Με τη γερμανική «σιωπή» όσον αφορά τις τελικές θέσεις της να γεννά ανησυχία, η επικείμενη σύνοδος Eurogroup/Ecofin στις 13-14/3 όπως και η σύνοδος κορυφής στις 23-24/3 ενδεχομένως θα αποδειχθούν ιστορικές, καθώς στην ατζέντα τους περιλαμβάνονται «βαριά» θέματα με κυριότερα τους νέους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες και τις «πράσινες» επιδοτήσεις με πιθανή νέα αμοιβαιοποίηση χρέους. Το εκ πρώτης όψεως εντυπωσιακό στοιχείο είναι η ελληνική «αφωνία» (σε επίπεδο δημόσιας τοποθέτησης), παρότι είναι προφανές ότι αμφότερα τα θέματα της συνόδου, ιδιαίτερα δε οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες, ενδιαφέρουν σφόδρα την Ελλάδα.
Μάλιστα η επιμελής αποφυγή διεκδικητικών θέσεων και τόνων δεν αφορά μόνο την κυβέρνηση, αλλά και την αξιωματική αντιπολίτευση, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ απέφυγε επίσης να εντάξει στην προεκλογική αντιπαράθεση το ζήτημα των νέων δημοσιονομικών κανόνων, παρότι θα μπορούσε εύκολα και εύλογα να το κάνει υποστηρίζοντας την πρόταση του ESM για αύξηση του ορίου χρέους από 60% (η παλιά πρόβλεψη που επανήλθε στην πρόταση της Κομισιόν) σε 100%.
Οσον αφορά την κυβέρνηση, οι πληροφορίες μας λένε ότι η κυβερνητική γραμμή είναι συνειδητά χαμηλών τόνων και όχι διεκδικητική. Οι λόγοι είναι τρεις: πρώτον, η εκτίμηση ότι οι ευρωπαϊκές δημοσιονομικές «απαιτήσεις» όσον αφορά την Ελλάδα καθορίζονται από τα θεμελιώδη δεδομένα για το χρέος και σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται να γίνουν χειρότερες απ’ ό,τι είναι.
Πίσω από την Ιταλία
Δεύτερον, ότι το μεγάλο πρόβλημα το έχει η Ιταλία, της οποίας οι παράμετροι εξυπηρέτησης του χρέους της είναι πιο δυσμενείς σε σχέση με την Ελλάδα. Εξ αυτού η κυβέρνηση έχει επιλέξει την τακτική «κρυφτείτε πίσω από την Ιταλία», καθώς η Ιταλία έχει και πολύ πιο επείγοντες λόγους και πολύ μεγαλύτερο ειδικό βάρος («πολύ μεγάλη για να πέσει») για να αποτρέψει τα χειρότερα και να απαιτήσει βελτιώσεις που θα είναι αντικειμενικά και υπέρ της Ελλάδας. Τρίτον, ότι εν αναμονή της επενδυτικής βαθμίδας για τα ελληνικά ομόλογα δεν συμφέρει την Ελλάδα να εμφανιστεί διεκδικητική στις σχετικές συζητήσεις, διότι οι αγορές μπορεί να θεωρήσουν κάτι τέτοιο ένδειξη ανασφάλειας και έλλειψη αυτοπεποίθησης όσον αφορά την εξυπηρέτηση του χρέους.
Για την αξιωματική αντιπολίτευση, που δεν έχει την ευθύνη των σχετικών διαπραγματεύσεων, οι λόγοι που δεν έχει απαιτήσει από την κυβέρνηση πιο διεκδικητική στάση είναι παραπλήσιοι. Η συζήτηση μέσα στον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ για τη σχέση με την Ευρώπη έγινε -και έληξε όπως έληξε- το 2015. Επιπλέον από τη δική του πρότερη κυβερνητική διαχειριστική εμπειρία έχει βγάλει το συμπέρασμα ότι η σχέση της χώρας με την Ευρώπη και με τις αγορές δεν πρέπει να εμπλέκεται με την εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση. Στο πλαίσιο αυτό, και καθώς διεκδικεί την επάνοδό του στην κυβερνητική εξουσία, αποφεύγει οτιδήποτε θα μπορούσε να στείλει «λάθος μηνύματα» για το είδος της διακυβέρνησης που κομίζει.
Κοινή πάντως είναι η πεποίθηση πως σε ό,τι αφορά της ευρωπαϊκές δημοσιονομικές «απαιτήσεις» έναντι της Ελλάδας τα πράγματα είναι προδιαγεγραμμένα, ανεξάρτητα από την τελική φόρμουλα που θα συμφωνηθεί. «Δεν μπορεί να γίνει τίποτε καλύτερο και τίποτε χειρότερο σε σχέση με αυτά που έχουμε ήδη δεσμευτεί» είναι η εμπεδωμένη άποψη. Οι προϋποθέσεις βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους είναι ο θεμελιώδης κανόνας και αυτές σηματοδοτούν την ουσιαστική παραμονή της χώρας σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας (όχι με την τυπική αλλά με την ουσιαστική έννοια) για αρκετές δεκαετίες ακόμη.
Ενώ το ευρωπαϊκό όριο για το δημοσιονομικό έλλειμμα θα παραμείνει στο 3% του ΑΕΠ, για την Ελλάδα το πραγματικό όριο είναι στην πράξη τουλάχιστον 0%, αν όχι ελαφρώς θετικό, επειδή θα παραμείνει για πολλές δεκαετίες ο βασικός κανόνας για την εξυπηρέτηση του χρέους: το πρωτογενές πλεόνασμα να καλύπτει τις ετήσιες δαπάνες για τόκους (ώστε «το χρέος να μην παράγει χρέος»). Η δαπάνη για τόκους θα κυμαίνεται για πολλά χρόνια ακόμη σε επίπεδα 2-2,5%, άρα και το πρωτογενές πλεόνασμα θα πρέπει να κυμαίνεται στα ίδια επίπεδα. Αυτό είναι το βασικό δημοσιονομικό «λουκέτο» για την Ελλάδα, ανεξάρτητα από τους όποιους δημοσιονομικούς κανόνες.
Η τακτική «κρυφτείτε πίσω από την Ιταλία» σχετίζεται επίσης με το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει σαφή πλεονεκτήματα όσον αφορά την εξυπηρέτηση του χρέους σε σχέση με την Ιταλία:
● Το ελληνικό χρέος αποκλιμακώνεται ραγδαία ως ποσοστό του ΑΕΠ και σύντομα θα βρεθεί κάτω από το ιταλικό, παρότι ξεκίνησε πολύ υψηλότερα.
● Σε αντίθεση με την Ιταλία, η Ελλάδα έχει μόνο μικρό μέρος του χρέους της στις αγορές (λιγότερο από 25% αυτή τη στιγμή - το υπόλοιπο είναι χρέος προς τον επίσημο τομέα), γεγονός που σημαίνει ότι δέχεται πολύ μικρότερες πιέσεις από τις αγορές.
● Η μέση διάρκεια του ελληνικού χρέους είναι 20 έτη (ενώ της Ιταλίας 7), που σημαίνει ότι έχει χαμηλές ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες, οι οποίες θα αυξάνονται σταδιακά αλλά με χαμηλούς ρυθμούς.
● Το ελληνικό χρέος προς τον επίσημο τομέα έχει «κλειδωθεί» με ετήσια δαπάνη τόκων μεσοσταθμικά περίπου στο 1,5%. Για ένα μικρό μέρος του (περί τα 25 δισ. ευρώ) έχει συμφωνηθεί αναβολή καταβολής τόκων μέχρι και το 2032. Στη συνέχεια η αναβληθείσα δαπάνη τόκων θα καταβληθεί σε 20 ισόποσες ετήσιες δόσεις μέχρι και το 2052.
Χρηματοδοτικές ανάγκες
Με αυτά τα δεδομένα το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας σε σχέση με την Ιταλία είναι το πολύ χαμηλότερο ετήσιο ύψος των μικτών χρηματοδοτικών αναγκών: κάτω από 15% του ΑΕΠ στην Ελλάδα – πάνω από 20% και με τάση προς το 25% για την Ιταλία. Με την κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και με τη διάθεση μεγάλου μέρους του «σκληρού μαξιλαριού» για το χρέος και τη «διαγραφή» χρέους (5 δισ. ευρώ περίπου για χρέος προς τις χώρες-μέλη και 5 δισ. ευρώ για έντοκα γραμμάτια) οι ετήσιες μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες θα μειωθούν ακόμη περισσότερο. Ολα αυτά βέβαια υπό την αίρεση ότι στην ευρωπαϊκή σύνοδο του Μαρτίου θα βγει «λευκός καπνός» - ή έστω όχι πολύ μαύρος...
■ Στο άρθρο με τίτλο «Ωρα μηδέν για το νέο Σύμφωνο της ευρωζώνης...» («Εφ.Συν.», 15/2/2023) εκ παραδρομής αναφέρθηκε ότι η πρόταση της Κομισιόν για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες προέβλεπε όριο χρέους 90% (αντί 60% που είναι το σωστό). Η παραδρομή αυτή δεν ανατρέπει κανέναν από τους βασικούς συλλογισμούς και επισημάνσεις του άρθρου.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας