίχο και στροφή τη στροφή, φτιάχνονται τα παραδοσιακά τραγούδια της Κροατίας, για την όμορφη κόρη, τη φύση, την πηγή για το νερό και τον αγαπημένο. Κι αυτά αποδόθηκαν από όσους κλήθηκαν να κάνουν πρώτη και δεύτερη φωνή, με τη μελωδία να εγγράφεται μέσα μας.
«Τα τραγούδια μας είναι δημοτικά, μιλάνε για τη φύση και την αγάπη, αλλά μερικά είναι και τραγούδια αγώνα, επαναστατικά. Εκφράζουν αντίσταση στην πολιτική που οδηγεί τα χωριά μας στην εγκατάλειψη και τον λαό μας στη φτώχεια», μας είπε μία από τις κυρίες που μας καθοδηγούσαν στο εργαστήριο.
Ηταν αυτές οι πέντε κυρίες της κροατικής χορωδίας Fige παρέα με τον Adam Semijalac, που τις συνόδευε στις συνθέσεις του παίζοντας από παραδοσιακά έγχορδα της Bαλκανικής μέχρι μπάντζο, που άνοιξαν το ζωντανό πρόγραμμα της δεύτερης μέρας του Φεστιβάλ, συνδέοντας τα παραδοσιακά τραγούδια με τα μπλουζ και την άλλη πλευρά του Ατλαντικού και δίνοντας την ευκαιρία στον Κινγκ να προλογίσει παίζοντας μια σπάνια αυτοσχέδια ηχογράφηση σε ένα ξενοδοχείο το 1927 με την Blind Mamie Forehand να τραγουδά το «Honey in the Rock» και το κουδουνάκι του ξενοδοχείου να συνοδεύει ρυθμικά τις κιθάρες.
Nova Prespa Band: από τη Βόρεια Μακεδονία
Η συνέχεια με το συγκρότημα χάλκινων πνευστών Nova Prespa Band από την περιοχή των Πρεσπών στη Βόρεια Μακεδονία, με τον Aurel Qirjo και τον Ηπειρώτη Πάνο Σκουτέρη, έβαλε ξανά «φωτιά» στο αλώνι μετατρέποντάς το σε πανηγύρι, προτού προβληθεί η ταινία που έκλεισε τη δεύτερη βραδιά του φεστιβάλ «Ενθύμιον | Μια ωδή στην Ηπειρο» του Νίκου Ζιώγα που αποτυπώνει τις αλλαγές στη ζωή και τη μουσική σε ένα χωριό με το πέρασμα του χρόνου.
Alkyone (από την Εδεσσα) και Σαμίρ: το ρομά-βουλγαρικό κουαρτέτο

Η επόμενη μέρα των ζωντανών εμφανίσεων ήταν συγκλονιστική: η Εδεσσιώτισσα Alkyone, που είχε μάλιστα γενέθλια την ημέρα της συναυλίας της, μας ταξίδεψε στον μαγικό, αιθέριο και εύθραυστο κόσμο που έχει υφάνει από τη δημοτική μουσική με ενορχηστρώσεις που δημιουργούν ονειρικά ηχοτοπία σαν παραμυθένια ελεύθερη τζαζ, που απέδωσε με τους Θοδωρή Παπαδημητρίου στο τσέλο και Σάκη Αζά στην ηλεκτρική κιθάρα, ολοκληρώνοντας τη συναυλία της συνοδεία «του ανθρώπου από τον οποίο ξεκίνησαν όλα», του πατέρα της, στο ακορντεόν.

Κι ακολούθησε το πανδαιμόνιο από τους τέσσερις σπουδαίους μουσικούς Ρομά από τη νοτιοδυτική Βουλγαρία, το κουαρτέτο του Σαμίρ Κουρτόf, με τρεις ζουρνάδες και ένα νταούλι, μια πρόγευση του οποίου είχαμε πάρει το προηγούμενο βράδυ. Το πάθος και η δεξιοτεχνία με την οποία έπαιζαν αυτό το πρωτόλειο όργανο με τον διαπεραστικό ήχο, τον ζουρνά, ένιωθες ότι μπορούσε να ξεσηκώσει και τα βουνά τα ίδια. Και έτσι όπως τους έβλεπες να παίζουν ανάμεσα στον κόσμο που τους είχε περικυκλώσει χορεύοντας εκστατικά, ο τρόπος που ξεσήκωναν τους ακροατές τους και τους παρέσυραν με τους οργιαστικούς στριγγούς ήχους τους σε μια φρενήρη κίνηση, σε έκανε να αναλογιστείς τους λόγους που ο Κινγκ αγάπησε αυτή τη μουσική, να διαπιστώσεις το αρχέγονο στοιχείο που τον μάγεψε, να δεις τη θεραπευτική ιδιότητα του πρωτόγονου ήχου όταν γίνεται χορός και ενώνονται τα χέρια.
Αν το κλαρίνο είναι ο ήχος που έχoυν ο λόγγος και η ρεματιά, τα τρεχούμενα νερά στις κοιλάδες των υψιπέδων όπως σμίγουν με τα κελαηδίσματα των πουλιών μέσα από τα δάση και τα βουνά, τότε ο ζουρνάς είναι το όργανο του θεού Πάνα, πρωτόγονο και ζωογόνο.
«Φάτε, πιέτε και γλεντάτε»
Εξω από τον αυλόγυρο του γλεντιού, όπως η μουσική αντηχούσε στα μαύρα βουνά που κρύβουν τόσες ιστορίες, στον τόπο που το μοιρολόι δεν είναι μόνο για τον χαμό από το χέρι του Χάρου αλλά και για τον ξενιτεμό που τα ερήμωσε, ήρθαν τα λόγια της καλλιτεχνικής διευθύντριας της Στέγης, Αφροδίτης Παναγιωτάκου, από το καλωσόρισμα στο φεστιβάλ με τους στίχους «Φάτε, πιέτε και γλεντάτε όλοι βρε παιδιά, όποιος πάει στον κάτω κόσμο δεν ξαναγυρνά». Κι εκεί που ακόμη και οι πυγολαμπίδες χόρευαν, πέρασε μια σκέψη: ότι αυτό το φεστιβάλ δεν είναι προϊόν ενός «νεο-κρυφο-αποικιοκράτη», όπως έγραφε το μπλουζάκι που φόρεσε μια μέρα ο μουσικολόγος, διασκεδάζοντας με μερικές κακόπιστες κριτικές που του έχουν γίνει (σ’ αυτόν τον βραβευμένο με Γκράμι, ο οποίος στην ηπειρώτικη μουσική ακούει «τη φωνή της κοινότητας» και τη θεωρεί την «αρχαιότερη ζωντανή μουσική της Ευρώπης»), αλλά ότι είναι αποτέλεσμα ενός βαθύτερου δεσμού που έχει να κάνει με την αγάπη για τον τόπο της καλλιτεχνικής διευθύντριας της Στέγης.
Με ξεναγό στην ιστορία των ήχων τον Παντελή Μπουκάλα
Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά; Τύχη αγαθή το ’φερε να είμαστε συνταξιδιώτες με τον μύστη της δημοτικής μουσικής Παντελή Μπουκάλα στο φεστιβάλ που γίνεται «από έναν Αμερικανό μουσικολόγο, ο οποίος έγινε ταχύτατα Ελληνας από την οδό, όπως ο ίδιος το δήλωσε, του τσίπουρου και των πανηγυριών και κυρίως της ηπειρώτικης μουσικής που τη θεωρεί λυτρωτική».
Μας εξήγησε ότι ο ζουρνάς είναι συγγενής του αρχαίου οξύαυλου που φτιαχνόταν από κόκαλο αετού αλλά και πως χωρίς Ρόμηδες οργανοπαίχτες δεν θα γίνονταν πανηγύρια.
Εντυπωσιάζει το ότι ήρθε κάποιος ξένος για να μας συστήσει αυτή τη μουσική; τον ρωτήσαμε.
«Οι ντόπιοι και οι μουσικολόγοι την ξέρουνε, οι ντόπιοι την απολαμβάνουν τη μουσική τους χωρίς να ενδιαφέρονται για οτιδήποτε άλλο. Η Ηπειρος κρατάει καλά πανηγύρια και κυρίως αυτά που έχουν την κοινότητα ως διοργανωτή – κι ας ζούνε αλλού, αγαπάνε πολύ τον τόπο τους. Είναι δύσκολο για να ζεις πια εδώ, γι’ αυτό και είναι μαύρα τα βουνά...»
Στην κουβέντα μας αναφέρθηκε στις εποχές της... εθνοκάθαρσης των τραγουδιών αλλά και στο κυνήγι των λαϊκών οργάνων που μπορεί να θεωρούνταν σλάβικα, όπως η γκάιντα, καταλήγοντας πως «η Μουσική δεν έχει ιδιοκτήτη».
Ο ίδιος άλλωστε θεωρεί σπουδαία τη συμβολή των ξένων στη γνωριμία μας με τον λαϊκό πολιτισμό: «Είναι εξίσου μεγάλη με τη συμβολή τους στη γνώση για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Ολο αυτόν τον πλούτο των δημοτικών τραγουδιών άρχισαν πρώτα να τον μελετούν και να τον εκδίδουν οι ξένοι, σπουδαίοι νεοελληνιστές... Ο Κινγκ έρχεται από αυτό που ένιωσε στα πανηγύρια, από τον δρόμο του βιώματος, όχι τον ακαδημαϊκό...»*.
*Βίωμα που ο Αμερικανός μουσικολόγος έχει καταγράψει στο βιβλίο του «Ηπειρώτικο Μοιρολόι» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δώμα μαζί με cd 19 τραγουδιών από τη συλλογή του με σπάνια 78άρια.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας