Κατηφορίζοντας με τα πόδια τη Βασιλίσσης Σοφίας, τον εμβληματικό δρόμο των μουσείων και των πρεσβειών του αθηναϊκού κέντρου, ένας παρατηρητικός διαβάτης δεν είναι δυνατόν να μην προσέξει ορισμένες επίσημες αναρτήσεις που προσδίδουν στον δημόσιο εορτασμό των 200 χρόνων του Εικοσιένα μια κάποια φονταμενταλιστική απόχρωση.
Η θρησκεία υπεράνω πατρίδας
Η πρώτη ορθώνεται έξω από το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, με τη μορφή ενός επετειακού σταντ αυτού του τελευταίου, που διακηρύσσει στεντόρεια: «...είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος». Θρησκευτικός πόλεμος, δηλαδή, το Εικοσιένα – και μόνο παρεμπιπτόντως εγχείρημα εθνικής απελευθέρωσης ή/και οικοδόμησης. Πίσω τροχάδην ακόμη κι από τον κοινό τόπο της εγχώριας συντηρητικής σκέψης του τελευταίου αιώνα. Πόσο μάλλον από τους προβληματισμούς για το κοινωνικό υπόβαθρο και περιεχόμενο της επανάστασης.
Το επίμαχο τσιτάτο, με την υπογραφή του Κολοκοτρώνη, δεν είναι φυσικά πλαστό. Εχει όμως τη δική του ιστορία, άρρηκτα δεμένη (όχι με την επανάσταση αλλά) με τις μετεπαναστατικές συγκρούσεις για τα κοινωνικά, πολιτικά κι ιδεολογικά χαρακτηριστικά τού υπό συγκρότηση κράτους. Προέρχεται από τον περίφημο «λόγο της Πνύκας» που ο γέρος του Μοριά εκφώνησε στις 8/10/1838 στους μαθητές του Γυμνασίου κι ένα πλήθος ομοϊδεατών Αθηναίων (του τότε κυβερνώντος ρωσικού κόμματος), όπως αποτυπώθηκε τον επόμενο μήνα (13/11/1838) στον «Αιώνα» – την εφημερίδα που έβγαινε με χρήματα της ρωσικής πρεσβείας για να διαδώσει στην ελληνική κοινωνία την τσαρική ιδεολογία της ταύτισης του έθνους με την Ορθοδοξία και την απόλυτη μοναρχία, κατασυκοφαντώντας τις ιδέες ενός ανεξίθρησκου δημοκρατικού «έθνους πολιτών» που εισήγαν η γαλλική επανάσταση και, στα Βαλκάνια, ο Ρήγας Βελεστινλής.
Στο ιστορικό αυτό κείμενό του ο υπέργηρος Κολοκοτρώνης, σύμβουλος πλέον του Οθωνα, φέρεται ν’ αναγορεύει σε «θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, τη θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και τη φρόνιμη ελευθερία», υπερασπιζόμενος την απόλυτη μοναρχία έναντι των δημοκρατικών θεσμών· οι τελευταίοι σκιαγραφούνται σαν ένας ατελέσφορος και κοινωνικά επικίνδυνος φούρνος του Χότζα, που αδυνατεί να δώσει σταθερή κατεύθυνση στο έθνος, ενώ με τη μοναρχία «τα πράγματα ησυχάζουν και το εμπόριον, και η γεωργία και αι τέχναι αρχίζουν να προοδεύουν».
Δεν ήμασταν βέβαια παρόντες για να γνωρίζουμε πόσο πιστά μεταφέρθηκε ο προφορικός λόγος του ομιλητή στις στήλες της εφημερίδας. Από τα απομνημονεύματα του ίδιου του Κολοκοτρώνη γνωρίζουμε, ωστόσο, πως αυτός είχε υποστηρίξει και πολύ διαφορετικά πράγματα για το επίδικο ζήτημα. Το 1808 σχεδίαζε, λ.χ., με γαλλική καθοδήγηση και σε συνεννόηση με κάποιους πασάδες, ένα ελληνοτουρκικό κράτος ισόνομο κι ανεξίθρησκο, η σημαία του οποίου θα συνδύαζε τον σταυρό με την ημισέληνο («Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής», Αθήνησι 1846, σ. 38). Εξίσου κατηγορηματικός ήταν ο γέρος του Μοριά και όσον αφορά τη γενεαλογική σχέση του 1821 με το γαλλικό -κι ευρωπαϊκό- 1789: «Η Γαλλική Επανάσταση και ο Ναπολέων έκαμε, κατά τη γνώμη μου, να ανοίξουν τα μάτια του κόσμου. Πρωτύτερα τα έθνη δεν εγνωρίζοντο, τους βασιλείς τους ενόμιζον ως θεούς της γης και ό,τι και αν έκαμναν το έλεγαν καλά καμωμένο. Διά αυτό και είνε δυσκολώτερο να διοικήσης τώρα λαόν» (ό.π., σ. 49).
Τι θα επιλέξει κανείς να προβάλει -ως σύνθημα- απ’ όλη αυτή την αντιφατική παρακαταθήκη είναι, συνεπώς, ζήτημα δικής του ιδεολογικής επιλογής. Η οποία, με τη σειρά της, πηγάζει από τις αντιθέσεις κι ανταποκρίνεται σε στοχεύσεις όχι του 1821 αλλά του 2021.
Ο αγιατολάχ των Αθηνών
Μ’ έναν ενδιάμεσο σταθμό στο Πολεμικό Μουσείο, η πρόσοψη του οποίου γιορτάζει μ’ έναν πίνακα του Πέτερ φον Ες που αποτυπώνει το Εικοσιένα ως θριαμβεύουσα σταυροφορία, τελικό σημείο της διαδρομής μας είναι η επετειακή έκθεση ζωγραφικής στα κάγκελα του Εθνικού Κήπου. Οργανωμένη από τον Δήμο Αθηναίων και το Ιδρυμα Σύλβιας Ιωάννου, τιτλοφορείται «Η ιστορία έχει πρόσωπο» και περιλαμβάνει 22 από τα 320 πορτρέτα Ελλήνων που ζωγράφισε μεταξύ 1839 και 1844 ο πρώτος Βέλγος πρέσβης στην Ελλάδα, Μπενζαμέν Μαρί. Αξιοσημείωτη είναι εδώ η επιφανής θέση που επιφυλάσσεται (δεύτερος πίνακας στη σειρά, αμέσως μετά τον έφηβο -γεννημένο το 1825- Σπύρο Γεωργίου Καραϊσκάκη) σ’ έναν άνθρωπο που έλαμψε μεν διά της απουσίας του από τον Αγώνα, άφησε όμως βαριά τη σφραγίδα του στη θεσμική πραγματικότητα του μετεπαναστατικού βασιλείου.
Ο λόγος, για τον Κωνσταντίνο Οικονόμο εξ Οικονόμων (1780-1857), ηγετική μορφή της χριστιανορθόδοξης κληρικαλιστικής αντίδρασης επί Οθωνα. Επιφανή διανοούμενο, κατά τα άλλα, που ξεκίνησε προεπαναστατικά ως οπαδός του Κοραή για να μετακινηθεί σταδιακά στην αντίπερα όχθη, μετά τη στοχοποίησή του από το συντηρητικό ιερατείο της Σμύρνης (1819). Το 1820 τον βρίσκουμε στην Κωνσταντινούπολη, προστατευόμενο του Γρηγορίου Ε´ που τον διόρισε ιεροκήρυκα του Πατριαρχείου· από κει, τον Απρίλιο του 1821 θα διαφύγει στην Οδησσό. Σε αντίθεση με πολλούς ομολόγους του, απέφυγε ωστόσο να κατέβει στην επαναστατημένη Ελλάδα, προτιμώντας μιαν αποδοτικότερη καριέρα καθεστωτικού διανοουμένου στην ασφαλή Αγία Πετρούπολη – όπου, μεταξύ άλλων, εξέδωσε κι ένα δίγλωσσο «Ποίημα ελεγείον εις τον αοίδημον αυτοκράτορα πασών των Ρωσσιών Αλέξανδρον Πρώτον» (1828) στα ρωσικά και τα ομηρικά: «Αρχετε Ρωσσιάδες του πένθεος, άρχετε Μούσαι / κακ λιγυρών στομάτων οικτρόν αείσατ’ έπος»...
Στην Ελλάδα ο Οικονόμος ήρθε μόλις το 1834, πέντε χρόνια μετά το τέλος των εχθροπραξιών και λίγο μετά την κήρυξη του αυτοκέφαλου της εδώ Εκκλησίας. Απαξίωσε ακόμη και να λάβει την ελληνική ιθαγένεια, έχοντας διασφαλίσει τον βιοπορισμό του με μια ισόβια «σύνταξη» 7.000 ρουβλίων τον χρόνο. Αποστολή του, πλήρως εναρμονισμένη με την τσαρική πολιτική της εποχής, ήταν να καταστείλει το ελλαδικό εκκλησιαστικό «σχίσμα» ως συνδετικός κρίκος του ντόπιου ιερατείου με τη Ρωσία και το Πατριαρχείο. Την εκτέλεσε με αξιοσημείωτη επιτυχία, διαδραματίζοντας επιπλέον κομβικό ρόλο στην οικοδόμηση του «ελληνορθόδοξου» θεσμικού και ιδεολογικού πλέγματος που επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας.
Η εγκαθίδρυση αυτού του τελευταίου σημαδεύτηκε το 1839 από μια ιεροεξεταστική διαδικασία, καθ’ όλα σύμφωνη με τα ισχύοντα τότε στις επικράτειες του τσάρου και του σουλτάνου: τη δίωξη κι εξόντωση του Θεόφιλου Καΐρη, προεπαναστατικού διαφωτιστή με ενεργό συμμετοχή στο Εικοσιένα ως επαναστάτης (ξεσήκωσε την Ανδρο), πολεμιστής (τραυματίστηκε στον Ολυμπο) και εθνοσύμβουλος, δημιουργού στη συνέχεια ενός πρότυπου Ορφανοτροφείου, με την κατηγορία του «αιρετικού». Κατηγορούμενος επί «Θεϊσμώ», σαν ελευθερόφρονας δηλαδή οπαδός του ριζοσπαστικού διαφωτισμού, ο Καΐρης οδηγήθηκε σιδεροδέσμιος στην Ιερά Σύνοδο· την άρνησή του να προβεί σε δημόσια ομολογία (της ορθής) πίστεως ακολούθησε εγκλεισμός του δίχως δίκη (με βασιλικό διάταγμα) σε μοναστήρι για ν’ «ανανήψει» και επίσημος εξαναγκασμός των μαθητών του να τον αποκηρύξουν, αν ήθελαν να επιβιώσουν στο «ελεύθερο» κράτος. Δεν ήταν παρά η αρχή μιας αλυσίδας διώξεων, με τελική κατάληξη τον θάνατο του παλαίμαχου αγωνιστή στη φυλακή το 1853.
Επικεφαλής της Ιεράς Συνόδου που δρομολόγησε τη δίωξη -και στενός συνεργάτης του Οικονόμου- ήταν ένας ιεράρχης (Κυνουρίας Διονύσιος) που το 1821, ως μητροπολίτης Ρέοντος, είχε προσυπογράψει τον αφορισμό της επανάστασης από το Πατριαρχείο. «Πρώτα υπέρ πίστεως», βλέπεις, και τότε...
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας