Ασφαλώς δεν είναι εύκολο να συμβιβαστεί κανείς με τους ξαφνικούς και ακραίους περιορισμούς που επιβάλλει η αντιμετώπιση της πανδημίας, αλλά δυστυχώς δεν έχει ακουστεί μέχρι σήμερα κάποια καλύτερη λύση από την ατομική και εθελούσια απομόνωση. Φυσικά, δεν είναι όλοι έτοιμοι να υιοθετήσουν μια τέτοια στάση, όσο κι αν ελάχιστοι επιχειρούν να αμφισβητήσουν τον προτεινόμενο μονόδρομο. Είχαμε τις προάλλες την Εκκλησία να δυστροπεί στις αποφάσεις της πολιτείας και να επιμένει στις ανοιχτές λειτουργίες και ομαδικές τελετές θείας μετάληψης, οι οποίες μάλιστα μεταδίδονταν και απ’ ευθείας από την κρατική τηλεόραση.
Παρά την κατ’ ιδίαν συνάντηση πρωθυπουργού - Αρχιεπισκόπου και παρά την παρουσία του ειδικευμένου λοιμωξιολόγου καθηγητή Τσιόδρα στη συνεδρίασή της, το απόγευμα της περασμένης Δευτέρας, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος δεν κατόρθωσε να λάβει μια απόφαση προστασίας των πιστών και ευρύτερα ολόκληρης της κοινότητας. Υποχρεώθηκε έτσι ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης να λάβει την απόφαση τη Δευτέρα το βράδυ να σταματήσει τις συγκεντρώσεις σε τόπους λατρείας όλων των δογμάτων και όλων των θρησκειών, με μια καθυστέρηση που κανείς δεν γνωρίζει πόσο πολύ έχει συμβάλει στη διάδοση του ιού.
Είχαμε όμως από την άλλη πλευρά και την καθυστερημένη απόφαση αντιρατσιστικών ομάδων να ακυρώσουν τις μαζικές συγκεντρώσεις που επρόκειτο να γίνουν σήμερα, 21 Μάρτη, μέρα που έχει οριστεί για τη Διεθνή Κινητοποίηση Κατά του Ρατσισμού και του Φασισμού. Ευτυχώς κατανόησαν εγκαίρως οι οργανωτές ότι υπάρχουν τρόποι να τιμηθεί η μέρα αυτή χωρίς συλλαλητήρια και έκθεση ανθρώπων στον κίνδυνο μαζικών συναθροίσεων. Αλλά ήδη δόθηκε η ευκαιρία σε όσους ούτως ή άλλως νιώθουν αλλεργία όταν ακούνε αντιρατσισμό και αντιφασισμό να συκοφαντήσουν ανθρώπους και κινήσεις που έχουν εδώ και χρόνια αποδείξει τα δημοκρατικά ανακλαστικά τους.
Το δίδαγμα της χολέρας
Προτείνω, μέρες που είναι, να δει (ή να ξαναδεί) κανείς την αριστουργηματική ταινία των αδελφών Ταβιάνι «Αλονζανφάν» (Allonsanfan) του 1974, που είναι προσβάσιμη και στο youtube με ελληνικούς υπότιτλους. Η πλοκή του έργου αναφέρεται στον επαναστατικό βολονταρισμό, την προδοσία συντρόφων, συγγενών και ερωτικών συντρόφων, αλλά και στον θρησκευτικό φανατισμό. Το πλαίσιο της δραματουργίας καθορίζεται από μια επιδημία χολέρας στον ιταλικό Νότο. Ισως η εξιστόρηση αυτή που τοποθετείται στην Ιταλία των χρόνων της παλινόρθωσης (1816), μετά το κύμα των εξεγέρσεων που ακολούθησε τη μεγάλη γαλλική επανάσταση, να μας κάνει να σκεφτούμε ορισμένα πράγματα από μια άλλη σκοπιά.
Ο ήρωας της ταινίας Φούλβιο Ιμπριάνι, που τον υποδύεται ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, έχει απογοητευθεί από την προοπτική της επανάστασης που υπηρέτησε στα νιάτα του και προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποκοπεί από τους παλιούς συντρόφους του και να επιστρέψει στην ανέφελη ζωή της αριστοκρατικής οικογένειάς του. Ομως η παλιά του οργάνωση –καμιά εικοσαριά παλιοί σύντροφοί του που έχουν απομείνει– διαρκώς τον ανακαλύπτουν και τον παρασέρνουν μαζί τους μέχρι το τραγικό φινάλε.
Το σημείο που ενδιαφέρει εδώ είναι ότι κάποια στιγμή η ομάδα των επαναστατών μαθαίνει ότι στον Νότο της χώρας οι χωρικοί ξεσηκώθηκαν εξαιτίας της επιδημίας της χολέρας. Η πληροφορία είναι βέβαια εσφαλμένη, αλλά αυτό συνήθως συμβαίνει σε παρόμοιες καταστάσεις γενικευμένης κρίσης.
«Ηρθε η ώρα να δράσουμε», λέει ένας επαναστάτης στον Φούλβιο και τον ρωτά: «Δεν συμφωνείς;» Εκείνος δεν μπορεί να τους αποτρέψει, αλλά σκέφτεται μόνος του: «Πηγαίνετε στον Νότο ν’ αυτοκτονήσετε ανάμεσα στους χωρικούς, που δεν ξέρουν ποιοι είστε και τι θέλετε. Εγώ θ’ ακολουθήσω άλλο δρόμο. Ποιος ξέρει, αν στην Αμερική θα μάθω ποτέ τι απογίνατε».
Τελικά ο Φούλβιο δεν τα καταφέρνει να διαφύγει και βρίσκεται μαζί με την ομάδα των επαναστατών στο πλοίο για τον Νότο: «Είμαστε στην Τζένοβα και θα πάμε στον Νότο» του λένε, «εκεί όπου οι χωρικοί είναι εντελώς απελπισμένοι από τη χολέρα. Θα οπλίσουμε τουλάχιστον διακόσιους. Θα επιτεθούμε στο πρώτο οχυρό, και από πόλη σε πόλη θ’ αυξανόμαστε και θ’ ανεβαίνουμε προς τα πάνω. Αλλά μέχρι πού;»
Κεντρικό πρόσωπο που θα οδηγήσει τους επαναστάτες είναι κάποιος Βάνι Γκαβίνα, ο οποίος κατάγεται από τα χωριά που έχουν πληγεί από τη χολέρα:
«Αυτός είναι ο Βάνι!» λέει ένας από την ομάδα. «Αυτός θα μας οδηγήσει. Ερχεται από κει κάτω και τον κυνηγάει η αστυνομία. Θα μας εξηγήσει γιατί. Βάνι, πες τους την ιστορία σου».
Ενθουσιασμένοι οι επαναστάτες θεωρούν ότι μπορούν να βασιστούν στον «ντόπιο» Νότιο Βάνι για να αποκτήσουν πρόσβαση στον πληθυσμό της περιοχής που πλήττεται από την επιδημία: «Πρέπει να του φτιάξουμε μνημείο. Ελυσε όλα τα προβλήματά μας. Θέλει να γυρίσει στη γη του, την ξέρει απέξω κι ανακατωτά! Εμείς θα τον πάμε!»
Ο Βάνι διηγείται την ιστορία του: «Η χολέρα μαστίζει την επαρχία. Η γυναίκα μου δούλευε στο χωράφι, μαζί μας, μπροστά στο σπίτι. Ηταν μεσημέρι, όταν έπεσε κάτω. Εκανε ζέστη, μα εκείνη κρύωνε. Την κοιτούσαμε και κάναμε δέκα βήματα πίσω. Ηθελα να την αγγίξω, να τη βοηθήσω. Οι άλλοι δεν ήθελαν. Είπαν ότι αν κολλούσα κι εγώ, θα πεθαίναμε όλοι απ’ την πείνα. Ποιος θα δούλευε τη γη; Ακόμα κι η γυναίκα μου είπε να μην την αγγίξω. Εγώ... Εγώ... Την έβαλα στο κρεβάτι και πήγα να βρω ένα άλογο, ένα κάρο, για να πάω στο χωριό και να της φέρω τον γιατρό, να την κάνει καλά. Οταν γύρισα, οι στρατιώτες κάρφωναν την πόρτα του σπιτιού. Η γυναίκα μου ήταν μέσα, στο κρεβάτι. Δεν φώναζε. Παρακαλούσα τους στρατιώτες να σταματήσουν. Τουλάχιστον να μ’ αφήσουν να πάω μέσα, μαζί της. “Εχει χολέρα” απάντησαν εκείνοι».
Στη συνέχεια ο Βάνι περιγράφει το πώς αντέδρασε ο ίδιος και οι συγχωριανοί του:
«“Είμαστε εννιά” είπα στους άλλους που κοιτούσαν. “Οι στρατιώτες είναι τέσσερις. Ν’ αντισταθούμε!” Εκείνοι με κοιτούσαν κι έμεναν με σταυρωμένα χέρια. “Κλαίει” είπα. Η γυναίκα μου έκλαιγε, αλλά όχι δυνατά. Εκλαιγε σαν μικρό παιδί. [...] Οταν γύρισα, η γυναίκα μου ήταν νεκρή στο κρεβάτι. Πήγα στο σπίτι των συγχωριανών. Είχαν δει, μα δεν έκαναν τίποτα. Τους πυροβόλησα έναν-έναν, στα μάτια! Επειτα έβαλα φωτιά στο σπίτι μου και το είδα να καίγεται».
Πρώτη φορά οι επαναστάτες καταλαβαίνουν ότι ο Βάνι που θα τους οδηγούσε, πάνω στην απελπισία του, μόλις διαπίστωσε ότι η γυναίκα του ήταν νεκρή, στράφηκε εναντίον των συγχωριανών του: «Αλήθεια σκότωσες τους συγχωριανούς σου;» Εκείνο που γνώριζε μόνο ο Φούλβιο είναι ότι ο Βάνι είχε ήδη γίνει μισητός στην πατρίδα του και είχε πάρει το προσωνύμιο «Βάνι ο Χολέρας» (Vanni Peste).
Λίγο πριν φτάσει η ομάδα στον Νότο με το πλοιάριό της, ένας από τους συντρόφους, ο Τίτο, εξηγεί ότι το μόνο που του μένει να κάνει είναι να επαναστατήσει μ’ αυτό τον τρόπο, παρά το γεγονός ότι βλέπει το αδιέξοδο: «Δεν θέλω να παραδεχτώ ότι σήμερα χρειάζεται υπομονή, όχι βιασύνη. Αν δεν ήμουν 40 ετών, Τζούλιο, θα ήθελα να δοκιμάσω. Κλείνω τα 40 αυτό τον Μάη και μπορώ να κάνω μόνο αυτό που έκανα μέχρι σήμερα. Δεν μπορώ να ζήσω σ’ έναν κόσμο όπου όλοι κοιμούνται και μόνο εμείς είμαστε ξύπνιοι».
Μόλις φτάνει η ομάδα στη στεριά, ο Φούλβιο αντικρίζει μια ομάδα θρησκόληπτων που αυτομαστιγώνεται για να εξιλεωθεί και να πάψει ο Θεός να τιμωρεί τον τόπο με τη θανατηφόρο επιδημία. Μια σκηνή που θυμίζει έντονα τους σημερινούς θρησκόληπτους και τη στάση πολλών εγχώριων Ιεραρχών. Ο ιερέας του χωριού λέει στον Φούλβιο: «Να πείτε, όμως, ότι είναι καλύτερα ν’ αυτομαστιγώνονται παρά να επαναστατούν ενάντια στις Αρχές!»
Ο Φούλβιο προδίδει την ομάδα του και ο ιερέας ξεσηκώνει τους πιστούς με κήρυγμα στην εκκλησία: «Ποιοι είναι; Τι θέλουν από μας; Τι μας φέρνουν; Νερό; Φάρμακα; Αλεύρι; Είναι ξένοι, χωρίς Θεό! Μας φέρνουν όπλα και πόνο! Μια χολέρα μας φέρνουν! Εγώ τους ξέρω! Τους ξέρω αυτούς, που μας φέρνουν τη χολέρα! Και ξέρετε ποιος τους φέρνει; Ο Βάνι ο “Χολέρας” τους φέρνει!»
Υπάρχει τρόπος αντίδρασης;
Με αξιοθαύμαστο τρόπο η ταινία αυτή συνοψίζει σημερινά διλήμματα και δίνει τις δικές της ερμηνείες σε πολύ επίκαιρα ζητήματα. Το ερώτημα είναι αν μπορεί να αναζητηθεί άλλη αισιοδοξία πέραν από αυτήν που στηρίζεται στον επαναστατικό βολονταρισμό και την απελπισία. Ασφαλώς δεν είναι προνόμιο κάποιας πολιτικής ή θρησκευτικής ομάδας η ασφυκτική αίσθηση ότι θα ’πρεπε να αντιδράσει κανείς σ’ αυτήν την καταιγιστική εκ των άνω επιβολή μέτρων που παραβιάζουν κάθε συλλογική και ατομική ελευθερία. Ποιος δεν νιώθει, όπως ο ήρωας των Ταβιάνι, που ακόμα και μετά τις αλλεπάλληλες απογοητεύσεις παραδέχεται μέχρι το τέλος: «Θα ήθελα να πιστέψω σε όλα εκείνα που δεν πιστεύω πια».
Διαβάσαμε, λ.χ., την εντελώς άστοχη τοποθέτηση του σημαντικού σύγχρονου στοχαστή Τζόρτζιο Αγκάμπεν, ο οποίος επέκρινε την –πολύ καθυστερημένη και ελλιπή όπως αποδείχτηκε– λήψη περιοριστικών μέτρων στην Ιταλία, υποστηρίζοντας ότι «ο φόβος της επιδημίας ευνοεί την εκδήλωση πανικού και στο όνομα της ασφάλειας γίνονται αποδεκτά μέτρα τα οποία περιορίζουν δραστικά την ελευθερία, δικαιολογώντας έτσι την κατάσταση εξαίρεσης. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε γιατί τα μέσα ενημέρωσης και η κυβέρνηση κάνουν ό,τι μπορούν προκειμένου να δημιουργηθεί κλίμα πανικού, προκαλώντας με αυτή τους τη στάση μια πραγματική κατάσταση εξαίρεσης, η οποία συνεπάγεται σημαντική μείωση των μετακινήσεων και αναστολή των καθημερινών δραστηριοτήτων διαβίωσης και απασχόλησης σε εκτεταμένες περιοχές της χώρας;» Το πλήρες κείμενο δημοσίευσε ο Σπύρος Μανουσέλης στο φύλλο του περασμένου Σαββατοκύριακου («H πανδημία γεννά πανικό», «Εφ.Συν.», 14.3.2020).
Η μόνη δικαιολογία ήταν ότι αυτά γράφτηκαν σχετικά νωρίς (στο «Il Manifesto», 26.2), αλλά η ένσταση του Αγκάμπεν βρισκόταν στην ακριβώς αντίθετη πλευρά από εκείνην που θα στήριζε τη θεωρία του περί «κατάστασης εξαίρεσης». Με τη σοφία των τεσσάρων εβδομάδων που έχουν μεσολαβήσει, γνωρίζουμε ότι σε «κατάσταση εξαίρεσης» οδηγούμαστε από τις πολιτικές τύπου Τζόνσον και Τραμπ στη Μεγάλη Βρετανία και στις ΗΠΑ, όπου η επιδημία αφήνεται να ξεσπάσει, αδιαφορώντας για τις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού.
Από αυτήν την άποψη έχει δίκιο ο παμπόνηρος Σλαβόι Ζίζεκ που αντιπαρατέθηκε εκ των υστέρων –και εκ του ασφαλούς– στον Αγκάμπεν και υποστήριξε πως ο ισχυρισμός ότι η επιδημία είναι ένα «κατασκεύασμα» και όχι «πραγματικότητα» είναι η προπαγάνδα του Τραμπ που ενοχοποιεί τους Δημοκρατικούς και την Κίνα για την εξάπλωση του κορονοϊού. Ο Ζίζεκ αντιτείνει ότι πρέπει να δεχτούμε ότι οι σύγχρονες μορφές αλληλεγγύης μπορεί να περιλαμβάνουν την αποφυγή της χειραψίας και τη φυσική αλληλοαπομόνωση, και υποδεικνύει τη διαδικτυακή αντίδραση, ενώ επισημαίνει ότι όταν περάσει το πρόβλημα δεν θα επιστρέψουμε στην κανονικότητα που γνωρίζαμε ίσαμε τα τώρα και πρέπει γι’ αυτό να είμαστε προετοιμασμένοι («Neue Zürcher Zeitung», 13.3.2020).
Δεν είναι, λοιπόν, ούτε ο συνωστισμός στις εκκλησίες των «φανατικών» ούτε οι αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις των «τολμηρών» ο τρόπος απάντησης στη μεγάλη πρόκληση. Ποιος δεν βλέπει ότι ήδη από τις πρώτες μέρες της εξάπλωσης έχει ήδη καταρρεύσει η άλλη «πανδημία», εκείνη του νεοφιλελευθερισμού, που ανέθετε στην ιδιωτική πρωτοβουλία τις τύχες μας για το μέλλον; Ποιος δεν καταλαβαίνει ότι μόνο το Δημόσιο (ως σύστημα υγείας αλλά και γενικής διακυβέρνησης) μπορεί να αντιμετωπίσει τους μείζονες κινδύνους; Και ποιος δεν αισθάνεται ανακούφιση όταν ακούει τους υπουργούς του «επιτελικού» μας κράτους να μιλούν για «επίταξη» των αποθεμάτων των ιδιωτικών εταιρειών σε νοσηλευτικό υλικό; Και τελικά, ποιος θα ανέθετε τη λύση του ζητήματος στη Novartis;
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας