Αθήνα, 18°C
Αθήνα
Σποραδικές νεφώσεις
18°C
18.7° 15.6°
1 BF
53%
Θεσσαλονίκη
Αυξημένες νεφώσεις
15°C
16.7° 13.8°
1 BF
79%
Πάτρα
Αυξημένες νεφώσεις
17°C
16.6° 15.5°
1 BF
81%
Ιωάννινα
Αυξημένες νεφώσεις
7°C
6.9° 6.9°
0 BF
100%
Αλεξανδρούπολη
Αίθριος καιρός
10°C
9.9° 9.9°
2 BF
87%
Βέροια
Αυξημένες νεφώσεις
15°C
14.8° 14.8°
2 BF
74%
Κοζάνη
Αραιές νεφώσεις
10°C
10.4° 10.4°
0 BF
93%
Αγρίνιο
Αυξημένες νεφώσεις
14°C
14.0° 14.0°
1 BF
87%
Ηράκλειο
Αίθριος καιρός
16°C
16.6° 14.7°
2 BF
72%
Μυτιλήνη
Αίθριος καιρός
15°C
15.0° 14.9°
1 BF
74%
Ερμούπολη
Αυξημένες νεφώσεις
17°C
17.4° 17.4°
3 BF
59%
Σκόπελος
Αυξημένες νεφώσεις
16°C
15.7° 15.7°
2 BF
72%
Κεφαλονιά
Αυξημένες νεφώσεις
18°C
17.5° 17.5°
2 BF
40%
Λάρισα
Ελαφρές νεφώσεις
12°C
11.9° 11.9°
0 BF
94%
Λαμία
Αυξημένες νεφώσεις
17°C
17.2° 16.7°
1 BF
65%
Ρόδος
Ελαφρές νεφώσεις
18°C
17.8° 17.7°
4 BF
83%
Χαλκίδα
Ελαφρές νεφώσεις
13°C
14.4° 12.8°
0 BF
71%
Καβάλα
Αυξημένες νεφώσεις
17°C
16.6° 16.6°
1 BF
76%
Κατερίνη
Αραιές νεφώσεις
15°C
14.7° 14.7°
2 BF
80%
Καστοριά
Αυξημένες νεφώσεις
10°C
9.6° 9.6°
1 BF
91%
ΜΕΝΟΥ
Πέμπτη, 24 Απριλίου, 2025
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
Βελιγράδι, 6 Ιουλίου 1988. Στιγμιότυπο από την εισβολή των απεργών εργατών του Μπόροβο στο ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο

Από το ΔΝΤ στα εθνικά σφαγεία

Πέρασαν ήδη ακριβώς τριάντα χρόνια από τότε. Στις 25 Ιουνίου 1991 οι δύο βορειότερες (και πλουσιότερες) ομόσπονδες Δημοκρατίες της Γιουγκοσλαβίας, η Σλοβενία και η Κροατία, κήρυξαν την ανεξαρτησία τους, ασκώντας το δικαίωμα απόσχισης που παρείχε ρητά στα συστατικά έθνη της χώρας το ισχύον τότε γιουγκοσλαβικό Σύνταγμα.

Ανησυχώντας για τις προεκτάσεις αυτής της διάσπασης στη σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής (και, κυρίως, για το ενδεχόμενο να βρει μιμητές σε μια Σοβιετική Ενωση με διάσπαρτα πυρηνικά οπλοστάσια) την επαύριο του δικού της θριάμβου πάνω στον «διεθνή κομμουνισμό», σύμπασα η Δύση έσπευσε να καταδικάσει δημόσια αυτήν την ενέργεια, επιβεβαιώνοντας για πολλοστή φορά την υποστήριξή της σε μια ενιαία Γιουγκοσλαβία. Λίγες μέρες νωρίτερα, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τζέιμς Μπέικερ είχε άλλωστε διακηρύξει από το Bελιγράδι (21/6) πως οι ΗΠΑ «ουδέποτε θα ενθαρρύνουν ούτε θ’ ανεχτούν οποιαδήποτε απόσχιση».

Το επόμενο πρωί, μονάδες του γιουγκοσλαβικού στρατού κατέλαβαν τους μεθοριακούς σταθμούς της Σλοβενίας με την υπόλοιπη Ευρώπη –ενέργεια με διακύβευμα όχι μόνο συμβολικό αλλά και υλικότατο, καθώς τα τοπικά τελωνεία απέδιδαν σχεδόν τα μισά σχετικά έσοδα της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας. Τη σχετική εντολή είχε δώσει ο φιλελεύθερος Κροατοβόσνιος ομοσπονδιακός πρωθυπουργός Αντε Μάρκοβιτς.

«Στόχος μας είναι η άσκηση οικονομικού καταναγκασμού πάνω στους εργαζόμενους» Μιχαήλο Τσερνόμπριγια, υπουργός Οικονομικού Σχεδιασμού της Σερβίας (8/3/1989)

Ο μετέπειτα «κακός» της ιστορίας, Σέρβος πρόεδρος Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, ευνοούσε αντίθετα σ’ εκείνη τη φάση την αποχώρηση της Σλοβενίας από την ομοσπονδία, που θ’ άνοιγε τον δρόμο για την υλοποίηση του δικού του σχεδίου για επαναχάραξη των εσωτερικών συνόρων της Γιουγκοσλαβίας και δημιουργία μιας «Μεγάλης Σερβίας» με απόσπαση εδαφών από την Κροατία και τη Βοσνία. Στις 24 Ιανουαρίου 1991 είχε μάλιστα συμφωνήσει με τον Σλοβένο ομόλογό του, Μίλαν Κούτσαν, την αμοιβαία υποστήριξη των εκατέρωθεν σχεδιασμών (Glaurdic 2011, σ. 133). Η Σερβία είχε άλλωστε ήδη κηρύξει τη δική της άτυπη απόσχιση, με τηλεοπτικό διάγγελμα του Μιλόσεβις ότι δεν αναγνώριζε πλέον τη συλλογική ηγεσία του κράτους (16/3/1991).

Διαψεύδοντας τις εκτιμήσεις φίλων και εχθρών, που ανέμεναν μια λίγο-πολύ συμβολική αντίσταση, η σλοβενική πολιτοφυλακή υποδέχτηκε τον ομοσπονδιακό στρατό με τα όπλα, σκοτώνοντας 44 από τους «εισβολείς» και πιάνοντας 4.944 αιχμαλώτους –ζωντανή απόδειξη της απροθυμίας των περισσότερων Γιουγκοσλάβων φαντάρων να εμπλακούν και να πεθάνουν σε μια ακατανόητη εμφύλια σύρραξη.

Ακολούθησε η δημόσια διαφωνία της Σερβίας με την επέμβαση και, το κυριότερο, η διάρρηξη της ιερής συμμαχίας των δυτικών δυνάμεων με δημόσια διαφοροποίηση της Γερμανίας υπέρ των αποσχισθεισών Δημοκρατιών. Δέκα μέρες μετά την έναρξη των εχθροπραξιών, η συμφωνία του Μπριόνι (7/7) επέβαλλε την επιστροφή του ομοσπονδιακού στρατού στους στρατώνες του, δρομολογώντας την πλήρη ανεξαρτητοποίηση της Σλοβενίας.

«Αρχέγονα» μίση;

Ολα αυτά δεν ήταν ωστόσο παρά η πρώτη, λιγότερο επώδυνη πράξη του γιουγκοσλαβικού δράματος. Εθνικά ομοιογενής κατά 90%, η Σλοβενία μπορούσε να εγκαταλείψει την ομοσπονδία δίχως ιδιαίτερες εσωτερικές τριβές. Εντελώς διαφορετική ήταν η κατάσταση στην Κροατία, 13 παραμεθόριοι δήμοι της οποίας κατοικούνταν κατά 69% από Σέρβους. Αρνούμενοι να μετατραπούν από ισότιμοι πολίτες μιας πολυεθνικής ομοσπονδίας σε εθνική μειονότητα ενός εχθρικού κράτους, πολλοί από τους τελευταίους δεν δίστασαν να ασκήσουν τη δική τους εκδοχή του συνταγματικά κατοχυρωμένου «δικαιώματος των γιουγκοσλαβικών εθνών στην απόσχιση» –με φορέα, πλέον, όχι τις ομόσπονδες Δημοκρατίες αλλά το «σερβικό έθνος» υπεράνω συνόρων.

Από τον Ιούλιο του 1991 ώς τον Ιανουάριο του 1992, το ένα τρίτο της Κροατίας μετατράπηκε έτσι σε θέατρο κανονικού πολέμου ανάμεσα σε Κροάτες «αποσχιστές» (από τη Γιουγκοσλαβία) και Σέρβους «αποσχιστές» (από την Κροατία), υποστηριζόμενους από τον (τύποις, πλέον) γιουγκοσλαβικό στρατό· πολέμου που θ’ αναζωπυρωθεί το καλοκαίρι του 1995, με οριστική ήττα της σερβικής πλευράς. Ακόμη μεγαλύτερη αγριότητα γνώρισε η επανάληψη του ίδιου σεναρίου στην πολυεθνική Βοσνία-Ερζεγοβίνη επί τριάμισι ολόκληρα χρόνια, από τον Απρίλιο του 1992 ίσαμε τα τέλη του 1995.

Το τελικό αποτέλεσμα είναι πασίγνωστο. Εκτός από τον τραγικό απολογισμό σε υποδομές και ανθρώπινα θύματα (23.000 νεκροί στην Κροατία, 100.000 στη Βοσνία και 12.000 στο Κόσοβο, συν 1.000 στρατιωτικούς και 750 πολίτες σκοτωμένους το 1999 από τις ΝΑΤΟϊκές βόμβες), εξίσου θλιβερή υπήρξε η μετατροπή μιας υπολογίσιμης κάποτε χώρας σ’ ένα άθροισμα από μικροσκοπικά, ανυπόληπτα κι εκπτωχευμένα κρατίδια. Τα περισσότερα από τα οποία, είτε εντός είτε εκτός Ε.Ε., συναγωνίζονται σήμερα το ένα το άλλο σε θεσμικό αγριανθρωπισμό και μισαλλοδοξία.

Ψιλά γράμματα βέβαια όλα αυτά για όσους συμπατριώτες μας νομίζουν πως η Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε από το ΝΑΤΟ με τους βομβαρδισμούς του 1999, οκτώ ολόκληρα χρόνια μετά την αιματηρή αποσύνθεσή της, ή για όσους αντιμετώπισαν αυτήν την τελευταία σαν ένα νέο αντιιμπεριαλιστικό έπος α λα Βιετνάμ. Εξίσου προβληματικές αποδεικνύονται όμως και οι ερμηνείες που επικράτησαν τελικά στη Δύση (και σε μια μερίδα του ελληνικού κοινού), αποδίδοντας το αιματοκύλισμα είτε στα καταχθόνια σχέδια του «εθνοκομμουνιστή» Μιλόσεβιτς είτε στο «προαιώνιο», «αρχέγονο» μίσος που (υποτίθεται πως) έτρεφαν μεταξύ τους οι επιμέρους εθνότητες της χώρας.

Κοινός τόπος αυτών των προσεγγίσεων είναι η άγνοια όσων προηγήθηκαν κατά το κρίσιμο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980, δρομολογώντας σταδιακά την αιματηρή διάλυση της μεταπολεμικής ομοσπονδίας. Γιατί οι γιουγκοσλαβικοί πόλεμοι της δεκαετίας του 1990 δεν προέκυψαν από το πουθενά, ούτε σχεδιάστηκαν επί χάρτου.

Υπήρξαν απλά η τελική κατάληξη του φαύλου κύκλου μιας αλληλοτροφοδοτούμενης εθνικιστικής έξαρσης, που γεννήθηκε και τροφοδοτήθηκε από την ανάγκη των ηγετικών στρωμάτων της μετατιτοϊκής Γιουγκοσλαβίας να παροχετεύσουν στη βολικότερη γι’ αυτούς κατεύθυνση τη συσσωρευμένη οργή του κόσμου της εργασίας. Ας δούμε αναλυτικά το πώς και το γιατί.

Στην παγίδα του χρέους

Ολα ξεκίνησαν σαν μια συνηθισμένη ιστορία κρατικής υπερχρέωσης: μεταξύ 1977 και 1982 το εξωτερικό χρέος της Γιουγκοσλαβίας υπερδιπλασιάστηκε (από 9,3 δισ. σε 19,9 δισ. δολάρια), ως σωρευτικό αποτέλεσμα δανειοληπτικής απερισκεψίας, υπερβολικής αποκέντρωσης της διευθυντικής επιχειρηματικότητας, κακών επενδυτικών επιλογών αλλά και της εκτίναξης των κυμαινόμενων επιτοκίων στις διεθνείς αγορές μετά το δεύτερο πετρελαϊκό σοκ του 1979.

Μεγάλο μέρος των επίμαχων δανείων είχαν συναφθεί από επιμέρους επιχειρήσεις με την εγγύηση του γιουγκοσλαβικού Δημοσίου, που κλήθηκε να πληρώσει τα σπασμένα καταφεύγοντας –πού αλλού;– στο ΔΝΤ. Το τελευταίο χορήγησε το 1981 στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση το μεγαλύτερο δάνειο που είχε δώσει μέχρι τότε (2,2 δισ. δολάρια) και στη συνέχεια διάφορα μικρότερα ποσά.

Η «διάσωση» αυτή δεν ήρθε, φυσικά, δίχως όρους. Τόσο το ΔΝΤ όσο και η Παγκόσμια Τράπεζα απαίτησαν συγκεκριμένες αλλαγές προς τη γνωστή κατεύθυνση: συμπίεση του κόστους της εργατικής δύναμης και θωράκιση των τραπεζών, με στρατηγική προοπτική την ολοκληρωτική παράδοση της εσωτερικής αγοράς στους Δυτικούς εισαγωγείς και την πλήρη εξάλειψη των μηχανισμών άμυνας του κόσμου της εργασίας.

Η επίθεση στα λαϊκά στρώματα κλιμακώθηκε τη διετία 1987-1988, με τρία αλλεπάλληλα «αντιπληθωριστικά» πακέτα μέτρων (26/2/1987, 14/11/1987 και 15/5/1988) που έθεταν ως στόχο τη δραστική περικοπή του εισοδήματος εργατών και μικροϋπαλλήλων, πολλοί από τους οποίους βρέθηκαν αντιμέτωποι με το φάσμα της ένδειας, αν όχι της πείνας. Ενώ ο πληθωρισμός έτρεχε με 88% στα τέλη του 1986 και 157% στις αρχές του 1988, οι μισθοί άλλοτε «πάγωναν» για μήνες κι άλλοτε επαναφέρονταν αναδρομικά σε κάποιο παλιότερο (κι αρκετά χαμηλότερο) επίπεδο, με κράτηση των ίσαμε τότε «αχρεωστήτως καταβληθέντων» από τις επόμενες μισθοδοσίες!

Οπως συμβαίνει συνήθως σ’ αυτές τις περιπτώσεις, τα μέτρα αυτά λειτούργησαν τελικά ως επιταχυντής και πολλαπλασιαστής της κρίσης, οξύνοντας τις κοινωνικές ανισότητες κι ανοίγοντας την όρεξη της νέας γενιάς «μορφωμένων» διευθυντικών στελεχών, που ζήλευαν βαθιά την ευελιξία, το βιοτικό επίπεδο και τις αυξημένες εξουσίες των Δυτικών ομολόγων τους. Η σταδιακή αποστράτευση –λόγω ηλικίας– της ιδρυτικής γενιάς του γιουγκοσλαβικού «αυτοδιαχειριζόμενου σοσιαλισμού» μέσα στη δεκαετία του 1980 διευκόλυνε επίσης σε μεγάλο βαθμό μια τέτοια εξέλιξη.

Ουαί τοις μισθωτοίς

Για τη νοοτροπία της νέας ηγετικής γενιάς σε όλες τις ομόσπονδες «Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες» αποκαλυπτικό ήταν το περιεχόμενο των συνεντεύξεων που ο γράφων πήρε από ανώτερα κρατικά στελέχη της Σερβίας και της Σλοβενίας για λογαριασμό του περιοδικού «Σχολιαστής» τον Μάρτιο του 1989. Αναλύοντας τις νομοθετικές τομές των προηγούμενων μηνών, όλοι ανεξαιρέτως οι συνομιλητές μου δεν μάσησαν τα λόγια τους για τους στόχους της επιδιωκόμενης αναδιάρθρωσης –και, κυρίως, για το ποιοι θα καλούνταν να πληρώσουν το μάρμαρο των επερχόμενων μετασχηματισμών.

«Στόχος μας είναι ο επανακαθορισμός του συστήματος της σοσιαλιστικής αυτοδιαχείρισης έτσι ώστε να βασίζεται στις δυνάμεις της αγοράς, στην ανταγωνιστικότητα και στην άσκηση οικονομικού καταναγκασμού πάνω στους εργαζόμενους», ξεκαθάρισε κυνικότατα ο αμερικανοσπουδαγμένος υπουργός Οικονομικού Σχεδιασμού της Σερβίας, Μιχαήλο Τσερνόμπριγια. Στόχος κάθε επιχείρησης –«που μπορεί να είναι κρατική, ιδιωτική ή μικτή»– γινόταν πλέον «η μεγιστοποίηση των κερδών της μέσω του ανταγωνισμού με τις άλλες επιχειρήσεις», με τη «λήψη των διευθυντικών αποφάσεων» να «αποτελεί στο εξής αποκλειστική ευθύνη των διευθυντών και των διοικητικών συμβουλίων», δίχως ανάμιξη των συνδικάτων ή άλλων μεσολαβητών.

Για τους ξένους επενδυτές, εκτός από άφθονα θεσμικά κίνητρα, ο κ. Τσερνόμπριγια φρόντισε πάλι να επισημάνει σαν «το σημαντικότερο θέλγητρο της Γιουγκοσλαβίας» το γεγονός πως αυτή «διαθέτει ένα σχετικά φτηνό εργατικό δυναμικό» –που με τα υπόλοιπα μέτρα θα γινόταν, εννοείται, ακόμη φτηνότερο...

Εξίσου ωμή ήταν η ανάλυση του Σέρβου υπουργού για πώς θα αυξανόταν η ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας: «Μέχρι τώρα, πολιτικοί παράγοντες και κυρίως τα συνδικάτα μπορούσαν να επηρεάζουν σημαντικά τις αποφάσεις της επιχείρησης σε ζητήματα που αφορούν το επίπεδο της απασχόλησης και των μισθών, με αποτέλεσμα να υπεραπασχολούμε και να πληρώνουμε υπερβολικά τους εργάτες μας, με αρνητικές συνέπειες για την παραγωγικότητα. Με το νέο σύστημα, η επιχείρηση έχει την ευχέρεια να απολύει το πλεονάζον εργατικό δυναμικό και το συνδικάτο δεν είναι πια σε θέση να επηρεάσει από τα μέσα τη δομή του κόστους των προϊόντων. Τώρα θα πρέπει να διαπραγματευτεί απ’ έξω, όπως γίνεται και στη δική σας χώρα, τη διαμόρφωση των τιμών της εργατικής δύναμης».

Στο ίδιο ακριβώς θατσερικό μήκος κύματος κινήθηκε κι ο εκπρόσωπος Τύπου του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Σλοβενίας, Ιγκορ Ράουνικαρ, υπενθυμίζοντας τη χρησιμότητα αυτού που ο Μαρξ είχε περιγράψει κάποτε ως «εφεδρικό στρατό» των καπιταλιστών: «Πρέπει ν’ απαλλαγούμε από ορισμένες ιδεολογικές προκαταλήψεις που υπάρχουν ακόμη εδώ. Μέχρι σήμερα, το σύστημα ήταν τέτοιο που κανείς δεν αντιμετώπιζε τον κίνδυνο να χάσει τη δουλειά του. Ταυτόχρονα, στη Γιουγκοσλαβία υπάρχουν 1.300.000 άνεργοι κι άλλοι τόσοι μετανάστες στο εξωτερικό. Σε μια δυτική χώρα, όλος αυτός ο στρατός των ανέργων θα είχε ευνοϊκό αποτέλεσμα πάνω στην παραγωγικότητα της οικονομίας, πάνω στην παραγωγικότητα αυτών που δουλεύουν. Σ’ εμάς, αντίθετα, εξαιτίας αυτής της ασφάλειας στην απασχόληση, δεν έχει κανένα αποτέλεσμα».

Η ανθρωποφάγος αυτή συλλογιστική βρισκόταν σε πλήρη συνάφεια με τις αντίστοιχες οδηγίες και στοχεύσεις των δυτικών οργανισμών. «Τα μέτρα που πάρθηκαν ή προτάθηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων 18 μηνών είναι ιδιαίτερα καλοδεχούμενα», διαβάζουμε στην ειδική έκθεση του ΟΟΣΑ για τη γιουγκοσλαβική οικονομία το 1988. Ιδιαίτερα ενθουσιώδης υποδοχή επιφυλάχτηκε στο οικονομικό πακέτο της 15/5/1988, όχι μόνο επειδή αναμενόταν να «προωθήσει τον ρόλο των δυνάμεων της αγοράς φιλελευθεροποιώντας τις τιμές, τις εισαγωγές και τους κανονισμούς συναλλάγματος», αλλά και για την πρωτοτυπία του να «συνδέσει τους μισθούς, τις δημόσιες δαπάνες και την πιστωτική επέκταση με τον επιδιωκόμενο και όχι με τον πραγματικό πληθωρισμό» («OECD Economic Surveys. Yugoslavia 1987/1988», Παρίσι 1988, σ. 76).

Η ίδια έκθεση εκτιμούσε πως η εφαρμογή της μισθολογικής μεταρρύθμισης ισοδυναμούσε «με πτώση των πραγματικών μισθών κατά 40% για τους περισσότερους απασχολούμενους στον δημόσιο τομέα» (σ. 70), κατονόμαζε σαν «σημαντική αναπηρία» των γιουγκοσλαβικών επιχειρήσεων «τον “κοινωνικό ρόλο” τους που καθιστά τις απολύσεις και τις διαθεσιμότητες εξαιρετικά δύσκολες αν όχι αδύνατες» (σ. 34) και υποδείκνυε μια «σταδιακή αύξηση» των «άκρως χαμηλών ενοικίων», με ταυτόχρονη αντικατάσταση της κατασκευής εργατικών κατοικιών από την ανέγερση οικοδομών προς αγορά από τα δυναμικά μεσοστρώματα (σ. 47-8).

Την άλλη πλευρά του νομίσματος των ελεύθερων απολύσεων αποτελούσε, φυσικά, το άνοιγμα της μισθολογικής ψαλίδας μεταξύ πατρικίων και πληβείων: «Στο εξής, η αμοιβή κάθε προσώπου θα ορίζεται από την επιχειρηματική πολιτική της εταιρείας», εξήγησε στον γράφοντα το 1989 ο Σέρβος πανεπιστημιακός Γιόβαν Ράνκοβιτς, επιτελικό στέλεχος της απερχόμενης ομοσπονδιακής κυβέρνησης.

«Η εταιρεία θα μπορεί να πληρώνει σ’ ένα άτομο ακόμη και δεκαπλάσιους μισθούς απ’ ό,τι στα υπόλοιπα, αν αυτό την εξυπηρετεί». Με την «αυτοδιαχείριση» περιορισμένη πλέον στη δυνατότητα του εργατικού συμβουλίου να ρίξει μια ματιά στους ισολογισμούς αν και όταν η επιχείρηση πέσει έξω, οι εισοδηματικές προοπτικές των διευθυντικών στελεχών διαγράφονταν αρκούντως λαμπρές. Εξαιρετικά αισιόδοξος δήλωνε ο καθηγητής και για την απορρόφηση των αναμενόμενων κοινωνικών εντάσεων από... το αόρατο χέρι της αγοράς: «Δεν προβλέπονται ριζοσπαστικές κινήσεις, αλλά θα υπάρξει προοπτική για τους εργάτες με τη δημιουργία νέων, ιδιωτικών ή μικτών εταιρειών. Βασιζόμαστε στην προσδοκία ότι το ξένο και το εγχώριο ιδιωτικό κεφάλαιο θα κάνουν μαζικές επενδύσεις, μικρής ιδίως κλίμακας, χάρη στην πλήρη φιλελευθεροποίηση».

Αποχαιρετώντας τον, σκεφτόμουν ότι πιο πιθανό από τη σωτήρια παρέμβαση του «αόρατου χεριού» ήταν ένα ενδεχόμενο λιντσάρισμα μισητών διευθυντικών στελεχών από τα ορατά χέρια εξαγριωμένων προλετάριων. Υπόθεση εξίσου αφελέστατα αισιόδοξη, όπως απέδειξαν οι εκατόμβες των επόμενων χρόνων.

Εργατική εξέγερση

Η γιουγκοσλαβική εργατική τάξη δεν έκατσε βέβαια με σταυρωμένα χέρια. Το πρώτο πακέτο λιτότητας του 1987 ακολούθησε ένα πρωτόγνωρο (για τα μέτρα της εποχής) κύμα εκατοντάδων απεργιών, μόλις οι εργαζόμενοι άρχισαν να παίρνουν τους αναδρομικά σφαγιασμένους μισθούς τους. Υπερφαλαγγισμένα από τη βάση τους, ακόμη και τα επίσημα κρατικά συνδικάτα ανακοίνωσαν τη διαφωνία τους με μέτρα που «δεν εισήγαγαν δικαιοσύνη, τάξη και υπευθυνότητα» αλλά «προκάλεσαν αδικία, αναταραχή κι ανευθυνότητα» (International Herald Tribune, 20/3/1987). Ο ομοσπονδιακός πρωθυπουργός Μπράνκο Μίκουλιτς απείλησε αρχικά με επέμβαση του στρατού, για να τα μαζέψει κατόπιν υποσχόμενος «διόρθωση» των «αδικιών» που προκάλεσε η νέα νομοθεσία (Le Monde, 24-25/3/1987).

Η μεγαλύτερη απεργία των ημερών σημειώθηκε λίγο αργότερα στα ορυχεία του Λάμπιν, στην Κροατία (8/4-10/5/1987). Υστερα από 33 μέρες αγώνα, οι απεργοί –Κροάτες, Αλβανοί και κυρίως Βόσνιοι μουσουλμάνοι– απέσπασαν αυξήσεις 46%, την απόλυση δύο διευθυντών και τον περιορισμό της μισθολογικής ψαλίδας εργατών-διευθυντών σε μόλις 2:1.

Ακολούθησε νέος γύρος αναταραχής στα τέλη της χρονιάς, με μεταφορά του αγώνα από τους χώρους δουλειάς στο πεζοδρόμιο. Τον Νοέμβριο, μια διαδήλωση χαλυβουργών στα Σκόπια κατά της μείωσης των μισθών τους διογκώθηκε με συμμετοχή 8.000 κατοίκων και συνθήματα κατά της «κόκκινης μπουρζουαζίας».

Παρόμοιες σκηνές διαδραματίστηκαν τον Δεκέμβριο στη Λιουμπλιάνα της Σλοβενίας, για να γενικευτούν το τρίμηνο Μαΐου-Ιουλίου 1988, μετά το τρίτο πακέτο λιτότητας. Μέσα στο 1987 είχαν πραγματοποιηθεί 1.685 απεργίες με συμμετοχή 288.686 απεργών, έναντι 851 και 88.860 την προηγούμενη χρονιά· το 1988 θα φτάσουν τις 1.851 με 386.123 απεργούς, αγκαλιάζοντας κάθε ομόσπονδη Δημοκρατία και αυτόνομη επαρχία της χώρας: 490 στην Κροατία, 423 στη Σερβία, 307 στη Βοσνία, 218 στη Σλοβενία, 178 στη Μακεδονία, 99 στη Βοϊβοδίνα, 82 στο Κοσσυφοπέδιο και 54 στο Μαυροβούνιο (Vladisavljević 2008, σ. 112).

Τα συνθήματα που επικρατούν τούτη τη φορά δεν περιορίζονται στη διεκδίκηση, αλλά εξωτερικεύουν τη συσσωρευμένη οργή της εργατικής τάξης για τη μεταχείρισή της και το χάος που τη χωρίζει πια από τους κρατούντες: «Κλέφτες!», «Κάτω η κόκκινη αστική τάξη!», «Πουλήσατε τον Τίτο!», «Πού είναι οι λιμουζίνες σας;», «Θέλουμε ψωμί!» κ.ο.κ. (όπ.π., σ. 117-8). Κατά κανόνα οι απεργοί κραδαίνουν σημαίες της Γιουγκοσλαβίας και πορτρέτα του Τίτο, διεκδικώντας ως δική τους την αριστερή κι επαναστατική παράδοση της χώρας.

Η κορύφωση του ταξικού αυτού ξεσπάσματος ήρθε στις 6 Ιουλίου, με την εισβολή 3.000 απεργών υποδηματοποιών από το Μπόροβο της Κροατίας στο ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο. Τα αιτήματά τους αφορούσαν αυξήσεις μισθών, στήριξη του εργοστασίου, περιορισμό της γραφειοκρατίας κι απομάκρυνση του διευθυντή. Ο πρόεδρος του σώματος, Ντούσαν Πόποφσκι, έσπευσε να τους ενημερώσει ότι βρέθηκαν χρήματα για τον εφοδιασμό του εργοστασίου με πρώτες ύλες κι αποκατάσταση των μισθών τους· για τα υπόλοιπα αιτήματα θα επισκεπτόταν τις επόμενες μέρες το Μπόροβο ο ίδιος ο πρωθυπουργός.

Ενα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό των εργατικών κινητοποιήσεων εκείνης της περιόδου ήταν ο διεθνισμός: Σέρβοι, Κροάτες, Σλοβένοι, Αλβανοί, Σλαβομακεδόνες και Βόσνιοι συνάδελφοι βρίσκονταν πάντα στην ίδια πλευρά, αντιμέτωποι με μιαν εξίσου πολυεθνική πολιτική ηγεσία κι εργοδοσία. Σε ουκ ολίγες περιπτώσεις, η τελευταία θα αρχίσει σιγά σιγά να παίζει το εθνικιστικό (και ρατσιστικό) χαρτί: λίγο μετά την απεργία του Λάμπιν άρχισαν λ.χ. να κυκλοφορούν στα ορυχεία υποβολιμαίες διαδόσεις σε βάρος των «ξένων», όσων εργατών προέρχονταν δηλαδή από άλλες περιοχές της Γιουγκοσλαβίας.

Η διάχυση του εθνικού μίσους στην εργατική βάση υπήρξε μια διαδικασία μακρόσυρτη και προπαντός ημιτελής: σύμφωνα με αλλεπάλληλες σφυγμομετρήσεις του 1989-1990 στην Κροατία, τη Βοσνία και τη Σερβία, η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτώμενων θεωρούσε ότι σε τοπικό επίπεδο οι σχέσεις μεταξύ των διαφόρων εθνοτήτων ήταν από «αρκετά καλές» μέχρι «πολύ καλές» –με κάποιες μικρές μόνο μειοψηφίες 10-20% να βλέπουν ανισότητες σε εθνική βάση. Εντελώς διαφορετική αποδείχτηκε ωστόσο η απήχηση των εθνικιστικών κηρυγμάτων στο επίπεδο των αφηρημένων γενικεύσεων: τουλάχιστον οι μισοί από τους ίδιους ανθρώπους «διαπίστωναν» πως οι αντίστοιχες σχέσεις σε πανεθνικό επίπεδο δεν ήταν καθόλου καλές (Gagnon 2004, σ. 34-46). Τα ΜΜΕ και οι εθνικόφρονες πολιτικοί είχαν ήδη κάνει αρκετά καλή δουλειά.

Το χαρτί των εθνικισμών

Ο πολιτικός που κατεξοχήν αναδείχτηκε σ’ αυτή τη φάση, ακριβώς χάρη στη δεξιότητά του να μετασχηματίζει τη διάχυτη κοινωνική δυσαρέσκεια σε εθνικιστική κινητοποίηση, ήταν ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Πρώην διευθυντής της μεγαλύτερης γιουγκοσλαβικής τράπεζας (Beogradska Banka), ανέβηκε τα σκαλιά της κομματικής ιεραρχίας της Σερβίας στη σκιά του προπορευόμενου, αρκετά μεγαλύτερου στην ηλικία συμφοιτητή του, Ιβάν Στάμπολιτς, για να τον παραγκωνίσει στα τέλη του 1987 με μοχλό το εθνικό ζήτημα.

Εκείνη την εποχή, ένας σαλταρισμένος Αλβανός φαντάρος από το Κοσσυφοπέδιο είχε σκοτώσει τέσσερις συναδέλφους του, διαφόρων εθνοτήτων, που τον είχαν σαπίσει στο καψώνι· το τραγικό αλλά πολιτικά άχρωμο αυτό συμβάν τροφοδότησε μια αχαλίνωτη καμπάνια των (κρατικά ελεγχόμενων) σερβικών ΜΜΕ για την εγγενή –υποτίθεται– «αλβανική εγκληματικότητα». Οταν η κομματική ηγεσία της Σερβίας προσπάθησε να περιορίσει το ρατσιστικό ξεσάλωμα, ο Μιλόσεβιτς υποστήριξε το δικαίωμα των δημοσιογράφων στο εθνικό μίσος, εκπαραθυρώνοντας τους βασικούς ανταγωνιστές του στην Κ.Ε. του σερβικού κόμματος κι εν συνεχεία τον ίδιο τον μέντορά του.

Από τον Απρίλιο του 1987, ο Μιλόσεβιτς είχε άλλωστε αναλάβει το πατρονάρισμα των Σέρβων εθνικιστών του Κοσσυφοπεδίου. Οι τελευταίοι ζητούσαν την κατάργηση του αυτόνομου καθεστώτος της «ιστορικά σερβικής» επαρχίας τους, ο πληθυσμός της οποίας απαρτιζόταν πλέον κατά 80% από Αλβανούς· ο νεαρός και φιλόδοξος ηγέτης διέβλεψε στις κινητοποιήσεις τους ένα χρήσιμο εργαλείο για την ανατροπή ανεπιθύμητων αντιπάλων και, κυρίως, για την «εθνικά ορθή» παροχέτευση της ευρύτερης κοινωνικής δυσφορίας. Τρεις μέρες μετά την εισβολή των εργατών του Μπόροβο στο ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο, μερικές εκατοντάδες Σέρβοι του Κοσσυφοπεδίου θα μεταφερθούν έτσι στο Νόβι Σαντ της Βοϊβοδίνα για να καταγγείλουν την άρνηση της τοπικής ηγεσίας να δεχτεί την κατάργηση της αυτονομίας των δύο περιοχών.

Ηταν το εναρκτήριο λάκτισμα μιας «αντιγραφειοκρατικής επανάστασης», ενορχηστρωμένης σε μεγάλο βαθμό από τον Μιλόσεβιτς και τη νέα γενιά διευθυντών μεγάλων επιχειρήσεων, που απέσπασαν σταδιακά την υποστήριξη των μαζών αναμιγνύοντας υποσχέσεις για έξοδο από το οικονομικό τέλμα με την καταγγελία των «εθνικών αδικιών» που (υποτίθεται πως) υπέστησαν οι Σέρβοι από τον διεθνιστικό κομμουνισμό του Τίτο.

Για τη σχετική κατήχηση, ο Μιλόσεβιτς παρέδωσε τα ΜΜΕ και τους βασικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς του σερβικού κράτους σε μια νέα φουρνιά προπαγανδιστών που συνδύαζαν τον εθνοπρεπή αντικομμουνισμό με τη νεκρανάσταση της μεσοπολεμικής σοβινιστικής παραφιλολογίας. Στις αρχές του 1989, τα παιδιά των σχολείων μάθαιναν έτσι να τραγουδούν ένα προπολεμικό θούριο που εξίσωνε το μεγαλείο μιας χώρας με τις στρατιωτικές αποκλειστικά επιδόσεις της: «Ποιος μιλά, ποιος ψεύδεται / πως η Σερβία είναι μικρή./ Δεν είναι μικρή, δεν είναι μικρή / τρεις πολέμους έχει κάνει»...

Σε μια φάση κατά την οποία τα νέα κηρύγματα δεν είχαν ακόμη πλήρως εμπεδωθεί, η αυξανόμενη δημοφιλία του Μιλόσεβιτς δεν οφειλόταν όμως μονάχα στον εθνικισμό. Οι αντισυμβατικοί τρόποι κι η επικοινωνιακή τόλμη του, για τα μέτρα τουλάχιστον των πολιτικών της εποχής, οι επιθέσεις του στην παραδοσιακή γραφειοκρατία και η καλλιέργεια ενός προφίλ μεταρρυθμιστή τεχνοκράτη που, ως πρώην τραπεζίτης, καταλάβαινε από οικονομία, έπαιξαν εξίσου σημαντικό, αν όχι ακόμη μεγαλύτερο ρόλο.

Για τον μηχανισμό μεταστροφής της εργατικής οργής σε εθνικιστικό πρόγραμμα, αποκαλυπτική ήταν η στάση του Σέρβου ηγέτη κατά την πολιορκία του ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου (5/10/1988) από 5.000 απεργούς ενός βιομηχανικού συγκροτήματος που ζητούσαν μισθολογικές αυξήσεις 60% και μείωση της φορολογίας, με συνθήματα «Θέλουμε μισθούς», «Θέλουμε ψωμί» και «Κλέφτες!».

Ο Μιλόσεβιτς «τους έβγαλε έναν σύντομο λόγο, επιδεικνύοντας τις ικανότητές του ως λαϊκιστής δημαγωγός. Υποστήριξε πλήρως τα αιτήματα των εργατών κι υποσχέθηκε πως η ηγεσία της Σερβίας θα τα θέσει σε προτεραιότητα. Ισχυρίστηκε πως ήταν απαραίτητες γρήγορες λύσεις για την κρίση της Γιουγκοσλαβίας. “Θα κάνουμε μεταρρυθμίσεις, εδώ και τώρα! Θα σταματήσουμε την αντεπανάσταση στο Κοσσυφοπέδιο και θα επιφέρουμε συνταγματικές μεταρρυθμίσεις στη Σερβία”. Κατήγγειλε τους λεγόμενους γραφειοκράτες, που όπως είπε “σπέρνουν διχόνοια χωρίζοντας τους ανθρώπους με βάση το έθνος, τη δημοκρατία και την επαρχία τους, για να προωθήσουν τα δικά τους εγωιστικά συμφέροντα”. Μπέρδεψε εσκεμμένα τα κοινωνικοοικονομικά ζητήματα με τα πολιτικά, ιδίως όσον αφορούσε τη συνταγματική μεταρρύθμιση στη Σερβία. “Και τώρα, όλοι πίσω στις δουλειές τους!”, τέλειωσε την ομιλία του. Οι εργάτες, που ώς εκείνη τη στιγμή άφριζαν και ξάφριζαν με τους αξιωματούχους, επέστρεψαν ήσυχα στα εργοστάσιά τους» (Vladislavljević 2008, σ. 156).

Τις ίδιες μέρες, η τοπική κυβέρνηση της Βοϊβοδίνα ανατράπηκε από μια λαϊκή εξέγερση υποδαυλισμένη από το Βελιγράδι. Τον Νοέμβριο, η ομόλογή της στο Κοσσυφοπέδιο εκκαθαρίστηκε με αστυνομικές μεθόδους και τον Μάρτιο του 1989 η αυτονομία των δύο επαρχιών καταργήθηκε πλήρως. Οι διαδηλώσεις διαμαρτυρίας δεκάδων χιλιάδων Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου πνίγηκαν στο αίμα.

Ο σερβικός εθνικισμός δεν ήταν όμως ο μόνος που είχε βάλει μπροστά την ανατροπή των θεσμικών ισορροπιών, πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε μεταπολεμικά η τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία. Στο άλλο άκρο της χώρας, η Σλοβενία γνώριζε την ίδια περίοδο την ανάπτυξη ενός διαφορετικού εθνικού σχεδίου, το οποίο συνδύαζε τη δημοκρατική ανοχή «εναλλακτικών» φωνών (οικολόγοι, αντιμιλιταριστές κ.λπ.) με μια πλουτοκρατική και σχεδόν ρατσιστική «κεντροευρωπαϊκή» ταυτότητα που θυμίζει έντονα τη μετέπειτα ιταλική Λέγκα του Βορρά. Διατυπωμένο στις αρχές του 1987 ως προγραμματικό κείμενο από συντηρητικούς διανοούμενους που αντιπαρέθεταν τον «ρωμαιοκαθολικό» εργασιακό πολιτισμό των Σλοβένων στη «βυζαντινολεβαντίνικη» καθυστέρηση του γιουγκοσλαβικού Νότου, το σχέδιο αυτό άφηνε ρητά ανοιχτό ακόμη και το ενδεχόμενο απόσχισης από την ομοσπονδία.

Την όλο και λιγότερο συγκαλυμμένη αντιπαράθεση Σερβίας-Σλοβενίας τροφοδοτούσε, τέλος, η αναμέτρηση δύο ανταγωνιστικών στρατηγικών διασύνδεσης με την τότε ΕΟΚ (νυν Ε.Ε.): κατά μόνας, όπως φλέρταραν οι «κεντροευρωπαίοι» της Λιουμπλιάνα, ή ως ενιαία Γιουγκοσλαβία, όπως έβλεπαν ως μόνη λύση οι λιγότερο αναπτυγμένες ομόσπονδες Δημοκρατίες του Νότου;

Η μαμή της εθνικής Ιστορίας

Αν η ιδεολογική ζύμωση πρόσφερε το θεωρητικό πλαίσιο, για την έμπρακτη δρομολόγηση της εθνικιστικής σύγκρουσης απαιτήθηκε τελικά η βία. Βία οικονομική, σε μια πρώτη φάση, και στρατιωτική στη συνέχεια.

Το φθινόπωρο του 1989 η ομοσπονδιακή κυβέρνηση Μάρκοβιτς προσέλαβε ως οικονομικό σύμβουλό της τον γνωστό νεοφιλελεύθερο οικονομολόγο Τζέφρι Σακς, που είχε ήδη αναλάβει τη νομισματική «σταθεροποίηση» της μετακομμουνιστικής Πολωνίας. Αυτός εισηγήθηκε ένα πρόγραμμα δραστικών περικοπών στη δανειοδότηση των επιχειρήσεων από τις τράπεζες, που εφαρμόστηκε πιστά στις βορειότερες Δημοκρατίες με καταστροφικά αποτελέσματα για την κοινωνική συνοχή: «Στο Μάριμπορ (Σλοβενία) και τη Ριέκα (Κροατία), οι χρεοκοπίες κι οι αναδιοργανώσεις οδήγησαν σε μαζικές απολύσεις. [...] Υποπροϊόν αυτής της δυσπραγίας ήταν ένας γύρος εθνοτικών διακρίσεων κατά την επιλογή των ανθρώπων που επρόκειτο να τεθούν σε διαθεσιμότητα· τα ναυπηγεία της 3ης Μάη [στη Ριέκα] έβραζαν από “αντιπάθεια για ανθρώπους με διαφορετικές απόψεις, εθνικότητα και θρησκεία”. [...] Οι εθνοτικές διακρίσεις στη διαθεσιμότητα χειροτέρεψαν την αποξένωση που ένιωθαν οι Σέρβοι της Κροατίας. Δίχως να είναι αυτή η πρόθεσή του, ο Μάρκοβιτς είχε επιδεινώσει τις εθνοτικές αντιζηλίες που βοήθησαν το κομμάτιασμα της χώρας» (Palairet 2007, σ. 236).

Παρόμοια διάσπαση των εργατών σε εθνική βάση, κάτω από την απειλή της πείνας και των απολύσεων, σημειώθηκε το καλοκαίρι του 1990 ακόμη και σε προπύργια του κινήματος των προηγούμενων χρόνων, όπως η υποδηματοβιομηχανία του Μπόροβο.

Ακόμη και τότε, η εθνική ευθυγράμμιση είχε σαφή όρια, όπως αποδεικνύουν τα αποτελέσματα των πρώτων πολυκομματικών εκλογών του 1990 στη Σερβία και την Κροατία. Στην πρώτη, ο Μιλόσεβιτς νίκησε ως εκφραστής ενός μετριοπαθούς ψύχραιμου εθνικισμού, αντιμέτωπος με τις ακραίες φωνές ακροδεξιών πολιτικών της αντιπολίτευσης όπως ο Βόιτσλαβ Σέσελι ή ο Βουκ Ντράσκοβιτς. Στη δεύτερη, η μεγάλη πλειοψηφία της σερβικής μειονότητας ψήφισε τους μετριοπαθείς σοσιαλιστές· οι ακροδεξιοί υπέρμαχοι της απόσχισης απέσπασαν μόλις ένα 13% της μειονοτικής ψήφου. Οσο για τους Κροάτες που ψήφισαν το εθνικιστικό HDZ του Τούτζμαν, οι ποιοτικές σφυγμομετρήσεις των ημερών δείχνουν ότι το έκαναν κυρίως για λόγους όχι «εθνικούς», αλλά πολιτικής αποδοκιμασίας των κυβερνώντων (Gagnon 2004, σ. 46-51).

Οταν τον λόγο τον πήραν τα όπλα, το πρώτο πυρ το άνοιξαν έτσι επαγγελματίες της νύχτας, χουλιγκάνοι καθοδηγούμενοι από τις μυστικές υπηρεσίες κι ακροδεξιοί μισθοφόροι στρατολογημένοι από την εκατέρωθεν Διασπορά. Μια αρκετά διαφορετική ιστορία, που θα μας απασχολήσει ίσως κάποιαν άλλη φορά.


? Διαβάστε

 

 Τάσος Κωστόπουλος, «Αποστολή στη Γιουγκοσλαβία. Ενας, δύο, τρεις, πολλοί εθνικισμοί» (περ. Σχολιαστής, τχ. 75, Απρίλιος 1989, σ. 9-13). Εκτενές ρεπορτάζ για τα πρώτα βήματα της έξαρσης των εθνικισμών στη Γιουγκοσλαβία του 1989, βασισμένο σε επιτόπια έρευνα και συνεντεύξεις με ανώτερα κρατικά στελέχη της Σερβίας, της Σλοβενίας και του Κοσσυφοπεδίου.
 Michael Palairet, «The Inter-Regional Struggle for Resources and the Fall of Yugoslavia» σε Lenard Cohen & Jasna Dragović-Soso (eds), State Collapse in South-Eastern Europe (Γουέστ Λαφαγιέτ 2007, εκδ. Purdue University Press), σ. 221-248. Το οικονομικό υπόβαθρο της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, με έμφαση στο «μεταρρυθμιστικό» πρόγραμμα των Αντε Μάρκοβιτς και Τζέφρι Σακς.
 Nebojša Vladisavljević, Serbia’s Antibureaucratic Revolution. Milosevic, the Fall of Communism and Nationalist Mobilization (Ν. Υόρκη 2008, εκδ. Palgrave-MacMillan). Δημοσιευμένη διδακτορική διατριβή για τα σερβικά κοινωνικά κινήματα του 1986-1989 και τον σταδιακό «εξεθνισμό» της διάχυτης κοινωνικοοικονομικής δυσαρέσκειας.
 V.P. Gagnon, The Myth of Ethnic War. Serbia and Croatia in the 1990s (Ιθακα - Λονδίνο 2004, εκδ. Cornell University Press). Ρηξικέλευθη αμφισβήτηση του κυρίαρχου στη Δύση στερεοτύπου, που αποδίδει την αιματηρή διάλυση της Γιουγκοσλαβίας σε «αρχέγονα εθνικά μίση», με αξιοποίηση μιας πλειάδας κοινωνικών ερευνών και σφυγμομετρήσεων της εποχής.
 Josip Glaurdić, The Hour of Europe. Western Powers and the Breakup of Yugoslavia (Νιου Χέιβεν - Λονδίνο 2011, εκδ. Yale University Press). Εξαιρετικά εμπεριστατωμένη ανατομία της σταδιακής διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας και της εμπλοκής των δυτικών δυνάμεων στην όλη διαδικασία.
Google News ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS
Από το ΔΝΤ στα εθνικά σφαγεία

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΕ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.

Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.

Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας