Το περασμένο Σάββατο το πρωί μάς βρήκε το πρώτο φετινό επιδαύριο... κακό. Και το μοναδικό για την ώρα, αν κρίνει κάποιος από την υποδοχή της πιο πρόσφατης παράστασης, δηλαδή της, κατά Φρανκ Κάστορφ, «Μήδειας» που, παρότι είχε συστηθεί ως «πιο ρηξικέλευθη κι από αυτήν του Βασίλιεφ», δεν προκάλεσε ακραία... φαινόμενα. Κάποιες αποχωρήσεις ναι. Διαφωνίες ναι. Ευκτέο διάλογο ναι. Οχι όμως καβγά μεγατόνων. Συνεπώς, στην κλίμακα του... καύσωνα της ψυχικής θερμοκρασίας του κοινού, η Λένα Κιτσοπούλου εξακολουθεί να χτυπάει... 45άρι.
«“Σφήκες” από τη Λένα Κιτσοπούλου: διασυρμός του θεάτρου με τη σφραγίδα του Εθνικού και του ΚΘΒΕ» ήταν ο τίτλος κριτικής του Κώστα Ζήση την οποία ανήρτησε στην ιστοσελίδα Fragilemag.gr προτού καν οι «Σφήκες» ολοκληρώσουν τις παραστάσεις τους στο αρχαίο θέατρο.
«Θα είμαι σαφής από την αρχή», ξεκινούσε το δημοσίευμά του. Και ήταν σαφέστατος ζητώντας την κεφαλή της Κιτσοπούλου, ομού δε και των καλλιτεχνικών διευθυντών του Εθνικού Θεάτρου και του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, επί πίνακι: «αν ήμουν καλλιτεχνικός διευθυντής [...] μετά από την παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου, της ψευδώς ονομαζόμενης “Σφήκες, του Αριστοφάνη” (ούτε καν διασκευή δεν ήταν), θα είχα υποβάλει την παραίτησή μου για την αδυναμία μου μέσα από τις επιλογές του προγράμματός μου να προστατεύσω όχι μόνο την αξιοπρέπεια του δημόσιου (και χρηματοδοτούμενου από τον ελληνικό λαό) φορέα που έχω επιλεγεί να υπηρετήσω αλλά και την αξιοπρέπεια ολόκληρου του ελληνικού θεάτρου, χώρου που (φαντάζομαι) έχω αγαπήσει και αποφασίσει να αφιερώσω ολόκληρη τη ζωή μου».
Δύο 24ωρα αργότερα, τη μέρα που παραδοσιακά δημοσιεύονται οι κριτικές στα έντυπα ΜΜΕ, ακολούθησαν κι άλλα φιλοπολεμικά, αποδομητικά δημοσιεύματα, αλλά κι άλλα λιγότερο, πιο ψύχραιμα κι αποστασιοποιημένα. Αλλά εν τω μεταξύ είχε ανοίξει ο Ασκός του Αιόλου και στα social media. «Εμφύλιος» από, θεατρόφιλους ή λιγότερο, χρήστες που είτε είχαν εξοργιστεί από την παράσταση και την κατηγορούσαν ως «χυδαία» και «απαράδεκτη», ακόμα και «φασίζουσα», είτε είχαν άλλη άποψη και στις επιλογές της Κιτσοπούλου διαγίγνωσκαν το γνωστό αιρετικό της πνεύμα, αλλά και ένα αριστοφανικό νεύμα, είτε έφταναν στα άκρα ζητώντας να αποκλειστεί εφεξής το δικαίωμα να πατούν στο αρχαίο θέατρο «κουμάσια» όπως εκείνη, είτε είχαν εξοργιστεί από όσες κριτικές δεν περιορίζονταν στο έργο και τη διαχείρισή του, αλλά πέρναγαν γενεές δεκατέσσερις και τη σκηνοθέτρια και τον χαρακτήρα της και το.. ποιόν της, είτε δεν είχαν δει την παράσταση αλλά φοβήθηκαν πως αυτός «ο χαμός με την Κιτσοπούλου έχει στο βάθος του κάτι... πολιτικό. Μια στροφή στη συντήρηση – γιατί η Επίδαυρος ποτέ δεν έπαθε κάτι από μία κακή ή έστω αμφιλεγόμενη παράσταση», όπως παρατήρησε (θεατρο)φιλη.
Από αυτή την άποψη το κέντρισμα ενός σμήνους σφηκών θα ήταν μάλλον αμελητέο μπροστά στις λεκτικές «τσιμπιές» που έπεσαν. Στον χορό μπήκε και ο πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και βουλευτής πλέον της Πλεύσης Ελευθερίας Σπύρος Μπιμπίλας, διαμαρτυρόμενος για τον «κανιβαλισμό» του από την Κιτσοπούλου που τον χρησιμοποίησε ως ήρωά της στους «Σφήκες», αλλά και άλλοι ηθοποιοί όπως ο Βασίλης Μπισμπίκης που με τη σειρά του (έχοντας κατά καιρούς υποστεί και ο ίδιος σκληρή κριτική ή ακόμα και επιθέσεις για την ενασχόλησή του με τον ωμό θεατρικό ρεαλισμό) σχολίασε πως ό,τι δημοσίευσε ο κ. Ζήσης «δεν είναι κριτική, αλλά κανιβαλισμός», ή πολιτικοί και δημόσια πρόσωπα όπως η Ελενα Ακρίτα κι ο Πέτρος Τατσόπουλος.
Σε αυτή την «ωραία ατμόσφαιρα που είμαστε» όπως έλεγε και ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ας ξεκαθαρίσουμε κάτι – για να μην παρεξηγηθούμε αργότερα. Δεν είμαστε κατά μιας κριτικής με αρνητικό πρόσημο που βγάζει δόντια και δαγκώνει τεκμηριώνοντας την άποψή της. Αντίθετα. Είναι ίσως ενδιαφέρουσα για τους θεατές, ενδεχομένως χρήσιμη για τους καλλιτέχνες, σίγουρα πολύτιμη για το θέατρο, διότι όπως παρατηρούσε κι ο Σάββας Πατσαλίδης σε άρθρο του στο διαδικτυακό περιοδικό parallaximag, με αφορμή τους «Σφήκες», «το θέατρο που δεν πυροδοτεί διαφωνίες είναι ένα νεκρό θέατρο».
Οπως συμφωνώ και με το άλλο που επισημαίνει ο ίδιος: «Προτιμώ να βλέπω στην Επίδαυρο (και όχι μόνο) παραστάσεις που με εκνευρίζουν ή με προκαλούν, παρά παραστάσεις που με κοιμίζουν. Τουλάχιστον αυτές που με εκνευρίζουν τις θυμάμαι, τις συζητώ, αναζητώ τους λόγους που με θύμωσαν ή με προκάλεσαν. Τις υπόλοιπες ούτε που τις θυμάμαι (πώς να τις θυμάμαι όταν τα μάτια γλαρώνουν και ο νους κοιμάται;)».
Επιθέσεις επί προσωπικού
Από την κριτική μέχρι την πλήρη και εμμονική προσωπική επίθεση στον καλλιτέχνη και την προτροπή του καλλιτεχνικού του αποκλεισμού ή και τη γνωστή επωδό «Εμείς πληρώνουμε για να ανέβουν αυτές οι αηδίες» η απόσταση είναι τεράστια. Δεν είναι επίσης καθόλου πρωτότυπη. Την έχουμε ζήσει κι ακούσει και ξανακούσει αυτή την επωδό, ότι δηλαδή ο καλλιτέχνης που δημιουργεί εντός των κόλπων επιχορηγούμενου κρατικού φορέα ή που επιχορηγείται ο ίδιος και η ομάδα του, οφείλει να είναι... τύπος και υπογραμμός! Και μάνι μάνι να θυμίσω, π.χ., το 2011 και τον Μιχαήλ Μαρμαρινό που, προετοιμάζοντας τον ευριπίδειο «Ηρακλή μαινόμενο», είπε σε μία συνέντευξή του κάτι που εξελήφθη ως πολιτικός υπαινιγμός: «Οταν η μόνη διαφυγή είναι ένα αδιέξοδο, η μόνη δημιουργική πράξη είναι η καταστροφή».
Η απάντηση ήρθε διά του, δημοσιογράφου τότε ακόμα, Σταύρου Θεοδωράκη που αρθρογράφησε στο protagon με τίτλο «Η εξέγερση των βολεμένων» και επιχειρήματα όπως «αναρωτιέμαι, λοιπόν, πώς είναι δυνατόν να είσαι ένα από τα αγαπημένα παιδιά των υπουργείων (του Σημίτη, του Καραμανλή, του Παπανδρέου) και παράλληλα να προπαγανδίζεις την καταστροφή του συστήματος. Για καταστροφή κ. Μαρμαρινέ –επιτρέψτε μου τον προσωπικό τόνο, άλλωστε το πνεύμα της παράστασης που αυτή την εποχή “διαπραγματεύεσθε” το επιτρέπει– για καταστροφή λοιπόν μπορούν να μιλούν μόνο οι αποκλεισμένοι, όχι οι επιχορηγούμενοι».
Να θυμίσουμε επίσης και μια κριτική του 2008 στο «Βήμα» για την «Ορέστεια» σε σκηνοθεσία Γιάννη Κόκκου με τίτλο «Η μεγάλη κοροϊδία»: η «Στέλλα Λοΐζου», η Λουίζα Αρκουμανέα δηλαδή (που είτε έγραφε με ψευδώνυμο, είτε πλέον με το όνομά της είναι μία διάσημη περίπτωση στον μικρόκοσμο των καλλιτεχνών και του πολιτιστικού ρεπορτάζ για τις κριτικές της αλλά και για δηκτικά, φαρμακερά κατά καιρούς σχόλιά της που έχουν μείνει ιστορικά), σημείωνε κάπου: «Είναι τόσο απλό όσο και εξωφρενικό: Η παράσταση αυτή έγινε για να γίνει. Εγινε για τα μάτια του κόσμου και για την τιμή του Εθνικού. Εγινε για να σπαταληθούν χρήματα, χρόνος και μελάνι. Ο μόνος κερδισμένος –από χρηματική τουλάχιστον άποψη– είναι ο ίδιος ο κ. Κόκκος».
Να θυμίσουμε τέλος και την πιο πρόσφατη περιπέτεια του Φοίβου Δεληβοριά που το 2020 αντέδρασε ακαριαία δηλώνοντας ότι αποσύρεται από την παράσταση της «Λυσιστράτης» του Εθνικού Θεάτρου στην οποία έγραφε μουσική, έπειτα από συνέντευξη της υπουργού Πολιτισμού Λ. Μενδώνη στην «Athens Voice», η οποία σε σχόλιο της δημοσιογράφου «Και ο Φοίβος Δεληβοριάς εκφράστηκε δημόσια δηλώνοντας τη βαθιά του απογοήτευση για το τοπίο που διαμορφώθηκε», είχε απαντήσει υπαινικτικά: «Εγώ χαίρομαι που ο Φοίβος Δεληβοριάς έχει αναλάβει τη μουσική σε παράσταση του Εθνικού Θεάτρου, που θα δούμε φέτος στην Επίδαυρο». Αυτά βέβαια είναι τρία διαφορετικά περιστατικά μεταξύ τους.
Οι δηλητηριώδεις ειρωνείες και τα «γκαγκς»
Αλλά πάλι είναι κοινή, ισχυρή (και κάποτε πολύ αντιδραστική) η πεποίθηση ορισμένων ότι ο επιχορηγούμενος καλλιτέχνης πρέπει να είναι... καλύτερος καλλιτέχνης ή –κατά περίπτωση– πιο πειθήνιος ή πιο καθωσπρέπει ή πιο «σεβαστικός» στις παραδόσεις ή στην «ιερότητα» ενός χώρου από ό,τι θα μπορούσε να είναι σε άλλη περίπτωση. Όσο για τις προσωπικές επιθέσεις από κριτικούς, ας το ομολογήσουμε. Οσοι παρακολουθούμε τα πολιτιστικά έχουμε συχνά τρέξει να βρούμε στο παρελθόν τα «Νέα» για να διαβάσουμε τον Κώστα Γεωργουσόπουλο, λάβρο και με εξαιρετικές επιδόσεις στη δηλητηριώδη ειρωνεία εναντίον σκηνοθετών που δεν του άρεσε η παράστασή τους. Βαθύς γνώστης του θεάτρου και των γραμμάτων και έμπειρος κριτικός, έφτασε ωστόσο να ασκεί κατά καιρούς τη χαμένη τέχνη του λίβελου.
Εμείς βέβαια ως θεατές και αναγνώστες μπορεί να διαβάζαμε έκπληκτοι ή ακόμα και γελώντας τελικά δημοσιεύματα όπως αυτό π.χ. που είχε συνθέσει το 2008 («Κομική τραγωδία») με αφορμή παράσταση του «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Α. Μπρούσκου: «Η κυρία Αντζελα Μπρούσκου βρήκε πως το DΝΑ του Αγαμέμνονα είναι όχι του στρατηγού Παπούλα, ούτε καν του ημίτρελου Χατζηανέστη, αλλά του Κάπτεν Χάντοκ στον “Τεν-Τεν”. Πράγματι ο πειθήνιος πάντα Μηνάς Χατζησάββας σε εξωφρενικές συλλήψεις εμφανίστηκε με κασκέτο ναυτικού, αμπέχονο, ανοιχτό ώστε να φαίνεται το λάσιο στήθος και γιρλάντες από τις εξωτικές χώρες που εξεστράτευσε. Η κυρία Μπρούσκου μάλιστα εκτιμά την πρώτη περίοδο του Κάπτεν Χάντοκ όταν ήταν αλκοολικός, γιατί αργότερα ανένηψε [...]. Η κυρία Μπρούσκου είχε υποσχεθεί σε κάποιον πως δεν θα αφήσει καμιά ξεφτίλα να της ξεφύγει». Δεν θα θέλαμε όμως να είμαστε και στη θέση των συντελεστών της παράστασης.
Η αλήθεια είναι ότι ο κ. Γεωργουσόπουλος έφτιαξε μια ολόκληρη «σχολή» στην κριτική που μάλλον αποενοχοποίησε μέχρις... εσχάτων το δικαίωμα του κριτικού να επιτίθεται ακόμα και επί προσωπικού. Και βέβαια ο Γεωργουσόπουλος είναι ο Γεωργουσόπουλος, αλλά το έχουμε υποστεί και σε άλλες κατώτερες εκδοχές που κατά καιρούς επεδείκνυαν μένος, αλλά όχι και τόσο ταλέντο στη θεατρολογική τεκμηρίωση ή και στον λίβελο. Και δυστυχώς τέτοιες κριτικές υπήρξαν κατά καιρούς κάπως όπως τα γκαγκς με τον τύπο που γλιστράει, τρώει τα μούτρα του και οι άλλοι κρυφογελάνε μαζί του – αλλά ουδείς θα ’θελε να είναι στη θέση του. Διότι –και όποιος είναι δημόσιο πρόσωπο και εκτίθεται το γνωρίζει– τέτοιες κριτικές και πονάνε και εξοργίζουν, αλλά πάλι οι κριτικές που έμειναν ιστορικές ήταν όσες είχαν αρνητικό πρόσημο και ευρηματικά τσουχτερή –ενίοτε και άδικη– γλώσσα.
Πάντως η Επίδαυρος είχε πάντα... beef που λένε και οι νεότεροι και σίγουρα δεν απέκτησε έφεση στον καβγά, στη διαφωνία και στην ηχηρή κριτική το καλοκαίρι του 2023. Αντίθετα, όποτε εισήγε καινοτομίες, πειραματισμούς ή «ακρότητες», όποτε ξέφευγε από το «κλασικό» αλλά κι όποτε ξέφευγε γενικώς, προκαλούσε καβγάδες. Και προ σόσιαλ μίντια, όταν ακόμα οι διαφωνίες εξελίσσονταν στα φύλλα των εφημερίδων και πυροδοτούσαν εγκλήσεις κι αντεγκλήσεις.


Ας θυμηθούμε μερικές από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις που κάποια παράσταση στην Επίδαυρο τάραξε και τα ύδατα και το πολιτιστικό μας «είναι» και το «φαίνεσθαι». Παραστάσεις που γιουχαΐστηκαν και προκάλεσαν «πολεμικές» κριτικές ή και παραστάσεις που αποθεώθηκαν, αλλά αποδομήθηκαν από την κριτική. Σε αυτήν την τελευταία περίπτωση που αποδεικνύει περίτρανα ότι το κοινό δεν έχει πάντα δίκιο, μία ήταν η απόλυτη πρωταγωνίστρια: η Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη (χρονολογική) σειρά.
1982
Γυμνόστηθη
Ο Ανδρέας Βουτσινάς σκηνοθετεί την «Ελένη» του Ευριπίδη, σε ένα σκηνικό αρκετά «εφετζίδικο» για τα επιδαύρια έθη της εποχής (έντονα χρώματα, σιντριβάνια, νερά και πυροτεχνήματα) και πρωταγωνίστρια τη Λυδία Φωτοπούλου που εμφανίζεται στην Ορχήστρα –άκουσον άκουσον!– γυμνόστηθη. Κάποιοι θεατές αντιδρούν ηχηρά κι ακόμα ηχηρότερα όταν ο σκηνοθέτης βγαίνει για την τελική υπόκλιση κρατώντας στην αγκαλιά του το σκυλάκι του.
1984
Γέλια και γιουχαΐσματα
Το Εθνικό Θέατρο ανεβάζει την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία του Γιώργου Ρεμούνδου, με τη Μαρία Σκούντζου στον πρωταγωνιστικό ρόλο και «Κρέοντα» τον Νικήτα Τσακίρογλου. Η νεωτεριστική για την εποχή προσέγγιση και κυρίως η εμφάνιση της «Αντιγόνης» να σέρνει βαριές αλυσίδες καταδίκου στην Ορχήστρα προκάλεσαν γέλια και γιουχαΐσματα.
1984
Η Συνοδινού στα κάγκελα
Την ίδια χρονιά το ΚΘΒΕ ανεβάζει την «Αλκηστη» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, με πρωταγωνίστρια τη Φιλαρέτη Κομνηνού. Κάποια στιγμή της παράστασης φωτίζεται ένα γυάλινο πατάρι στο σκηνικό του Διονύση Φωτόπουλου για να εξελιχθεί ερωτική σκηνή μεταξύ της Αλκηστης και του Αδμητου (Αλέκου Ουδινότη). Αποτέλεσμα; Η Αννα Συνοδινού που βρίσκεται στο κοινό, φωνάζει «Αίσχος βέβηλοι!», αποχωρεί επιδεικτικά και τροφοδοτεί ανάλογες ανεξέλεγκτες αντιδράσεις από το κοινό. Την επομένη και από μερίδα του Τύπου σε δημοσιεύματα με τίτλους όπως: «Τσόντα στην Επίδαυρο. Οι μοντέρνοι πάνε να αλλοιώσουν τον πολιτισμό μας». «Αυτή η παράσταση ήταν ένα κόκκινο πανί για τους δεξιούς», είχε πει αργότερα ο Χουβαρδάς. «Το κοινό χωρίστηκε στα δύο: οι μισοί φώναζαν “ντροπή” και οι άλλοι μισοί “μπράβο”. Η παράσταση σταμάτησε για αρκετή ώρα. Υπήρχαν βίαιες αντιδράσεις από συντηρητικούς παλιούς ηθοποιούς που ήταν στο ακροατήριο. Κατέβηκαν στην Ορχήστρα και χειροδίκησαν εναντίον των ηθοποιών μου».

Η Συνοδινού δεν περιορίστηκε στη μαινόμενη αποχώρηση. Δημοσίευσε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» άρθρο καταγγελίας με τον τίτλο «Αίσχος, βέβηλοι!»:
«Το Σάββατο 26 Αυγούστου λίγο πριν τη λήξη της παραστάσεως του δράματος του Ευριπίδου “Αλκηστις” αποχώρησα από το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου σε ένδειξη διαμαρτυρίας και περιφρονήσεως προς το θέαμα που εξετυλίσσετο ενώπιον εντίμων πολιτών. Το ΚΘΒΕ, χωρίς αιδώ, υποχρέωσε ηθοποιούς του θιάσου του, σε μία σκηνή εκτός του δράματος, να αναπαραστήσουν μία απροκάλυπτη “ερωτική συνουσία“, μεταβάλλοντας έτσι τον ιερό αρχαιολογικό χώρο του θεάτρου του Πολυκλείτου σε “οίκο ανοχής” […].
»Το φως της παιδευτικής ψυχαγωγίας μας τύφλωσε με την έξαρση του πάθους μίας ορμητικής συνουσίας που συντελέστηκε μπρος στα μάτια χιλιάδων θεατών, οι οποίοι έντρομοι και ασφυκτιώντες από την μπόχα της χυδαιότητας, έσπευδαν να αποχωρήσουν από το αρχαίο κοίλο κραυγάζοντες: “αίσχος βέβηλοι, αίσχος προδότες, κρυφτείτε γουρούνια, σεβαστείτε την Επίδαυρο, όχι τσόντα στο αρχαίο θέατρο!”. Το πανδαιμόνιο ήταν τόσο που ο Διοικητής Χωροφυλακής διέταξε “έκτακτη περιφρούρηση” του αρχαίου χώρου από φόβο μήπως η αγανάκτηση και το μένος των θεατών πλήξει το περιβάλλον μέσα στο οποίο έγινε αυτή η πράξη […]. Καταγγέλλω προς πάσαν αρχή και δύναμη λαού και πολιτείας πως η καλλιτεχνική ασυδοσία που ενδημεί στις κρατικές σκηνές ωθεί τις αξίες του πνεύματος με ιλιγγιώδη ταχύτητα σε έναν κατήφορο, το τέλος του οποίου λέγεται φασισμός».
Βέβαια, ψύχραιμοι και ανοιχτόμυαλοι θεατές και κριτικοί που ήταν παρόντες θυμούνται καλά πως ο Γιάννης Χουβαρδάς δεν παρουσίασε ποτέ «ερωτική συνουσία» στην Ορχήστρα της Επιδαύρου αλλά μία σκηνή, όπου αποκαλυπτόταν λίγο το στήθος της πρωταγωνίστριας.
1986
Ο... μύθος γυμνός
Η πρώτη εμφάνιση της Αλίκης Βουγιουκλάκη στην Επίδαυρο ως αριστοφανική «Λυσιστράτη» σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Το κοινό την αποθεώνει. Στο φινάλε της παράστασης φωνάζει ρυθμικά «Αλίκη, Αλίκη!» εκστασιασμένο από την ωραία και... γυμνόστηθη πρωταγωνίστρια. Η κριτική δεν είναι αποδομητική, αν εξαιρέσεις κάτι κομψά διατυπωμένες «μπηχτούλες», όπως αυτή του Βάιου Παγκουρέλη στον «Ελεύθερο Τύπο» («Ο “μύθος” γυμνός…») που μιλούσε για μια «παράσταση που συζητήθηκε πολύ πριν “εμφανιστεί” και που η “εμφάνισή” της κατέδειξε –εν πολλοίς– τη ματαιότητα των συζητήσεων».


1989
Κομμένο το τσιγάρο
Ο Γεωργιανός Ρόμπερτ Στούρουα σκηνοθετεί την Τζένη Καρέζη και τον Κώστα Καζάκο στον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή, μεταξύ άλλων με «Εξάγγελο» την Αννα Μακράκη που όταν εμφανίζεται και προτού να αρχίσει να αφηγείται τα δεινά των Λαβδακιδών, βγάζει αναπτήρα και τσιγάρο και το ανάβει. Οι φωνές «Σβήσ’ το!», «Αίσχος!», «Ντροπή!» έρχονται από όλα τα σημεία του θεάτρου.
Η ηθοποιός κρατά την ψυχραιμία της και συνεχίζει, αλλά την επομένη στη δεύτερη παράσταση για να διασφαλιστεί η… ομαλότητα ο σκηνοθέτης κόβει το τσιγάρο (τη σκηνή ντε). Κάποια χρόνια αργότερα ο Κώστας Καζάκος δήλωνε: «Του λέγαμε εμείς: “Ασ’ το καλύτερα, μην το βάζεις αυτό!”, ανυποχώρητος αυτός. Ε, βλέποντας το τσιγάρο αντέδρασε μια παρέα, ακολούθησε μια άλλη, άρχισαν να ακούγονται κάτι γιουχαΐσματα. Εγώ έπρεπε να βγω αμέσως μετά ως Οιδίποδας που μόλις έχει βγάλει τα μάτια του. Η κορυφαία σκηνή του έργου. Δύο σελίδες μονόλογος. Η Τζένη με παρακάλαγε στα παρασκήνια να μη βγω. Τι να μη βγω; Δεν γίνονται αυτά. Με έπιασε ο διάολος να κάνω τα πάντα για να ξεχαστεί γρήγορα αυτό το φάλτσο. Μετά από τις πρώτες αράδες του μονολόγου ηρέμησε ο κόσμος και στο τέλος πήρα και χειροκρότημα. Το θεώρησα προσωπική μου νίκη».
1990
Νιάου νιάου Αντιγονούλα
Εχοντας αναθαρρήσει από την πρώτη της εμπειρία η Αλίκη Βουγιουκλάκη επιστρέφει στην Επίδαυρο, αυτή τη φορά ως «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη και μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Το κοινό (της) την αποθεώνει και πάλι αν εξαιρέσεις φαρμακερά σχόλια στις κερκίδες όπως η ιστορική ατάκα του Δημήτρη Πιερίδη «είδαμε τη Βουγιουκλάκη του Σοφοκλέους». Η κριτική όμως αυτή τη φορά δεν της χαρίστηκε. Ιστορικός επίσης έχει μείνει ο τίτλος (και το περιεχόμενο) της κριτικής του Θόδωρου Κρητικού στην «Ελευθεροτυπία»: «Νιάου νιάου η Αντιγονούλα…».
Έγραφε ακόμα ο Κρητικός: «Ανθρωποι σαν την κ. Βουγιουκλάκη δεν έρχονται στην ορχήστρα ενός θεάτρου με στόχο να υπηρετήσουν το όραμα ενός μέγιστου ποιητή. Ερχονται για να βάλουν τον Σοφοκλή να υπηρετήσει το φανταχτερό όραμα της δικής τους δημόσιας προσωπικότητας, του ειδώλου που συστηματικά καλλιεργούν και προωθούν προς τις μάζες. Ούτε στιγμή δεν θα σταθούν να αναρωτηθούν αν το ερμηνευτικό τους ταλέντο έχει κάτι να προσφέρει στην ποιητική μορφή της Αντιγόνης. Εκείνο που τους απασχολεί είναι τι μπορεί να προσφέρει η Αντιγόνη σ’ αυτούς. Πώς μπορούν να εκμεταλλευτούν ένα φημισμένο κείμενο, ένα επιβλητικό αρχαίο θέατρο και ένα καταξιωμένο φεστιβάλ, για να βελτιώσουν το “ίματζ” που πουλούν στο κοινό».
1997
Το σφαγείο και ο Μπρεχτ
Ο Μηνάς Χατζησάββας υποδύεται τον «Διόνυσο» και η Γαλλίδα ηθοποιός Εβλίν Ντιντί την «Αγαύη» στις «Βάκχες» του Ευριπίδη σε παράσταση του ΚΘΒΕ που σκηνοθετεί ο Γερμανός Ματίας Λάνγκχοφ. Τα προβλήματα αρχίζουν όταν οι αρχαιολόγοι της τοπικής Εφορείας Αρχαιοτήτων φοβούνται το μέγεθος και το βάρος του σκηνικού (ενός σφαγείου με σφαχτάρια) και δεν επιτρέπουν το στήσιμό του. Η πλευρά Λάνγκχοφ μένει ανένδοτη, το σκηνικό μένει άστητο επί τέσσερις μέρες και τελικά ο τότε υπουργός Πολιτισμού Ευάγγ. Βενιζέλος παρεμβαίνει και δίνεται η άδεια – παρά τις ενστάσεις.
Και στην επιδαύρια πρεμιέρα όμως το σκηνικό-σφαγείο, ο ολόγυμνος «Διόνυσος» και η Γαλλίδα «Αγαύη» που δεν μπορεί να μιλήσει καλά ελληνικά προκαλούν θύελλα στις κερκίδες: «Αίσχος!», «Σήκω Μινωτή, σήκω Παξινού να δείτε πού μας κατάντησαν!» κ.λπ. Αντιστοίχως αποδομητικές ήταν οι κριτικές. «“Εκσυγχρονιστικό” τερατούργημα» τιτλοφορούσε τη δική της στον «Ριζοσπάστη» η Αριστούλα Ελληνούδη, π.χ., επικαλούμενη στο κείμενό της τον Μπρεχτ που «[…] πίστευε ότι ο άνθρωπος αλλάζει, θετικά ή αρνητικά, ανάλογα με τις συνθήκες. Ο Μπρεχτ επιβεβαιώνεται δραματικά με την περίπτωση του Ματίας Λάνγκχοφ. Επιβεβαιώνεται και από τη γενικότερη “αλλαγή” του Λάνγκχοφ και με τις αλγεινές εντυπώσεις που αφήνει σε όσους δεν είναι από άγνοια επαμφοτερίζοντες, μωροί “κουλτουριάρηδες”, εθισμένα ξενόδουλοι, “μοντέρνοι” ευρωλάγνοι, ή δεν είχαν ίδιον συμφέρον, με όσα –αμειβόμενος με εκατομμύρια από το μόχθο του λαού μας– σκηνικά έπραξε, εξευτελίζοντας την τραγωδία του Ευριπίδη και όσα περιφρονητικά είπε για τη σύγχρονη Ελλάδα και τον πολιτισμό της […]».
Για «Κιτς κεμπάπ» στην Επίδαυρο έγραφε ο Κώστας Γεωργουσόπουλος στα «Νέα», σχολιάζοντας μεταξύ άλλων ότι «το θέαμα της Επιδαύρου δεν μπορεί να προκαλέσει αγανάκτηση, παρά μόνο βαθιά κατάθλιψη για την κατάντια ορισμένων Ευρωπαίων καλλιτεχνών, ιδιαίτερα όσων προέρχονται από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Ψυχαναλυτικώς το πράγμα κολάζεται. Οι άνθρωποι αυτοί ταπεινώθηκαν, χρειάστηκε να φάνε συχνά τα κόπρανά τους, όταν αποδεσμεύτηκαν έγιναν κυνικοί, αδιάφοροι, καλλιτεχνικώς ανήθικοι και εν τέλει μεταμοντέρνοι, δηλαδή οπαδοί της αισθητικής του σκουπιδοτενεκέ […]».
1998
Τους αποστόμωσε η Μουτούση
Μιχαήλ Μαρμαρινός και «Διπλούς Ερως» ανεβάζουν «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, με την Αμαλία Μουτούση και «Κλυταιμνήστρα» τη Νόνικα Γαληνέα. Η «Ηλέκτρα» εμφανίζεται με δεμένα τα πόδια της με δερμάτινους ιμάντες στους αστραγάλους της που εμποδίζουν την ομαλή της κίνηση στην Ορχήστρα. Αναγκαστικά χοροπηδάει ή παραπαίει και κάποιοι απ’ το κοινό αρχίζουν να διαμαρτύρονται, φωνάζοντας «Αίσχος!». Ακόμα κι αυτούς όμως τους καθηλώνει από ό,τι αποδεικνύεται η σπουδαία ερμηνεία της Μουτούση.
2004
Παρέμβαση Καραμανλή
Το Εθνικό Θέατρο ανεβάζει εκείνη τη χρονιά «Ιππόλυτο» σε σκηνοθεσία Βασίλη Νικολαΐδη και «Λυσιστράτη» σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου. Εδώ την ένταση δεν πυροδοτούν οι παραστάσεις, αλλά το παραδοσιακό «προνόμιο» των κατοίκων του Λυγουριού να τις παρακολουθούν δωρεάν, με «εισιτήρια ελευθέρας εισόδου». Εκείνη τη χρονιά όμως ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Νίκος Κούρκουλος αποφασίζει να κόψει το προνόμιο αυτό, αφήνοντας μόνο μια πρόσκληση «για το Δήμαρχο Λυγουριού κάπου στο Θέατρο». Το Δημοτικό Συμβούλιο αντιδρά και καταλήγει σε μια καταγγελτική ανάρτηση σε πανό στον δρόμο που οδηγεί στο θέατρο. Στη σύγκρουση όμως παρεμβαίνει και το γραφείο του τότε πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή, αφού είναι ο ίδιος που βλέπει το πανό οδεύοντας ως θεατής προς το θέατρο. Ετσι, μερικές μέρες μετά, σε συνάντηση του δημάρχου με τον Ν. Κούρκουλο, δίνεται αίσιο τέλος στη σύγκρουση αυτή.
2008
Θερμό καλοκαίρι
Αυτό ήταν μάλλον μέχρι στιγμής το πιο έντονο και «φιλοπολεμικό» καλοκαίρι στην ιστορία της Επιδαύρου με τρεις παραστάσεις να συγκεντρώνουν κυρίως την μήνιν μέρους του κοινού και των κριτικών. Η περίφημη πια «Μήδεια» του Ευριπίδη με σκηνοθέτη τον Ρώσο Ανατόλι Βασίλιεφ, κατόπιν πρόσκλησης του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας. Ο νεωτερικός «Αγαμέμνονας» από το «Θέατρο Δωματίου» σε σκηνοθεσία Αντζελας Μπρούσκου με τον Μηνά Χατζησάββα στον ομώνυμο ρόλο και την Αμαλία Μουτούση «Κλυταιμνήστρα». Και η αριστοφανική παράσταση του Εθνικού Θεάτρου «Βάτρα-X» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη.
«Μήδεια» και Βασίλιεφ
Η τότε καλλιτεχνική διευθύντρια του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας Λυδία Κονιόρδου ήταν που προσκάλεσε τον Ανατόλι Βασίλιεφ να σκηνοθετήσει τη «Μήδεια» του Ευριπίδη. Δεν ήξερε τι την περίμενε... Το περιέγραφε γλαφυρά ο Κοσμάς Βίδος στο «Βήμα» (4.8.2009): «Τα νέα που έφθαναν στα αφτιά μας κατά τη διάρκεια των πολύμηνων δοκιμών για τη ‘‘Μήδεια’’ του Ευριπίδη στην ανάγνωση του γκουρού, όπως τον αποκαλούν, του σύγχρονου θεάτρου Ανατόλι Βασίλιεφ δεν ήταν αισιόδοξα. Μας προετοίμαζαν για μια παράσταση η οποία στην καλύτερη των περιπτώσεων θα προκαλούσε αρνητικές αντιδράσεις. Κανείς όμως δεν μπορούσε να φανταστεί αυτό που συνέβη στην πρεμιέρα της παραγωγής του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας και του Ελληνικού Φεστιβάλ την περασμένη Παρασκευή (και το περασμένο Σάββατο) στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου: επί περίπου μία ώρα πριν από το τέλος της τεράστιας σε διάρκεια παράστασης το κοινό γελούσε, κορόιδευε και γιουχάριζε όσα διαδραματίζονταν στη σκηνή –αυτό και τις δύο ημέρες– πετώντας ακόμη και κέρματα στους ηθοποιούς. Αν η πρόθεση του σκηνοθέτη ήταν να μετατρέψει το θέατρο σε αρένα (όπως ο ίδιος είχε δηλώσει, όπως το βαρύ και ασήκωτο σκηνικό του Διονύση Φωτόπουλου δήλωνε), τα κατάφερε. Μόνο που σε αυτή την αρένα έριξε έναν θίασο που είχε μοχθήσει και που υποστήριξε τα οράματα του “ηγέτη” του (ακόμη και τα πιο ακραία) με αξιοθαύμαστη πειθαρχία. Οπως στην αρένα είχε ρίξει και μία από τις μεγαλύτερες ηθοποιούς που διαθέτει η Ελλάδα, τη Λυδία Κονιόρδου (Μήδεια). Αφήνοντάς τη να “διαπομπευτεί” μαζί με τους συνεργάτες της από το –όχι αδικαιολόγητα– έξαλλο κοινό και κοιτώντας τους από μακριά. Γιατί ο Βασίλιεφ δεν βγήκε να υποκλιθεί, χαρίζοντας όλα τα “αίσχος!” και τα “τι μ…ες είναι αυτές;” στους ηθοποιούς του. Το έκανε από άποψη, επειδή δεν το συνηθίζει; Εν προκειμένω, όταν ακούς ένα ολόκληρο θέατρο να εξευτελίζει όχι μόνο το όραμά σου αλλά και εκείνους που το ζωντάνεψαν, ξεχνάς τις όποιες απόψεις και σπεύδεις, αν όχι να τους συμπαρασταθείς, τουλάχιστον να αναλάβεις τις ευθύνες σου. Είναι θέμα ηθικής…
»Η (θυελλώδης) αντίδραση
»Εκεί όμως που η οργή εκδηλώθηκε σε όλο της το μεγαλείο είναι όταν η Αγλαΐα Παπά (θαυμάσια φωνή και εξαιρετικό παράστημα) άρχισε να διηγείται πώς η Μήδεια έγινε μητροκτόνος, με την Αλεξία Καλτσίκη να απαγγέλλει το ίδιο κείμενο στα γαλλικά και τον Βασίλη Κουκαλάνι στα αγγλικά - ταυτόχρονη τριγλωσσία, σχόλιο πάνω στην παγκοσμιοποίηση, που εκείνη τη στιγμή απλώς δεν ενδιέφερε κανέναν. Τα “ου!” και τα “ντροπή!” άρχισαν να πέφτουν βροχή. Εκτοτε και για περισσότερο από μία ώρα η “αρένα” φλεγόταν. Με τον κόσμο να τσακώνεται (“Ντροπή σου, Κονιόρδου!” ο ένας, “Ντροπή σε εσένα! Αν δεν σου αρέσει να φύγεις!” ο άλλος) και με τους ηθοποιούς να προσπαθούν να παίξουν μέσα σε απόλυτα εχθρικό περιβάλλον. Το φάουλ ενός εξ αυτών, του Νίκου Ψαρρά, ο οποίος κατά τον θρήνο του Ιάσονα, μη αντέχοντας τα γέλια και τα σχόλια –τα οποία γίνονταν πλέον φωναχτά–, φώναξε εκτός κειμένου “έλεος!”, έριξε λάδι στη φωτιά. “Αυτό λέμε κι εμείς, έλεος!” του απάντησε ένας θεατής. Και η αποσυντονισμένη κατάσταση αποσυντονίστηκε ακόμη περισσότερο. Για να οδηγήσει σε ένα φινάλε λουσμένο στα σφυρίγματα αποδοκιμασίας και στα “αίσχος!”. Τα “μπράβο!” που ακούστηκαν στην υπόκλιση της ηρωικής Κονιόρδου, η οποία άντεξε και έφθασε ώς το τέλος με απόλυτη συγκέντρωση –αν μπορούσε ας έκανε κι αλλιώς, από τη στιγμή που εκείνη έφερε τον Βασίλιεφ– δεν ήταν αρκετά για να απαλύνουν τις εντυπώσεις […]». Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος σχολιάζει μεταξύ πολλών άλλων: «Η ελληνική γλώσσα στην παράσταση του Βασίλιεφ ηχούσε σαν κινέζικα και συχνά σαν το ιδίωμα των φιλμ με τον Ταρζάν: “Άι Τάρζαν, Γιου Τζέην, σι Τσίτα”!» Πιο συγκρατημένα, ο Βασίλης Αγγελικόπουλος γράφει στην «Καθημερινή»: «Η παράσταση διέπραξε το μόνο ασυγχώρητο στο θέατρο: ήταν βαρετή – αβάσταχτα από ένα σημείο και μετά, γιατί διαρκεί και τρεισήμισι ώρες! Βέβαια κι αν έχουμε δει βαρετές παραστάσεις, νεοτερικές ή κλασικές, αλλά αυτή ήταν προκλητικά κουραστική, αλαζονικά σχοινοτενής, επηρμένα συγκεχυμένη […]». Αργότερα, όταν η Λυδία Κονιόρδου κλήθηκε (από τη Φωτεινή Μπάρκα στην “Ελευθεροτυπία”) να σχολιάσει τα όσα συνέβησαν, απάντησε εξαιρετικά διπλωματικά αλλά και με εξαιρετική δημοκρατικότητα είν’ αλήθεια: «Νομίζω ότι ήταν μια πολύ ζωντανή εμπειρία, με την έννοια ότι το αρχαίο δράμα είναι στην ουσία ο τόπος σύγκρουσης ιδεών [...]».
«Αγαμέμνων» και Μπρούσκου
Εγραφε τότε ο Βασίλης Αγγελικόπουλος και πάλι στην «Καθημερινή»: «Πολλά τα παραδείγματα – κι ολόφρεσκο η τελευταία παράσταση των φετινών Επιδαυρίων, ο αμέσως μετά τη “Μήδεια” “Αγαμέμνων” της Μπρούσκου, που παρά τα διάφορα τολμηρά της (έκανε τους Αργείους του Χορού ακόμη και σκυλάκια που κουνάνε την ουρά στον αφέντη τους Αγαμέμνονα, αλλά και που τον κατουράνε ή του βατεύουν το πόδι) δεν αποδοκιμάστηκε μαζικά, αν και δόθηκε το έναυσμα από ολίγους.
»Δεν είναι λοιπόν κάποιος “συντηρητισμός” ή “εθνικισμός” ούτε καν κάποιος λόγος αισθητικής που ωθεί το κοινό να φτάσει στο σημείο μαζικής αποδοκιμασίας μιας παράστασης. Το κοινό, αντιθέτως, έχει γίνει πολύ ανοιχτό και εξαιρετικά ανεκτικό […]».
«Βατρα-Χ» και Λιγνάδης
Ο ίδιος επεσήμαινε και για τον Λιγνάδη ότι «έκανε φύλλο και φτερό την κωμωδία του Αριστοφάνη: πράγμα που από άλλους εισπράχτηκε ως πλάκα και ασέβεια και από άλλους ως ανανέωση και φρεσκάδα. Ισως η αλήθεια να βρίσκεται κάπου ανάμεσα. Το μεγάλο κοινό που έφτανε τα 8.000 άτομα στην πρεμιέρα γέλασε αρκούντως αλλά και ένα μέρος του αποχώρησε σιωπηλά, κυρίως το Σάββατο που είχε φισκάρει το θέατρο. Χίλιοι ήταν οι αποχωρήσαντες; Χίλιοι πεντακόσιοι; Ή πολύ λιγότεροι; Θα παραμείνει το χωρίς λύση μυστήριο του φετινού Φεστιβάλ Επιδαύρου... Πάντως οι κριτικές κονιορτοποίησαν την παράσταση».
Κι αυτή ήταν η ακριβής λέξη: «κονιορτοποίησαν» την παράσταση οι κριτικές και δη του Κώστα Γεωργουσόπουλου που δημοσίευσε δύο: Ενα πρώτο μέρος (το Σάββατο 19.7.2008 με την παράσταση να επαναλαμβάνεται στην Επίδαυρο την ίδια μέρα) με τίτλο «Η επιστροφή του Ζαζά» και υποσημείωση ότι αυτό το δημοσίευμα δεν είναι «θεατρική κριτική», αλλά «ηθική διαμαρτυρία και πολιτική τοποθέτηση» και την επόμενη Δευτέρα την κυρίως κριτική του με τίτλο «Η Φτερού στην Επίδαυρο».
Στο πρώτο δημοσίευμα ο κ. Γεωργουσόπουλος σχολίαζε και το κοινό: «Μόνο αγέλη μπορεί να χαρακτηριστούν οι δέκα χιλιάδες άνθρωποι που αδιαμαρτύρητα αλλά με χάχανα, παλαμάκια και γηπεδική συμμετοχή ανέχτηκαν μια χυδαία, ανήθικη και φασιστική πράξη στο Θέατρο της Επιδαύρου». Μεταξύ πάρα πολλών άλλων σημείωνε και αυτά:
«- […] Η Επίδαυρος ήταν ένα μεγάλο, ελεύθερο σχολείο, συνέτεινε στην ανάπτυξη μιας δημοκρατίας των ιδεών. Από πού κι ώς πού ο σπουδαρχίδης, δυστυχώς φιλόλογος, γιος φιλολόγου και αδελφός φιλολόγου, σκηνοθέτης (κατά δήλωσή του) ονομάζει, στις συνεντεύξεις του και με θλιβερά στιχάκια ημερολογίου στην παράσταση, μουσείο, νεκροταφείο τις προσπάθειες αναβίωσης του δράματος (φτύνει και αυτή τη λέξη) […].
»-Ανασκολοπισμός για χαβαλέ: Ο οιηματίας σκηνοθέτης του ανεκδιήγητου σκουπιδοτενεκέ που κόπρισε πάνω στο έργο και στο όνομα του Αριστοφάνη ευτύχησε, και λόγω ειδικής εύνοιας, να πρωταγωνιστήσει στην Επίδαυρο δίπλα στον Μινωτή, με σκηνοθέτη τον Σολομό, τον Ευαγγελάτο. Στέριωσε την καριέρα του λοιπόν σε μουσειακές νεκρές παραστάσεις; Θέλησε να ευτελίσει και να απαξιώσει τον Αριστοφάνη στο πλέον επίδοξο, φιλολογικότερο και πλέον πολιτικό του δημιούργημα [...]. Και αφού το πλήρωσες το εξάμβλωμα, αφελή θεατή, πλήρωσες και από πάνω εισιτήριο, βενζίνη, φαΐ, διόδια, πιστεύοντας ότι θα δεις Αριστοφάνη και συνειδητά σου πλασάρανε ντέρμπι, σκυλάδικο και ένα ποτπουρί από Λαμπίρη, Αρναούτογλου, Στεφανίδου και Χίο. Και τους αποθέωσες. Γιατί βρήκε ο γύφτος τη γενιά του».
«Ο ορκοπάτης φιλόλογος»
Και δεν έφταναν αυτά. Στο κείμενο «Η Φτερού στην Επίδαυρο» έγραφε επίσης: «Εγραφα για το θλιβερό σύμπτωμα της προβοκατόρικης και άκρως φασιστικής επίθεσης σε καθετί που ώς τώρα ονομάζουμε ελευθερία της έκφρασης, δημόσιο ήθος και όρια (έστω ελαστικά) της πολιτικής κριτικής μέσω της τέχνης […].
»Και αυτό το σύμπτωμα φέτος έγινε σκοπός και πράξη όχι από κάποιον τυχάρπαστο, αγράμματο, ανίδεο ξυλοσχίστη. Εγινε από ταλαντούχο ηθοποιό, φιλόλογο, με θύραθεν παιδεία. Δεν του ξέφυγε, δεν του χάλασε στον δρόμο η συνταγή, δεν παρεξήγησε ή δεν υπερτίμησε τα μέσα του και τα εργαλεία του. Οχι, βάσει καθορισμένου σχεδίου, με ορατή και δεδηλωμένη στρατηγική πήρε το πλέον φιλολογικό και περισπούδαστο σατιρικό και πολιτικό κείμενο, αποθέωση της δημοκρατίας των ιδεών, τους “Βατράχους” του Αριστοφάνη […] και το μετέτρεψε σε μια δημόσια και φαντασμαγορική διαπόμπευση, μια χυδαία παρενδυτική μασκαράτα, έναν αισθητικό αχταρμά, όπου η ποίηση έγινε στιχάκια του κάρου. Το σκώμμα και η ιερή, λαϊκή βωμολοχία, καλιαρντά δημοσίων λουτρών, ο ΑΓΩΝ, η ύψιστη λειτουργία της ουσίας της Δημοκρατίας, η ισηγορία, ο διάλογος, η ζύμωση ιδεών μέσα από την αντιπαράθεση επιχειρημάτων και την επίκληση αξιών έγινε ποδοσφαιρικό ντέρμπι με συμπεριφορές χούλιγκαν […]». Και αφού πέρναγε γενεές δεκατέσσερις τον «ορκοπάτη φιλόλογο» που λίγα χρόνια μετά όμως στην παράσταση των «Περσών» θα φίλαγε ομοίωμα του Παρθενώνα γονατιστός μπροστά στο πρωθυπουργικό ζεύγος, κατέληγε ο κ. Γεωργουσόπουλος: «Χρησιμοποίησε το γνωστό πλέι μπακ από τους “Ορνιθες” των Κουν, Τσαρούχη, Χατζιδάκι, Ρώτα, Νικολούδη (των “νεκροθαπτών” του Αριστοφάνη!) με Χορό αποτελούμενο από κλώνους μεταμφιεσμένους της μετριότητάς μου, Χορό που κουνούσε τάχα το δάχτυλο για να ζητήσει τον λόγο (“ποιος, ποιος, ποιος είναι αυτός που σας εκάλεσε”), από ποιον άραγε που παρέδωσε τα άγια τοις κυσί!! (Εκείνο που προσωπικά με θλίβει είναι πως Λιγνάδης, Μαρμαρινός, Καραζήσης και Ρήγας, Αποστόλου ταυτίστηκαν σε γούστο και εμπνεύσεις αναφερόμενοι στο πρόσωπό μου, προφανώς ως πρύτανη των νεκρών και των νεκροταφείων)». Η ηχηρή διαφωνία συνεχίστηκε από τις σελίδες των «Νέων» όταν ο Δημήτρης Λιγνάδης έστειλε ανάλογη απάντηση.
2009
Διχασμός
Η δεύτερη παράσταση του Εθνικού Θεάτρου με τους «Πέρσες» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία του Βούλγαρου Ντίμιτερ Γκότσεφ «ανέβασε πολύ τη θερμοκρασία του θεατρικού καλοκαιριού», έγραφε η Γιώτα Συκκά στην «Καθημερινή», παρατηρώντας πως “ήδη από την περασμένη Παρασκευή το απόγευμα στην Αθήνα κυκλοφορούσε η φήμη ότι «απόψε η Επίδαυρος θα έχει γιούχα” [...] Πράγματι την Παρασκευή το βράδυ, σε ένα σχεδόν γεμάτο θέατρο, χειροκροτήθηκαν οι ηθοποιοί και γιουχαΐστηκε ο σκηνοθέτης. Το Σάββατο το βράδυ τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα.
»Κάποια στιγμή προς το τέλος της τραγωδίας του Αισχύλου και ενώ ο Ξέρξης (Νίκος Καραθάνος) κάνει τον μονόλογό του (πατώντας στη θυμέλη) ακούστηκε από τις κερκίδες (για δεύτερη φορά) μια φωνή: “Φύγε από τη θυμέλη”.
»Για λίγα λεπτά η παράσταση διακόπηκε, η “δράση” μεταφέρθηκε στις κερκίδες, οι ηθοποιοί είχαν μείνει ακίνητοι στις θέσεις τους μην ξέροντας τι θα επακολουθήσει. Επακολούθησαν αντεγκλήσεις ανάμεσα στους “υπέρ” και τους “κατά” της παράστασης και ένα πολύ δυνατό χειροκρότημα έδωσε το σύνθημα: “συνεχίστε” […] Μόλις ολοκλήρωσε τον μονόλογό της από τον “Φιλοκτήτη” η Λένα Κιτσοπούλου (το εμβόλιμο πρόσωπο που έβαλε ο Γκότσεφ στην τραγωδία) και έσβησαν τα φώτα, οι θεατές ήταν ήδη όρθιοι. Αλλοι φωνάζοντας “μπράβο» και χειροκροτώντας ενθουσιασμένοι και άλλοι έτοιμοι να φύγουν δυσαρεστημένοι». Ετσι ήταν και οι κριτικές. Μοιρασμένες.
Δεν του «πήγε» του Λάνγκχοφ η Επίδαυρος!
Το 2014, 17 χρόνια μετά τις «Βάχκες» στο αρχαίο θέατρο και 8 μετά τον «Φιλοκτήτη» του Χάινερ Μίλερ που ανέβασε στη Μικρή Επίδαυρο, ο Ματίας Λάνγκχοφ συλλαμβάνεται και περνά ένα βράδυ στα κρατητήρια του Ναυπλίου. Τι είχε συμβεί; Ο Γαλλοελβετός σκηνοθέτης Ολιβιέ Ζοσουά, γυρίζοντας ένα ντοκιμαντέρ για τον Γερμανό σκηνοθέτη, επεδίωξε να γίνουν γυρίσματα και στην Ελλάδα και εν προκειμένω μεταμεσονύχτια γυρίσματα στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου έχοντας λάβει σχετική άδεια από τις αρμόδιες υπηρεσίες.
Στη διάρκεια του γυρίσματος, η Γαλλίδα ηθοποιός Νικόλ Μαρσί, εμφανιζόταν σε κάποια πλάνα γυμνή μεταξύ πρώτου και δεύτερου διαζώματος στο αρχαίο θέατρο. Την είδε όμως ένας αρχαιοφύλακας, κατήγγειλε το περιστατικό και η αστυνομία συνέλαβε τον Λάνγκχοφ, τον Ζοσουά, τη Μαρσί και τον εικονολήπτη τους για προσβολή του μνημείου. Οδηγήθηκαν στο αστυνομικό τμήμα Ναυπλίου κι αφού πέρασαν το βράδυ τους εκεί, ύστερα από προφορική εντολή του εισαγγελέα αφέθηκαν ελεύθεροι και σχηματίστηκε δικογραφία. Την περιπέτεια του Λάνγκχοφ είχε αποκαλύψει στην «Εφ.Συν.» η Εφη Μαρίνου που του είχε πάρει τότε συνέντευξη.
2016
Καβγάς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
Η «Ορέστεια», η τριλογία του Αισχύλου πήγε τον Ιούλιο του 2016 στην Επίδαυρο σε μία εκδοχή που με τη μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη και σε διασκευή και σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά μετέφερε τη δράση στην περίοδο του ελληνικού Εμφυλίου. Η ρηξικέλευθη ματιά του Χουβαρδά περνά από το αρχαίο θέατρο χωρίς μεγάλες αντιδράσεις. Σημειώνονται βέβαια κάτι μεμονωμένα «επιφωνήματα» και κάποιες αποχωρήσεις και το χειροκρότημα είναι χλιαρό αλλά….Εκεί που θα ’λεγε κανείς ότι όλα βαίνουν αισίως, ξεσπά στα έντυπα και στα social media «καβγάς» μεγατόνων. Νερό στον μύλο του ρίχνουν ακόμα και ιστοσελίδες κουτσομπολιού που δεν έχουν ασχοληθεί μέχρι τότε με την παράσταση, ασχολούνται όμως με ό,τι ενδιαφέρει το κοινό τους, όπως το ξέσπασμα του Γεράσιμου Γεννατά που μετά την παρακολούθηση της «Ορέστειας» στα Χανιά, ανεβάζει ένα οργισμένο ποστ στο οποίο μεταξύ άλλων επιτίθεται και στους συναδέλφους του Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη (ο «Ορέστης» της παράστασης) και Νίκο Κουρή («Αγαμέμνονας»), σημειώνοντας πως «ο Μαρκουλάκης βάζει κάτι γυαλιά και καμώνεται ότι κάτι παίζει, ο Κουρής είναι στον αυτισμό του και δεν μπορεί να φραζάρει».
Με ποστ ψύχραιμα απαντά ο Μαρκουλάκης σε αυτήν και γενικώς στις επιθέσεις: «Οι κάτοχοι της απόλυτης αλήθειας ας υποστείλουν τις σημαίες τους. Το θέατρο είναι ενιαίο και αδιαίρετο. Και προχωρά, όπως όλα στη ζωή, δοκιμάζοντας. Το καλό είναι ότι στις δοκιμές αυτές δεν πεθαίνει κανείς. Αντιθέτως, κάποιες φόρες –σπάνιο, αλλά συμβαίνει– κάποιος μπορεί να αναστηθεί».
Η διαφωνία για την «Ορέστεια» δεν κλείνει όμως εκεί τον κύκλο της. Μετά την παράσταση της Επιδαύρου η κριτική της Ματίνας Καλτάκη στη «Lifo» με τίτλο «Αυτή δεν ήταν η Ορέστεια» έχει αντιθέτως κηρύξει πρώτη έναν γύρο έντασης, διότι, αν και τεκμηριωμένη ως προς αυτά που επισημαίνει, έχει μια αμφιλεγόμενη επωδό: «Επειτα από τα τρία απανωτά ναυάγια της χρονιάς, με κορυφαία έργα του κλασικού ρεπερτορίου (Ριχάρδος Γ΄, Οπερα της Πεντάρας, Ορέστεια), ίσως ο Γιάννης Χουβαρδάς θα πρέπει να πάρει μια απόσταση από τα πράγματα και να σκεφτεί αν υπάρχει λόγος που κάνει θέατρο ή αν κάνει θέατρο επειδή είναι το μόνο που ξέρει να κάνει». Μετά από αυτό η κάπως… βίαιη ανταλλαγή απόψεων για το εάν ένας κριτικός έχει δικαίωμα να συμβουλεύει έναν σκηνοθέτη να κάνει ένα μεγάλο διάλειμμα στην ενασχόλησή του με το θέατρο, μεταφέρεται –ηχηρά πάντα– στο σοσιαλμιντιακό περιβάλλον και διαρκεί για μέρες
2020
Οι «Πέρσες» και ο Μητσοτάκης
Οι «Πέρσες» του Αισχύλου από το Εθνικό Θέατρο και τον Δημήτρη Λιγνάδη, ως καλλιτεχνικό του διευθυντή πλέον, συνοδεύονται από ένα «παραπολιτικό»: ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και η σύζυγός του έχουν διακόψει τις διακοπές τους στην Αντίπαρο και έχουν χρησιμοποιήσει στρατιωτικό ελικόπτερο για να παραστούν στην παράσταση, στο φινάλε της οποίας θα βρει τον σκηνοθέτη να φιλά το ομοίωμα του Παρθενώνα στα πόδια τους. Ηχηρές αντιδράσεις δεν υπάρχουν στο θέατρο, αλλά η φωτογραφία του Λιγνάδη με τη μίνι ρέπλικα του Παρθενώνα κάνει τον γύρο του διαδικτύου συγκεντρώνοντας πλήθος ειρωνικών σχολίων και πλάκας. Ο κριτικός Γιώργος Σαμπατακάκης καθόλου δεν γελούσε όταν αναρωτιόταν αν «Είναι αυτή η στάση απέναντι στην τραγωδία μια εθνικοφροσύνη της συνέχειας ή μήπως πρόκειται απλώς για αισθητική παλιννόστηση της σκηνοθετικής εθνογραφίας; Πρόκειται άραγε για ελληνορθόδοξη παιδαγωγία που εμφορείται από εθνοποιητικά σκηνικά άγχη, ή απλώς έχουμε να κάνουμε με μια αισθητική άσκηση πατριδογνωσίας;».
Και κατέληγε:
«Πολλές φορές τα “νυν υπέρ πάντων αγών” χειροκροτήθηκαν στην Επίδαυρο, δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως πως άλλες τόσες φορές τα ίδια συνθήματα γράφτηκαν και σε μπράτσα φασιστών που δολοφόνησαν με την άνεση της διεστραμμένης εθνικοφροσύνης τους. Και αυτό το ήσυχο κοινό της Παρασκευής ήταν που όρισε την Επίδαυρο, για πρώτη φορά ίσως, ως μετα-εθνικό αφήγημα, το οποίο αρνείται πλέον τα χειροκροτήματα μιας περιττής εθνικής ανάτασης».
2022
Η εξέλιξη
Οι «Πέρσες» του Αισχύλου με τη ρηξικέλευθη και ευθέως πολιτική ματιά του Δημήτρη Καραντζά περνούν στην ιστορία της Επιδαύρου πριν κι από΄ την παράσταση για έναν άλλο λόγο: τη δεύτερη μέρα τους στο αρχαίο θέατρο και πριν από την έναρξη στο κοίλον ανοίγει το πρώτο γιγαντιαίο πανό με τη φράση «Βιαστής Είναι». Πρόκειται για την πρώτη τόσο επίσημη και ηχηρή διαμαρτυρία για την υπόθεση Λιγνάδη μετά την πρωτόδικη καταδίκη του πρώην καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου για δύο βιασμούς ανηλίκων και το γεγονός παρ’ όλα αυτά ότι το δικαστήριο έχει εγκρίνει την αποφυλάκισή του. Γίνεται δεκτή με επευφημίες και χειροκροτήματα αλλά και κάποιες σποραδικές διαμαρτυρίες. Η παράσταση αυτή καθαυτή με καινοτομίες όπως την παρεμβολή στα χορικά ενός ποιήματος της Ιρανής ποιήτριας Forugh Farrokhzaz ή στίχων των Καβάφη, Σεφέρη, Ρίτσου, Ελιοτ, Βαβούρη, Καρέλλη, Πέρσι Σέλεϊ κ.ά. έχει και σαφές πολιτικό πρόσημο. Το περιέγραφε η Στέλλα Χαραμή στην ιστοσελίδα monopoli.gr: «Τα ηχεία που είναι σκορπισμένα στην χωμάτινη επιφάνεια του θεάτρου αντιλαλούν τον ήχο της διαμαρτυρίας. Θα μπορούσε να είναι και ο ήχος από τις ντουντούκες μιας μαζικής πορείας (αν και αυτό θα ήταν επικίνδυνα προφανές)· πάντως το μήνυμα παραλαμβάνεται. (...) Η ιδέα του Δημήτρη Καραντζά δεν έγκειται στη μετακίνηση της αισχύλειας τραγωδίας, μα περισσότερο στην εξέλιξή της. Τι έρχεται μετά την συσσωρευμένη διάψευση; Οργή. Πώς διατυπώνεται η οργή; Υψώνοντας τη φωνή, να ένας πιθανός τρόπος. Η ερμηνεία αυτή –στα πρότυπα κι άλλων νεωτεριστικών αναγνώσεων που έχουμε δει από κεντροευρωπαϊκούς θιάσους– είναι καίρια και εμφυσά μια σύγχρονη πνοή στην παράσταση».
Αυτή ακριβώς η επιλογή του πολιτικού προσήμου αλλά και της χρήσης ηχείων που εκπέμπουν ακανόνιστους ήχους κάποια στιγμή ενοχλεί ένα (μικρό ωστόσο) μέρος του κοινού που αποχωρεί επιδεικτικά. Είναι όμως και αυτή που θα ενοχλήσει κάποιους κριτικούς όπως τη Ματίνα Καλτάκη και πάλι που γράφει μεταξύ άλλων στη «Lifo» («Η ύβρις και η αναπόφευκτη τιμωρία της»): «Επιλέγοντας να σκηνοθετήσει τους “Πέρσες” (ο Καραντζάς χαρακτήρισε τη σκηνική ερμηνεία του “διασκευή”) υπέπεσε στο ατόπημα να “φορέσει” πολιτικές απόψεις που απασχολούν τον ίδιο σ’ ένα έργο που για άλλα μιλάει […] Πολλές διαφορετικές ερμηνευτικές απόψεις χωρούν τραγωδίες όπως οι “Πέρσες”. Αρκεί η ιδεολογία της σκηνοθεσίας να μπορεί να υπηρετηθεί από τη δραματουργία. Στην περίπτωση της παράστασης του Καραντζά η εμφανής σύγκρουση των δύο βύθισε το όλον. Το ίδιο το έργο φυσικά και δεν βλάπτεται, αντιθέτως το “μήνυμά” του, η αναπόφευκτη τιμωρία της αλαζονείας, πραγματώνεται μέσα από τη συντριβή του σκηνικού αποτελέσματος».
Κατηγορούμενος ουσιαστικά για αλαζονεία, ο Δημήτρης Καραντζάς απαντάει στην κριτικό με ένα ποστ στη σελίδα της στο Facebook όπου ακολουθεί ανταλλαγή απόψεων και με την ίδια και με τους αναγνώστες της σε αρκετά υψηλούς τόνους. Ο «καβγάς» δεν γίνεται πια με ανταλλαγή επιστολών σε εφημερίδες, αλλά απευθείας στα social media. Να και μία ενδιαφέρουσα αλλαγή, ίσως η μόνη αλλαγή σε μία συνθήκη, του… beef που λέγαμε ότι έχει η Επίδαυρος. Αυτού του beef που δεν αλλάζει και ίσως ευτυχώς παρ’ όλα αυτά για την εξέλιξη στο τέλος της ημέρας του θεάτρου.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας