Σε ακόμα μια προσπάθεια διαστρέβλωσης της πραγματικότητας επιδίδεται η κυβέρνηση Μητσοτάκη και το Υπουργείο Οικονομικών. Τη στιγμή που η συνεχιζόμενη ακρίβεια θερίζει νοικοκυριά και επιχειρήσεις, και που η αγοραστική τους δύναμη συρρικνώνεται όλο και περισσότερο, το Υπουργείο επιχειρεί να πείσει ουσιαστικά ότι οι πολίτες θα έπρεπε να είναι και... ευχαριστημένοι από τις κυβερνητικές πολιτικές.
Αφορμή για τη σχετική ανακοίνωση του Υπ. Οικονομικών ήταν έρευνες του ΚΕΠΕ που απλώς κατέγραψαν τη ζοφερή οικονομική κατάσταση που βιώνουν οι Έλληνες, σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην προσπάθειά του να πείσει, το Υπουργείο καταφεύγει στην επιλογή διαφορετικών στοιχείων σε σχέση με τις έρευνες της ΚΕΠΕ, ώστε να παρουσιάσει τη δική του πραγματικότητα.
Μεταξύ άλλων, η αναφορά του Υπουργείου γίνεται για τα έτη 2019-2023, τη στιγμή που οι έρευνες καταγράφουν ότι η χώρα μας δεν έχει φτάσει στα προ της κρίσεως επίπεδα (δηλαδή, του 2009). Και μπορεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη να θριαμβολογεί για την οικονομική «ανάπτυξη» που συντελείται τα τελευταία χρόνια (αν και το success story ξεθωριάζει γρήγορα), ωστόσο το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έχει φτάσει στα προ κρίσεως επίπεδα, θα έπρεπε τουλάχιστον να δημιουργεί προβληματισμό στο Μαξίμου.
Παράλληλα, το Υπουργείο «αγνοεί» το ωρομίσθιο (που αποτελεί πιο αντιπροσωπευτικό δείκτη για την αμοιβή των εργαζομένων και που χρησιμοποιείται στις έρευνες του ΚΕΠΕ) και επιλέγει τον μέσο μισθό, ο οποίος συνδιαμορφώνεται και μέσα από τις πολύ υψηλές αμοιβές των ολίγων. Υπενθυμίζεται ότι έρευνα του ΚΕΠΕ κατάγραψε ότι η χώρα μας κατέχει το υψηλότερο ποσοστό μείωσης του πραγματικού ωρομισθίου στην Ε.Ε. στη δεκαπενταετία 2009-2023, πολύ πάνω από τη δεύτερη Ουγγαρία.
Εξάλλου, επιλέγει να λησμονεί ότι η ακρίβεια είναι συνήθως υπερδιπλάσια του επίσημου δείκτη πληθωρισμού, καθώς η άνοδος στο καλάθι του νοικοκυριού (και στα βασικά αγαθά) δεν είναι ο μόνος δείκτης που καταγράφεται στον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. Ειδικότερα, ο πληθωρισμός που ανακοινώνει η ΕΛΣΤΑΤ όχι μόνο δεν ταυτίζεται με την ακρίβεια που βιώνουν τα λαϊκά νοικοκυριά, αλλά απέχει πάρα πολύ από αυτήν για τους εξής δύο λόγους:
- Πρώτο, επειδή ο Γενικός Δείκτης Τιμών Καταναλωτή της ΕΛΣΤΑΤ είναι ένα μεσοσταθμικό μέγεθος που συντίθεται από τις αυξήσεις σε όλη την γκάμα των αγαθών και υπηρεσιών, είτε είναι απαραίτητα για τα λαϊκά νοικοκυριά είτε είναι αγαθά ή υπηρεσίες πολυτελείας που αφορούν λιγότερους.
- Δεύτερο, επειδή το «ειδικό βάρος» κάθε κατηγορίας προϊόντων ή υπηρεσιών στον συνολικό πληθωρισμό βασίζεται στη στάθμιση που κάνει η ΕΛΣΤΑΤ με βάση το γενικό επίπεδο κατανάλωσης σε κάθε κατηγορία προϊόντων.
Μοιραία, ο επίσημος πληθωρισμός δεν λέει την αλήθεια για την ακρίβεια στο «καλάθι του νοικοκυριού», αλλά σε έναν εικονικό μέσο όρο κατανάλωσης. Εμπειρικές μελέτες και εκτιμήσεις δείχνουν ότι η ακρίβεια στο «καλάθι του νοικοκυριού» είναι διπλάσια ή και υπερδιπλάσια του επίσημου δείκτη.
Σε κάθε περίπτωση, οι πολίτες που βιώνουν την ακρίβεια στο... πετσί τους, δεν πείθονται από τις κυβερνητικούς πανηγυρισμούς και τις θριαμβολογίες για την πορεία της οικονομίας, όπως αποτυπώνεται και στις δημοσκοπήσεις.
Η ανακοίνωση του Υπουργείου
Με αφορμή δύο άρθρα που δημοσιεύθηκαν από το ΚΕΠΕ αναφορικά με τους μισθούς, τις αμοιβές και την αγοραστική δύναμη των Ελλήνων πολιτών και ιδιαιτέρως των οικογενειών με παιδιά, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών τονίζει τα παρακάτω:
Πρώτον, τα τελευταία πέντε χρόνια ο κατώτατος και ο μέσος μισθός στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί περισσότερο από ότι οι τιμές. Συγκεκριμένα, μεταξύ 2019 και 2023 ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή έχει σωρευτικά αυξηθεί κατά 13,4%. Την ίδια περίοδο, με βάση τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, ο μέσος μισθός αυξήθηκε κατά 20,2%, ενώ ο κατώτατος μισθός έχει αυξηθεί από το 2019 ως σήμερα κατά 27,7%.
Δεύτερον, την τελευταία πενταετία το πραγματικό κατά κεφαλή εισόδημα έχει αυξηθεί στην Ελλάδα σε βαθμό σημαντικά υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, μεταξύ 2019 και 2023 το πραγματικό κατά κεφαλή εισόδημα στην Ελλάδα έχει αυξηθεί κατά 7,7%, ποσοστό υπερδιπλάσιο του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (3,3%) και σχεδόν τριπλάσιο της ευρωζώνης (2,3%).
Παράλληλα, την περασμένη πενταετία η κυβέρνηση προχώρησε σε σειρά μείωσης φόρων αλλά και θετικών παρεμβάσεων για τα ελληνικά νοικοκυριά, πάντοτε στα πλαίσια της δημοσιονομικής υπευθυνότητας. Ενδεικτικά αναφέρουμε την θέσπιση και σημαντική ενίσχυση του επιδόματος γέννησης, την αύξηση του αφορολογήτου για οικογένειες με παιδιά κατά 1.000 ευρώ για κάθε παιδί, την επέκταση των αδειών μητρότητας, την άδεια πατρότητας, την προσαύξηση των εισοδηματικών ορίων του επιδόματος θέρμανσης, την εισαγωγή κοινωνικού τιμολογίου ρεύματος πολυτέκνων, την αναμόρφωση του μισθολογίου του δημοσίου τομέα με αύξηση του οικογενειακού επιδόματος, την αύξηση των vouchers για βρεφονηπιακούς σταθμούς, την επέκταση του προγράμματος σχολικών γευμάτων κά.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, το καθαρό διαθέσιμο εισόδημα στην Ελλάδα έχει αυξηθεί για όλους τους τύπους νοικοκυριών. Συγκεκριμένα, και πάλι με βάση τα στοιχεία της Eurostat, από το 2019 ως το 2023 οι ετήσιες καθαρές αποδοχές σε μονάδες αγοραστικής δύναμης έχουν αυξηθεί μεταξύ 12,3% έως 15,7%, ανάλογα με τον τύπο/σύνθεση του νοικοκυριού. Σε όρους αγοραστικής δύναμης, οι αποδοχές αυτές το 2023 βρίσκονται στη 16η θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 για τρεις από τις τέσσερις κύριες κατηγορίες αναφοράς, ενώ στην τέταρτη βρίσκεται στην 19η. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τους εργαζόμενους που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, η Ελλάδα είναι στη μέση της κατανομής, αφού επί συνόλου 22 κρατών-μελών με νομοθετημένο κατώτατο μισθό, σε ονομαστικά μεγέθη (δηλαδή σε ευρώ) η χώρα βρίσκεται στην 11η θέση, ενώ σε όρους αγοραστικής δύναμης η Ελλάδα βρίσκεται στην 12η θέση. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός ότι το βιοτικό επίπεδο στην Ελλάδα είναι στην προτελευταία θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέχει κατά πολύ από την πραγματικότητα. Αυτό άλλωστε επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία της Eurostat σε ό,τι αφορά την πραγματική ατομική κατανάλωση (actual individual consumption).
Είναι ξεκάθαρο πως η Ελλάδα δεν έχει γίνει ούτε Ελβετία ούτε Σουηδία. Και τα παραπάνω δεν αναφέρονται για να πανηγυρίσουμε ή, πολύ περισσότερο, για να υποτιμήσουμε τις πραγματικές δυσκολίες τις οποίες αντιμετωπίζουν πολλοί συμπολίτες μας. Παρατίθεται, όμως, η πραγματική εικόνα, η οποία επιβεβαιώνει την σημαντική πρόοδο που έχει επιτύχει η χώρα μας την τελευταία πενταετία, και η οποία είναι πρωτίστως κατάκτηση των Ελλήνων πολιτών. Συνεχίζουμε στον ίδιο δρόμο της προόδου, των μεταρρυθμίσεων και της σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ο οποίος είναι και ο μόνος που αποδεδειγμένα αποφέρει θετικά αποτελέσματα με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας