«Η Φλώρινα ηλευθερώθη από τους δυνάστας της»
εφ. «Μακεδονία» (Θεσσαλονίκη) 6/9/1916
Αν η εμπλοκή της Ελλάδας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο έχει ελάχιστα μελετηθεί, εξίσου άνιση υπήρξε η ενασχόληση των ιστορικών με τις επιμέρους πτυχές αυτής της σύρραξης – σε σχέση ιδίως με το κεντρικό θέατρό της, το μακεδονικό μέτωπο.
Ενώ τα γεγονότα της Ανατολικής Μακεδονίας και οι συνέπειες της εκεί γερμανοβουλγαρικής κατοχής (1916-18) αποτέλεσαν εξαρχής αντικείμενο ειδικών μονογραφιών και εκθέσεων, για όσα συνέβησαν την ίδια ακριβώς περίοδο στη Δυτική Μακεδονία ο ερευνητής δεν διαθέτει παρά ελάχιστες δημοσιευμένες προσωπικές μαρτυρίες και αδημοσίευτο αρχειακό υλικό.
Η διαφορά αυτή δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί.
Σε αντίθεση με την κατοχή στα ανατολικά του Στρυμόνα, που μπορούσε εύκολα να ενταχθεί σε μια εθνική αφήγηση με ξεκάθαρους «εχθρούς» και «φίλους», όσα συνέβησαν δυτικότερα αποδεικνύεται αδύνατο να χωρέσουν σ’ ένα τέτοιο σχήμα.
Οχι μόνο το εθνολογικό τοπίο ήταν πολύ διαφορετικό, καθώς το πρώτο κύμα εθνοκαθάρσεων του 1912-13 ελάχιστα είχε θίξει τα παλιότερα πληθυσμιακά δεδομένα, αλλά και η συμπεριφορά των αντιμαχομένων εξελίχθηκε αρκετά διαφορετικά.
Τη χαρακτηριστικότερη απόδειξη επ’ αυτού την παρέχουν οι περιπέτειες της ακριτικής Φλώρινας τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1916.
Μια ιστορία που θα μας απασχολήσει σήμερα, με αφορμή την εκατοστή επέτειό της.
Τοπίο πριν από τη μάχη
Σύμφωνα με τις υπηρεσιακές στατιστικές του ελληνικού κράτους, ο νομός Φλώρινας-Καστοριάς κατοικούνταν το 1916 από περίπου 140.000 ανθρώπους: 110.000 χριστιανούς, 30.000 μουσουλμάνους και 1.500 Εβραίους.
Η μεγάλη πλειονότητα των χριστιανών (περίπου 80.000) ήταν σλαβόφωνοι, με κυριότερες εξαιρέσεις την πόλη της Καστοριάς και 14 ελληνόφωνα χωριά στο ΝΔ άκρο της επαρχίας της.
Μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους, το 72% των σλαβόφωνων χριστιανών (και 41% του συνολικού πληθυσμού) υπαγόταν εκκλησιαστικά στη Βουλγαρική Εξαρχία.
Η πόλη της Φλώρινας κατοικούνταν από περίπου 10.000 κατοίκους, κατά τα 2/3 μουσουλμάνους· οι χριστιανοί κάτοικοί της ήταν ως επί το πλείστον σλαβόφωνοι, με εξαίρεση 30 βλάχικες οικογένειες και 89 πρόσφυγες από τη Θράκη και τη Μ. Ασία που εγκαταστάθηκαν εκεί την προηγούμενη διετία.
Σε αντίθεση όμως με την ενδοχώρα, η πλειονότητα των ντόπιων χριστιανών ανήκε εδώ μέχρι το 1912 στο «ελληνικό κόμμα»: απόρρητες βουλγαρικές στατιστικές καταγράφουν το 1911-12 στην πόλη 2.540 «γρεκομανείς» έναντι 1.023 μόλις εξαρχικών.
Μετά την ενσωμάτωση της περιοχής στο Ελληνικό Βασίλειο, η πλειονότητα του πληθυσμού τάχθηκε με το μέρος των αντιβενιζελικών.
Αυτός ο προσανατολισμός εξηγείται εν μέρει από τους προϋπάρχοντες δεσμούς των στελεχών του τοπικού «ελληνικού κόμματος» με την επιφανή αθηναϊκή οικογένεια Δραγούμη, ένας γόνος της οποίας (ο Ιωάννης ή Ιων) συγκαταλέγεται μεταξύ των 8 αντιβενιζελικών βουλευτών του νομού (σε σύνολο 9) κατά τις πρώτες εκλογές του 1915.
Ως γνώστες ανθρώπων και πραγμάτων, τα στελέχη αυτά ήταν σε θέση να διαμεσολαβήσουν τα αιτήματα των «ημετέρων» στη διοίκηση, αλλά και να καλύψουν έναντι της νέας εξουσίας τους οπαδούς του πάλαι ποτέ «βουλγαρικού κόμματος».
Εξίσου καθοριστικά γι’ αυτή την αντιπολιτευτική ψήφο επέδρασε ωστόσο και η απογοήτευση από τη μεταπελευθερωτική πραγματικότητα, φαινόμενο που αποτυπώνεται έκδηλα στις απόρρητες υπηρεσιακές εκθέσεις της εποχής.
Ο ίδιος ο βενιζελικός γενικός διοικητής Δυτικής Μακεδονίας, Ιωάννης Ηλιάκης, παραδέχτηκε ενδοϋπηρεσιακά το 1918 ότι διοικούσε «πληθυσμόν μη γνωρίσαντα τα αγαθά της ελευθερίας, τον οποίον μετά την λεγομένην απελευθέρωσιν λυμαίνεται το μαστίγιον του Ελληνος χωροφύλακος ή ο εκβιασμός του υπαλλήλου, τον οποίον έστειλε εδώ το Κράτος».
Στην αντίπερα πολιτική όχθη αλλά στο ίδιο μήκος κύματος, ο Ιων Δραγούμης καταγράφει πάλι κατ’ ιδίαν το φθινόπωρο του 1915 «τις πληγές της διοίκησης και της κακοδιοίκησης, τις χωροφυλακίστικες παλιανθρωπιές και αναξιοπρέπειες» που κυριαρχούν στη σλαβόφωνη ύπαιθρο («Φύλλα Ημερολογίου», τ.Ε', Αθήνα 1986, σ. 115).
Τα πρώτα σύννεφα
Μετά την απόβαση των στρατευμάτων της Αντάντ στη Θεσσαλονίκη, τον Οκτώβριο του 1915, η Φλώρινα και τα περίχωρά της θα εμπλακούν σταδιακά στη δίνη του ευρωπαϊκού πολέμου.
◾ Στα τέλη της χρονιάς, ένα κύμα προσφύγων καταφτάνει από το γειτονικό Μοναστήρι, μετά την κατάληψη του τελευταίου από τον βουλγαρικό στρατό.
Ανάμεσά τους ουκ ολίγα στελέχη της πάλαι ποτέ ελληνικής παράταξης, πολλά από τα οποία μετά το 1913 είχαν επανδρώσει τη νεοσύστατη σερβική διοίκηση.
◾ Το Φλεβάρη του 1916, αγγλική μονάδα εγκαθίσταται στο χωριό Εξισού (σημ. Ξινό Νερό) για τον έλεγχο της σιδηροδρομικής γραμμής και επιβάλλει έλεγχο στη μεταφορά τροφίμων.
Οι συνακόλουθες ελλείψεις και οι συνέπειές τους καταγράφονται το επόμενο δίμηνο στον τοπικό Τύπο: εκτίναξη τιμών, επιτάξεις, μαύρη αγορά...
◾ Τον Απρίλιο, γαλλική στρατιωτική μονάδα πραγματοποιεί επιδρομή στην πόλη, κόβει τα τηλεγραφικά σύρματα και συλλαμβάνει 12 άτομα.
◾ Το Μάιο-Ιούνιο, στην πόλη καταφτάνει κλιμάκιο της γαλλικής στρατιωτικής Ασφάλειας.
Επικεφαλής, σύμφωνα με μεταγενέστερη έκθεση του αστυνομικού διευθυντή Πλατή (5/10), είναι κάποιος Κινέ (Quinet)· «περιστοιχιζόμενος υπό ραδιούργων και κακοβούλων κατοίκων», διαβάζουμε, «ουχί σπανίως εγένετο όργανον αυτών, ούτω δε κατέστειλε και κατέθλιβε δι’ αδικαιολογήτων μέσων και ενεργειών και τους μάλλον ευμενώς διακειμένους προς το ευγενές και γενναίον Γαλλικόν έθνος».
Πανταχού παρόν στις ελληνικές αφηγήσεις της εποχής, το όνομα του Κινέ απουσιάζει ωστόσο από τους καταλόγους στελεχών που καταγράφονται στα «ημερολόγια επιχειρήσεων» της γαλλικής υπηρεσίας.
Από ανταπόκριση της αντιβενιζελικής «Πολιτικής Επιθεωρήσεως» (23/7/1916, σ. 1.039) διαπιστώνουμε πως επρόκειτο για «Φραγκολεβαντίνο» πολίτη που περιγράφεται ως ακραιφνής βενιζελικός, στον οποίο το γαλλικό στρατηγείο είχε χορηγήσει το μονοπώλιο της μεταφοράς αποικιακών ειδών στη Φλώρινα.
◾ Τον Ιούλιο, σερβικά στρατεύματα κατέλαβαν την πόλη, κόβοντας κάθε επικοινωνία της με τη Θεσσαλονίκη.
Εν αναμονή γενικής επίθεσης της Αντάντ, το κλιμάκιο της γαλλικής Ασφάλειας ενισχύθηκε με 20 Κρητικούς εθελοντές, πρώην χωροφύλακες.
Ακολούθησε στις 30 Ιουλίου η εκδίωξη της ελληνικής χωροφυλακής, που μεταφέρθηκε στο Σόροβιτς (νυν Αμύνταιο)· παρόμοια εκτόπιση υπέστησαν και οι σταθμοί των χωριών Κλέστινα (νυν Κλεινές), Μπάνιτσα (νυν Βεύη) και Βοσταράνη (νυν Μελίτη).
Η βουλγαρική κατοχή
Τρεις μέρες πριν από την προγραμματισμένη επίθεση της Αντάντ, τα γερμανοβουλγαρικά στρατεύματα εισέβαλαν στις 4 Αυγούστου στο ελληνικό έδαφος.
Το ίδιο απόγευμα κατέλαβαν τη Φλώρινα και στις 9 Αυγούστου την Καστοριά.
Από τη σύγχρονη βουλγαρική ιστοριογραφία, η προέλαση αυτή περιγράφεται ως «απελευθέρωση» 2.500 τετραγωνικών χιλιομέτρων «αλύτρωτου» εθνικού εδάφους (Иван Петров, Войната в Македония, 1915-1918, Σόφια 2008, σ. 73).
Στην πραγματικότητα, καθώς η βασιλική κυβέρνηση της Αθήνας ήταν επίσημα ουδέτερη κι επί της ουσίας θετικά διακείμενη προς το Βερολίνο, η «απελευθέρωση» αυτή παρέμεινε θεσμικά ημιτελής: όχι μόνο οι ελληνικές αρχές διατηρήθηκαν στη θέση τους αλλά και η χωροφυλακή (που οι Γάλλοι είχαν απομακρύνει) επανήλθε στις 20 Αυγούστου, μαζί μ’ έναν λόχο ελληνικού στρατού.
«Η μέχρι τούδε διαγωγή του Βουλγαρικού Στρατού απέναντι των πολιτών και αυτών ακόμη των Βουλγαροφρόνων δύναταί τις να είπη ότι είναι αρίστη, διότι εις πολλά χωρία συνέστησαν εις τους Βουλγαρόφρονας κατοίκους να μη υποδέχονται αυτούς ενθουσιωδώς και να καταφεύγουν διά παν παράπονόν των εις τας Ελληνικάς αρχάς», διαβάζουμε σε έκθεση του αστυνομικού υποδιευθυντή Καστοριάς, Σταυριανουδάκη, προς το Αρχηγείο Χωροφυλακής (18.8.1916).
Τα ίδια ακριβώς αναφέρει και ο έπαρχος Σταμάτιος Σταματίου (12.8.1916), με τη διευκρίνιση πως οι εισβολείς ξεκαθαρίζουν στους χωρικούς «ότι μετά την καταδίωξιν των Σέρβων θα εκκενώσωσι την χώραν, ήτις θα μείνη Ελληνική κ.λπ.» (Αρχείο ΥΠΕΞ, φ. 1916/Α/1).
Χάρη στη συνεργασία των δυο πλευρών, στα αστικά κέντρα η τάξη διατηρήθηκε σε μεγάλο βαθμό.
«Κατά την διάρκειαν της υπό των Βουλγάρων κατοχής», εξηγεί στον υπηρεσιακό απολογισμό του ο αστυνομικής διευθυντής Φλώρινας, Νικόλαος Πλατής (9/10/1916), «απηγορεύετο η κυκλοφορία ιδιωτών άνευ αδείας, ουδέν δε σοβαρόν συνέβη εν Φλωρίνη, μόνον τα έπιπλα του δικηγόρου κ. Μακρή διηρπάγησαν αλλ’ επεστράφησαν τη επεμβάσει των αρχών» (Αρχείο Ν. Πλατή [ΕΛΙΑ], φ. 8.3).
Αλλά και στην Καστοριά, ο έπαρχος αναφέρει λακωνικά πως «επάταξε εγκαίρως» τα «κακοποιά και λωποδυτικά στοιχεία» που «αναφαίνονται» σε τέτοιες περιστάσεις.
Διαφορετική κατάσταση επικράτησε στην ύπαιθρο, όπου η έκθεση Πλατή μνημονεύει απροσδιόριστες «διαρπαγάς και λεηλασίας υπό Βουλγάρων χωρικών και κομιτατζήδων», μαζί με τον φόνο ενός χωροφύλακα κι ενός δασκάλου στο χωριό Κουτσκόβενι (σημ. Πέρασμα).
Πρώην μακεδονομάχοι και ιστορικά στελέχη του «ελληνικού κόμματος» φρόντισαν επίσης καλού-κακού να καταφύγουν σε ασφαλέστερα μέρη: «Οι περισσότεροι των ημετέρων ιερέων, παρέδρων, διδασκάλων και προκρίτων παραμένουσιν εις Καστορίαν, δυσκόλως πειθόμενοι να επανέλθουν εις τα χωρία των», αναφέρει στις 12/8 ο έπαρχος.
Ακόμη πιο εύγλωττη είναι η αδημοσίευτη αφήγηση του μακεδονομάχου καπετάν Στέφου, η περίπτωση του οποίου θα μας απασχολήσει αναλυτικά παρακάτω, για την εσπευσμένη φυγή του από τη Φλώρινα στη Θεσσαλονίκη μέσω Καστοριάς: διασχίζοντας το Βίτσι, αυτός και οι ένοπλοι σύντροφοί του (ανάμεσά τους και ο Κινέ) εφοδιάζονται με τρόφιμα και άλογα διά της βίας, απειλώντας ή ξυλοκοπώντας τους χωρικούς που συναντούν.
Ο μητροπολίτης Φλωρίνης Πολύκαρπος, πάλι, εγκατέλειψε μεν στα τέλη Αυγούστου το ποίμνιό του για την ασφαλέστερη Τσαρίτσανη, θα εκφράσει όμως δημόσια την ευγνωμοσύνη του προς τους Βουλγάρους, που «παρηκολούθουν αυτόν παντού όπου διήλθε, ίνα μη κακοποιηθή υπό των Σέρβων και αποδοθή τούτο εις αυτούς» («Εμπρός», 25/8/1916).
Παρά την επίσημη «αυτοσυγκράτηση» των εισβολέων, ένα μέρος της σλαβόφωνης υπαίθρου έσπευσε να τους υποδεχθεί με πανηγυρισμούς.
«Οι χωρικοί δυσκόλως συγκρατώνται», διαπιστώνει στις 12/8 ο έπαρχος Σταματίου.
«Εκτός εξάλλως ενθουσιωδών υποδοχών χωρίων Αποσκέπου, Δρανιτσόβου, Σμαρδές, Κωστενετσίου, Ζαγοριστάνης, Γκαμπρές, Μπρεσνίσης, Στάτιτσας και άλλων, κατά τας οποίας ησπάζοντο τα γυναικόπαιδα τους πόδας των Βουλγάρων ιππέων, εις το χωρίον Ζαγορίτσανη απηγορεύθη και η μνημόνευσις του ονόματος της Α.Μ. του βασιλέως εις την εκκλησίαν, εις δε την Στάτιτσαν και Δρανίτση και Μπορδιβίτσαν εμνημονεύθη αντί της Α.Μ. του βασιλέως μας ο Φερδινάνδος. Εις όλα αυτά η λειτουργία έγινε βουλγαριστί, εις δε το χωρίον Τσερνόλιστα ανηρτήθη πανηγυρικώς η εικών του Κυρίλλου και Μεθοδίου υπό των χωρικών» (όπ.π.).
Για την επισφαλή ισορροπία των ημερών, αποκαλυπτικά είναι όσα παραθέτει στη δική του έκθεση ο αστυνομικός υποδιευθυντής.
Στην τελευταία π.χ. περίπτωση, ο «βουλγαρόφρων μυλωθρός» που κατονομάζεται ως πρωταίτιος της ανάρτησης των εικόνων των Κυρίλλου και Μεθοδίου (με τη δήλωση «ήλθε καιρός να δοξασθήτε και σεις») διώχθηκε ποινικά «καθόσον δεν κατορθώθη η σύλληψίς του».
Ορισμένες φορές, οι ίδιοι οι Βούλγαροι στρατιωτικοί επέβαλαν τη συμβολική αποκατάσταση της ελληνικής κυριαρχίας –υποχρεώνοντας λ.χ. τους κατοίκους του Ντόλνο Ντρανόβενι (σημ. Κάτω Κρανιώνας) να ξανασηκώσουν τη γαλανόλευκη που κατέστρεψε ένας συγχωριανός τους.
Από την άλλη, δεν λείπουν περιστατικά υπόγειας ενθάρρυνσης της «απείθειας» των χωρικών, αλλά και μια θεαματική ενέργεια: η «θεατρική επίδειξις εις Καστορίαν 170 Βουλγάρων ιππέων ανθοστεφανωμένων, και αυτών και των ίππων του, από χωρικούς του Αποσκέπου».
Η σημαντικότερη «αντικρατική» εκδήλωση των ημερών δεν είχε όμως εθνικό, αλλά κοινωνικό χαρακτήρα: «εις πολλά χωρία», αναφέρει στις 18/8 ο Σταυριανουδάκης, «οι κάτοικοι δυστροπούν να υποδείξουν εις τους ενοικιαστάς της δεκάτης τα σιτηρά των προς καταγραφήν, λέγοντες ότι θα πράξωσι τούτο μετά τον εκκαθαρισμόν της καταστάσεως».
Η παραδοσιακή αντίθεση πόλης-υπαίθρου εκφράστηκε εντονότερα στην Καστοριά, όπου ο έπαρχος δεν ανησυχούσε τόσο για την ξένη στρατιωτική παρουσία όσο για ενδεχόμενη επιδρομή «των εξεγερθέντων χωρικών και επερχομένων κομιτατζήδων».
Στη Φλώρινα, αντίθετα, οι παραδοσιακά καλές σχέσεις με τα χωριά δεν άφησαν περιθώρια για τέτοιες υπόνοιες.
«Απελευθέρωση» και λεηλασία
Ο αληθινός πόλεμος έφτασε στην περιοχή στις 30 Αυγούστου, με τη γενική επίθεση της Αντάντ σε όλο το μέτωπο.
Η Καστοριά εκκενώθηκε την επομένη και στις 4 Σεπτεμβρίου τα γαλλικά στρατεύματα κατέλαβαν με μάχη τη Φλώρινα.
Μια μέρα νωρίτερα, η ελληνική φρουρά είχε μεταφερθεί στο Μοναστήρι, με εξαίρεση 24 στρατιώτες και χωροφύλακες που αφέθηκαν πίσω «διά την ασφάλειαν της πόλεως».
Τούτη τη φορά, η αλλαγή κατακτητή δεν υπήρξε όμως καθόλου ανώδυνη: η Φλώρινα μετατράπηκε για περίπου δύο βδομάδες σε πεδίο μάχης, με τους Γερμανοβουλγάρους ταμπουρωμένους στο βουνό που δεσπόζει στο βόρειο άκρο της, τους Γάλλους στα νοτιοδυτικά υψώματα και τους κατοίκους χωμένους στα υπόγεια των σπιτιών, να παρακολουθούν έντρομοι και πεινασμένοι τις οβίδες που πηγαινοέρχονταν πάνω από τα κεφάλια τους.
«Σωροί τα πτώματα ολούθε, λες κι έφθασε η συντέλεια του κόσμου!» θυμάται χαρακτηριστικά ένα παιδί της εποχής (Νίκλης 1968, σ. 39).
Στις 6 Σεπτεμβρίου επέστρεψε στην πόλη και ο καπετάν Στέφος Γρηγορίου, επικεφαλής ενός άτακτου σώματος 150 ανδρών («Ελλήνων κομιτατζήδων», κατά τα γαλλικά αρχεία).
Σύμφωνα με τα απομνημονεύματά του, το σώμα συγκροτήθηκε στη Θεσσαλονίκη βάσει συμφωνίας με τον ασφαλίτη Κινέ και τον διευθυντή του Α2 της γαλλικής στρατιάς, λοχαγό Ματιέ, με σκοπό:
(α) την καταδίωξη των κομιτατζήδων,
(β) την παρενόχληση των μετόπισθεν του εχθρού «κατά το δυνατόν», και
(γ) «να επιδράση εις τα πολιτικά φρονήματα των κατοίκων υπέρ των Φιλελευθέρων Αρχών».
Οι Γάλλοι παρείχαν τον οπλισμό, τις στολές και τους μισθούς: 60 φράγκα τον μήνα για τους απλούς αντάρτες και 100-200 για τους επικεφαλής.
Ως «αντάρτες» στρατολογήθηκαν παλιοί μακεδονομάχοι και άλλοι επαγγελματίες πολεμιστές, χριστιανοί και μουσουλμάνοι.
Αμέσως μετά την άφιξή του στη Φλώρινα, το σώμα έπιασε δουλειά τουφεκίζοντας με συνοπτικές διαδικασίες όσους θεωρούσε «υπόπτους» συνεργασίας με τον εχθρό ή απλώς φιλοβουλγάρους.
Ηδη από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων, ο καπετάν Στέφος είχε εισηγηθεί στους τότε προϊσταμένους του ένα σχέδιο δολοφονιών στα χωριά, με σκοπό «την ησύχασιν του τόπου από τα καθάρματα της βουλγαρικής προπαγάνδας»· και τότε μεν δεν εισακούστηκε, εξηγεί, όμως «τώρα που μου είχε δοθεί η ευκαιρία, ήθελα να το εφαρμόσω».
Μεταξύ άλλων, γράφει, πυρπόλησε τον Απόσκεπο (εκτός από «οικίας τινάς ανηκούσας εις Ελληνας»), τουφέκισε 11 χωρικούς στην Τίρσια (σημ. Τρίβουνο), άλλους 2 στην Οστιμα (σημ. Τρίγωνο) κι έναν απροσδιόριστο αριθμό στη Φλώρινα και σε διάφορα άλλα χωριά· έκαψε επίσης σπίτια «κομιτατζήδων» στο Ζέλοβο (νυν Ανταρτικό), την Οστιμα, το Τίρνοβο (σημ. Πράσινο) και το Βάμπελ (μετέπειτα Μοσχοχώρι).
«Ο Θεός και η ψυχή του, καθώς και οι ψυχές των θυμάτων μόνον ξέρουν εάν αληθινά τόσο φοβερά και τρομερά πράγματα τους εβάρυναν», παραδέχεται σιβυλλικά ο βιογράφος και πολιτικός πάτρωνάς του, Γεώργιος Μόδης («Μακεδονικός αγών και μακεδόνες αρχηγοί», σ. 241).
Αποκορύφωμα αυτής της δραστηριότητας υπήρξε η εκκένωση και οργανωμένη λεηλασία της Φλώρινας.
Στις 9 Σεπτεμβρίου, διαβάζουμε στην έκθεση του τοπικού αστυνομικού διευθυντή, «οι Τούρκοι κάτοικοι Φλωρίνης, καθ’ ο ύποπτοι, διετάχθησαν υπό των Γαλλικών Αρχών να φύγωσι. Οι πλείστοι τούτων συνεκεντρώθησαν εις τι τζαμίον και εκρατήθησαν καθ’ όλην την νύκτα υπό του υπό τον οπλαρχηγόν Στέφον Γρηγορίου ανταρτικού σώματος. Κατά την νύκτα ταύτην όλαι αι Τουρκικαί οικίαι ελεηλατήθησαν υπό των ανταρτών».
Την επομένη ο Στέφος με τους άνδρες του και τον δήμαρχο Γεώργιο Λουκά «περιέτρεχον τας οδούς και τας οικίας και συνίστων την εκκένωσιν της πόλεως μέχρι της 4ης μ.μ., τουθ’ όπερ και εγένετο».
Τη μεθεπομένη «εξεδιώχθησαν και οι εναπομείναντες, πλην τινων συνεννοηθέντων μετά των ανταρτών» για το πλιάτσικο, «μεταξύ των οποίων και τινες γυναίκες».
Ακολούθησε «γενική λεηλασία και διαρπαγή των οικιών, καταστημάτων και αποθηκών και ουδέν σχεδόν απέμεινε. Φορτία ολόκληρα 200-300 κλοπιμαίων εφορτώθησαν και ωδηγήθησαν παρά των ανταρτών προς Κοζάνην, Κλεισούραν, Μπογατσικό, Καστορίαν και Μπλάτσι»· πέντε απ’ αυτά μετέφερε «προς άγνωστον διεύθυνσιν» ο γραμματέας της Νομαρχίας Πονηρίδης, «πλείστα δε ωδηγήθησαν εις Κοζάνην υπό της συζύγου» του Στέφου.
Η αστυνομική αυτή περιγραφή επιβεβαιώνεται από δύο μαρτυρίες τοπικών προσωπικοτήτων: του καθηγητή Γερμανού Χρηστίδη, προσωρινού αντικαταστάτη τότε του μητροπολίτη, και του πολιτευτή Γεωργίου Τζώρτζη, μετέπειτα βενιζελικού βουλευτή και επάρχου του ΕΑΜ κατά την απελευθέρωση.
«Η Φλώρινα ήτο εκτεθειμένη εις φρικώδη λεηλασίαν υπό των συμμαχικών στρατευμάτων, ιδία των Ρώσων και των Γάλλων, ου μην αλλά και των ημετέρων, των παληκαριών του αειμνήστου Μακεδονομάχου καπετάν Στέφου Γρηγορίου», σημειώνει ο πρώτος, προσθέτοντας πως «εις την λεηλασίαν έλαβον μέρος και όσοι εκ των κατοίκων ετόλμησαν να παραμείνουν, παρά την αυστηράν διαταγήν του Στρατηγείου να εκκενωθεί η πόλις».
Διευκρινίζει, μάλιστα, ότι «τα πολυτιμότερα» κλοπιμαία «εφυγαδεύθησαν υπό των ανταρτών», ενώ «κλινοσκεπάσματα κ.λπ. ευρίσκοντο εντός της πόλεως, διαρπαγέντα υπό των γειτόνων» («Αριστοτέλης», τχ. 56, 1966, σ. 40-41).
Ο δεύτερος υπενθυμίζει πάλι λακωνικά ότι, μετά την αναγκαστική εκκένωσή της, «η πόλις υπέστη ζημίας από την διαρπαγήν η οποία εγένετο υπό ατάκτων ενόπλων ομάδων συνεργαζομένων με τον Γαλλικόν στρατόν» καθώς «πολλά καταστήματα και οικίαι ελεηλατήθησαν και πλήρης αναρχία επεκράτησεν επί πολλάς ημέρας» (Τζώρτζης 1954, σ. 52).
Αρχικά, υποστηρίζει ο Χρηστίδης, το επιτελείο της Αντάντ είχε αποφασίσει την πυρπόληση της πόλης «απ’ άκρου εις άκρον», ως αντίποινα για τον «φιλογερμανισμό» της.
Μόνο μετά από παράσταση του ίδιου, του δημάρχου και του γαλλομαθούς γιατρού Αριστοτέλη Ματλή, το κατασταλτικό αυτό μέτρο μετριάστηκε σε «προσωρινή» εκκένωση (όπ.π., σ. 40).
Η μοίρα των εκτοπισθέντων, όσων ιδίως στερούνταν τα μέσα για να απομακρυνθούν σε ασφαλέστερους τόπους, δεν ήταν καθόλου αξιοζήλευτη.
Περίπου χίλιες οικογένειες κατέφυγαν στην Κοζάνη και τα περίχωρά της – συνωστισμένες σε αποθήκες και χοιροστάσια, κάτω από άθλιες συνθήκες επισιτισμού και υγιεινής, με τους πιο ηλικιωμένους να πεθαίνουν από το κρύο, την πείνα και τις αρρώστιες.
Θα επιστρέψουν στη Φλώρινα ύστερα από κάμποσες εβδομάδες και, για πολλούς απ’ αυτούς, η επιβίωση θα εξαρτηθεί στο εξής από τα συσσίτια του στρατού κατοχής, την επαιτεία των παιδιών ή τη δουλειά στα έργα του γαλλικού μηχανικού.
Ακόμη και οι πιο προνομιούχοι υποβάλλονταν πάντως σε ασφυκτικό έλεγχο των κινήσεών τους, με τον διαρκή φόβο κάποιας κατάδοσης από τους χαφιέδες της γαλλικής Ασφάλειας ή από τις προστατευόμενες των Γάλλων αξιωματικών που παρέμειναν στην πόλη.
Κάθαρση και αποκατάσταση
Η επιστροφή σε κάποιου είδους κανονικότητα προϋπέθετε, ωστόσο, τη στοιχειώδη εκκαθάριση όσων εκτέθηκαν ιδιαίτερα κατά το προηγούμενο διάστημα.
Μια «Επιτροπή της Εθνικής Αμύνης» που εγκαταστάθηκε στη Φλώρινα στα τέλη Σεπτεμβρίου, με επικεφαλής τον πάλαι ποτέ μακεδονομάχο Τέγο Σαπουντζή, ανέλαβε να αποκαταστήσει την τάξη εξουδετερώνοντας τους ανεξέλεγκτους αντάρτες του καπετάν Στέφου.
Μέσα στον Οκτώβριο το σώμα του τελευταίου διαλύθηκε, ο δε ίδιος «συνελήφθη και, αφού εξυλοκοπήθη, απεστάλη δέσμιος εις Θεσσαλονίκην» («Εμπρός», 18.10.1916).
Οι άντρες του, πάλι, ύστερα από συνεννόηση της χωροφυλακής με τον Κινέ, χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες: όσοι ενέχονταν «εις εγκληματικάς πράξεις» έπρεπε να συλληφθούν και «τα εις χείρας των ευρεθέντα χρήματα κ.λπ.» να κατασχεθούν, οι δε υπόλοιποι να σταλούν «εις την Γαλλικήν Αστυνομίαν προς λήψιν των μισθοδοσιών των, αν έχουσι λαμβάνειν».
Μικτές ομάδες χωροφυλάκων και πολιτών άρχισαν ταυτόχρονα έρευνες στα σπίτια για τον εντοπισμό των κλοπιμαίων και τη μεταφορά τους στο κεντρικό τζαμί, για αναγνώριση και παραλαβή από τους ιδιοκτήτες.
Οι έρευνες επεκτάθηκαν και σε γειτονικά χωριά, με εντυπωσιακά ενίοτε αποτελέσματα: σ’ ένα σπίτι του Μαχαλά (σημ. Τροπαιούχος) βρέθηκαν λ.χ. δέκα βαλίτσες με 468 αντικείμενα κάθε λογής, από «γυναικεία κτένια» και «αρχαία νομίσματα» μέχρι «κουβαρίστρες μαύρες ραπτομηχανής εν είδει φυσιγγίων».
Ο καπετάν Στέφος είχε φυσικά κάθε λόγο να μην είναι ιδιαίτερα ευχαριστημένος.
Στις φυλακές της Θεσσαλονίκης υπαγόρευσε τα απομνημονεύματά του για την «διαφώτισιν της κοινής γνώμης», υπενθυμίζοντας τις εθνικές δάφνες του κι εκφράζοντας την αγανάκτησή του για τη μεταχείριση που του επιφυλάχθηκε «όλως αδίκως».
Αντιμέτωπος με σωρεία κατηγοριών, ως «ο κυρίως αυτουργός διά την λεηλασίαν της Φλωρίνης», παραδέχεται μεν στις αναμνήσεις του πως οι υφιστάμενοί του παρεκτράπηκαν (και πως «η πόλις ελεηλατήθη τελείως»), αποδίδει όμως τη δίωξή του σε... εβραϊκή συνωμοσία – για την ακρίβεια, σε συμπαιγνία του Τέγου Σαπουντζή με «πολλούς Ισραηλίτας» που «είχον έρθει εις την Φλώριναν και διεξήγαγον λαθρεμπόριον με τους Βουλγάρους».
Οσο για τα έκτροπα, ήταν απλώς αναμενόμενα: «Οταν παρεκτρέπονται Ευρωπαϊκοί Στρατοί με πειθαρχίαν, τελείως οργανωμένοι και πολιτισμένοι όπως οι Γερμανοί, οι Γάλλοι, οι Αυστριακοί, από εμένα τι επερίμενον;».
Με το ίδιο προφανώς σκεπτικό, τα δικαστήρια της Βέροιας, της Εδεσσας και της Θεσσαλονίκης θα τον απαλλάξουν μεταπολεμικά από κάθε κατηγορία.
Ατιμώρητος έμεινε και για την «αυτοκτονία» της Ρωσίδας συζύγου του με το περίστροφό του, παρόλο που, όπως σημειώνει διακριτικά ο υμνητής και βιογράφος του, «εκυκλοφόρησε η απίθανη διάδοσις ότι αυτός την σκότωσε» (Μόδης, όπ.π., σ. 243).
Πολύ σύντομα, άλλωστε, «η περιφέρεια της Φλώρινας ξαναχρειάστηκε τις υπηρεσίες του» (όπ.π., σ. 244), όταν το 1925 κάποια χωριά ζήτησαν να αναγνωριστούν ως σερβική μειονότητα· όπως κυνικά εξηγεί σε μεταγενέστερη έκθεσή του ο νομάρχης Βασίλειος Μπάλκος, «ο βούρδουλας του καπετάν Στέφου (άλλοτε οπλαρχηγού, ήδη υπολοχαγού) έσωσε την κατάστασιν».
Τα κατορθώματά του, είτε ως αποσπασματάρχη είτε ως επιστάτη του αναπαλλοτρίωτου τσιφλικιού της Αχλάδας, δεν θα πάψουν σ’ όλο τον Μεσοπόλεμο να απασχολούν τον τοπικό αλλά και τον αθηναϊκό Τύπο.
Ωσπου, την άνοιξη του 1943, ο παλιός οπλαρχηγός εκτελέστηκε μαζί με τον εύελπι γιο του από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ.
Η πολιτεία, πάντως, δεν τον ξέχασε: η προτομή του εξακολουθεί μέχρι σήμερα να κοσμεί το κέντρο της Φλώρινας.
Εναν αιώνα μετά, δεν υπάρχει άλλωστε κανείς στην πόλη που να θυμάται από πρώτο χέρι πως ο τιμώμενος οπλαρχηγός την είχε κάποτε αγρίως λεηλατήσει...
Διαβάστε
► Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον Πρώτον Παγκόσμιον πόλεμον 1914-1918. τ.Α'. Η Ελλάς και ο πόλεμος εις τα Βαλκάνια (Εν Αθήναις 1958).
Η επίσημη στρατιωτική ιστορία για τα γεγονότα. Παρά την εμφανή προσπάθεια να κρατηθούν οι ισορροπίες μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών, η εκκένωση της Φλώρινας αποσιωπάται πλήρως.
► État-Major de l’Armée - Service Historique, Les armées françaises dans la Grande Guerre, τ.VIII/2 (Παρίσι 1933, εκδ. Imprimerie Nationale).
Η επίσημη γαλλική στρατιωτική ιστορία για τις πολεμικές επιχειρήσεις στο μακεδονικό μέτωπο μεταξύ Αυγούστου 1916 και Απριλίου 1918. Λεπτομερής περιγραφή των επιχειρήσεων του 1916 στην περιοχή της Φλώρινας, με πλήρη όμως και εδώ αποσιώπηση της αναγκαστικής εκκένωσης της πόλης.
► Γερμανός Χρηστίδης, «Αναμνήσεις εκ του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου» (περ. Αριστοτέλης, 56 (1966), σ. 39-40).
Τα απομνημονεύματα ενός θεολόγου, τοπικού εθνικού παράγοντα και αντιπροσώπου τότε του (απόντος) μητροπολίτη, για τη βουλγαρική και γαλλική κατοχή της Φλώρινας.
► Κώστας Νίκλης, «Ο δρόμος της προσφυγιάς. Ενας φλωρινιώτης θυμάται» (περ. Αριστοτέλης, 71-72 [1968], σ. 37-40) και «Η Φλώρινα υπό την κηδεμονία των Γάλλων» (περ. Αριστοτέλης, 73-74 [1969], σ. 43-48).
Αναμνήσεις ενός παιδιού της εποχής από τη μάχη της Φλώρινας, την αναγκαστική εκκένωση της πόλης και όσα ακολούθησαν.
► Γεώργιος Τζώρτζης, «Η Φλώρινα. Ιστορία και αγώνες», στο συλλογικό Φλώρινα. Η ακριτική εθνική σκοπιά (Φλώρινα 1954, εκδ. εφημερίδας «Εθνος»), σ. 44-70.
Σκιαγράφηση της νεότερης ιστορίας της πόλης από έναν βενιζελικό βουλευτή της. Συνοπτική αναφορά στη λεηλασία του 1916.
► Γεώργιος Μόδης, Μακεδονικός αγών και μακεδόνες αρχηγοί (Θεσσαλονίκη 1950, εκδ. Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών).
Εθνικά ορθές εξιδανικευτικές βιογραφίες ντόπιων μακεδονομάχων από τον γνωστό Μοναστηριώτη πολιτικό και συγγραφέα. Η αγιογραφία του καπετάν Στέφου (σ. 216-248) βασίζεται κυρίως στα αδημοσίευτα απομνημονεύματα του ίδιου.
► Τάσος Κωστόπουλος, «“Η Μακεδονία κάτω από το ζυγό της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας”: Ενα ρεπορτάζ του “Ριζοσπάστη” στις σλαβόφωνες περιοχές (1933)» (περ. Αρχειοτάξιο, 11 [2009], σ. 6-36).
Η άλλη όψη της εθνικής δραστηριότητας του καπετάν Στέφου, όπως την κατέγραψαν τα εμπεριστατωμένα μεσοπολεμικά ρεπορτάζ του δημοσιογραφικού οργάνου του ΚΚΕ.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας