Τo θέμα του βιβλίου του Γεράσιμου Μακρή Η Οδός των Πνευμάτων: Σουφισμός, Πνευματοληψία και Μαγεία στο Σουδάν[1] είναι η zārṭumbura, μια πνευματοληπτική λατρεία στο Σουδάν που ασκείται κυρίως από μαύρους Αφρικανούς απόγονους δούλων. Το εν λόγω πόνημα είναι αποτέλεσμα πολύχρονης επιτόπιας έρευνας, που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980 και συνεχιζόταν ακόμη τη δεκαετία του 2010. Ωστόσο δεν αποτελεί μόνο μια ενδελεχή ανθρωπολογική μελέτη, αλλά και μια εξαιρετικά κατατοπιστική εισαγωγή στην κοινωνική και πολιτική ιστορία του Σουδάν τους δύο τελευταίους αιώνες. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Γ. Μακρής: «Μελετώντας την ṭumbura θα προσπαθήσουμε να καταδυθούμε στα εσώτατα βάθη του σουδανικού μετασχηματισμού και να παρακολουθήσουμε τις κινήσεις του σε μια περίοδο πολλών δεκαετιών, με αρχή.... τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα».[2]
Η ṭumbura, ως «πνευματοληπτική λατρεία», θεραπεύει κυρίως ασθενείς που υποφέρουν από συμπτώματα, που εμείς θα αποκαλούσαμε ψυχοσωματικές διαταραχές. Η επικεφαλής της λατρείας είναι πάντοτε γυναίκα. Mε τις μαντικές της ικανότητες θα αποφανθεί αν η αιτία είναι η κατάληψη του ασθενούς από το πνεύμα zār. Σ’ αυτή την περίπτωση, η μύηση στη λατρεία της ṭumbura θα μετατρέψει το πνεύμα, που μπήκε μέσα στον ασθενή, από πρόξενο δεινών σε φύλακα άγγελο. Η πηγή ευλογίας μάλιστα συγκεκριμενοποιείται στο πρόσωπο του ᶜAbd al-Qādir al-Jīlānī (1077-1166), ενός σούφι αγίου, ιδρυτή μιας από τις μεγαλύτερες σουφικές αδελφότητες στο Σουδάν, της Qādiriyya, που διάκειται φιλικά στους δουλικής καταγωγής μαύρους μουσουλμάνους. Η μύηση περιλαμβάνει τρία διαδοχικά στάδια: τη θεραπεία από τα συμπτώματα, τον «αρραβώνα» με το πνεύμα (gadaḥal-bayāḍ) και τον «γάμο» με το πνεύμα (kursī). Παραπέμπει σε διαβατήριες τελετουργίες (βάπτιση-γάμος) και συνίσταται σε επιτελέσεις δια των οποίων σωματοποιούνται αναμνήσεις της δουλείας και της αποικιοκρατίας. Το ευτυχές τελικό αποτέλεσμα είναι η άρθρωση μιας θετικής αυτοαναφορικής ταυτότητας του υποδεέστερου μαύρου μουσουλμάνου (του Sūdānī). «Τo πνεύμα της ṭumbura, που με διάφορες μορφές ή εκφάνσεις καταλαμβάνει τους ακόλουθους της λατρείας, αναπαριστά όψεις του θρυμματισμένου από την εμπειρία της δουλείας ιστορικού Εαυτού τους… Στο πλαίσιο αυτό, το τελετουργικό της λατρείας κατανοείται ως πεδίο εορτασμού (celebration) αυτού ακριβώς του ανακαινισμένου συλλογικού Sūdānī Εαυτού».[3]
___

⇒ Σουδάν: Γεωπολιτικές και ανθρωπολογικές προσεγγίσεις με αφορμή ένα ταξίδι
___
Ακόμα και σήμερα σε κύκλους βορειοσουδανών αραβικής καταγωγής ο α’ ή ο β’ Sūdānī αποκαλείται ᶜabd: δούλος.[4] Η σύγχρονη σουδανική κοινωνία διαμορφώθηκε, εν πολλοίς, μέσα από την άνευ προηγούμενου κλιμάκωση του δουλεμπορίου κατά τον 19ο αιώνα, η οποία ήταν το αποτέλεσμα της πίεσης ενός ευρωπαΐζοντος τύπου εκσυγχρονισμού, που επιχειρούσε στην Οθωμανική Αίγυπτο ο MuḥammadᶜAlī (ο ηγέτης της χώρας). Μέσα στα πρώτα πέντε χρόνια μετά την εισβολή των Τουρκο-Αιγυπτίων στο Σουδάν, ο αριθμός των αιχμαλωτισμένων δούλων έγινε δεκαπλάσιος έως εικοσαπλάσιος από αυτόν που ήδη υπήρχε και εργαζόταν σύμφωνα με τις ανάγκες του ντόπιου δουλοκτητικού τρόπου παραγωγής.[5] Ένα μεγάλο μέρος από αυτούς τους καινούργιους δούλους χρησιμοποιήθηκαν ως στρατιώτες.
Το 1881 οι Σουδανοί εξεγέρθηκαν υπό την ηγεσία του Muḥammad Aḥmadal-Mahdī και κατατρόπωσαν τον τουρκο-αιγυπτιακό στρατό. Το νέο, όμως, πρωτο-εθνικό θεοκρατικό καθεστώς που επιβλήθηκε, συνέχισε με αμείωτη ένταση τις δουλεμπορικές δραστηριότητες. Η κατάσταση των σκλάβων εξακολούθησε να είναι ζοφερή. Το 1898 οι Άγγλοι, με τη βοήθεια των Αιγυπτίων, «ανέκτησαν» το Σουδάν. Η νέα Βρετανική διοίκηση κατάργησε, τυπικά τουλάχιστον, τη δουλεία, κερδίζοντας την ευγνωμοσύνη των απελευθερωμένων σκλάβων – κάτι που αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στις τελετουργίες της ṭumbura.
Πολλοί απελευθερωμένοι Sūdānī υπηρέτησαν στα «Μαύρα Τάγματα» ή «Σουδανικά Τάγματα» του αγγλικού στρατού. Άλλοι δούλευαν ως μισθωτοί εργάτες στα εργοτάξια για την ανοικοδόμηση της πρωτεύουσας Χαρτούμ. Όλοι αυτοί συγκεντρώθηκαν σε λαϊκές γειτονιές, τα dayms, που οι εξαραβισμένοι βορειοσουδανοί μουσουλμάνοι τα θεωρούσαν κέντρα ακολασίας, πορνείας, κατανάλωσης αλκοόλ και ναρκωτικών, διάδοσης ετερόδοξων θρησκευτικών πρακτικών και δοξασιών κ.α. Στα στρατόπεδα των «Μαύρων Ταγμάτων» και τα dayms των πόλεων αναπτύχθηκε η ṭumbura. Σύμφωνα με τον Γ. Μακρή, η ṭumbura μπορεί να κατανοηθεί «ως ένα φαινόμενο-προϊόν ενός αστικού-λαϊκού πολιτισμού στρατιωτικού τύπου».[6] Στα dayms στα οποία άνθισε η λατρεία, αναπτυσσόταν «ένας συγκριτικός πολιτισμός, ένα ιδίωμα όπου θρυμματισμένες αφρικανικές μνήμες και πρακτικές ζυμώνονταν με αραβικής προέλευσης παραδόσεις και κοσμοθεωρίες, με το ηγεμονικό Ισλάμ να αποτελεί το πλαίσιο ώσμωσης και να προμηθεύει τις συντεταγμένες αλληλόδρασης».[7]
Το 1924, ξέσπασε η πρώτη σουδανική αντιαποικιακή εξέγερση με πρωτοπορία τη Λίγκα της Λευκής Σημαίας, για την οποία Sūdānī ήταν ο Σουδανός πολίτης ανεξάρτητα κοινωνικής θέσης, φυλής ή θρησκείας. Μέχρι τότε ο προσδιορισμός Sūdānī χαρακτήριζε τους απελευθερωμένους σκλάβους και μόνο. Το κίνημα της Λίγκας στελεχωνόταν από αξιωματικούς των Σουδανικών Ταγμάτων και κατώτερους δημόσιους υπάλληλους, Άραβες ή όχι. Βρήκε μεγάλη υποστήριξη στους μαχαλάδες και τις παράνομες εστίες απόσταξης αλκοόλ (indāyyas), όπου προσφέρονταν και σεξουαλικές υπηρεσίες. Εκεί το μήνυμα της Λίγκας προπαγανδιζόταν και μέσω των τραγουδιών του Khalīl Faraḥ και άλλων λαϊκών συνθετών. Η βορειοσουδανική αραβική ελίτ εν τω μεταξύ είχε συνταχθεί με τους Βρετανούς –ο γιος του Mahdī , μάλιστα, δώρισε στον Βρετανό μονάρχη το σπαθί του πατέρα του– και επικρότησε την αιματηρή καταστολή της Λίγκας από την αποικιοκρατική διοίκηση. Έτσι η βορειοσουδανική αραβική ελίτ, κατοχυρώνοντας τη θέση της ως προνομιούχος συνομιλητής των αποικιοκρατών, κατάφερε και έθεσε κάτω από την αιγίδα της το εθνικό κίνημα. Το 1956 η ανεξαρτησία σηματοδότησε τη μεταφορά της εξουσίας στα χέρια εκείνων των αραβικών βορειοσουδανικών εθνοτικών ομάδων που, 60 χρόνια πριν, ήταν άμεσα συσχετισμένες με το δουλεμπόριο.[8]
Τις δεκαετίες που ακολούθησαν την ανεξαρτησία, καλλιεργήθηκε συστηματικά από το νεότευκτο εθνικό κράτος και επιβλήθηκε μια εθνική ταυτότητα που στηριζόταν κυρίως α) στον αραβισμό («σουδανοποίηση» του πληθυσμού με βάση τις αξίες του εθνοτικά αραβικού σουδανικού «κέντρου»[9]) β) το Ισλάμ. Σ’ αυτή την ταυτότητα ενσωματώθηκαν μεγάλες μάζες του πληθυσμού περιλαμβανομένων μεγάλων αριθμών ατόμων δουλικής καταγωγής. Εν τω μεταξύ, πριν καν ανακηρυχθεί επίσημα η ανεξαρτησία το 1956, είχαν ξεκινήσει ένοπλες συγκρούσεις στο Νότιο Σουδάν, που θα κρατήσουν με ολιγόχρονες διακοπές έξι δεκαετίες και θα οδηγήσουν το 2011 στην απόσχιση του Νότιου Σουδάν.
Το 1969, ο Jaᶜfar Numayrī, θιασώτης του νασσερικού Αραβικού Σοσιαλισμού και Παναραβισμού, αναλαμβάνει την εξουσία με πραξικόπημα. Θα επιχειρήσει έναν «εκσυγχρονισμό» δια της κρατικής γραφειοκρατίας από τα πάνω. Σύντομα εμφανίστηκαν οι ίδιες παθογένειες που χαρακτήρισαν τα ανάλογα εγχειρήματα στην Αίγυπτο, τη Συρία και το Ιράκ (προεδρικός αυταρχισμός, ανικανότητα, διαφθορά, ανάδειξη μιας νέας παρασιτικής «τάξης)». Ο Numayrī το 1971 τσάκισε το Κομμουνιστικό Κόμμα (που τον είχε υποστηρίξει), χειραγώγησε τα ανεξάρτητα και ισχυρά (έως τότε) συνδικάτα και από το 1972 ανέπτυξε στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ, ενώ από το 1973 ξεκίνησε η στροφή του προς το Ισλάμ. Στον Νότο ξανάρχισε ο πόλεμος, μετά από μια ενδεκαετή ειρήνη (1972-1983), καθώς η κυβέρνηση αθέτησε όλες τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει. Το 1985, έπεσε ο Numayrī εν μέσω μιας φοβερής οικονομικής και ευρύτερα κοινωνικής κρίσης.[10]
Το 1989, στρατιωτικό πραξικόπημα φέρνει στην εξουσία ένα ισλαμιστικό καθεστώς, το οποίο θα ακολουθήσει για μια δεκαετία μια αντιδυτική γραμμή απομονωτισμού. Το 2000 η κυβέρνηση προχώρησε σε μια αποφασιστική στροφή προς έναν ισλαμιστικό νεοφιλελευθερισμό, ενώ διέρρηξε τη στενή σχέση που διατηρούσε ως τότε με τον αρχηγό της Μουσουλμανικής ΑδελφότηταςḤasanal-Turābī. Ακολούθησε μία περίοδος οικονομικής ανόδου σε ένα περιβάλλον πολιτικού αυταρχισμού και διαφθοράς. Οι ιδιωτικοποιήσεις ευνόησαν τους πολιτικούς φίλους και πελάτες του κυβερνητικού κόμματος και γενικά συγκεκριμένες ηγεμονικές αραβικές εθνότητες του Βορρά. Εδραιώθηκε μια ελίτ που, στο όνομα του ισλαμισμού, έχει συγκεντρώσει στα χέρια της τεράστιο πλούτο και απολαμβάνει μια απολυταρχικού τύπου εξουσία. Ο Γ. Μακρής τονίζει πολύ σωστά ότι, «ένας επιθετικός ισλαμικός καπιταλισμός και ο εξισλαμισμός των ηθών, είναι[διαδικασίες] στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους».[11] Επίσης διακρίνει εύστοχα την ισλαμική πολιτική στο Σουδάν, η οποία οργανώνεται και κατευθύνεται από τα πάνω, από τον «εξισλαμισμό από τα κάτω» (π.χ. στην Αίγυπτο), τον οποίο επιχειρούν ακτιβιστικά κινήματα που κατευθύνονται από εξαιρετικά δημοφιλείς οργανώσεις/κόμματα.[12
Το 2010, ο πρόεδρος του Σουδάν ᶜUmar al-Bashīr επιχαίρει μπροστά στην επικείμενη απόσχιση του Νότου: χωρίς τον χριστιανικό/παγανιστικό Νότο «το εθνικό σύνταγμα θα πρέπει να τροποποιηθεί για να ακολουθήσει τη sharīᶜa [ισλαμικός νόμος], το Ισλάμ και τα αραβικά θα γίνουν η επίσημη θρησκεία και γλώσσα της χώρας… εκείνη την στιγμή δεν θα υπάρχει λόγος να μιλούμε για ποικιλομορφία πολιτισμών και εθνοτήτων».[13]
Κατά τις δύο δεκαετίες που κράτησε η κρίση, η ṭumbura μετασχηματίστηκε. Μετατράπηκε σε μια λατρεία κυριαρχούμενη από γυναίκες, ίσως λόγω του βραδύτερου ρυθμού εξαραβισμού των γυναικών σε σχέση με τους άντρες.[14] Αυτή η «θηλυκοποίηση» μαζί με τη ραγδαία επέκταση του Χαρτούμ, τις αναπλάσεις στις παλιές γειτονιές του, τις διαδοχικές μετακινήσεις των εργατικών πληθυσμών, αλλά και γενικότερα ολόκληρη αυτή η ισλαμική και αραβική νεωτερικότητα με τα νεοφιλελεύθερα, πατερναλιστικά και αυταρχικά χαρακτηριστικά, επέδρασαν αποφασιστικά στη νέα φυσιογνωμία της ṭumbura.
Οι λατρευτικές ομάδες έχασαν την οργανική τους σχέση με τη γειτονιά – δεν επιτελούσαν πλέον μια τοπική λατρεία με την οποία οι μύστες είχαν μεγαλώσει. Έγιναν πιο απρόσωπες με την εισδοχή μελών που έμεναν σε άλλα σημεία της πόλης. Τώρα θεραπεία δεν σημαίνει υποχρεωτικά και μύηση στη λατρεία. Στις υπηρεσίες της ṭumbura καταφεύγουν πλέον λογιών-λογιών άνθρωποι, όταν αποτύχει η σύγχρονη ή η παραδοσιακή ιατρική, η μαγεία, ο εξορκισμός κ.λπ. Οι λειτουργοί της ṭumbura έχουν εμπλουτίσει το θεραπευτικό τους ρεπερτόριο με πρακτικές από το νεφελώδες σύμπαν της μαγείας και των κακόβουλων επιθέσεων. Θεραπεύουν προβλήματα που αποδίδονται στα ᶜirūg, μορφή μαγείας μέσω μιας ποικιλίας μαγικών ουσιών ή χρησιμοποιούν οι ίδιοι ᶜirūg εναντίον των αντιπάλων ή των ανταγωνιστών τους. Η «νέα» ṭumbura βοηθάει ως αντίδοτο στα ᶜirūg ή μέσω της χρήσης των ᶜirūg ικανοποιεί ποικίλα αιτήματα (π.χ. του άνεργου που θέλει να βρει δουλειά ή του στρατιώτη που δεν θέλει να μετατεθεί στο εμπόλεμο Νταρφούρ, στο δυτικό Σουδάν). Η κάθε περίπτωση αντιμετωπίζεται ως προσωπική υπόθεση και η επιτυχής έκβαση της θεραπείας δεν ολοκληρώνεται με την ένταξη του αποθεραπευθέντος στην ομάδα λατρείας, αλλά καταλήγει σε μια σχέση υποχρέωσης προς εκείνη την τροπικότητα του πνεύματος της οποίας ζητήθηκε η βοήθεια. Ο ασθενής παραμένει πελάτης. Η προσέγγισή του είναι ατομική και έξω από την ομάδα. Η σχέση της ṭumbura με το kujūr, που προέρχεται από τις μαγικοθεραπευτικές πρακτικές του Νότου, γίνεται πιο στενή. Αποδυναμώνεται ο ρόλος του ᶜAbd al-Qādir al-Jīlānī, ενώ ο AzraqBanda, ο μαύρος κανίβαλος, μια τροπικότητα του πνεύματος zār της ṭumbura που εμφανίζεται σαν μαύρος κροκόδειλος ή κερασφόρο φίδι, αυτονομείται και σχεδόν αποκτά ανεξάρτητη υπόσταση[15].
Ο Γ. Μακρής καταγράφει την αναλογία που υφίσταται ανάμεσα στο δίκτυο ατομικών σχέσεων «που πραγματώνονται εντός του ισλαμο-μαγικού σύμπαντος της ṭumbura με ό,τι έχουμε παρατηρήσει στο πλαίσιο της προαναφερθείσας ισλαμικής νεοφιλελεύθερης οικονομίας»[16]. Συγχρόνως τονίζει πως στην ṭumbura υφίστανται «δύο αλληλένδετα πεδία δράσης και στοχασμού, ένα ισλαμικό και ένα αφρικάνικο, τα οποία αλληλοπεριχωρούνται και των οποίων οι διαστάσεις και τα επίπεδα μπορούν να διακριθούν μόνο εξαιτίας αναλυτικών λόγων»[17]. Σήμερα η ṭumbura, καταλήγει ο Γ. Μακρής, έχει «ανοίξει» και σε μη Sūdānī υποδεέστερους ανθρώπους, οι οποίοι καταφεύγουν σ’ αυτήν ως θύματα μιας σωρείας πολύ διαφορετικών προβλημάτων ,«που όμως φαίνεται να έχουν ένα κοινό παρονομαστή, την τεράστια κοινωνική και πολιτικό-οικονομική κρίση που έχει επιφέρει στο Σουδάν η επέλαση αυτού που αποκαλέσαμε ισλαμικός νεοφιλελευθερισμός».[18]
Ο Γ. Μακρής περιγράφει την στενή αλληλεπίδραση ανάμεσα σε τρεις διαδικασίες: (α) τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, (β) τις διαδοχικές πολεοδομικές ανασυγκροτήσεις του Χαρτούμ, την ταχεία πληθυσμιακή του μεγέθυνση, τη διάλυση των λαϊκών γειτονιών, τις μετοικεσίες των εργατικών πληθυσμών και (γ) τους μετασχηματισμούς της ṭumbura. Η εξιστόρηση του είναι πριν από όλα βιωματική, καθώς μοιράστηκε επί μακρόν την καθημερινότητα των λαϊκών ανθρώπων σε παραγκουπόλεις και φτωχογειτονιές – για τις οποίες οι κάτοικοι τους του έλεγαν περήφανα: «εδώ στη γειτονιά όλοι είναι συγγενείς ή οικογενειακοί φίλοι. Ποιος αστυνομικός θα τολμήσει να έρθει;»[19]
Το βιβλίο του Γ. Μακρή είναι ένα άρτιο επιστημονικό κείμενο, αλλά κατά τη γνώμη μας θα το αδικούσαμε, αν το περιορίζαμε στα στενά πλαίσια της κοινωνικής ανθρωπολογίας. Θα μπορούσαμε χωρίς δυσκολία να χαρακτηρίσουμε την προσέγγισή του ταξική, αν ο όρος δεν είχε ξεφτιλιστεί από τη χρήση του από τον τρέχοντα κίβδηλο εργατισμό. Ο Γ. Μακρής αρνείται να ερμηνεύσει το θρησκευτικό φαινόμενο δια του «ψεύδους των κληρικών» – όπως κάνουν οι αριστεροί φονταμενταλιστές της νεωτερικότητας και του εκσυγχρονισμού. Αντίθετα, στη μέθοδο που χρησιμοποιεί εμείς αναγνωρίζουμε μια συνεπή και εκλεπτυσμένη εφαρμογή του ιστορικού υλισμού. Το βιβλίο μας δίνει ένα παράδειγμα για το πώς πρέπει να προσεγγίζουμε τη «λαϊκή θρησκευτικότητα», που αποτελεί κύρια πλευρά της λαϊκής συνείδησης και στην ίδια την Ελλάδα. Και το πολιτικό διακύβευμα δεν είναι καθόλου αμελητέο. Έχει να κάνει με το τι είδους αριστερά θέλουμε: μια λαϊκή αριστερά ή την αριστερά του φιλελευθερισμού;
[1] Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2016.
[2] Στο ίδιο, σ. 34.
[3] Στο ίδιο, σ. 43,44.
[4] Στο ίδιο, σ. 271.
[5] Στο ίδιο, σ. 64.
[6] Στο ίδιο, σ. 96, 104.
[7] Στο ίδιο, σ. 105.
[8] Στο ίδιο, σ. 95,102, 103, 109, 110.
[9] Στο ίδιο, σ. 168.
[10] Στο ίδιο, σ. 163-171.
[11] Στο ίδιο, σ. 206, 207, 219.
[12] Στο ίδιο, σ. 214, 215.
[13] Στο ίδιο, σ. 201, 202, 221. Να προσθέσουμε, από τη δική μας μεριά, ότι ο John Garang, ο χαρισματικός ηγέτης του Νότου, αντιπροσώπευε μια πραγματική απειλή για το Χαρτούμ, ακριβώς γιατί το σχέδιο του δεν ήταν η απόσχιση του Νότου και η δημιουργία ενός αμφίβολης βιωσιμότητας κράτους, αλλά η συμμαχία των χριστιανών/παγανιστών του Νότου με τους δουλικής καταγωγής και συνάφειας μουσουλμάνους του Βορρά και τις άλλες καταπιεσμένες από το Χαρτούμ εθνοτικές κοινότητες. Ο Garang σκοτώθηκε σε αεροπορικό «δυστύχημα» το 2005. Η συμπαιγνία ισλαμιστών του Βορρά - πολεμάρχων του Νότου, έσπρωξε τον Νότο στην ανεξαρτησία με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα.
[14] Στο ίδιο, σ. 190, 195.
[15] Στο ίδιο, σ. 193, 235, 236, 237, 257, 301.
[16] Στο ίδιο, σ. 320.
[17] Στο ίδιο, σ. 286.
[18] Στο ίδιο, σ. 409.
[19] το ίδιο, σ. 229.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας