Η Ιστορία κύκλους κάνει. Παίρνοντας αφορμή από την τελευταία δίωξη της Επιτροπής Αλληλεγγύης Στρατευμένων και του Δικτύου Ελεύθερων Φαντάρων «Σπάρτακος», που πρόκειται να εκδικαστεί την ερχόμενη Τετάρτη στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χίου, η σημερινή μας στήλη είναι αφιερωμένη στα πρώτα βήματα του κινήματος των φαντάρων (και των υποστηρικτών του έξω από τους στρατώνες) τη μακρινή πλέον δεκαετία του 1980. Και φυσικά στην αντιμετώπιση που του επιφύλαξαν τότε όσοι είχαν λόγους να επιθυμούν την επιβολή ενός εθνικόφρονος σιωπητηρίου για τις συνθήκες της στρατιωτικής θητείας.
Η τρέχουσα δίωξη είναι γνωστή στους αναγνώστες του efsyn.gr από σχετικό πρόσφατο ρεπορτάζ του Κώστα Ζαφειρόπουλου («Εκδήλωση για τη νέα δίωξη στο Δίκτυο Σπάρτακος», efsyn.gr, 19.2.2024). Αφορά τη διαδικτυακή ανάρτηση τον Οκτώβριο του 2019, στο blog της Επιτροπής και του Δικτύου, καταγγελίας φαντάρων της Χίου για κρούσματα κερδοσκοπίας που επιβάρυναν την ιατροφαρμακευτική περίθαλψή τους. Παρ’ όλο που η επίμαχη ανάρτηση κατέβηκε αστραπιαία ύστερα από τηλεφωνική επικοινωνία της θιγόμενης οδοντιάτρου με μέλος της Επιτροπής στο κινητό που παραθέτει ο ιστότοπος, η τελευταία προχώρησε σε μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση κατά του ακτιβιστή Νίκου Χαραλαμπόπουλου στο όνομα του οποίου έχει καταχωριστεί τυπικά το εν λόγω τηλέφωνο.
Το ενδιαφέρον είναι πως, ενώ πρόκειται για «ιδιωτική» επισήμως διαφορά, τη συνηγορία της μηνύτριας ανέλαβε με ακραιφνώς πολιτικό σκεπτικό η ακροδεξιά ιστοσελίδα stoxos.gr −ο διαδικτυακός δηλαδή διάδοχος του εβδομαδιαίου φασιστικού εντύπου «Στόχος» που τη δεκαετία του 1990 διακινούνταν στα στρατόπεδα από μερίδα κατώτερων στελεχών του στρατεύματος (όπως ο επιμελητής της στήλης διαπίστωσε ιδίοις όμμασι κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας στον Εβρο) και τη δεκαετία του 2010 στήριξε ανοιχτά τη Χρυσή Αυγή. Με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Στο σκαμνί διεθνιστής μπούλης του “Σπάρτακου”» (1.6.2023) το ακροδεξιό πόρταλ πανηγύρισε για το γεγονός ότι «το διεθνιστικό κηφηναριό» αναμένεται επιτέλους να «λογοδοτήσει» με κορύφωμα ένα καθαρά ψυχροπολεμικό σκεπτικό: «Το μόνο σίγουρο είναι πως αυτοί οι ποντικοί παίζουν σίγουρα το παιχνίδι της τουρκίας και της συμμάχου της Ρωσίας, όπως ακριβώς έκαναν οι πολιτικοί τους πρόγονοι στα βάθη της ιστορίας, απέναντι πάντα στα Εθνικά μας συμφέροντα…».
Το δικαστήριο, με άλλα λόγια, δεν καλείται ν’ αποκαταστήσει απλώς την υπόληψη μιας οδοντιάτρου, αλλά να προστατεύσει το έθνος από μια συλλογικότητα που δίνει βήμα στις καταγγελίες των στρατευμένων για όσα συμβαίνουν στο άβατο του στρατώνα. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που παρόμοιες μηνύσεις κατά της Επιτροπής Αλληλεγγύης Στρατευμένων και του «Σπάρτακου», όλες τους άκαρπες μέχρι σήμερα, συνοδεύονται από αντίστοιχες «πατριωτικές» ιαχές.
Τον καιρό της κουκούλας
Η ανάδυση και η ανάπτυξη του κινήματος των φαντάρων υπήρξαν φαινόμενο σύμφυτο με τις ελπίδες και τις απογοητεύσεις που γέννησε η πολιτική αλλαγή του 1981 με την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ, αλλά και προϊόν μιας άλλης, αντικειμενικής εξέλιξης: το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980 είναι η εποχή κατά την οποία πάμπολλα άρρενα μέλη της πρώτης γενιάς του μεταπολιτευτικού φοιτητικού κινήματος, τα οποία είχαν παρατείνει (ηθελημένα ή μη) τις σπουδές τους χάρη της πολιτικής στράτευσης, παίρνουν πτυχίο και πάνε να υπηρετήσουν τη θητεία τους στον στρατό.
Περισσότερο ακραία αλλαγή περιβάλλοντος δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς: από τα μεταπολιτευτικά ΑΕΙ, όπου η ελευθερία έκφρασης και η συλλογική δράση συνιστούσαν αυτονόητο δικαίωμα, σ’ έναν χώρο όπου βασίλευε όχι μόνο η πιο άκαμπτη ιεραρχία, αλλά και το πνεύμα της χούντας παρέμενε σε μεγάλο βαθμό ζωντανό, με τα μεσαία στελέχη να έχουν διαμορφωθεί πολιτικά και επαγγελματικά στα χρόνια της εθνοσωτηρίου, τα δε νεότερα σ’ ένα κλίμα μνησίκακου μιλιταρισμού. (Στις ευρωεκλογές του 1984 η ΕΠΕΝ του πρώην δικτάτορα Παπαδόπουλου θα έρθει πρώτο κόμμα στα εκλογικά τμήματα όπου ψήφιζε η Σχολή Ευελπίδων, ενώ πήρε μόλις 2,3% πανελλαδικά.)
Με τη νεοσύστατη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ να επιχειρεί τον προσεταιρισμό υπαξιωματικών και κατώτερων αξιωματικών με στεγαστικά επιδόματα και άλλες παροχές, αποφεύγοντας να θίξει έστω και στο παραμικρό τις αυταρχικές δομές του στρατώνα, ουκ ολίγοι φαντάροι αισθάνθηκαν πως έπρεπε να πάρουν οι ίδιοι την υπόθεση του εκδημοκρατισμού στα χέρια τους.
«Να πέσουν τα τείχη της σιωπής γύρω από τους στρατώνες. […] Αγωνιζόμαστε για να πάψει ο στρατός να είναι μια μόνιμη απειλή για τις λαϊκές ελευθερίες» | Διακήρυξη της Α’ Πανελλαδικής Συνάντησης Αντιπροσώπων των Επιτροπών Στρατιωτών-Ναυτών-Σμηνιτών (Αύγουστος 1982)
Σύμφωνα με τον δικηγόρο Γιώργο Καραζάνο, που είχε ενεργό συμμετοχή σ’ αυτό το κίνημα, οι πρώτες σχετικές ζυμώσεις στα στρατόπεδα ξεκίνησαν αρκετούς μήνες πριν από τις εκλογές του 1981 από στρατευμένα μέλη ή οπαδούς οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και του ΚΚΕ εσωτερικού, οι πρώτες δε (παράνομες) επιτροπές συγκροτήθηκαν τον Φλεβάρη εκείνης της χρονιάς. Το σκεπτικό τους ήταν πως δεν έπρεπε απλώς ν’ αντιδράσουν «στον παραλογισμό, την καταπίεση και την ευτέλεια» που επικρατούσαν στους στρατώνες, αλλά και, «επωφελούμενοι από τις εμπειρίες τους» στο αντιδικτατορικό και μεταπολιτευτικό μαζικό κίνημα, «να αναπτύξουν συλλογικές διεκδικητικές πρακτικές» με προβολή αιτημάτων όπως «η βελτίωση των συνθηκών ζωής τους, η απόκτηση δικαιωμάτων και ελευθεριών, ο εκδημοκρατισμός του στρατού».
Ηταν μια πρωτοβουλία αυτόβουλη που ξεκίνησε από τους ίδιους τους φαντάρους «χωρίς σχετική πολιτική γραμμή οποιουδήποτε πολιτικού κόμματος ή οργάνωσης»: «Ως μορφές πάλης είδαν την αυτοοργάνωση, με τη σύσταση και λειτουργία επιτροπών ανά στρατόπεδο ή πλοίο και τον συντονισμό των επιτροπών αυτών. Ως πρώτο τακτικό στόχο έβαλαν την όσο δυνατόν μαζική συμμετοχή των στρατευμένων σ’ αυτή την ιδέα και πρακτική. Πίστεψαν ότι το διεκδικητικό αυτό πλαίσιο θα έγγιζε πολλούς στρατευμένους, γιατί αφορούσε τη ζωή τους και την αξιοπρέπειά τους. Κάποιες από τις επιμέρους διεκδικήσεις τους άγγιζαν και τον ρόλο του στρατού σαν κρατικού μηχανισμού, αλλά σχετικές κεντρικές θέσεις δεν υπήρχαν. Θεωρήθηκε ότι η δημιουργία κεντρικών θέσεων και διεκδικήσεων πάνω σ’ αυτό το θέμα δεν θα βοηθούσε στη μαζικοποίηση των προσπαθειών τους, αλλά αντίθετα τους αντιπάλους» (Γ. Καραζάνος, κείμενο ομιλίας του σε εκδήλωση του Δικτύου Σπάρτακος, ΕΜΠ 7.12.2007).


Η δημόσια εμφάνιση του κινήματος θα γίνει μετά την πολιτική αλλαγή του Οκτωβρίου εκείνης της χρονιάς. Ξεκίνησε με τη δημοσίευση στην «Αυγή» μιας διακήρυξης της «Επιτροπής Στρατιωτών Νοτιοανατολικού Αιγαίου», όπου το κίνημα είχε ήδη αποκτήσει αξιόλογη μαζικότητα· σύμφωνα με τον Καραζάνο, στην Κω λ.χ. «δρούσε επιτροπή με 50 οργανωμένα μέλη». Ακολούθησε η συμμετοχή έξι ένστολων στρατευμένων με κουκούλες στην κεντρική επετειακή πορεία του Πολυτεχνείου (15.11.1981) με πανό που έφερε το σύνθημα «Πολιτικές-συνδικαλιστικές ελευθερίες στους φαντάρους».
Τα περισσότερα ΜΜΕ απέφυγαν να σχολιάσουν το γεγονός, με κυριότερη εξαίρεση την «Ελευθεροτυπία» της επομένης. Τονίζοντας πως «απέσπασαν τα ζωηρά χειροκροτήματα εκείνων που παρακολούθησαν την πορεία» και εκτιμώντας πως «η τολμηρή αυτή εμφάνιση απηχεί την επί δεκαετίες ποικιλόμορφη καταπίεση των στρατευμένων παιδιών του λαού μας από το κράτος της δεξιάς», η εφημερίδα δημοσίευσε μια σύντομη συνέντευξη με τους κουκουλοφόρους διαδηλωτές, που άδραξαν την ευκαιρία για να εκθέσουν στο κοινό τις βασικές διεκδικήσεις τους: «Πιστεύουμε ότι τώρα έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για να σκεφτεί η Πολιτεία την εκμηδένιση της προσωπικότητας των στρατευμένων παιδιών της. […] Σε πολλά στρατόπεδα επικρατεί αθλιότητα στους κοιτώνες, στο φαγητό, στις άδειες απουσίας. Το χειρότερο είναι η φυλακή. Σου ρίχνουν “καμπάνες” 10, 20 και 30 ημερών που τις “χρεώνεσαι” σαν παράταση της θητείας […]. Ζητάμε δημοκρατικότερο στρατό. Ο οπλίτης να έχει το δικαίωμα να επισημάνει κάθε λαθεμένη λειτουργία και να ζητήσει βελτίωση της ζωής του. […] Υπάρχουν σήμερα αφιονισμένοι αξιωματικοί που λένε στην εθνική διαπαιδαγώγηση και στα γυμνάσια: “Σπάστε τα σύνορα της Βουλγαρίας και της Τουρκίας να ορμήσουμε μέσα”! Οι ίδιοι αυτοί “διδάσκαλοι” του στρατού νομίζουμε ότι είναι ικανοί να μας πουν “Καταλύστε το Δημοκρατικό Πολίτευμα”! […] Εξη μήνες εκπαίδευση είναι αρκετή να σε κάνει αξιόμαχο. Αλλοι έξη μήνες θητεία υπεραρκετοί για τις ανάγκες του στρατεύματος και της Πατρίδας. Και επιτέλους οι “Ηρακλείς” των συνόρων μας να μάθουν ότι δεν φτιάχνει το καψόνι και το βασανιστήριο το στρατιώτη. Ας μάθουν να διοικούν με ανθρωπισμό και ας μην παράγουν καψονόμουτρα και βασανιστές εφέδρους αξιωματικούς, δηλαδή ανθρώπους έτοιμους εις πρώτην ζήτησιν διά πάσαν εκτροπήν και καταπάτησιν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ας γίνει λοιπόν, εδώ και τώρα, η Αλλαγή στο στράτευμα!».










Μέσα στο 1982 δεκάδες προκηρύξεις κι αυτοσχέδια «δελτία» συντάσσονται και κυκλοφορούν χέρι χέρι μεταξύ των στρατευμένων σε διάφορες μονάδες με πληροφορίες για περιστατικά αυθαιρεσίας συγκεκριμένων αξιωματικών, για τις άθλιες συνήθως συνθήκες διαβίωσης αλλά και για τους τρόπους με τους οποίους οι στρατιωτικές διοικήσεις εμπόδιζαν την εφαρμογή μέτρων φιλελευθεροποίησης που θέσπιζε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Χαρακτηριστικό δείγμα από το «2ο Δελτίο της Επιτροπής Στρατιωτών 31 Σ.Π.» του Εβρου, φωτοτυπία του οποίου αναδημοσίευσε το αθηναϊκό περιοδικό «Ρήξη» (τχ.10, 3.1983): «Ακούγαμε εδώ και πολύ καιρό ότι θα επιτρέπουν τα πολιτικά ρούχα στο στρατό. Δικαιολογημένα χαρήκαμε όλοι μας. Θα απαλλαγόμασταν επιτέλους απαυτό το βάσανο που λέγεται “στολή εξόδου”. Μα ποιος φανταζόταν ότι θα επακολουθούσε τέτοια κοροϊδία; Επιτράπηκαν τα πολιτικά ρούχα στο στρατό αλλά απαγορεύεται (με απειλή φυλακής) να τάχουν οι φαντάροι στους στρατώνες, απαγορεύεται να μπαίνουν και να βγαίνουν στο στρατόπεδο φορώντας τα, και μερικοί μάλιστα διοικητές απαγορεύουν στους φαντάρους να νοικιάζουν δωμάτια έξω (έστω και μόνο για να αλλάζουν). Μετά απαυτά τα “απαγορεύεται” τι μένει; Λόγια και πάλι λόγια. […] Μάλιστα τώρα θα πέφτουν και πολλές φυλακές μια και πολλοί φαντάροι το ρισκάρουν (αναγκαστικά) και μπαινοβγαίνουν με πολιτικά στους στρατώνες λαθραία. Να σταματήσει λοιπόν η κοροϊδία. Να καθιερωθεί χωρίς όρους, εκτός υπηρεσίας η πολιτική περιβολή».
Το καλοκαίρι του 1982 πραγματοποιήθηκε μυστικά στην Αθήνα πανελλαδική συνάντηση αντιπροσώπων των επιτροπών που λειτουργούσαν σε διάφορες μονάδες της επικράτειας, «από τα νησιά, από τον Εβρο, την Αθήνα, την Τρίπολη, την Κεντρική Μακεδονία, καθώς και από διάφορα καράβια του Ναυτικού». Η τελική διακήρυξή της κυκλοφόρησε ως δισέλιδη προκήρυξη με τίτλο «Να πέσουν τα τείχη της σιωπής γύρω από τους στρατώνες»· καυτηριάζοντας την απροθυμία του ΠΑΣΟΚ να μεταβάλει το αυταρχικό εσωτερικό καθεστώς των ενόπλων δυνάμεων, διατύπωνε κατόπιν μια λίστα οχτώ βασικών αιτημάτων του κινήματος: ουσιαστική βελτίωση των συνθηκών ζωής στους στρατώνες· αύξηση των αδειών και κατάργηση των περιορισμών στις εξόδους και τις διανυκτερεύσεις· τερματισμό των καψονιών, ατομικών και ομαδικών· κατάργηση «της ιδεολογικής πλύσης εγκεφάλου, των μαθημάτων σοβινισμού και αντικομμουνισμού» και του υποχρεωτικού εκκλησιασμού· κατάργηση των φακέλων πολιτικών φρονημάτων και της συνακόλουθης μεταχείρισης των στρατευμένων, με εξάμηνη θητεία για όλους στην παραμεθόριο και την υπόλοιπη στον τόπο διαμονής· κατάργηση της στρατονομίας και των στρατοδικείων σε καιρό ειρήνης· μείωση της θητείας στους 12 μήνες· δικαίωμα ελεύθερης πληροφόρησης, συμμετοχής σε συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις ελεύθερης έκφρασης και συνδικαλιστικής οργάνωσης (περιοδικό «Για το Στρατό», τχ.3, 11.1982, σ.3).
Η μαζικότερη και εντυπωσιακότερη δημόσια εκδήλωση του κινήματος σημειώθηκε κατά την επόμενη κεντρική επετειακή πορεία του Πολυτεχνείου (17.11.1982): «Σαράντα εννέα άτομα με στρατιωτική ενδυμασία (25 στρατιώτες, 13 ναύτες, 9 σμηνίτες, 1 αξιωματικός του ναυτικού κι 1 αξιωματικός του στρατού) έλαβαν μέρος στην πορεία», μας πληροφορούν με υπηρεσιακή ακρίβεια τα «Νέα» της επομένης. «Τα πρόσωπά τους ήταν καλυμμένα με κόκκινα μανδήλια και κρατούσαν πανώ που ανέγραφε: “Δημοκρατικές – συνδικαλιστικές ελευθερίες στο Στρατό”. […] Πέρασαν από την αμερικανική πρεσβεία, σταμάτησαν λίγο πιο πάνω, χαμήλωσαν τα πανώ και, με την κάλυψη πολιτών που τους συμπαραστέκονταν, έβγαλαν τις μάσκες που φορούσαν και τα στρατιωτικά ρούχα και φόρεσαν πολιτικά». Κατά τη διάρκεια της πορείας διένειμαν στους δημοσιογράφους δελτίο Τύπου με τις θέσεις τους και στους πολίτες προκήρυξη που εξηγούσε πως ήταν διατεθειμένοι να βγάλουν τις κουκούλες και «να βγουν ανοικτά, υπεύθυνα και επώνυμα και να περιγράψουν την κατάσταση που επικρατεί στη θητεία τους», μόλις (και εφόσον) η κυβέρνηση «κατοχυρώσει το δικαίωμα της ελευθερίας της γνώμης τους». Η Ασφάλεια ωστόσο καραδοκούσε και συνέλαβε παρακάτω δυο απ’ αυτούς (έναν ναύτη κι έναν στρατιώτη), καθώς και δυο φοιτητές που μετέφεραν τσάντες με στρατιωτικές στολές.
Παρά τις αρχικές κραυγές περί παραπομπής των συλληφθέντων στο στρατοδικείο, η κυβέρνηση έκρινε τελικά προτιμότερο ν’ αποφύγει παρόμοια κλιμάκωση: οι μεν φοιτητές αφέθηκαν ελεύθεροι, οι δε στρατευμένοι (που κακοποιήθηκαν μετά τη σύλληψή τους) τιμωρήθηκαν κατ’ αρχάς με 15 μέρες φυλάκιση για «παραποίηση στολής» και κλείστηκαν στο πειθαρχείο, ενώ στο κέντρο της Αθήνας πάνω από 2.000 διαδηλωτές διαμαρτύρονταν για τις συλλήψεις. Η αμηχανία της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ απέναντι στο φαινόμενο αποτυπώθηκε ευκρινώς στις δηλώσεις του υφυπουργού Αμυνας, Αντώνη Δροσογιάννη, την ίδια μέρα, σύμφωνα με τις οποίες «τα μέλη των Ενόπλων Δυνάμεων μπορούν να συμμετέχουν σε εθνικούς γιορτασμούς, όπως αυτός του Πολυτεχνείου, ακόμη και φορώντας τη στολή τους. Δεν έχουν όμως δικαίωμα να συμμετέχουν σε πολιτικές και κομματικές εκδηλώσεις, και μάλιστα διεκδικώντας αιτήματα με τον απαράδεκτο τρόπο που χρησιμοποίησαν» (Τα Νέα, 20.11.1982). Σύμφωνα πάλι με μια ελαφρά διαφορετική απόδοση των ίδιων δηλώσεων (Ελευθεροτυπία, 20.11.1982), ο υφυπουργός ισχυρίστηκε πως «αν οι συλληφθέντες πήγαιναν χωρίς κουκούλες και πανώ δεν θα είχαν διαπράξει κανένα αδίκημα»· παράνομα ήταν όμως ακόμη και τα συνθήματά τους, καθώς «κομματικοποιούν μια εθνική γιορτή».
Αντιδράσεις και συκοφαντίες


Περισσότερο επίκαιρη απ’ αυτές τις παλιές ιστορίες αποδεικνύεται η άλλη πτυχή του νομίσματος: η επικοινωνιακή καμπάνια που εξαπολύθηκε μέσω του Τύπου για τον στιγματισμό και την κατασυκοφάντηση του πρωτοπόρου εκείνου κινήματος των φαντάρων.
«Το θέμα είναι τεράστιο και δεν μπορεί πλέον να περνά απαρατήρητο ή με μια απλή δήλωσι ότι “θα επιβληθούν οι προβλεπόμενες κυρώσεις”», ξεσπάθωσε λ.χ. η δημοφιλέστερη εφημερίδα της Ν.Δ. «Εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε μια οργανωμένη κίνησι απειθαρχίας μέσα στις Ενοπλες Δυνάμεις. […] Σκεφθήκατε αν, ο μη γένοιτο, η χώρα μας συρθή σε πολεμική αναμέτρησι με ποιο Στρατό θα ταχθούν αυτοί οι μασκοφόροι; Ποιος μπορεί να εγγυηθή ότι δεν θα στρέψουν τα όπλα εναντίον της Ελλάδος;» («Οι μασκοφόροι φαντάροι», Η Βραδυνή, 20.11.1982, σ.2).
Λιγότερο ψυχροπολεμικά αλλά εξίσου επιθετικά παλιομοδίτης, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος δεν θα διστάσει πάλι να ταυτίσει (υποχρεωτική) θητεία και (εθελοντική) πολιτική στράτευση σ’ ένα ειρωνικό σχόλιο με καταφανή συμπάθεια για τη στρατοκρατία: «Δεν πάει μακριά παιδιά η βαλίτσα; […] Αισθάνεστε μοναξιά στη σκοπιά; Να σκέφτεστε πως όταν εσείς μαθαίνατε τα ψιλά γράμματα της αμφισβήτησης, κάποιοι άλλοι ξαγρυπνούσαν για να έχετε την πολυτέλεια της σκέψης. Δεν εργάζεστε παιδιά, φυλάτε την πατρίδα. […] Δυο χρονάκια είναι, θα περάσουν. Σας πειράζει να πειθαρχείτε στα παραγγέλματα του λοχία; Και δεν σας πειράζει που σα μηχανάκια προχτές, σαν τα σκυλάκια του Παβλώφ, πειθαρχούσατε στα παραγγέλματα της ντουντούκας;» (Πορφύριος, «Κουκουλώματα», Τα Νέα, 22.11.1982, σ.6).
Για το επίσημο ειδησεογραφικό όργανο του ΠΑΣΟΚ, τέλος, «η εμφάνιση των κουκουλοφόρων στρατιωτικών» δεν ήταν «τίποτα άλλο παρά μια επαίσχυντη προβοκάτσια σε βάρος των περήφανων Ενοπλων Δυνάμεων και σε βάρος της πολιτικής τους ηγεσίας που είναι η κυβέρνηση της Αλλαγής». Συν τοις άλλοις, επειδή αμφισβήτησε πανηγυρικά την έκταση του εκδημοκρατισμού που ο Αντρέας και το κόμμα του είχαν επιφέρει στην ελληνική κοινωνία κατά τον πρώτο χρόνο τους στην εξουσία: «Η εμφάνιση των κουκουλοφόρων στρατιωτικών, δίπλα στους κουκουλοφόρους Κούρδους [πολιτικούς πρόσφυγες], που πραγματικά είχαν λόγο γι’ αυτή την εμφάνιση, αποτέλεσε πρόκληση τόσο βαριά, που αμφιβάλλουμε αν αυτοί που το έπραξαν ανήκουν πράγματι στις Ενοπλες Δυνάμεις. Αφού λοιπόν οι υπεύθυνοι της μεγάλης πορείας δεν τους ξεμασκάρεψαν, όπως όφειλαν να το κάνουν, ας το κάνουν οι υπεύθυνες αρχές για όσους τουλάχιστον μπόρεσαν να εντοπίσουν» («Εξόρμηση», 20.11.1982, σ.12).
Την υποτιθέμενη «προβοκάτσια» σε βάρος της εξωτερικής εικόνας της «Αλλαγής» διαδέχτηκαν πολύ σύντομα οι πραγματικές σε βάρος του ίδιου του κινήματος. Την επαύριο της προληπτικής «άσκησης ετοιμότητας» της 27ης Φεβρουαρίου 1983 για την αποτροπή ενδεχόμενης απόπειρας στρατιωτικού πραξικοπήματος, το συγκρότημα Λαμπράκη έσπευσε λ.χ. να στοχοποιήσει τη «διανομή αναρχικών προκηρύξεων» σε μονάδες της Βόρειας Ελλάδας από «ακροδεξιά στοιχεία και αριστεριστές “συνεργάτες” τους» (sic), «με καθοδηγητικό αβάσιμο περιεχόμενο ότι δήθεν δεν περνάνε καλά στο στρατό», σαν αιτία και αφορμή της παραλίγο εκτροπής: «Οι περισσότερο “αληθοφανείς” -και πάντως επίμονες- από αυτές τις πληροφορίες μιλούσαν […] για δυσαρέσκεια αξιωματικών για τον “κλονισμό” της πειθαρχίας στο στράτευμα ύστερα από τις προκηρύξεις που κυκλοφόρησαν ταυτόχρονα σε διάφορες μονάδες από δήθεν αναρχικούς. Επισημαίνεται ότι η ταυτόχρονη κυκλοφορία των “αναρχικών” προκηρύξεων περιέχει όλα τα στοιχεία προβοκάτσιας από ακροδεξιούς, αφού δεν υπάρχουν από πουθενά ενδείξεις ότι οι αναρχικοί έχουν τέτοια οργάνωση» (Τα Νέα, 28.2.1983, σ.20). Στην πραγματικότητα ο Αντρέας είχε ενημερωθεί από τον εδώ σταθμάρχη της CIA για πληροφορίες απροσδιόριστης φερεγγυότητας περί επικείμενου πραξικοπήματος με στόχο τον ίδιο και τον Καραμανλή, στο οποίο «ο τέως βασιλιάς είναι κατά κάποιο τρόπο αναμιγμένος» (βλ. αναλυτικά «Το τελευταίο πραξικόπημα», «Εφ.Συν.» 27.2.2016).
Ακόμη χειρότερη προβοκάτσια επιχειρήθηκε μετά την (ανεξιχνίαστη μέχρι σήμερα) δολοφονία του εκδότη της «Βραδυνής», Τζώρτζη Αθανασιάδη (19.3.1983). Παρ’ όλο που, σύμφωνα με τους αυτόπτες μάρτυρες, ο φόνος κάθε άλλο παρά είχε τα χαρακτηριστικά πολιτικού εγκλήματος (προηγήθηκε φιλονικία θύματος και δράστη στο γραφείο του πρώτου για απροσδιόριστο λόγο), «διεκδικήθηκε» από μια ψευδώνυμη «Οργάνωση Αντιστρατιωτική Πάλη»· το όνομα της οργάνωσης ήταν πραγματικό, όχι όμως και η προκήρυξη με την οποία ανέλαβε την ευθύνη, καθώς αποτελούσε χοντροκομμένη συρραφή αποσπασμάτων από άρθρα του περιοδικού της «Επιτροπής για το Στρατό» κι άλλων εντύπων νόμιμων αριστερών οργανώσεων. Παρ’ όλο που οι διωκτικές αρχές εξακολούθησαν να θεωρούν το έγκλημα «μη πολιτικό», δεν παρέλειψαν πάντως ν’ αξιοποιήσουν την ευκαιρία και κατά του συνήθους εσωτερικού εχθρού: «Από προχτές χτενίζουν όλα τα στέκια των εξτρεμιστών της Αριστεράς και της Δεξιάς με ιδιαίτερη επιμονή στο χώρο των “επιτροπών για το στρατό” και της “Αντιστρατιωτικής πάλης”», μας πληροφορεί έτσι πρωτοσέλιδα η «Ελευθεροτυπία» (26.3.1983). Φυσικά οι «εξτρεμιστές της Δεξιάς» δεν είχαν την παραμικρή σχέση με το κίνημα για τον στρατό.
Η σεζόν έκλεισε με τη συζήτηση στη Βουλή μιας επερώτησης βουλευτών της Ν.Δ. σχετικά με τη διασάλευση της πειθαρχίας στον στρατό –κι έναν έκτακτο λεονταρισμό του Δροσογιάννη στη Βουλή: «Ο αναρχισμός ούτε πέρασε, ούτε θα περάσει στις μονάδες. Ούτε τις απειλές των αναρχικών φοβούμεθα, ούτε τους υπολογίζουμε σα δύναμη. […] Τους παρακολουθούμε στενά και τους προειδοποιώ ότι δεν θα γλυτώσουν» (Τα Νέα, 9.4.1983).
Οι επιτροπές αλληλεγγύης
Διαφορετικής τάξης συλλογικότητες υπήρξαν οι επιτροπές που συγκροτήθηκαν από πολίτες για να στηρίξουν οργανωτικά και πολιτικά το κίνημα των φαντάρων. Η πρώτη που εμφανίστηκε δημόσια, τον Φλεβάρη του 1982, ήταν η «Επιτροπή για τα Δικαιώματα των Φαντάρων» που κινούνταν στον χώρο του ΚΚΕ εσωτερικού και της νεολαίας του (ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος). Ακολούθησε, τον Μάρτιο, η «Επιτροπή για το Στρατό» από ανένταχτους αριστερούς και εκπροσώπους οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς («Ρήξη», ΟΣΕ, Κ.Ο. Μαχητής, ΚΚΕ μ-λ, ΟΚΔΕ, Εργατικές Συσπειρώσεις).

Εκτός από δημόσιες εκδηλώσεις και συγκεντρώσεις, οι δυο επιτροπές επιδόθηκαν σε αξιοσημείωτη εκδοτική δραστηριότητα. Το περιοδικό «Για το Στρατό», της ομώνυμης Επιτροπής (με υπεύθυνο έκδοσης αρχικά τον Μάκη Σέρβο και εν συνεχεία τον Κώστα Φώλια), πρωτοκυκλοφόρησε τον Μάιο του 1982 κι ακολούθησαν ακόμη εννιά τεύχη μέχρι τον Νοέμβριο του 1985. «Το χακί», της αντίστοιχης επιτροπής του ΚΚΕσ., βγήκε το φθινόπωρο του 1983 και συνέχισε με ακόμη τέσσερα τεύχη μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1985. Το συντονιστικό των Επιτροπών Στρατών-Ναυτών-Σμηνιτών στην Αθήνα εξέδωσε τουλάχιστον δύο τεύχη του περιοδικού «Ράδιο Αρβύλα» μέσα στο 1983 και εκείνο της Θεσσαλονίκης άλλα 4 τη διετία 1984-1985 (Νίκος Ροτζώκος κ.ά., «Νεολαία και στρατός τη δεκαετία του 1980. Το κίνημα για το στρατό», Θεσ/νίκη 2008, σ.168-9). Ακόμη λιγότερα γνωρίζουμε για το έντυπο της «Αντιστρατιωτικής Πάλης», που πρέπει να συνδεόταν με κύκλους αντιεξουσιαστών· μέχρι τον Μάρτιο του 1983 είχαν πάντως κυκλοφορήσει 9 τεύχη του («Ελευθεροτυπία», 23.3.1983).
Βασικό συστατικό στοιχείο της ύλης αυτών των εντύπων, πέρα από προκηρύξεις και κείμενα ζύμωσης, αποτελούσαν οι καταγγελίες για κρούσματα αυταρχισμού ή άλλα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι φαντάροι. Από πολύ νωρίς έγινε, γαρ, αντιληπτό ότι ο προσφορότερος δρόμος για την επιτυχή επίλυση αυτών των ζητημάτων, στις δεδομένες ιδίως συνθήκες της εποχής μέσα κι έξω από τους στρατώνες, ήταν η ευρύτερη δυνατή δημοσιοποίησή τους.
Η σχετική επιτυχία του κινήματος βρήκε τελικά μιμητές και στον χώρο του ΚΚΕ, του μόνου κόμματος -εκτός από το ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ.- που εκπροσωπούνταν τότε στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Τον Μάρτιο του 1983 στελέχη του ίδρυσαν την Κίνηση για τον Εκδημοκρατισμό των Ενόπλων Δυνάμεων (ΚΕΕΔ), πρωτοβουλία με διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά από τις επιτροπές, καθώς απευθυνόταν όχι μόνο στους φαντάρους, αλλά και στα επαγγελματικά στελέχη των ενόπλων δυνάμεων. Επαγγελματικό χαρακτήρα είχε και το περιοδικό της ΚΕΕΔ, «Θητεία», που κυκλοφόρησε δύο χρόνια αργότερα με εκδότη τον Γιώργο Λεουτσάκο και έβγαινε τακτικά κάθε δίμηνο μέχρι τα τέλη τουλάχιστον της δεκαετίας. Η πιο συστηματική μάχη που έδωσαν το επόμενο διάστημα μέσα στα στρατόπεδα τα μέλη της ΚΝΕ περιστράφηκε γύρω από το δικαίωμα ανάγνωσης εφημερίδων ως ζωτικό μίνιμουμ για τη διατήρησης στοιχειώδους επαφή με τον έξω κόσμο στη διάρκεια της θητείας τους.
Από τις επιτροπές στον «Σπάρτακο»
Το 1985 αποτέλεσε το σημείο καμπής για το κίνημα στους στρατώνες, με εξαίρεση φυσικά την ΚΕΕΔ. Ως βασική αιτία μαρασμού του κινήματος έχουν επισημανθεί η σταδιακή υποκατάσταση των επιτροπών των φαντάρων από επιτροπές των αλληλέγγυων πολιτών, αλλά και οι τριβές στους κόλπους της Επιτροπής για το Στρατό σε διάφορα επίπεδα: μεταξύ μετριοπαθών και ριζοσπαστών, ακραιφνών διεθνιστών και εθναμυντόρων, κυρίως όμως μεταξύ υποστηρικτών της αυτονομίας του ένστολου υποκειμένου και θιασωτών της έξωθεν περαιτέρω «πολιτικοποίησής» του.
Από μια άλλη σκοπιά, η κάμψη αυτή μπορεί να οφειλόταν και σε καθαρά αντικειμενικούς λόγους: με τη γενιά της πρώιμης Μεταπολίτευσης να παίρνει απολυτήριο, οι επόμενες δεν διέθεταν ούτε την ίδια μαχητικότητα ούτε -κυρίως- την ίδια εμπειρία συλλογικής οργάνωσης και δράσης σε αντίξοες συνθήκες. Στη μαχητική δε πρωτοπορία τον τόνο τον δίνουν πια από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 ατομικότερες προσωπικές επιλογές και στάσεις, με το αίτημα του «συνδικαλισμού των πολιτών με στολή» να παραχωρεί τη θέση του στις ποικίλες εκδοχές αρνητών στράτευσης. Οσο για τις καταγγελίες για τα κακώς κείμενα στο άδυτο του στρατώνα, από τον Σεπτέμβριο του 1988 και μετά τις φιλοξενεί σε σταθερή βάση η στήλη «Φαντάρε πού πας;» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, με δημιουργό και πρώτο επιμελητή τον Χριστόφορο Κάσδαγλη (γνωστότερο στους τότε στρατευμένους με το συγγραφικό ψευδώνυμο Χρήστος Καστανάς).








Η συγκρότηση του Δικτύου Ελεύθερων Φαντάρων «Σπάρτακος» και της Επιτροπής Αλληλεγγύης Στρατευμένων θα ανοίξει στα τέλη της δεκαετίας του 1990 έναν νέο γύρο στα βήματα αυτού που μόλις περιγράψαμε. Τροφοδοτημένες από τις καινούργιες γενιές αγωνιστών του φοιτητικού κινήματος, οι δίδυμες αυτές συλλογικότητες θ’ αποδειχτούν τελικά πολύ πιο μακρόβιες από τους προκατόχους τους –όπως πολύ πιο μακρόβια αποδείχτηκαν άλλωστε και τα φαινόμενα που τις γέννησαν και νομιμοποίησαν την ύπαρξή τους.
Με τα δικαιώματα ανάγνωσης εντύπων μέσα στον στρατώνα και δημόσιας έκφρασης έξω απ’ αυτόν λίγο πολύ κατακτημένα και την παρουσία ένστολων φαντάρων στις πορείες του Πολυτεχνείου να μην ξενίζει πλέον κανέναν, τα κρίσιμα διακυβεύματα έχουν μετατοπιστεί κυρίως σε ζητήματα που σχετίζονται με την (αθέατη στον έξω κόσμο) πολιτική οικονομία της θητείας. Ανώνυμες αναγκαστικά, οι σχετικές καταγγελίες αποδεικνύονται ουκ ολίγες φορές αποτελεσματικές στη μικροκλίμακα ιδίως του πλοίου ή της μονάδας. Ανάλογα χαρακτηριστικά εμφανίζουν και οι αντιδράσεις, με τη μορφή κυρίως στοχευμένων μηνύσεων. Η τελευταία υπόθεση που απασχόλησε την επικαιρότητα έληξε τον Μάιο του 2021 με την πανηγυρική αθώωση του Νίκου Χαραλαμπόπουλου. Του ίδιου δηλαδή ακτιβιστή της Επιτροπής Αλληλεγγύης Στρατευμένων που δικάζεται ξανά, με άλλο μηνυτή, την ερχόμενη Τετάρτη στη Χίο.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας