Στο προηγούμενο φύλλο είδαμε αναλυτικά τους παράγοντες που επικαθόρισαν, πριν από 120 ακριβώς χρόνια, τη μαζική συμμετοχή των φοιτητών και των συντεχνιών της Αθήνας στον αντιδραστικό ξεσηκωμό κατά της μετάφρασης των Ευαγγελίων –τη μεγαλύτερη, βιαιότερη κι αιματηρότερη λαϊκή εξέγερση που γνώρισε η πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους στον πρώτο αιώνα της ύπαρξής του.
Ο πληγωμένος και μνησίκακος εθνικισμός που γέννησε η στρατιωτική πανωλεθρία του 1897, η συστηματική καλλιέργεια του αντισλαβισμού και της ρωσοφοβίας τα προηγούμενα χρόνια (με ενσάρκωση του εσωτερικού εχθρού την ίδια τη -Ρωσίδα στην καταγωγή και τη συνείδηση- βασίλισσα Ολγα) και οι παρενέργειες του Μακεδονικού, που αναγόρευσε την ελληνόγλωσση εκκλησιαστική λατρεία κι εκπαίδευση των «αλλοφώνων» σε Α και Ω της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, πρόσφεραν το ιδεολογικό πλαίσιο για την προάσπιση πολύ πιο πεζών ατομικών και συλλογικών συμφερόντων: από την προνομιακή θέση των πανεπιστημιακών αποφοίτων ως διαμεσολαβητών στο κράτος όσων δεν μπορούσαν να χειριστούν επαρκώς την επίσημη γλώσσα του (και των θεολόγων σαν αποκλειστικών ερμηνευτών των Γραφών), μέχρι την εχθρότητα των παραδοσιακών μεσοστρωμάτων προς τους εξ Εσπερίας «μεταρρυθμιστές», που προπαγάνδιζαν τη συρρίκνωση των δικαιωμάτων και του βιοτικού τους επιπέδου στο όνομα της ευρωπαϊκής «κανονικότητας» και μιας άκρως αμφίβολης «αριστείας».
Στη σημερινή, δεύτερη και τελευταία συνέχεια του αφιερώματός μας, θα ασχοληθούμε με την εξέγερση αυτή καθεαυτή, τα χαρακτηριστικά και τα όριά της.
Για την «τιμή» του Πανεπιστημίου
Η φοιτητική εξέγερση δεν πυροδοτήθηκε απ’ καθεαυτή τη δημοσίευση της «βέβηλης» μετάφρασης στην «Ακρόπολι» (9/9-20/10/1901), αλλά από ένα ειρωνικό άρθρο της τελευταίας (5/11/1901), με το οποίο αμφισβητούνταν δραστικά η αυθεντία των καθηγητών της Θεολογικής –και κατ’ επέκταση της ακαδημαϊκής κοινότητας, που εξισωνόταν με τους απλούς πολίτες. Κατά το πρώτο διήμερο των ταραχών, στόχος θα γίνουν έτσι πρωτίστως δυο αντιφρονούσες εφημερίδες: η ίδια η «Ακρόπολις» και το (αριστοκρατικότερο) «Αστυ», που κατηγορούνταν πως «έβλεπε τα πράγματα αλλοίως και ουχί ως πας τις ορθοφρονών» (Σωτηρίου-Ματλής-Λεονταρίτης, «Φοιτητικαί σελίδες», Εν Αθήναις 1902, σ.45).
Ως πρότυπο δε των βανδαλισμών προβαλλόταν η ολοσχερής καταστροφή της «Ακροπόλεως», λίγα χρόνια νωρίτερα (20/8/1894) και για παρεμφερείς «λόγους τιμής», από μερικές δεκάδες αξιωματικούς με προεξάρχοντα τον Παύλο Μελά· αγριότητα που επιβραβεύθηκε από το αρμόδιο στρατοδικείο, όταν απάλλαξε όλους τους κατηγορούμενους ακόμη κι από την ήπια κατηγορία της φθοράς ξένης περιουσίας.
«Ηθελα να ’μαι φοιτητής, καθώς εις άλλα χρόνια / να φλέγωμαι, να πιάνωμαι, να ρίχνω και κοτρώνια» || Γεώργιος Σουρής («Ο Ρωμηός», 10/11/1901)
Το απόγευμα της Δευτέρας 5 Νοεμβρίου, 500 φοιτητές εκστρατεύουν έτσι από τα Προπύλαια προς τα γραφεία της «Ακροπόλεως», στην οδό Σωκράτους. Τον αρχικό πυρήνα αποτελούν φοιτητές της Θεολογίας και της Ιατρικής, που ξεσήκωσαν τις άλλες σχολές. Κάποιοι καθηγητές, όπως ο Μιστριώτης της Φιλολογίας ή ο Διομήδης Κυριακός της Θεολογικής, διέκοψαν τα μαθήματά τους για να διευκολύνουν την κινητοποίηση (όπ.π., σ.30-1)· καθ’ οδόν, προστέθηκε επίσης «πλήθος λαϊκών». Οταν οι εξηγήσεις του αρχισυντάκτη προς τους εκπροσώπους τους κρίθηκαν ανεπαρκείς, οι συγκεντρωμένοι σπάνε την πόρτα και βιαιοπραγούν: «Φύλλα της “Ακροπόλεως” εσκορπίσθησαν τήδε κακείσε, πολλά δ’ εξ αυτών παρεδόθησαν εις το πυρ, ως εξιλαστήριος θυσία της προσβληθείσης τιμής του Πανεπιστημίου», καμαρώνει η ημιεπίσημη ιστορία του κινήματος. Οι επιδρομείς αποσύρθηκαν μονάχα όταν ο αστυνομικός διευθυντής Βούλτσος τους διαβεβαίωσε, εν ονόματι της εφημερίδας, πως «αι κατά των καθηγητών του Πανεπιστημίου ύβρεις θ’ αναιρεθώσιν» (όπ.π., σ.31-33).
Τα ίδια περίπου θα επαναληφθούν και στο «Αστυ», στην οδό Φιλελλήνων. Μια εικοσαριά διαδηλωτές εισβάλλουν στο κτίριο κι ένας απ’ αυτούς επιχειρεί να βάλει φωτιά, πείθεται όμως με το επιχείρημα πως, «εάν εκαίετο το σπίτι θα επάθαιναν και πολλοί, οι οποίοι δεν είχαν καμμίαν σχέσιν με τα φρονήματα της εφημερίδος» (Αστυ, 6/11). Αντί για τα γραφεία καίγονται έτσι «πανηγυρικώς επί του εξώστου πολλά φύλλα» της τελευταίας (Σωτηρίου κ.α., σ.34). Η αγωνιστική βραδιά θα ολοκληρωθεί με πολιορκία του μητροπολιτικού μεγάρου, στην Πλάκα, κι απόσπαση από τον αρχιεπίσκοπο Προκόπιο της δήλωσης ότι «ως άτομον και ως αρχή είνε κατά των μεταφράσεων του Ευαγγελίου» («Αστυ», 6/11). Ικανοποιημένοι, οι φοιτητές κάνουν πηγαδάκια στη μητρόπολη και διαλύονται, δίνοντας ραντεβού για το επόμενο πρωί.
Η παράλειψη της υπεσχημένης αυτοκριτικής από τα δυο φύλλα πολλαπλασίασε τις αντιδράσεις. Το πρωί της 6ης Νοεμβρίου, εκατοντάδες φοιτητές διαλύουν με τη βία τα μαθήματα όσων καθηγητών επιχειρούν να διδάξουν, σπάζοντας τζάμια και προπηλακίζοντας τον Γεώργιο Χατζηδάκι με την κραυγή «Κάτω ο δαρβινιστής!». Μάταια ο πρύτανης Σακελλαρόπουλος τους παρακαλεί να μη δώσουν -ως «ταραξίες»- αφορμή «να χάση το Πανεπιστήμιον την εκτίμησιν της Κοινωνίας».
Μια νέα διαδήλωση 800-1.000 φοιτητών γιουχάρει το σπίτι του αστυνομικού διευθυντή κι επαναλαμβάνει τις εφόδους στην «Ακρόπολι» και το «Αστυ», με μεγαλύτερη επιθετικότητα τούτη τη φορά: οι πινακίδες των δυο εφημερίδων καταστρέφονται «με την συγκατάθεσιν της φρουρούσης αστυνομίας» («Αστυ», 71/11), η εισβολή στα ταμπουρωμένα γραφεία αποτρέπεται όμως με επέμβαση του ιππικού. Κάποιοι διαδηλωτές -«μη φοιτηταί», διευκρινίζει η «Πρωία»- έσπασαν με πετροπόλεμο μερικά τζάμια, τους σταμάτησαν όμως «οι ψυχραιμότεροι, θεωρήσαντες το τοιούτον ως μικροπρέπειαν» (Σωτηρίου κ.α., σ.45). Κάποιες άλλες λεπτομέρειες περιγελούν ωστόσο τις σημερινές κραυγές περί πρωτάκουστης νεανικής ανομίας: όταν «μικρόνους τις ιππεύς σύρει την σπάθην του και την επιδεικνύει αυθαδώς» προς τους διαδηλωτές, λ.χ., «άπειρα» χέρια φοιτητών τον συνετίζουν τραβώντας περίστροφα (όπ.π., σ.46).
Η κινητοποίηση ολοκληρώθηκε με υποβολή στον βασιλιά του αιτήματος να «διαταχθή η Κυβέρνησις προς ταχείαν λήψιν απαγορευτικών της κυκλοφορίας των Μεταφράσεων μέτρων και τιμωρίαν των εις ύβρεις κατά των καθηγητών του Πανεπιστημίου εκτραπεισών εφημερίδων». Με παρέμβαση ορισμένων καθηγητών, μια δεύτερη συγκέντρωση στα Προπύλαια, στις 3 μ.μ., θα αποφύγει να εξελιχθεί σε πορεία, αναμένοντας την απόφαση της Ιεράς Συνόδου που θα συνεδρίαζε την επομένη.
Αντιμέτωπος με τη «διορία» που του έθεσαν οι φοιτητές, να αποσπάσει δήλωση μετανοίας από την «Ακρόπολι» μέχρι τις 10 π.μ., ο πρύτανης στέλνει το απόγευμα στην εφημερίδα ως μεσολαβητή τον (δημοτικιστή) γραμματέα του Πανεπιστημίου, Κωστή Παλαμά –και, ταυτόχρονα, εισηγείται στη Σύγκλητο δραστικά μέτρα: «φρονών ότι το ζήτημα δεν είναι μεν καθαρώς πανεπιστημιακόν, αλλά επειδή ήρχιζε να φανατίζη και ανθρώπους του όχλου, και κίνδυνος είναι να παραταθή», διαβάζουμε στα επίσημα πρακτικά, θεωρεί πως «επιβάλλεται να κλείσωμεν το Πανεπιστήμιον». Το σώμα «συμφωνεί κατ’ αρχήν», αναβάλλει όμως τη λήψη απόφασης για αργότερα, «αν επιστή ανάγκη». Εχοντας πιθανότατα κάτι πληροφορηθεί και για να αποτρέψουν παρόμοιο ενδεχόμενο, 50-60 φοιτητές -«οι ενθουσιωδέστεροι»- θα διανυκτερεύσουν ωστόσο στο κτίριο, «εφοδιασμένοι διά πολυκρότων [περιστρόφων] τελευταίου συστήματος» (Σωτηρίου κ.α. σ.55). Η δεύτερη κατάληψη στην ιστορία του ιδρύματος, πέντε χρόνια μετά τα «Γαλβανικά» του 1897, ήταν γεγονός.
Μπορεί τα μεγέθη να ήταν ακόμη μικρά, ο συσχετισμός των δυνάμεων είχε όμως ήδη αποσαφηνιστεί. «Διήλθομεν και χθες ημέραν ημιεπαναστατικήν», διαπιστώνει με ανησυχία στο κύριο άρθρο του το «Αστυ» της επομένης. «Η εξέγερσις των φοιτητών ελπίζομεν ότι θα χρησιμεύση ως μάθημα εις όλους τους θέλοντας να νεωτερίζουν εκεί όπου δεν χωρούν νεωτερισμοί», ξεσπαθώνει απ’ την πλευρά του το «Σκριπ», διαλαλώντας τη «ζωηρωτάτην χαράν» του που βλέπει «το φοιτητικόν σώμα τόσον βαθέως αντιλαμβανόμενον τα εθνικά του τόπου ζητήματα».
Οι πρωτοσέλιδες «δηλώσεις προς τους κ.κ. φοιτητάς» που απέσπασε ο πρύτανης από την «Ακρόπολι» (7/11) μέσω Παλαμά δεν περιορίστηκαν στη διευκρίνηση «ουδέποτε υβρίσαμεν ή ειρωνευθήκαμεν φοιτητάς ή το Πανεπιστήμιον». Περιέλαβαν και διαβεβαιώσεις υποταγής στην επίδικη εθνοθρησκευτική ορθότητα: «Η “Ακρόπολις”», διαβάζουμε, όχι μόνο «είνε πολέμιος αμείλικτος παντός φρονούντος αντεθνικώς και ατίμως ότι το Ευαγγέλιον πρέπει ν’ αναγιγνώσκεται εν ταις εκκλησίαις εις άλλην τινάν γλώσσαν», αλλά και «φρονεί ότι η Ιερά Σύνοδος έχει καθήκον πάσαν μετάφρασιν του Ευαγγελίου δι’ οικογενείας και μαθητάς εκδιδομένη ν’ αποκηρύσση και να πρωτοστατεί εις την καταδίωξιν των μεταφραστών, εφ’ όσον παρερμηνεύωνται εξ αμαθείας ή εξ αντιχριστιανικής ατιμίας τα δόγματα της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας». Υποχώρηση που, αντί να κατευνάσει τα πνεύματα, απλώς κλιμάκωσε τις απαιτήσεις όσων την επέβαλαν.
Η εξέγερση
Την Τετάρτη 7/11 η φοιτητική αναταραχή μετατράπηκε σε λαϊκό ξέσπασμα, με τη μαζική προσέλευση στον χώρο του Πανεπιστημίου χιλιάδων πολιτών κάθε λογής: ομοφρόνων, συμπαθούντων ή απλά περίεργων. Η όλη κινητοποίηση δεν στόχευε άλλωστε πια στην ικανοποίηση της τρωθείσας «τιμής» της πανεπιστημιακής κοινότητας, αλλά σε κάτι απείρως σοβαρότερο: τον αφορισμό των μεταφραστών του Ευαγγελίου, αίτημα που έθιγε εμμέσως πλην σαφώς και την ίδια τη βασίλισσα.
Στις 10 π.μ., ενώ ο χώρος μπροστά στο Πανεπιστήμιο είχε ήδη πλημμυρίσει, το τετράγωνο περικυκλώθηκε από ίλες ιππικού και πεζούς χωροφύλακες με εφ’ όπλου λόγχη. Ο στρατιωτικός διοικητής της πρωτεύουσας ανακοίνωσε στον πρύτανη πως «έχουσι ληφθή πάντα τα κατάλληλα μέτρα όπως περιορισθώσιν οι φοιτηταί εντός των Προπυλαίων, χωρίς να δυνηθή τι να εξέλθη εκείθεν» («Αστυ», 8/11). Ο πρύτανης εκδίδει ανακοίνωση, καλώντας «τους φοιτητάς όπως διαλυθώσιν ησύχως, υποτασσόμενοι εις τους νόμους του Πανεπιστημίου», καθώς «δεν υφίσταται πλέον ζήτημα μεταφράσεως του Ευαγγελίου, κατόπιν των ληφθεισών μέτρων υπό της Κυβερνήσεως». Το μεσημέρι θα τους διαβάσει αυτοπροσώπως και την απόφαση της Ιεράς Συνόδου, που «αποκρούει και αποδοκιμάζει και κατακρίνει ως βέβηλον πάσαν διά μεταφράσεως εις απλουστέραν Ελληνικήν γλώσσαν αλλοίωσιν ή μεταβολήν του πρωτοτύπου κειμένου του Ευαγγελίου», της βασιλικής πρωτοβουλίας συμπεριλαμβανομένης.
Μάταιος κόπος. Αυτό που κυριαρχεί πια είναι το αίτημα αφορισμού των «ενόχων». Μέσα στο επόμενο τρίωρο, το πλήθος θα προσπαθήσει τρεις φορές να σπάσει τον κλοιό με στόχο τη μητρόπολη· σε κάθε απόπειρα, το επίπεδο της βίας ανεβαίνει. Την πρώτη φορά, «οι ιππείς επέδραμον δεξιά και αριστερά. Μερικοί λίθοι εξεσφενδονίσθησαν, μερικαί ράβδοι ανυψώθησαν, φωναί αντήχησαν, γιουχαϊσμοί κατά των στρατιωτών και η έφοδος έληξεν» («Σκριπ», 8/11). Τη δεύτερη, το πλήθος υποχωρεί στα Προπύλαια κι εξαπολύει συστηματικότερες επιθέσεις με πέτρες και ξύλα. Στην τρίτη προσπάθεια σπάει τον κλοιό και προχωρά στην Κοραή, προτού κοπεί στα δυο από την επέλαση του ιππικού στην Πανεπιστημίου· καταφέρνει όμως να βάλει στο χέρι τα οικοδομικά υλικά παρακείμενου γιαπιού, με καταστροφικά για τους αντιπάλους του αποτελέσματα.
Η κοινωνική σύνθεση των μαχόμενων έχει αλλάξει στο μεσοδιάστημα αισθητά, όπως πιστοποιούν τα ρεπορτάζ της επομένης. Ακόμη και τα εχθρικά προς τους «ταραξίες» μιλούν, άλλωστε, πια για «λαό»: «Οι λίθοι έπιπτον κατά των πτωχών ιππέων βροχηδόν. [...] Ο λαός κατεδίωκε πλέον τους ιππείς. Πολλοί δε αγυιόπαιδες σύροντες τενεκέδες έτρεχον όπισθεν των ιππέων. [...] Προ του ζαχαροπλαστείου του Γιαννάκη όπισθεν των δένδρων κρυμμένοι δυο εργατικής τάξεως άνθρωποι επετέθησαν διά λίθων κατά του επί κεφαλής των ιλών, ανθυπιλάρχου κ. Π. Μπακατούση, τον οποίον ετραυμάτισαν επικινδύνως. [...] Εδέησε τέλος να παύση η επέλασις του λαού και οι ατυχείς ιππείς -όσοι εννοείται εκρατήθησαν επί των ίππων- [...] να επανέλθωσιν εις την προτέραν των προ του Πανεπιστημίου θέσιν» («Αστυ», 8/11).
Κατά την τελευταία αυτή σύγκρουση πέφτουν εκατέρωθεν δεκάδες πυροβολισμοί στον αέρα, με πρώτο διδάξαντα έναν φοιτητή («Σκριπ», 8/11). Οι εφημερίδες κατονομάζουν εννιά σοβαρά τραυματισμένους –τρεις στρατιωτικούς, τρεις φοιτητές και τρεις πολίτες.
Ενώ οι γύρω δρόμοι μετατρέπονται σε πεδίο μάχης, η Σύγκλητος σηκώνει τα χέρια: με πρόταση του πρύτανη, που είχε ήδη συνεννοηθεί με τον πρωθυπουργό, καλεί εγγράφως την κυβέρνηση, «επειδή αι πανεπιστημιακαί αρχαί ουδέν άλλο έχουσι μέσον κατασταλτικόν της αταξίας, να λάβη όσα μέτρα ήθελε κρίνη σκόπιμα και προσήκοντα προς κατίσχυσιν του κράτους του νόμου» (Πρακτικά 7/11/1901, σελ.478-9). Καλού-κακού, ο πρύτανης παραδίδει πάντως λίγο αργότερα τα κλειδιά του κτιρίου στον «φρούραρχο» των καταληψιών Αντώνιο Λουκιανό, τελειόφοιτο της Φιλοσοφικής κι έφεδρο αξιωματικό, βετεράνο του πρόσφατου πολέμου. Ο τελευταίος οργανώνει την κατάληψη, που αριθμεί πλέον 600 φοιτητές, σε καθαρά στρατιωτική βάση: με «λόχους», «λοχίες», «αρχιφύλακες», φρουρούς, ακόμη και «Μυστική Αστυνομία» που επιβλέπει τα πέριξ (Σωτηρίου κ.α., σ.71-74).
Η κορύφωση
Απείρως σοβαρότερη θα αποδειχθεί μια άλλη τομή της ίδιας ημέρας: η συνεννόηση με τις συντεχνίες. Αντιπροσωπεία των φοιτητών μετέχει στην έκτακτη απογευματινή σύσκεψη των προέδρων του Συνδέσμου Συντεχνιών Αθηνών-Πειριαώς, που αποφασίζει «πάνδημον λαϊκόν συλλαλητήριον» στους Στύλους του Ολυμπίου Διός στις 2 μ.μ. της επομένης, απαιτώντας «να μένη άθικτον το Ιερόν Ευαγγέλιον» και «αφορισμόν κατά των βεβηλωσάντων αυτό». Ο Σύνδεσμος καταδικάζει ωστόσο ρητά «τας επιθέσεις κατά των γραφείων των εφημερίδων Ακροπόλεως και Αστεως» κι επιβάλλει στους φοιτητές, ως όρο οποιασδήποτε σύμπραξης, τη δήλωση ότι «θέλουσιν απέχει εφεξής» από κάθε παρόμοιο εγχείρημα (όπ.π., σ.66-68).
Οι οδομαχίες και η εμπλοκή των συντεχνιών επιφέρουν με τη σειρά τους σκλήρυνση της κυβέρνησης, που διαπιστώνει πως η εξέγερση στρέφεται πια ευθέως κατά της ίδιας και της βασίλισσας. Εκτακτο υπουργικό συμβούλιο αποφασίζει έτσι το κλείσιμο του Πανεπιστημίου «δι' εν έτος», την ανάθεση της διατήρησης της τάξης στον στρατό κι ενίσχυση της φρουράς της Αθήνας με 500 πεζοναύτες (Ακρόπολις, 8/11).
Η επόμενη μέρα, Πέμπτη 8/11, φάνηκε από νωρίς ότι θα έμενε ιστορική. Ηδη από τις 9 π.μ. συρρέει στα Προπύλαια «πλήθος ανθρώπων πάσης τάξεως, πάσης ηλικίας, παντός επαγγέλματος» («Αστυ», 9/11). Οταν η πρυτανεία τοιχοκολλά διαταγή του αρχηγού της χωροφυλακής, συνταγματάρχη Στάικου, που επιτρέπει μεν στους φοιτητές «να μένωσιν ανενόχλητοι και ελεύθεροι, εφ’ όσον συσκέπτονται ή συζητούσιν εντός του Πανεπιστημίου και του περιβόλου του», αλλά απαγορεύει «απολύτως την ανά την πόλιν περιφοράν μεγάλων ομάδων διαδηλωτών, είτε εξ άλλων πολιτών», προειδοποιώντας ότι κάθε σχετική απόπειρα θα παρεμποδιστεί «και διά της βίας», οι σχετικές ανακοινώσεις «καταξεσχίζονται». Ο Σύνδεσμος Συντεχνιών ξεκαθαρίζει απ’ την πλευρά του στους φοιτητές ότι «το Συλλαλητήριον θα γίνη αντί πάσης θυσίας» (Σωτηρίου κ.α., σ.76-77). Για μεγαλύτερη ευελιξία, οι συνελεύσεις των σχολών εκλέγουν μια 15μελή «Κεντρική Επιτροπή», επιφορτισμένη με τη διεύθυνση της κινητοποίησης.
Κάτω από την πίεση των μαζών, η αστυνομική απαγόρευση θα σπάσει έτσι πανηγυρικά. Ενώ στους Στύλους του Ολυμπίου Διός έχει ήδη συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου, μια πελώρια -για τα δεδομένα της εποχής- διαδήλωση ξεκινά στις 2 μ.μ. από τα Προπύλαια, ανηφορίζοντας την Πανεπιστημίου. Το «Εμπρός» της επομένης κάνει λόγο για «σύμπλεγμα υπερδεκακισχιλίων ατόμων»· η «Ακρόπολις» το περιορίζει σε «υπέρ τας 5 χιλ. λαού», παραδέχεται όμως κι αυτή ότι «το θέαμα ήτο μεγαλοπρεπέστατον». Το ιππικό που ήταν παραταγμένο μπροστά στο Οφθαλμιατρείο παραμερίζει για να περάσουν· λίγο πριν από το Σύνταγμα συναντούν, ωστόσο, φραγμό πεζοναυτών με εφ’ όπλου λόγχη, που εμποδίζει την προσπέλαση προς τα ανάκτορα.
Υστερα από ένα γερό σπρώξιμο και πυροβολισμούς διαδηλωτών στον αέρα, η αλυσίδα σπάει και το πλήθος συνεχίζει ακάθεκτο την πορεία του. Πολλοί κόβουν δρόμο από την Αμαλίας, η οργανωμένη όμως πρωτοπορία θα φτάσει στους Στύλους μέσω της Ηρώδου Αττικού. Ο λόγος είναι απλός: εκεί βρίσκεται το παλάτι του γερμανόφιλου διαδόχου και της Γερμανίδας συζύγου του, αντίπαλου δέους στη «Σλάβα» –το σημερινό προεδρικό μέγαρο. Κατά το πέρασμά τους, οι διαδηλωτές «εκρήγνυνται εις ενθουσιώδεις ζητωκραυγάς υπέρ του Διαδόχου και της πριγκηπίσσης Σοφίας» («Εμπρός», 9/11)· η «Ακρόπολις» κάνει λόγο για «φρενίτιδα». Στην Αμαλίας, πάλι, οι πολίτες γιουχάρουν το ιππικό που τους ακολουθεί, υπενθυμίζοντας ειρωνικά την πρόσφατη εξευτελιστική πανωλεθρία: «Εις τον Δομοκόν! Εκεί την ανδρείαν σου!» («Αστυ», 9/11).
Το συλλαλητήριο στους Στύλους υπήρξε κατά γενική ομολογία το μεγαλύτερο που είχε δει μέχρι τότε η Αθήνα. Το «Αστυ» το εκτιμά σε 50.000 ανθρώπους, σε μια πόλη με πληθυσμό μόλις 128.735 το 1896. Εύλογα μετριοπαθέστερη στις εκτιμήσεις της, η «Ακρόπολις» το μειώνει κι εδώ σε «υπέρ τας 10.000»· η έκτασή του, σύμφωνα με όλες τις περιγραφές, προϋποθέτει ωστόσο πολύ περισσότερους. Μετά τις ομιλίες του προέδρου των (αλύτρωτων) Κρητών, δύο φοιτητών και του προέδρου των συντεχνιών, εγκρίνεται διά βοής ψήφισμα που απαιτεί «το κείμενον του Ι. Ευαγγελίου [να] παραμείνη του λοιπού άθικτον και αμόλυντον, ως παρεδόθη ημίων από των αρχαιοτάτων χρόνων», αφορισμό των «βεβηλωσάντων» και, για πρώτη φορά, «κατάσχεσιν και εξαφάνισιν παντός αντιτύπου μεταφράσεως».
Η προγραμματισμένη εκδήλωση ολοκληρώνεται, το πλήθος δεν δείχνει όμως την παραμικρή διάθεση να διαλυθεί. Μεγάλο μέρος του κατευθύνεται έτσι ξανά προς το κέντρο. Τώρα πια, «την πρωτοπορίαν των διαδηλωτών απετέλουν οι αγυιόπαιδες, είποντο δε οι των διαφόρων εργατικών τάξεων άνθρωποι και τέλος οι φοιτηταί»· στην κορυφή, μια σημαία «προεφυλάσσετο υπό πλήθους εργατικών».
Στη ρωσική και την αγγλικανική εκκλησία «τα στίφη εφάνησαν προς στιγμήν ως αποπειραθέντα να προβούν εις εκτροπάς, ημποδίσθησαν όμως υπό των σωφρονεστέρων και των προσδραμόντων αξιωματικών». Η πομπή διασπάται εκεί σε δύο σκέλη. Το ένα, με επικεφαλής τους φοιτητές, επιστρέφει στο Πανεπιστήμιο μέσω Φιλελλήνων και Σταδίου· όταν μπαίνει στη δεύτερη, η ουρά του βρίσκεται ακόμη στην αρχή της πρώτης. Το δεύτερο, λαϊκότερο, ανεβαίνει την Αμαλίας· όταν βλέπουν στον εξώστη των ανακτόρων τον βασιλιά με τους γιους του να τους παρακολουθούν με τα κιάλια, «τινές εκ των της εργατικής τάξεως προέβαινον εις διαφόρους χειρονομίας» («Αστυ», 9/11). Η ίδια εφημερίδα εκτιμά σε 20.000 το πλήθος που καταλήγει στην Πανεπιστημίου, «από του Αρσακείου μέχρι και του ζαχαροπλαστείου Γιαννάκη», στη διασταύρωση με την Κριεζώτου.
Αμήχανη μπροστά σ’ αυτή τη λαοθάλασσα, η Κεντρική Επιτροπή των φοιτητών καλεί τον κόσμο να διαλυθεί. Ο σκληρός πυρήνας του, όμως, είχε «μεθυσθή από ενθουσιασμόν» («Εμπρός», 9/11). Με τη σημαία και το πορτρέτο του πατριάρχη μπροστά, κατηφορίζει την Κοραή με προορισμό το μητροπολιτικό μέγαρο. Στη Σταδίου, ο στρατός τούς κλείνει τον δρόμο. Αψιμαχίες, επελάσεις ιππικού, πετροπόλεμος, πυροβολισμοί στον αέρα (πρώτα από διαδηλωτές, κατόπιν -ομαδικά- από τους πεζοναύτες) και, τελικά, στο ψαχνό. Στο οδόστρωμα μένουν έξι πτώματα (πέντε βιοπαλαιστών κι ενός 17χρονου μαθητή καλής οικογενείας) και μερικές δεκάδες τραυματίες.
Ακολουθούν δίωρες σφοδρές οδομαχίες σε πολλά σημεία του κέντρου· στο πιο εντυπωσιακό επεισόδιο, η άμαξα του πρωθυπουργού Θεοτόκη δέχεται καταιγισμό από πέτρες, ακόμη και πυροβολισμούς, ενώ επιστρέφει στο σπίτι του δίπλα στο Αρσάκειο. Οι δρόμοι θα ηρεμήσουν μονάχα με την απόσυρση του στρατού, που ο πρόεδρος των συντεχνιών κι επιτροπή φοιτητών υπέδειξαν στον βασιλιά ως μόνη λύση για να αποτραπεί «δευτέρα νυξ του Αγίου Βαρθολομαίου εν μέσαις Αθήναις» (Σωτηρίου κ.α., σ.96). Τελικός απολογισμός: οκτώ τουλάχιστον επώνυμοι νεκροί (όλοι διαδηλωτές αλλά κανείς φοιτητής) και 80 σοβαρά τραυματίες –ανάμεσά τους κάμποσοι ιππείς (ορισμένοι από σφαίρες) κι ο αστυνομικός διευθυντής Βούλτσος, με το κεφάλι ανοιγμένο από «υπερεμεγέθη» πέτρα.
Η εκτόνωση
Ακολούθησαν ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις. Ο αρχιεπίσκοπος Προκόπιος παραιτήθηκε το ίδιο βράδυ· ο Θεοτόκης απέσπασε οριακή ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή (10/11), παραιτήθηκε όμως κι αυτός την επομένη για να αντικατασταθεί από μια καθαρά ανακτορική κυβέρνηση Ζαΐμη. Με την πρωτόγνωρη λαϊκή έκρηξη να επισκιάζει τα πάντα, όλοι οι σοβαροί ή φιλόδοξοι παράγοντες έθεσαν ωστόσο ως πρώτη προτεραιότητα την επιστροφή στην κανονικότητα. Εκφωνώντας τον επικήδειο στην πάνδημη και ειρηνική κηδεία των θυμάτων (9/11), ο βουλευτής Λεβίδης -που μέχρι τότε ξεσήκωνε τα πλήθη- θα συστήσει έτσι την «τήρησιν της τάξεως, ήτις ουδέν άλλο εστίν, ειμή αυτή η ελευθερία». Η δε ημιεπίσημη ιστορία του κινήματος εξυμνεί την «σύνεσιν» της φοιτητικής ηγεσίας που, αποθαρρύνοντας τους θερμόαιμους, «έσωσε την Πολιτείαν από αφεύκτου εμφυλίου σπαραγμού» (Σωτηρίου κ.α., σ.95).
Η κατάληψη του Πανεπιστημίου από τους φοιτητές συνεχίστηκε μέχρι το πρωί της Τρίτης 13/11, όταν ο «φρούραρχος» παρέδωσε το κτίριο στην πρυτανεία έχοντας προηγουμένως «αποστρατεύσει» τους πολεμιστές του· οι διαμαρτυρίες των αδιαλλάκτων ήρθαν κατόπιν εορτής (Σωτηρίου κ.α., σ.131-2). Η έκβαση αυτή υπαγορεύθηκε από την πίεση των πανεπιστημιακών αρχών και καθηγητών, τη σταδιακή κοινωνική απομόνωση των εγκλείστων αλλά και από την επίγνωση των κινδύνων που εγκυμονούσε η κόπωση κι η υπερένταση των ένοπλων «φρουρών». Αν τη νύχτα της 9-10/11 πέφτουν απλώς «πυροβολισμοί τινές εκ παρεξηγήσεως», δύο βράδια μετά εξαπολύονται κανονικές ομοβροντίες προς τον γειτονικό κήπο της Ακαδημίας, με αποτέλεσμα πανδαιμόνιο: «το εν τοις πέριξ του Πανεπιστημίου ευρισκόμενον πλήθος άμα τω ακούσματι των πυροβολισμών διασκορπίζεται, πολλοί δ’ εξάγουσι τα περίστροφά των και πυροβολούσιν εις τον αέρα, μη γνωρίζοντες περί τίνος πρόκειται» (όπ.π., σ.113-4 & 122-4).
Ο σκληρός πυρήνας των αδιαλλάκτων θα προσπαθήσει να δώσει συνέχεια, οι συντεχνίες όμως αρνούνται να συνδιοργανώσουν νέο συλλαλητήριο (8/12). Μια πρώτη φοιτητική διαδήλωση ματαιώνεται έτσι λόγω... βροχής (9/12)· η αμέσως επόμενη, με αίτημα την ποινικοποίηση όχι μόνο της μετάφρασης του Ευαγγελίου αλλά και της απλής κατοχής αντιτύπων της, έχει περιορισμένη μαζικότητα και κωμικοτραγική κατάληξη («Σκριπ», 13/12).
Η απόπειρα αναβίωσης του κινήματος τον επόμενο Οκτώβριο, ως αντίδραση στο άκρως απογοητευτικό δικαστικό βούλευμα για τα γεγονότα της 8ης Νοεμβρίου, θα κατασταλεί δε δριμύτατα από τις πανεπιστημιακές αρχές, με πειθαρχικές διώξεις και αποβολή των «πρωτοστατησάντων», αλλά και από τις δικαστικές, με καταδίκες όσων ομιλητών «εξύβρισαν» στις συνελεύσεις τη Δικαιοσύνη. Από τους φυσικούς αυτουργούς του μακελειού, ο μόνος που προκύπτει να τιμωρήθηκε ήταν πάλι ένας αστυφύλακας, καταδικασμένος πρωτόδικα σε κάθειρξη 10½ χρόνων για τον φόνο του μαθητή καλής οικογενείας (5/5/1903).
Για την αλλαγή του κλίματος μεταξύ των φοιτητών, εξαιρετικά εύγλωττη είναι η αλληλογραφία του καθαρευουσιάνου -τότε- πρωτοετή Μανόλη Τριανταφυλλίδη, που τις μέρες της «μικράς επαναστάσεως» ήταν σκαρφαλωμένος (καταληψίας, γαρ) «εις την στέγην και το αέτωμα του Πανεπιστημίου». «Ανεκινήθη πάλιν υπό των φοιτητών το ζήτημα του Ευαγγελίου σχεδόν άνευ λόγου», γράφει στις 12/12 στον αδερφό του· «αλλά την φοράν ταύτην πολλοί είνε οι διαφωνούντες οι οποίοι το Σάββατον εξέφρασαν εις τον Πρύτανιν την αποδοκιμασίαν των κατά των άλλων. Σήμερον λοιπόν το απόγευμα, εάν μη βρέξη, θα γένη συλλαλητήριον. Ελπίζω ότι δεν θα έχη σοβαράς συνεπείας, ειδεμή θα κλεισθή το Πανεπιστήμιον επί τινα χρόνον».
Για τη γλώσσα του Αισχύλου
Τον Νοέμβριο του 1903, μια μερίδα φοιτητών θα ξαναβγεί στους δρόμους, διαμαρτυρόμενη για το ανέβασμα της «Ορέστειας» σε μετάφραση από το Βασιλικό Θέατρο. Πρωτεργάτης της κινητοποίησης είναι ο πανεπιστημιακός Γεώργιος Μιστριώτης, που από το 1895 είχε δική του εταιρεία «προς διδασκαλίαν των αρχαίων δραμάτων» στο πρωτότυπο. Βασικό αίτημα των διαδηλωτών αποτελεί δε η απόλυση του Παλαμά, του προ πολλού στοχοποιημένου «Αρχιραββίνου» των δημοτικιστών, «όστις κατά διαβολικήν σύμπτωσιν, σύμπτωσιν όμως μόνον εν Ελλάδι επιτρεπομένην, τυγχάνει και γραμματεύς του Ανωτάτου Πανδιδακτηρίου» («Εμπρός», 7/11/1901). «Εάν το έθνος νομίζει ότι οι υπάλληλοι καλώς μισθοδοτούνται, εγώ παραιτούμαι κι ας έλθη ο Παλαμάς να διδάξη», αγορεύει χαρακτηριστικά ο Μιστριώτης, με μια κοινωνική υπεροψία που η Ιστορία κάθε άλλο παρά έμελλε να δικαιώσει («Ακρόπολις», 16/11/1903).
Οι κοινωνικές συμμαχίες των Ευαγγελικών απουσιάζουν ωστόσο από τα Ορεστειακά, με αποτέλεσμα την απομόνωση και καταστολή των «στασιαστών». Οταν οι φοιτητές διαδηλώνουν επί ώρες την τελευταία μέρα της επίμαχης παράστασης (16/11/1903), επιχειρώντας να τη σταματήσουν και πυρπολώντας καθ’ οδόν τις σχετικές αφίσες, επικεφαλής ενός λαϊκού πλήθους που βρίσκει την ευκαιρία να ξεσπάσει το κοινωνικό του μίσος, αστυνομία και στρατός πυροβολούν, σκοτώνοντας έναν νεαρό από την Κυνουρία, πρώην μετανάστη στο Κάιρο που περίμενε να φύγει στην Αμερική, και τσακίζουν στο ξύλο τους υπόλοιπους. Η ηγεσία των φοιτητών προφυλακίζεται κι ο Μιστριώτης ανακρίνεται για «πρόκληση σε στάση»· θα απαλλαγεί τελικά «προσωρινά» από το δικαστικό συμβούλιο (24/1/1904), με το μεσοβέζικο σκεπτικό πως η «περισσή επιπολαιότητά» του, που «προυκάλεσε [την] εξέγερσιν», δεν τεκμηριώνει πλήρως «δολίαν προαίρεσιν»...
Η σημαντικότερη ήττα του κινήματος υπήρξε, ωστόσο, ιδεολογική: σε αντίθεση με το εθνικά ορθό αμετάφραστο των θρησκευτικών κειμένων, η επιστροφή στη γλώσσα του Αισχύλου φαντάζει ήδη αυτόχρημα γελοία. Η εθνοπρεπέστατη «Εστία» θα το υπογραμμίσει με τον τρόπο της, εκδίδοντας ένα ολόκληρο φύλλο (11/11/1903) σε άπταιστη αττική διάλεκτο. «Και τα μεν περί γλώττας μάλα καλώς είρηται», διαβάζουμε στο κύριο άρθρο, «βέβηλοι δ’ οι ταν πάτριον παραλάττοντες, οίς ευλόγως αν είποι τις: έρρε, βέβηλος, εκάς, εκάς, όστις “αλιτρός”, όστις τε “καλήτερος” φησίν, αντί “κάρρων”, και τον άρνα “αρνάκι” καλεί, και τον κύνα σκύλλον, και το δοκεί “φαίνεται” λέγει, και το “άπειμι” “φεύγω”».
Εξίσου απολαυστικό και το ρεπορτάζ για μια απεργία στα πλοία: «Τοις των λεβήτων των εμπορίων νεών επινήοις Ηφαίστου θεράποσιν, ούς θερμαστές βάρβαροι καλέουσιν, έδοξεν απεργείν, οιομένοις ως τον νυν μισθόν ουκ εξαρκείν ταις του βίου οζιηραίς πάσαις ανάγκαις».
Η σύνδεση του δημοτικισμού με τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό και το εργατικό κίνημα θα καθιστούσε τα επόμενα χρόνια αυτή την ήττα οριστική κι αμετάκλητη.
Στο πρώτο, ο Σουρής εκφράζει κατ’ αρχάς τον θαυμασμό του για τον λαϊκό ξεσηκωμό:
«Λαός εβγήκε σύσσωμος για να ξεχάσει κόπους
κι εκύτταξε τους δρόμους του πολέμου μακελλιά
κι Αστυφυλάκων κουμπουριές εσκότωναν ανθρώπους
που λες αφορολόγητα πως σάρωναν σκυλιά.
Λαός ακούει κουμπουριές, μα τώρα δεν ξιππάζεται,
λύπες βαριές τον βάρυναν και θάνατο δε σκιάζεται».
Κι ο ίδιος ο στιχουργός συμφωνεί, άλλωστε, πλήρως με το σκεπτικό και τα συνθήματα της εξέγερσης:
«Τι μεταφράσεις θέλετε των ιερών βιβλίων
και των Ευαγγελίων;
Στην γλώσσαν ας τ’ αφήσωμεν, που τα ’βραμε γραμμένα
και με σφραγίδας ιεράς να μένουν σφραγισμένα,
κι εις τόσας ανοικτάς πληγάς και νέας μην ανοίγετε
και τ’ άθικτα μυστήρια γελώντες μην τα θίγετε».
Εξ ου και παροτρύνει ρητά τον αναγνώστη να μετάσχει στα συλλαλητήρια, επικροτώντας ακόμη και τις συγκρούσεις με τους μηχανισμούς καταστολής:
«Τι μόνοι μας καθήμεθα; Τι μόνοι τραγουδούμε;
Πάμε συλλαλητήρια συντεχνιών να δούμε.
Λαός κυρίαρχος βοά και τον θυμό του δείχνει
λαός σε καβαλλάρηδες σωρό τις πέτρες ρίχνει».
Μια βδομάδα μετά, η εικόνα έχει αλλάξει πλήρως. Κυριαρχεί πλέον ο πανικός μπροστά στην απειλητική εμφάνιση ενός (υπο)προλεταριάτου, που άδραξε την ευκαιρία για να συμβάλει με τον τρόπο του στα γεγονότα:
«Επλανάτο στας Αθήνας πνεύμα φρίκης, πνεύμα τρόμου
κι εβρυχώντο κι εγαυρίων οι Κανίβαλλοι του δρόμου.
Ερημώθησαν τα πάντα, λες και να ’πεσε πανώλης
σε κυρίους και κυρίες
κι ήταν έρμαιον η πόλις
λυσσασμένης μαγκαρίας.
και καμπόσοι κουρελήδες βρήκανε κι αυτοί καιρό
και βροντούσανε σανίδια
τενεκέδες πετρελαίων
κι εξεστόμιζαν βρισίδια
μ’ ένα στόμα πειναλέον.
Ελυμαίνετο τους δρόμους ξεπαπούτσωτη ρεμούλα
πήγαν και στου Σιμοπούλου κι εσφυρίξανε μια δούλα.
Μα τι Κράτος ήταν πάλι, τα Συντάγματα κουρέλια
κι αν γυρνούσες μέσ’ στην πόλη
σου ’κλεβαν το πορτοφόλι
μια χαρά για τα Βαγγέλια.
Κι ο λαός ο νοικοκύρης
των τιμίων εργατών
έφριττε στας πανηγύρεις
των αγρίων συρφετών».
Η νοσταλγία της αστικής ευταξίας κορυφώνεται έτσι με προτροπές προς τους φοιτητές να επιστρέψουν το ταχύτερο στην κανονικότητα:
«Ω νεότης των γραμμάτων, προς γενναία πάντα σφρίγα
κι αρηίφιλος ορθώνου στο κελάηδημα του Ρήγα.
Εξυμνούμεν με Συγκλήτους, εξυμνούμεν με Πρυτάνεις
τον αγώνα σου τον νέον, αλλά μην το παρακάνεις.
Καιρός είναι, σας φωνάζει κι η γλαυκώπις Αθηνά,
να ξεχάσετε Φρουράρχων αξιώματα τρανά
γιατί φθάνουν κι εξετάσεις, ω παιδιά μου κουρασμένα,
και μπορεί ν’ απορριφθήτε μετ’ επαίνων σαν κι εμένα».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας