Αθήνα, 21°C
Αθήνα
Σποραδικές νεφώσεις
21°C
21.2° 19.6°
1 BF
62%
Θεσσαλονίκη
Ελαφρές νεφώσεις
19°C
19.9° 17.0°
2 BF
73%
Πάτρα
Αυξημένες νεφώσεις
18°C
19.0° 17.7°
2 BF
77%
Ιωάννινα
Ασθενής ομίχλη
11°C
10.9° 10.9°
1 BF
100%
Αλεξανδρούπολη
Ελαφρές νεφώσεις
13°C
12.9° 12.9°
3 BF
82%
Βέροια
Αυξημένες νεφώσεις
18°C
17.6° 17.6°
1 BF
75%
Κοζάνη
Σποραδικές νεφώσεις
14°C
14.4° 14.4°
0 BF
72%
Αγρίνιο
Αυξημένες νεφώσεις
19°C
18.5° 18.5°
1 BF
73%
Ηράκλειο
Ασθενείς βροχοπτώσεις
21°C
21.4° 20.5°
5 BF
56%
Μυτιλήνη
Ελαφρές νεφώσεις
16°C
16.9° 15.5°
3 BF
68%
Ερμούπολη
Σποραδικές νεφώσεις
20°C
20.4° 20.4°
4 BF
49%
Σκόπελος
Αυξημένες νεφώσεις
20°C
19.7° 19.7°
2 BF
69%
Κεφαλονιά
Σποραδικές νεφώσεις
18°C
17.9° 17.9°
1 BF
88%
Λάρισα
Ελαφρές νεφώσεις
18°C
17.9° 17.9°
0 BF
68%
Λαμία
Αυξημένες νεφώσεις
19°C
20.6° 17.3°
1 BF
57%
Ρόδος
Σποραδικές νεφώσεις
19°C
18.8° 18.8°
4 BF
85%
Χαλκίδα
Σποραδικές νεφώσεις
19°C
18.8° 18.3°
0 BF
55%
Καβάλα
Σποραδικές νεφώσεις
18°C
18.3° 17.7°
2 BF
78%
Κατερίνη
Αυξημένες νεφώσεις
19°C
19.0° 19.0°
2 BF
71%
Καστοριά
Αυξημένες νεφώσεις
14°C
13.5° 13.5°
1 BF
83%
ΜΕΝΟΥ
Πέμπτη, 24 Απριλίου, 2025
Χημείο, 10 Μαΐου 1985. Τα παιδιά που ο Χατζιδάκις «αγάπησε» ως προπομπό της δυναμικής αντίστασης στη «χούντα του ΠΑΣΟΚ», ήταν τα ίδια που καταδίκαζε λίγους μήνες αργότερα σαν «αλήτες που ρίχνουν πέτρες για να προβάλλουν βίαια τον άρρωστο εαυτό τους»…
Χημείο, 10 Μαΐου 1985. Τα παιδιά που ο Χατζιδάκις «αγάπησε» ως προπομπό της δυναμικής αντίστασης στη «χούντα του ΠΑΣΟΚ», ήταν τα ίδια που καταδίκαζε λίγους μήνες αργότερα σαν «αλήτες που ρίχνουν πέτρες για να προβάλλουν βίαια τον άρρωστο εαυτό τους»… | Τ.ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

Μια μοβ σκιά με γαλάζιες ραβδώσεις

Η περίφημη «αγάπη» του Χατζιδάκι για τους αναρχικούς πήγαινε χέρι χέρι με ρατσιστικά αστειάκια και οπισθοδρομικά κηρύγματα

Το πιο διαδεδομένο ίσως πολιτικό κείμενο του Μάνου Χατζιδάκι κυκλοφόρησε ευρύτατα στο Διαδίκτυο τον Δεκέμβριο του 2008, μετά τον φόνο του 15χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από τον ειδικό φρουρό Επαμεινώνδα Κορκονέα και εν μέσω της νεανικής εξέγερσης που ακολούθησε. Τιτλοφορούνταν «Μια μοβ σκιά Μαΐου» και είχε πρωτοδημοσιευτεί τη δεκαετία του 1980 στο περιοδικό «Τέταρτο» που εξέδιδε ο μεγαλοαπατεώνας Κοσκωτάς, με διευθυντή κατά τον πρώτο χρόνο της κυκλοφορίας του τον Χατζιδάκι. Το άρθρο αποτελούσε μια ένθερμη (αν και ιδιόρρυθμη, όπως ταίριαζε στον συντάκτη του) συνηγορία υπέρ των νεαρών αντιεξουσιαστών που αντέτασσαν δυναμικές πρακτικές στην αστυνομοκρατία των Εξαρχείων, ως της μοναδικής ακτίδας φωτός σε μια συγκυρία γενικευμένου ειρηνόφιλου εκφασισμού:

«Η πολιτεία αγανακτεί διότι υπάρχουν μερικά ζωντανά της κύτταρα που αντιδρούν άτεχνα, ανοργάνωτα, ίσως μ’ αφέλεια, σ’ όλην αυτή την οργανωμένη κρατική ασκήμια, αντί να βλογάμε τον Θεό που βρίσκονται ακόμη μερικοί που δεν συνήθισαν στην παρουσία του τέρατος, έστω κι αν είναι ολίγοι, διακόσιοι, χίλιοι, εκατό, που προσπαθούν να ζήσουν, τουλάχιστον εκείνοι μόνοι, έτσι όπως τ’ ορίζει η φύση τους και όχι η κερδισμένη διά παγκοσμίου πολέμου επίσημη δουλεία».

«Ο εξωκομματικός κι ανένταχτος νέος του τόπου μας συγχέεται σκόπιμα με τους αλήτες – μάγκες, που έχουν μόνο στόχο να καταστρέφουν, να θορυβούν και να προβάλλουν βίαια τον άρρωστο εαυτό τους» | Μάνος Χατζιδάκις, περ. «Το Τέταρτο», Ιανουάριος 1986, σ.3.

Σύμφωνα με τα (λανθασμένα) συνοδευτικά σχόλια των σχετικών αναρτήσεων το άρθρο είχε δημοσιευτεί στο τεύχος του Μαΐου 1986 και αναφερόταν στον φόνο, τον Νοέμβριο του 1985, του επίσης 15χρονου Μιχάλη Καλτεζά από τον αστυφύλακα Αθανάσιο Μελίστα κατά τη διάρκεια μιας ελάσσονος οδομαχίας στη Στουρνάρα (για τα γεγονότα εκείνα, βλ. «Οι νύχτες του Μιχάλη», «Εφημερίδα των Συντακτών», 18/11/2017). Στην πραγματικότητα είχε δημοσιευτεί έναν χρόνο νωρίτερα, τον Ιούνιο του 1985, και αφορούσε ένα άλλο περιστατικό της εποχής: την πενθήμερη πολιορκία από την ΕΛ.ΑΣ. μερικών δεκάδων αντιεξουσιαστών που είχαν ταμπουρωθεί στο κτίριο του Χημείου (9-13/5/1985) εν μέσω της πιο φορτισμένης προεκλογικής περιόδου που γνώρισε ποτέ η μεταπολιτευτική Ελλάδα, μετά την απομάκρυνση του «εθνάρχη» Καραμανλή από την Προεδρία της Δημοκρατίας.

Ο ενθουσιασμός του Χατζιδάκι για την αντίσταση των «παιδιών του Χημείου» υπήρξε αξεδιάλυτα δεμένος μ’ αυτό το τελευταίο γεγονός, σε αντίθεση με τη στάση που ο ίδιος και το περιοδικό του κράτησαν απέναντι σε όσα ακολούθησαν τον φόνο του Καλτεζά, μερικούς μήνες αργότερα. Αξίζει ως εκ τούτου να δούμε από κοντά αυτή τη μικρή ιστορία στο πραγματικό ιστορικό της πλαίσιο, αποφεύγοντας προβληματικές εξιδανικεύσεις και ωραιοποιήσεις.

Ενα αυτοδημιούργητο αφεντικό

Η υπαλληλική κατ’ αρχάς σχέση του διάσημου συνθέτη με τον μεγαλοαπατεώνα Κοσκωτά δεν πρέπει να μας παραξενεύει. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 ο τριαντάχρονος Γιώργος Κοσκωτάς προβαλλόταν από την εγχώρια Δεξιά και τα ΜΜΕ της σαν το ιδανικό πρότυπο «αριστείας (που δεν αποκαλούνταν ακόμη έτσι): ένα προικισμένο «αυτοδημιούργητο» φτωχόπαιδο που χάρη στην επιχειρηματικότητα και τη δουλειά του πλούτισε γρήγορα στις ΗΠΑ, αποδεικνύοντας μέχρι πού μπορεί να φτάσει το δαιμόνιο του Ελληνα (όταν δεν καταπιέζεται από «σοσιαλιστικά πειράματα») αλλά και την υπεροχή του «αμερικανικού ονείρου» (που επιτρέπει σε κάθε ικανό και αποφασισμένο άνθρωπο να πλουτίσει) απέναντι όχι μόνο στον «υπαρκτό σοσιαλισμό», αλλά και στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατική «μετριοκρατία».

Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο αυτοδημιούργητος από την Αμερική ήταν ένας απλός ελαιοχρωματιστής με μπάτσελορ από κάποιο νεοϋορκέζικο κολέγιο, αυθεντικό όμως ταλέντο στις κομπίνες. Διορίστηκε στην Τράπεζα Κρήτης (ως προϊσταμένος του Τμήματος Εσωτερικού Ελέγχου και Συναλλάγματος) προσκομίζοντας πλαστό διδακτορικό και παραμυθιάζοντας τους ιδιοκτήτες, για να την αγοράσει πέντε χρόνια αργότερα με λεφτά που ο ίδιος είχε στο μεσοδιάστημα υπεξαιρέσει κι επαναπατρίσει μετά βαΐων και κλάδων από τις ΗΠΑ σαν προϊόντα της εκεί επιχειρηματικής δραστηριότητάς του.

Στην εγχώρια εκδοτική πιάτσα τον εισήγαγε ο γαμπρός του Μητσοτάκη, Παύλος Μπακογιάννης, με τον οποίο έβγαλε το 1983 το εβδομαδιαίο περιοδικό ποικίλης ύλης «Ενα». Ακολούθησε η σταδιακή οικοδόμηση ενός πελώριου εκδοτικού συγκροτήματος με επιθετική εξαγορά των εμβληματικότερων εφημερίδων της Δεξιάς («Καθημερινή», «Βραδυνή»), την έκδοση ενός ελληνικού αντιγράφου τής «USA Today» («24 Ωρες») και ποικίλων άλλων εντύπων. Εξέλιξη που σηματοδότησε σε μεγάλο βαθμό τα πρώτα βήματα των ελληνικών ΜΜΕ στη μεταμοντέρνα υπερίσχυση μιας «αντιπολιτικής» αισθητικής πάνω στην έλλογη επιχειρηματολογία.

Ενα «πολιτικά ξεσκολισμένο Playboy»

Καθόλου περίεργο, λοιπόν που ένας αντισυμβατικός διανοούμενος της ελληνικής Δεξιάς, όπως ο Χατζιδάκις, κλήθηκε -και δέχτηκε- να πρωτοστατήσει σ’ αυτόν τον επικοινωνιακό μετασχηματισμό, ως διευθυντής του μηνιαίου πολιτιστικού περιοδικού «Τέταρτο» που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1985. Η συνεννόησή του με τον Κοσκωτά έχει περιγραφεί αρκούντως γλαφυρά από τον άνθρωπο που τους έφερε σ’ επαφή (και χρημάτισε διευθυντής σύνταξης του περιοδικού κατά το πρώτο πεντάμηνο της κυκλοφορίας του): «Δεν χρειάστηκε να ειπωθούν πολλά και κανένας από τους δύο δεν είχε διάθεση για μπακάλικους λογαριασμούς. Δεν ήταν του επιπέδου τους. Ο Χατζιδάκις είπε στον Κοσκωτά: “Ξέρετε, έχω συνηθίσει να ζητάω χρήματα και όσα ζητάω να μου τα δίνουν”. Και ο Κοσκωτάς τού απάντησε: “Τα χρήματα δεν είναι πρόβλημα, κύριε Χατζιδάκι”» (Τάκης Θεοδωρόπουλος, «Το τελευταίο τέταρτο», Αθήνα 2012, σ.101).

Εξίσου σαφής είναι η εξιστόρηση, από την ίδια πένα, του σκεπτικού που οδήγησε στην πρόσληψη του διάσημου συνθέτη από τον εξ Αμερικής κροίσο. Οταν το καλοκαίρι του 1984 ο Κοσκωτάς πρότεινε στον Θεοδωρόπουλο, υπεύθυνο μέχρι τότε του πολιτιστικού ρεπορτάζ στο «Ενα», ν’ αναλάβει τη διεύθυνση ενός αυτοτελούς πολιτιστικού περιοδικού, εκείνος δέχτηκε αρχικά μ’ ενθουσιασμό (σ.92), για να προβληματιστεί όμως κατόπιν σοβαρά: «Ποια τύχη θα είχε ένα περιοδικό που θα το υπέγραφα εγώ και θα ήταν γεμάτο με κριτικές λογοτεχνίας; Ας είμεθα ρεαλιστές. Πρότεινα λοιπόν στον Κοσκωτά να προτείνουμε στον Χατζιδάκι να γίνει αυτός διευθυντής του περιοδικού» (όπ.π., σ.96).

Ξεφυλλίζοντας ξανά το «Τέταρτο» ύστερα από τέσσερις δεκαετίες διαπιστώνει κανείς ότι βασικό χαρακτηριστικό του ήταν ο άτσαλος συμφυρμός μιας καθαρά πολιτιστικής αρθρογραφίας, υψηλής ενίοτε ποιότητας, με διάφορα (κακογραμμένα συνήθως) πολιτικά κείμενα και σχόλια του ίδιου του Χατζιδάκι, τα περισσότερα από τα οποία -γεμάτα ρατσισμό, ταξική υπεροψία κι εξυπνακίστικο «αντιλαϊκισμό»- θα κατατάσσονταν σήμερα αυθωρεί στη κυριλέ Ακροδεξιά. Χαρακτηριστικά δείγματα:

◻️ «Οι χώρες της Αφρικής, σαν απολέσαν τον ζυγόν του Ευρωπαίου προστάτη, μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, έμειναν μόνες με τα συμπλέγματά τους. Ουδείς Αφρικανός ηγέτης είναι άξιος της αχανούς ηπείρου του, εάν δεν ανατρέψει τον φίλον του» (5.1985, σ.37)· «Αλλοδαπός 19 ετών από τη Σαουδική Αραβία με κινέζικο διαβατήριο βρέθηκε στην Ομόνοια και θέλησε να βιάσει 14χρονο. Πού το μεμπτόν;» (12.1985, σ.29 )· «Τι σημαίνουν δημοκρατικές ελευθερίες στον καιρό μας, και μάλιστα στη Βραζιλία; Ισως να μπορείς να χορεύεις μπόσα νόβα στους δρόμους του Ρίο, χωρίς να εξαφανίζεσαι!» (5.1985, σ.37).

◻️ «Η Νότιος Αφρική μάς μάρανε;» αναρωτιόταν ο Χατζιδάκις με αφορμή δημοσιεύματα για την αιματηρή καταστολή των διαδηλώσεων κατά του απαρτχάιντ (9.1985, σ.30). Ακόμη πιο εύγλωττη (και επίκαιρη) ήταν η απόδοση της δυναμικής παλαιστινιακής αντίστασης σε …φυλετικά κόμπλεξ, που έπρεπε να παταχθούν διά ροπάλου: «Αρχίζω και υποπτεύομαι πως οι θλιβεροί και επικίνδυνοι Αραβες κομάντος δεν είναι τίποτ’ άλλο από μάγκες καταπιεσμένους και που τα τελευταία χρόνια έχουν εισπράξει κιλά από περιφρόνηση μες στις διάφορες πρωτεύουσες του κόσμου που περιφέρονται αναιτιολόγητα και με ελλιπή περιφρούρηση. Θέλουν να υπάρξουν ξαφνικά και να εκδικηθούν. Να εκδικηθούν την ξέγνοιαστη παρέα από Γάλλους νεαρούς που τους προσπερνούν χωρίς να τους κοιτάξουν. Την όμορφη κυρία που απαντάει στη ματιά τους με αυστηρότητα και περιφρόνηση. Να εκδικηθούν τη θέα ενός κόσμου που δεν τους ανήκει κι ούτε ποτέ θα τους ανήκει. […] Θλιβερά ζωύφια, δυναμωμένα από μίσος, άρρωστα. Κανένας οίκτος. Ούτε στις χώρες που τους θηλάζουν. Για να μην έχουμε άλλα μακελειά με αναίτια και ανυποψίαστα θύματα!» (2.1986, σ.36).

◻️ «Ποτέ δεν φανταζόμουν πως οι τσιγγάνοι είναι σοσιαλιστές!» σχολίαζε ειρωνικά, όταν ο πρόεδρός τους ευχαρίστησε δήμαρχους και νομάρχες για την παροχή «κατοικιών, οικοπέδων και κάμπινγκς» για τη στέγασή τους (7.1985, σ.37).

◻️ Ακόμη συχνότερο ήταν το υπεροπτικό ξεφώνημα των «ηλίθιων» και «αντιαισθητικών» νεοελλήνων», ιδίως των λαϊκών τάξεων: «Η υποβάθμιση της κοινωνικής ζωής άρχισε με την εσωτερική μετανάστευση. Ολα τα τυχοδιωκτικά στοιχεία της υπαίθρου άρχισαν κάποια στιγμή να μεταναστεύουν στα μεγάλα αστικά κέντρα» (7.1975, σ.3). Οι πληβείοι δεν θεωρούνταν, άλλωστε, ικανοί ν’ αντιληφθούν και να εκτιμήσουν την τέχνη του: «Υποχρεούμαι να λάβω όλα τα μέτρα -ακριβό εισιτήριο, αστυνομία, επιλογή ακροατών- διότι ως γνωστόν κυκλοφορούν τα ζώα μετεμφιεσμένα σ’ ανθρώπους» (9.1985, σ.32).

◻️ Εξίσου ταξικά επικαθορισμένες υπήρξαν οι παρεμβάσεις του και στη δημόσια συζήτηση περί ομοφυλοφιλίας, το λεξιλόγιο και το ύφος των οποίων ελάχιστα διέφεραν συχνά από τη συγκαλυμμένη ομοφοβία της τότε κοινωνικής ορθότητας: «Δεν φανερώνει αντικειμενικότητα από μέρους του εισαγγελέα να διώκει ποινικώς και τον Νικολάου τον τραβεστί ύστερα από μήνυση του Ιόλα αλλά και τον Ιόλα ύστερα από καινούρια μήνυση του Νικολάου του τραβεστί, που βρήκε τρόπο να προκαλεί θόρυβο και δημοσιότητα γύρω από το θλιβερό όνομά του. Χρειάζεται κάποιος κόπος για να παρατηρούμε επιτυχώς τις σημαντικές διαφορές που παρουσιάζει ένας θρασύς τραβεστί από έναν ευαίσθητο Αλεξανδρινό συλλέκτη» (12.1985, σ.30).

◻️ Την αιχμή του δόρατος του «πολιτισμικού» αντικομμουνισμού του τη συγκροτούσε φυσικά η καταγγελία του συνδικαλισμού. Ιδίως όταν αυτός αναπτυσσόταν, ως μη όφειλε, στο ιερό άβατο της τέχνης: «Ποιος επιτέλους θ’ αποφασίσει να στείλει ελαφρώς στο διάβολο τον ΣΕΗ [Σύλλογο Ελλήνων Ηθοποιών] και τους παρεμφερείς συλλόγους, που χρόνια τώρα έχουν αναχαιτίσει κάθε καλλιτεχνική προκοπή του τόπου με τις άθλιες, αντιπαθείς και αντικαλλιτεχνικές διεκδικήσεις τους. […] Με το ν’ ανεχόμαστε όλους αυτούς τους ατάλαντους εργατοπατέρες, φτάσαμε στα όρια του γελοίου που μας εκθέτουν σε κάθε ξένο σκηνοθέτη που έρχεται να εργαστεί στον τόπο μας. Μένουν όλοι κατάπληκτοι με το “συνδικαλιστικό” πάθος μας» (11.1985, σ.28).

◻️ Ακρατη, τέλος, εξύμνηση της βαθιάς ελληνορθόδοξης παράδοσης, που σκιαγραφούνταν σαν το ιδανικό αντίδοτο στον μοντερνιστικό εκτραχηλισμό. «Θυμάμαι με αφάνταστη νοσταλγία την υπέροχη συγκίνηση που ένιωθα παιδί σαν κοινωνούσα στην εκκλησία τις άγιες μέρες. Από την ώρα που σκονίστηκε η ματιά μου και σταμάτησε να βλέπει πέρα απ’ το πραγματικό σταμάτησα. Αρχισαν να μ’ ενοχλούνε οι παπάδες, οι θρησκευόμενοι, οι γριές πιστές, οι επίτροποι, τα παπαδοπαίδια με τη χτυπητή αδιαφορία στο μυστήριο των στιγμών. Μ’ ενοχλούσαν όλα, τέλος πάντων, που σαν ήμουνα παιδί δεν τα ’βλεπα ή μάλλον τα προσπερνούσε η ματιά μου, γιατί είχα τη δύναμη να βλέπω πέρα και μακριά απ’ αυτά». Η υψηλόφωνη μετάνοιά του γι’ αυτό το νεωτερίζον παρελθόν θα επισφραγιστεί με την (πάντα επίκαιρη) καταδίκη κάθε βέβηλης υγειονομικής αυτοπροστασίας: «Τι θλιβερή εικόνα να φοβάσαι μήπως κολλήσεις AIDS και να ζητάς εγγυήσεις από την εκκλησία για να τολμήσεις να μεταλάβεις. Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της ψυχής μας. Και δε γιατρεύεται ποτέ» (2.1986, σ.37).

Το χατζιδακικό «Τέταρτο» μπορεί με άλλα λόγια να ιδωθεί ως μια πρώτη εκδοχή του «ξεβλαχέματος των Ελλήνων», που εμπέδωσαν πανηγυρικά τα επόμενα χρόνια ο Πέτρος Κωστόπουλος και ο Θέμος Αναστασιάδης. Με βασικό target group όμως όχι τη μικροαστική μάζα που στόχευσαν οι επίγονοί του, αλλά μια ελιτίστικη ψευδοαριστοκρατία που φρίκαρε μπροστά στη χειραφετημένη πλέμπα των μεταπολιτευτικών χρόνων.

Αυτό το «πολιτικά ξεσκολισμένο Playboy και Men’s Look», κατά την εύστοχη κριτική του Γιάννη Χάρη («Αντί», 17/5/1985, σ.51), εντασσόταν πλήρως σ’ ένα σχέδιο επιθετικής ανασυγκρότησης της ελληνικής Δεξιάς: «Οπως είδατε, δεν βγάζω τον εαυτό μου απ’ την παράταξη» εξηγούσε στο τεύχος του Οκτωβρίου 1985 ο Χατζιδάκις. «Ασκώ την κριτική από μέσα. Και είμαι βέβαιος πως την αγωνία μου συμμερίζονται οι περισσότεροι πολίτες αυτού του τόπου που για χιλιάδες λόγους, ευνόητους και φανερούς, δεν μας εκπροσωπούν τα αυτάρεσκα και ύποπτα ονομαζόμενα “προοδευτικά” κόμματα. Η Νέα Δημοκρατία οφείλει να ξαναγίνει Νέα»

Οποιες αντιφάσεις διαπερνούσαν αυτή τη συμπόρευση, δεν ήταν παρά αντανάκλαση των αντιφάσεων της δικής του προσωπικής διαδρομής −από την ΕΠΟΝ στον εθνάρχη και από εκεί στη συμφωτογράφιση με τον Μακαρέζο, μετά την τακτοποίηση των φορολογικών εκκρεμοτήτων του με το Δημόσιο. Ο Χατζιδάκις θα υπερασπιστεί έτσι ρητά τα Δεκεμβριανά του 1944, στα οποία ο ίδιος είχε συμμετάσχει ως ΕΠΟΝίτης, ως έκφραση της «αγανάκτησης των παιδιών της γαλαρίας» που πολέμησαν τον κατακτητή, «πίστεψαν στην απελευθέρωση αλλά βρέθηκαν ευθύς αμέσως απέναντι στον ίδιο χωροφύλακα, στον ίδιο δικαστή, στα ίδια ανάλγητα αρμόδια πρόσωπα που αντιμετώπιζαν πριν λίγο κιόλας χρόνο, όταν ακόμη υπήρχαν Γερμανοί» (7.1985, σ.3). Θα καταγγείλει επίσης τακτικά και σε οξύτατους τόνους τη μετεμφυλιακή αστυνομοκρατία σε βάρος του κόσμου της Αριστεράς. Την ίδια στιγμή, υμνούσε ωστόσο ακατάσχετα τον αρχιτέκτονα αυτών των ίδιων διώξεων, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, με τη στενή παρέα του οποίου γευμάτιζε κάθε Κυριακή στη Βαρυμπόμπη (Θεοδωρόπουλος, όπ.π., σ.145-7).

Η πλήρης ταύτιση του Χατζιδάκι και του περιοδικού του με την ελληνική Δεξιά, ακόμη και με τις οπισθοδρομικότερες εκδοχές της, αποτυπώθηκε μεταξύ άλλων πανηγυρικά με την εύσχημη καταδίκη της σχολικής διδασκαλίας επί ΠΑΣΟΚ «της θεωρίας του Δαρβίνου, όπως την υιοθέτησε και πιθανώς [sic] την ξεπέρασε η επιστήμη» («Ανθρωποι και ανθρωπίδες», 5.1985, σ.36). Οταν ένα πολιτιστικό περιοδικό «της άκρας εξωτερικού αριστεράς» (δηλαδή του ΚΚΕ) αναφέρθηκε στις επαφές του με τη χούντα, ο Χατζιδάκις ξεκαθάρισε πως «αν ήταν να επιλέξει για φιλική σχέση», θα προτιμούσε «δίχως δισταγμό» ως φίλους του «την κ. Παπαδοπούλου και τον κ. Μακαρέζο» (2.1985, σ.48). Οσο για την αντιπάθειά του για την αστυνομία, που διαπερνά ουκ ολίγα σχόλιά του, είχε κι αυτή ένα (νεοφιλελεύθερο) όριο. Το διαπιστώνουμε από το προσωπικό του υστερόγραφο σε κείμενο άλλου αρθρογράφου, ελαφρά επικριτικό για την εμφάνιση της πρώτης ιδιωτικής εταιρείας σεκιούριτι: «Βρίσκω την παρουσία του Group-4 άκρως εξευγενισμένη και αρνούμαι να προχωρήσω σε προβλέψεις δυσοίωνες. Ας χαρούμε τον παρόντα χρόνο. Μια μοναδική ευτυχής αντιπαράθεση στη χρόνια ανεπάρκεια του κρατικού. Δημοσιεύεται το άρθρο, αλλά και επιτρέπω στον εαυτό μου να μη συμφωνεί με τις απαισιόδοξες προοπτικές του!» (2.1986, σ.47).

Ακόμη και η καμπάνια του Χατζιδάκι κατά της «Αυριανής», μοναδικής κατ’ αυτόν έκφρασης του ελληνικού φασισμού, εμπεριείχε εκκλήσεις και συστάσεις που δεν θα τις έλεγες ακριβώς δημοκρατικές, πόσο μάλλον φιλελεύθερες:

«Απαγορεύσατε, ασκήσατε κάθε επιρροή σας σε φίλους, συγγενείς γνωστούς και υπαλλήλους σας να μην αγοράζουν ούτε να διαβάζουν την επάρατο φυλλάδα. Οι δε γραίες της οικογενείας, μόλις την βλέπουν αναρτημένη σε κανένα περίπτερο ανόητου περιπτερά, ας κάνουν τον σταυρό τους με την ένταση της παραδοσιακά φανατικής ορθόδοξης χριστιανής. Θα ωφελήσει κι αυτές και τις οικογένειές τους. […] Οποιος βρίσκει την επάρατη φυλλάδα στο δρόμο ή σε καρέκλα καφενείου, να την σκίζει επιμελώς, να την πετά στο δοχείο σκουπιδιών του δήμου -αν υπάρχει τέτοιο στην περιοχή του- και μετά ας πλύνει τα χέρια του καλά. Με άφθονο σαπούνι και νερό. Τέλος δεν βλάπτει να κάνει και τον σταυρό του, με την άνεση του παραδοσιακά ορθόδοξου χριστιανού» (9.1985, σ.28).

Ο εχθρός είχε άλλωστε πολλά πρόσωπα. Αποχωρώντας από τη διεύθυνση του περιοδικού τον Μάρτιο του 1986 ο Χατζιδάκις πρόβλεψε πως «θα χαρούν πολύ ο Σχολιαστής, το Αντί και η Αυριανή, τρία έντυπα του περιθωρίου με διαφορετικές καταβολές» (σ.3),

Εθνάρχης ή μιλόνγκες;

Αυτά όσον αφορά το γενικό πλαίσιο της σκέψης Χατζιδάκι. Η συγκυρία της άνοιξης του 1985 καθορίστηκε πάλι, όπως είπαμε ήδη, από την απόφαση του ΠΑΣΟΚ να μην επανεκλέξει ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Για τον διευθυντή του «Τετάρτου» η επιλογή αυτή ισοδυναμούσε με προάγγελο τριτοκοσμικής δικτατορίας: «Η θρασύδειλη απομάκρυνση του Κωνσταντίνου Καραμανλή από την προεδρία υποβιβάζει τα πολιτικά μας ήθη στην προπολεμική βαλκανική τακτική ή στην κοντά στις μέρες μας λατινοαμερικάνικη δύσοσμη ασυδοσία, […] ξυπνάει μέσα μας τανγκό, μιλόνγκες ή βραζιλιάνικες σάμπες δικτατορικών προδιαγραφών» (5.1985, σ.4). Στην πραγματικότητα βέβαια, όπως διαπιστώνουμε από το προσωπικό του αρχείο, ο Καραμανλής ήταν εκείνος που απειλούσε κάθε τρεις και λίγο τον Αντρέα με στρατιωτικό πραξικόπημα, αν υλοποιούσε κάποιες από τις προεκλογικές εξαγγελίες για τις οποίες τον είχε ψηφίσει ο κυρίαρχος ελληνικός λαός.

Στη συνομιλία του με τον Λεωνίδα Κύρκο που δημοσιεύτηκε υπό τύπον συνέντευξης στο ίδιο τεύχος, ο Χατζιδάκις θα καλέσει έτσι τους οπαδούς της Ανανεωτικής Αριστεράς να ψηφίσουν Ν.Δ. για ν’ αποτρέψουν τον επερχόμενο εκφασισμό: «Η “επάρατος” Δεξιά δεν είναι και τόσον “επάρατος”, αφού μπόρεσε ο Ελληνας ψηφοφόρος και την έκανε πέρα. Αντιθέτως, το κόμμα που ανεδείχθη κυβέρνηση από τις προηγούμενες εκλογές, με την αρχομανία που έχει και με τη δύναμη του νεογνού, καθίσταται επικίνδυνο. […] Ο ψηφοφόρος θέλοντας ν’ απαλλαγεί από μια παράταξη που πάει να του καθίσει με το έτσι θέλω στο σβέρκο, μπορεί να ψηφίσει μιαν άλλη παράταξη, που κι αυτή δεν την πιστεύει, αλλά που θεωρεί πως θα τον απαλλάξει απ’ ό,τι δεν θέλει» (σ.43).

Οχι μόνο η μεταπολιτευτική εξαετία του εθνάρχη, αλλά και η προδικτατορική οκταετία του περιγράφηκαν, τέλος, σε ειδικό αφιέρωμα του περιοδικού (3.1986, σ.48-53) σαν ένας δεύτερος Χρυσούς Αιών. «Οι καιροί είναι χαλεποί» αποφαινόταν στο εισαγωγικό σημείωμα του αφιερώματος ο Χατζιδάκις. «Το κίβδηλο πάει να επιβληθεί και να διαστρεβλώσει την ιστορική αλήθεια. Ωσπου ν’ αποκατασταθεί σ’ όλο το μέγεθός της ιστορικά η προσωπικότητα, το πολιτικό και το πολιτιστικό έργο του Καραμανλή, καλόν είναι να το υπενθυμίζουμε εμείς, οι μη ιστορικοί, με αντικειμενικά στοιχεία και χρονολογίες, χωρίς σχόλια – που άλλωστε δεν χρειάζονται» (σ.49). Για το περιεχόμενο αυτής της αντικειμενικής παράθεσης, μια παράγραφός της είναι νομίζω αρκετή: «Με το έργο του ο Κωνσταντίνος Καραμανλής απέδειξε ότι ο Ελληνισμός δεν είναι μόνο παρελθόν αλλά και παρόν. Πιστοποίησε τη θεμελιώδη προσφορά του στο σύγχρονο πολιτισμό, πρόβαλε την εθνική μας οντότητα και παράλληλα προσπάθησε να εξυψώσει το πολιτιστικό επίπεδο του λαού μας, προάγοντας την αισθητική, την ψυχική και την πνευματική του ευαισθησία» (σ.50). Εν ολίγοις ο εθνάρχης μάς έκανε ανθρώπους. Τα σχόλια, όντως, περιττεύουν.

Από τα «παιδιά»…

Στο πλαίσιο αυτό, τα γεγονότα του Χημείου εργαλειοποιήθηκαν από τον Χατζιδάκι σαν μια ακόμη -ακραία έστω- συνιστώσα του αντιφασιστικού αγώνα ενάντια σε ό,τι οι λιγότερο εστέτ συνοδοιπόροι του αποκαλούσαν τότε «χούντα του ΠΑΣΟΚ». Το ανυπόγραφο σχετικό ρεπορτάζ του περιοδικού κρατούσε σαφείς αποστάσεις από την επίμαχη κατάληψη, περιγράφοντάς την (με μπόλικη ιδεοληψία και άκρως περιορισμένη επαφή με την πραγματικότητα) σαν ενέργεια «μιας ομάδας νεαρών ατόμων αντίθετων προς την αστική νομιμότητα και κυρίως προς τις τάσεις εκσυγχρονισμού που εμφανίζει η ελληνική κοινωνία μετά τη μεταπολίτευση» (!)· «παιδιών» επίσης που «ο ιδιαίτερα τολμηρός, συχνά τυφλός ριζοσπαστισμός τους είναι τις περισσότερες φορές προϊόν μίμησης», εξέλιξη η οποία αποδιδόταν στη «χρεωκοπία των πολιτικών κομμάτων και των νεολαιών τους» (σ.39).

Ο διευθυντής του όμως δεν θα περιοριστεί στην εκδήλωση συμπάθειας προς «τα τριάντα – εκατό παιδιά που δεν το βάζουν κάτω, δεν εννοούνε να παραδεχτούν πως η όποια ελευθερία ανήκει μόνο στους αστυνομικούς και τους ηλικιωμένους. Που δεν μπορούν ν’ αντιληφθούν γιατί καταδιώκονται αδιάκοπα, προπηλακίζονται ατέλειωτα και συνεχώς υποχρεούνται να δέχονται εξευτελισμούς» (όπ.π., σ.3). Αντιπαρέβαλε τους αναρχικούς, ως μάχιμη πρωτοπορία της νεολαίας, στην ειρηνοφιλία που μας κληροδότησε η μνήμη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου· ειρηνοφιλία που αποτελούσε, θυμίζω, βασικό συστατικό στοιχείου του λόγου του ΠΑΣΟΚ και της κομμουνιστικής Αριστεράς εκείνα τα χρόνια, ενώ η Δεξιά εμφανιζόταν λίγο πολύ ταυτισμένη με την αναζωπύρωση του Ψυχρού Πολέμου μετά το 1979.

Κάπου εκεί σταματά η πολιτική και ξεκινά η αμιγώς χατζιδακική ερμηνεία της συμπάθειας προς τους αναρχικούς σαν απόρροια (και απόδειξη) πλεονάζουσας αδρεναλίνης: «Μη νομιστεί πως τα ’χω με τους αστυνομικούς. Εχω πολλούς φίλους μες στο σώμα και ξέρω πόση τιμιότητα κι ευθυκρισία περιέχουν. Μα ο αγώνας που θα περιγράψω τους έχει απ’ τη μεριά τη σίγουρη, του μη δικαίου, την αντιπαθή. Κι εγώ εξαρχής διάλεξα το μέρος που μ’ εκπροσωπεί. Και τάχτηκα μαζί τους. Γιατί εξακολουθώ να είμαι δύσκολος και νέος. […] Κορίτσια κι αγόρια με γυαλιά, έτσι καθώς κοιτάτε με απορία κι αγανάκτηση για ό,τι συμβαίνει γύρω σας, είμαι μαζί σας. Και σας αγαπώ».

…στους «αλήτες»

Εξι μήνες αργότερα, την επομένη του φόνου του Καλτεζά, η Ελλάδα είχε ήδη διανύσει πολύ δρόμο. Η Ν.Δ. ηττήθηκε στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου κι αποδέχτηκε τη διαδοχή του Καραμανλή από τον Χρήστο Σαρτζετάκη· το δε ΠΑΣΟΚ αντικατέστησε την προεκλογική υπόσχεσή του γι’ «ακόμη καλύτερες μέρες» μ’ ένα αντιλαϊκό πρόγραμμα λιτότητας, όρο sine qua non για τη διασφάλιση δανειοδότησης από την ΕΟΚ· με τα συνδικάτα στους δρόμους, πόσο μάλλον μπροστά στη θέα λεηλατημένων μαγαζιών και φλεγόμενων Ι.Χ. στα πέριξ του ΕΜΠ, οι φιλελεύθεροι νοικοκυραίοι υποκατέστησαν κι αυτοί τις όποιες αντιστασιακές τους φαντασιώσεις με το όραμα μιας στιβαρής επιβολής της τάξης.

Στιγμιότυπο από τη βραχύβια δεύτερη κατάληψη του Χημείου μετά τον φόνο του Καλτεζά (18/11/1985)
Στιγμιότυπο από τη βραχύβια δεύτερη κατάληψη του Χημείου μετά τον φόνο του Καλτεζά (18/11/1985) | Τ.ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Αντιεξουσιαστές επιτίθενται συμβολικά στα γραφεία των Νοτιοαφρικανικών Γραμμών κατά την επετειακή πορεία του Πολυτεχνείου το προηγούμενο βράδυ. Ο Χατζιδάκις θεωρούσε αδικαιολόγητο το κίνημα συμπαράστασης στον αγώνα κατά του απαρτχάιντ
Αντιεξουσιαστές επιτίθενται συμβολικά στα γραφεία των Νοτιοαφρικανικών Γραμμών κατά την επετειακή πορεία του Πολυτεχνείου το προηγούμενο βράδυ. Ο Χατζιδάκις θεωρούσε αδικαιολόγητο το κίνημα συμπαράστασης στον αγώνα κατά του απαρτχάιντ: «Η Νότιος Αφρική μάς μάρανε;» | Τ.ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Μάνος Χατζιδάκις μόλις είχε δει τα αντιλαϊκά κυβερνητικά μέτρα σαν «μια ευκαιρία για να συνέλθουν οι πολλοί και να απορρίψουν την περήφανη λαϊκότητά τους» (11.1985, σ.26) και θεωρούσε απαραίτητη την «ψυχική συνεργασία όλων των Ελλήνων» για την επιτυχία τους (12.1985, σ.27). Πρόβλεπε ωστόσο πως «η κυβέρνηση ή θα αποτύχει ή θα προκαλέσει δικτατορία» -καθότι «εγκληματικώς έκθετη στην κοινή γνώμη με μειωμένη ευθύνη και ηθική συνείδηση»- καθώς και ότι «μια μελλοντική δικτατορία» (του ΠΑΣΟΚ) δεν ήταν «καθόλου απίθανο να οικειοποιηθεί αύριο την επέτειο του Πολυτεχνείου ως σύμβολο αντιστάσεως εναντίον των αντιπάλων της» (όπ.π., σ.27 & 3). Βασικό ζητούμενο γι’ αυτόν δεν ήταν πλέον η αντίσταση με κάθε μέσο, αλλά ο διαχωρισμός της ιδανικής εικόνας του προσφιλούς του «αναρχικού» (που σκιαγραφείται περίπου σαν παρεξηγημένος φιλελεύθερος) από τον εξεγερμένο «αλήτη» που «ρίχνει πέτρες ή σπάζει τζάμια καταστημάτων»:

«Οι εφημερίδες και οι άμυαλοι κι αμόρφωτοι δημοσιογράφοι της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης πέτυχαν κάτι που ομολογουμένως δύσκολα θα κατόρθωνε η κάθε κυβέρνηση από μόνη της χωρίς την πολύτιμη βοήθειά τους. Να δημιουργηθεί έντεχνα η κατάλληλη σύγχυση, ώστε ο εξωκομματικός κι ανένταχτος νέος του τόπου μας να συγχέεται σκόπιμα με τους αλήτες – μάγκες, που έχουν μόνο στόχο να καταστρέφουν, να θορυβούν και να προβάλλουν βίαια τον άρρωστο εαυτό τους. […] Να λοιπόν πώς κατασκευάζεται από τον “λαό” για τον “λαό” η εικόνα του αναρχικού, που στην πραγματικότητα δεν είναι άλλος από την εικόνα του ασυμβίβαστου και ζωντανού σύγχρονου νέου, ο οποίος εννοεί να διαφυλάξει το βασικό αγαθό της νεότητός του, που είναι η έρευνα, η αναθεώρηση και η υπεράσπιση δικαιωμάτων μειοψηφιών. Και επιπλέον να μην αφήσει τη μεταμόρφωσή του από κυβέρνηση και κόμματα σε καθοδηγούμενο αμνό τυποποιημένων ανησυχιών. […] Τα διάσημα πλέον ΜΕΑ-ΜΑΤ και παρεμφερή συλλαμβάνουν με μεγαλύτερη ευκολία τον ανύποπτο νέο που διαμαρτύρεται απ’ ό,τι τον ικανό σε άμυνα αλήτη που διαφεύγει. […] Την ίδια στιγμή, αυτός που ρίχνει πέτρες ή που σπάζει τζάμια καταστημάτων διαφεύγει επιδέξια και ανενόχλητα. Υποπτα ανενόχλητα πολλές φορές» (1.1986, σ.3).

Σχολιάζοντας τα παραπάνω στο «Αντί» (17.1.1986), ο Γιάννης Χάρης θα θυμίσει στον συντάκτη τους τις αγαπησιάρικες διακηρύξεις του της περασμένης άνοιξης: «Κι όμως πέτρες έριχναν κι εκείνα τα παιδιά, κ. Χατζιδάκι, και, άκουσον άκουσον, μολότοφ. (Αλλάζει, φαίνεται, κατά εποχή η χρήση της πέτρας για να στηρίξει -να τη- τη δημαγωγία)».

Φυσικά, ο διάσημος συνθέτης δεν μπήκε στον κόσμο ν’ απαντήσει σ’ αυτή την κριτική. Απέφυγε ακόμη και ν’ αναφερθεί στο περιεχόμενό της, αποφαινόμενος αφ’ υψηλού «πως ο εκδότης, το περιοδικό και ο συντάκτης περιέχουν αρκετή δόση ζηλοφθονίας και μικρότητας», ώστε να τολμούν να τον επικρίνουν (3.1986, σ.38). Κρίση μεγαλείου που λίγες σειρές παρακάτω μπορούσε πάντως να διαβαστεί και σαν ταπεινωτικό αυτογκόλ: «Λυπάμαι που το “έξυπνο” περιοδικό δε διαθέτει τόση εξυπνάδα ώστε να ιεραρχεί τα θέματα που οφείλει [sic] να το απασχολούν. Συγχρόνως λυπάμαι που μια ομάδα νέων -υποτίθεται- ανθρώπων διαθέτει τόσο γηρασμένα συστατικά». Για πολλοστή φορά, μια ιδεολογική/πολιτική αντιπαράθεση αναγόταν σε σύγκρουση οιονεί «γηρατειών» και «νιάτων». Κατ’ απονομήν, και τα δυο, από έναν καθωσπρέπει κύριο που μόλις είχε κλείσει τα εξήντα.

Google News ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS
Μια μοβ σκιά με γαλάζιες ραβδώσεις

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΕ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.

Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.

Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας