Αθήνα, 21°C
Αθήνα
Αυξημένες νεφώσεις
21°C
20.6° 20.2°
2 BF
63%
Θεσσαλονίκη
Ελαφρές νεφώσεις
21°C
22.0° 19.2°
3 BF
61%
Πάτρα
Σποραδικές νεφώσεις
19°C
20.5° 19.4°
2 BF
75%
Ιωάννινα
Ελαφρές νεφώσεις
18°C
17.9° 17.9°
1 BF
63%
Αλεξανδρούπολη
Ελαφρές νεφώσεις
18°C
17.9° 17.9°
3 BF
63%
Βέροια
Αυξημένες νεφώσεις
20°C
20.4° 20.4°
1 BF
67%
Κοζάνη
Σποραδικές νεφώσεις
15°C
15.4° 15.4°
0 BF
77%
Αγρίνιο
Αυξημένες νεφώσεις
21°C
20.9° 20.9°
2 BF
62%
Ηράκλειο
Σποραδικές νεφώσεις
22°C
21.8° 20.8°
3 BF
64%
Μυτιλήνη
Ελαφρές νεφώσεις
16°C
17.9° 16.0°
2 BF
68%
Ερμούπολη
Σποραδικές νεφώσεις
19°C
19.4° 19.4°
5 BF
63%
Σκόπελος
Αυξημένες νεφώσεις
21°C
21.3° 21.3°
2 BF
67%
Κεφαλονιά
Σποραδικές νεφώσεις
19°C
18.9° 18.9°
3 BF
82%
Λάρισα
Σποραδικές νεφώσεις
22°C
21.9° 21.9°
1 BF
53%
Λαμία
Αυξημένες νεφώσεις
23°C
22.7° 20.6°
1 BF
48%
Ρόδος
Σποραδικές νεφώσεις
21°C
21.0° 19.8°
4 BF
81%
Χαλκίδα
Σποραδικές νεφώσεις
22°C
21.8° 21.8°
2 BF
49%
Καβάλα
Σποραδικές νεφώσεις
19°C
19.3° 19.3°
3 BF
56%
Κατερίνη
Αυξημένες νεφώσεις
21°C
21.4° 21.4°
2 BF
66%
Καστοριά
Αυξημένες νεφώσεις
19°C
18.5° 18.5°
0 BF
67%
ΜΕΝΟΥ
Πέμπτη, 24 Απριλίου, 2025
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ρωσικό τρίπτυχο του 17ου αι. (Μουσείο Μπενάκη)

Ρωσικές εικόνες στην Ελλάδα

Οι πολυάριθμες ρωσικές εικόνες και τα λειτουργικά σκεύη που φυλάσσονται σε μοναστήρια, εκκλησίες και μουσεία στην Ελλάδα αποτελούν σημαντικό αλλά άγνωστο τεκμήριο, τόσο για την ιστορία της θρησκευτικής τέχνης της πρώιμης νεότερης εποχής όσο και για την εξέλιξη των πολιτιστικών επαφών και πολιτικών σχέσεων της Ρωσίας με τα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο από τα μέσα του 16ου ώς τις αρχές του 20ού αιώνα. Η διάδοση και η υποδοχή τους από τις ελληνικές κοινότητες και τα εκκλησιαστικά κέντρα των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου αποτελούν ένα ιδιαίτερο φαινόμενο πολιτισμικής μεταφοράς.

«1698 μην Ιούλιο 16 ήλθεν ο γέρων Γεδεών απ' την Μωσκωβία και έφερεν εικόνα του μέγα θεολόγου και του έκανε γρόσια 350» | Κώδικας 1001 της Μονής Θεολόγου της Πάτμου, φ. 196ν

Η προσέγγιση αυτών των έργων από αυτή τη θεωρητική οπτική εστιάζεται στην κίνηση των εικόνων και τον ενοφθαλμισμό τους σε ένα καινούργιο εθνοθρησκευτικό πολιτισμικό πλαίσιο. Βασικά ζητούμενα συνιστούν αφενός μεν η ανασύνθεση των διαύλων της μεταφοράς μέσα από τον εντοπισμό των αντικειμένων και των φορέων της, αφετέρου δε η μελέτη των παραμέτρων (αισθητικών, ιδεολογικοπολιτικών και κοινωνικών) που διαμορφώνουν το πλαίσιο υποδοχής των εικόνων σ’ ένα ευρύ και ανομοιογενές κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον. Η συστηματική μελέτη των ρωσικών εικόνων στην Ελλάδα ξεκίνησε στο πλαίσιο ενός ερευνητικού προγράμματος που υλοποιήθηκε από το Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Ερευνας (Ρέθυμνο) σε συνεργασία με το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο (Αθήνα).

Το «αφιερωματικό Ετος 2016 Ρωσία – Ελλάδα» αποτέλεσε την αφορμή ώστε το Μουσείο Μπενάκη, σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών και το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, υπό την αιγίδα της Γενικής Γραμματείας Ερευνας και Τεχνολογίας του ΥΠΕΠΘ, να προβούν στη διοργάνωση της έκθεσης «Ρωσική θρησκευτική τέχνη στην Ελλάδα: οι μαρτυρίες μιας μακράς επικοινωνίας (16ος-19ος αιώνας)» που θα παρουσιαστεί στο Μουσείο Αντρέι Ρουμπλιόφ της Μόσχας (Οκτώβριος - Νοέμβριος 2016).

Στην έκθεση αυτή για πρώτη φόρα θα συγκεντρωθούν έργα ρωσικής εκκλησιαστικής τέχνης του 16ου-19ου αι. από ελληνικά μοναστήρια, εκκλησίες και μουσεία, με στόχο να αναδειχθεί η ιστορική διάσταση της μεταφοράς και υποδοχής τους στην Ελλάδα.

Εικονογραφικά θέματα και χρήσεις

Το θεματικό και εικονογραφικό ρεπερτόριο των ρωσικών εικόνων στην Ελλάδα είναι ποικιλόμορφο. Χωρίς αμφιβολία πολυπληθέστερες είναι οι εικόνες της Παναγίας, μεταξύ των οποίων κυριαρχούν οι συνηθισμένες και αναγνωρίσιμες ως ρωσικές Παναγίες (Владимирская, Казанская), αλλά αρκετά συχνά συναντάμε και εικονογραφικούς τύπους που συνδέονται με μεταγενέστερες τοπικές λατρείες θαυματουργών εικόνων όπως η Ахтырская, η Касперовская κτλ.

Αρκετά συχνά συναντάμε εικόνες με ιδιαίτερους ρωσικούς εικονογραφικούς τύπους και αλληγορικά θέματα δυσανάγνωστα εν πολλοίς για το ελληνικό κοινό, όπως «Η αγία σκέπη της Παναγίας», ο Αγ. Ιωάννης Θεολόγος «της σιωπής», ο Αρχάγγελος Μιχαήλ «Διοικητής τρομερών δυνάμεων», αλλά και ρωσικά θέματα υιοθετημένα από τη δυτικοευρωπαϊκή αγιογραφία, όπως π.χ. «Η Στέψη της Θεοτόκου».

Ιδιαίτερα δημοφιλή είναι και δύο σύνθετα θέματα:

 Δέηση με Αρχαγγέλους, Αποστόλους και αγίους ή δωρητές σε προσκύνηση, και

 το σύνθετο εικονογραφικό θέμα με τη συνεκφορά των παραστάσεων της Ανάστασης με την Εις Αδου Κάθοδο, πλαισιωμένο από τις σκηνές του Δωδεκαόρτου.

Ολες αυτές οι εικόνες, όπως και τα πολυάριθμα πολύπτυχα, συνδέονται πρωτίστως με τις μορφές ιδιωτικής ευλάβειας.

Οι ρωσικές εικόνες συνιστούν επίσης αναπόσπαστο μέρος του εκκλησιαστικού χώρου, όπου καταλαμβάνουν ενίοτε κεντρική θέση στο τέμπλο ως δεσποτικές· κάποιες μάλιστα φορές, όλο το τέμπλο αποτελείται από ρωσικές εικόνες. Οχι σπάνια, ρωσικές εικόνες αποτελούν ειδικά αφιερώματα και κατέχουν εξέχουσα θέση σε προσκυνητάριο στον χώρο της εκκλησίας. Από τα τέλη του 19ου αι., οι ρωσικές εικόνες γίνονται αντικείμενο μουσειακών και ιδιωτικών συλλογών, μαζί με τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά έργα χριστιανικής τέχνης.

Από πλευράς καλλιτεχνικής ποιότητας, μεγάλος αριθμός ρωσικών εικόνων στην Ελλάδα συνιστούν υποδείγματα της υψηλής αγιογραφίας των μεγάλων καλλιτεχνικών κέντρων (Μόσχα και Πετρούπολη) και αποτελούν αφιερώματα της ρωσικής τσαρικής οικογένειας, των κρατικών και εκκλησιαστικών θεσμών ή Ελλήνων της Ρωσίας. Ωστόσο στην πλειονότητά τους εκπροσωπούν την αγιογραφία ευρείας ζήτησης («разхожая») και είναι χαμηλού κόστους, προϊόντα μιας ιδιαίτερης οικονομίας κλίμακας που αναπτύσσεται στη Ρωσία από τον 17ο μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα.

Οι ρωσικές εικόνες διαδίδονται αδιάλειπτα στον χώρο της Ορθόδοξης Ανατολής από τον 16ο αιώνα και εξής για αισθητικούς, συμβολικούς, πολιτικούς-θρησκευτικούς και οικονομικούς λόγους. Η υψηλή καλλιτεχνική αξία και οι υφολογικές τους ιδιαιτερότητες τις κατέστησαν από πολύ νωρίς ιδιαίτερα επιθυμητές στους ορθοδόξους της Ανατολής. Παράλληλα, η προέλευσή τους από τη μοναδική ορθόδοξη αυτοκρατορία τούς προσέδιδε ιδιαίτερη συμβολική πολιτικοθρησκευτική αξία.

Τέλος, η ανάπτυξη στη Ρωσία μαζικής παραγωγής εικόνων καλής ποιότητας και χαμηλού κόστους τις κατέστησε οικονομικά προσιτές σε ευρύτερα στρώματα του ορθόδοξου πληθυσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των διάδοχών της ορθόδοξων βαλκανικών κρατών. Υποσημειώνεται εδώ ότι, σε αντίθεση προς άλλα αντικείμενα εκκλησιαστικής τέχνης που προέρχονταν από τη Ρωσία (λειτουργικά σκεύη, άμφια), οι εικόνες δεν προορίζονταν αποκλειστικά για λειτουργική χρήση.

Οι επίσημες δωρεές

Ο πρώτος επίσημος δίαυλος της μεταφοράς σχετίζεται με την εξωτερική πολιτική της Ρωσίας και ενεργοποιείται ήδη από τον 16ο αι., με βασικό χαρακτηριστικό την επιδίωξη θρησκευτικής και πολιτικής επιρροής πάνω στους ορθόδοξους πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η αποστολή ρωσικών εικόνων ως «δώρων» εντάσσεται στο πλαίσιο μιας οικονομίας συμβολικών και υλικών ανταλλαγών που αντικατοπτρίζει τις σχετικές ανάγκες και επιδιώξεις, τόσο των παραληπτών όσο και του δωρητή.

Οι στενότερες επαφές της Ρωσίας με τον ελληνικό κόσμο ξεκινούν από τον 16ο αιώνα, με κομβικά σημεία την αναγνώριση από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως του βασιλικού τίτλου του Ιβάν του Τρομερού (1560), την ίδρυση του Πατριαρχείου της Μόσχας (1589) και την αναγνώρισή του από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμία Β'. Η πολιτική δωρεών και υποστήριξης των ορθόδοξων κοινοτήτων δεν διακόπτεται κατά την «εποχή των αναστατώσεων» (1598-1613), παρά την πολιτική αστάθεια και την εμβάθυνση της οικονομικής κρίσης στη Ρωσία.

Ο τσάρος της Ρωσίας Μπορίς Γκοντουνόφ αναζητεί την υποστήριξη των πατριαρχών και του κλήρου της Ορθόδοξης Ανατολής, προσφέροντάς τους οικονομική βοήθεια και δώρα, ενώ αυτοί από την πλευρά τους μεταφέρουν στη Μόσχα αντίγραφα θαυματουργών εικόνων και άγια λείψανα. Για τις προσφορές τους αυτές, οι κληρικοί της Ορθόδοξης Ανατολής αμείβονταν τόσο σε χρήμα, πολύτιμα αντικείμενα και γούνες, όσο και σε λειτουργικά σκεύη, άμφια και εικόνες, το μέγεθος και η ποιότητα των οποίων σχετίζονταν με την ιεραρχική θέση του καθενός.

Η πολιτική αυτή πολιτισμικής επιρροής και κηδεμονίας προς τα Πατριαρχεία της Χριστιανικής Ανατολής ενισχύεται τον 17ο αι. με την ανάδειξη της νέας δυναστείας των Ρομανόφ και την ενθρόνιση του θεμελιωτή της, Μιχαήλ Φιόντοροβιτς (1613-1645), κορυφώνεται δε στο δεύτερο μισό του 17ου αι., στα χρόνια του διαδόχου του, Αλεξέι Μιχαήλοβιτς Ρομανόφ (1645-1676).

Την εποχή του Αλεξέι Μιχαήλοβιτς εντείνονται οι επαφές της Ρωσίας με τα πατριαρχεία της Ανατολής και αναπτύσσεται ο θεσμός της «ζητείας» (διενέργειας εράνου), για την οποία πήγαιναν στη Μόσχα τακτικά ανά πέντε ή επτά χρόνια εκπρόσωποι των ορθόδοξων θρησκευτικών θεσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η διενέργεια εράνου αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους «διαύλους» για την κατανομή υλικής βοήθειας για τον ορθόδοξο κλήρο και πληθυσμό της Ανατολής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο θεσμός αυτός αποτελεί μια μορφή συλλογής προαιρετικών εισφορών (σε χρήμα, εκκλησιαστικά είδη και άλλα αντικείμενα αξίας) από εξουσιοδοτημένους εκπροσώπους των Πατριαρχείων και των μονών.

Η τυποποίηση και επισημοποίηση των κανόνων εφαρμογής αυτού του θεσμού στα χρόνια των πρώτων Ρομανόφ αντικατοπτρίζει ακριβώς την εντατικοποίηση των επαφών της Ρωσίας με την Ορθόδοξη Ανατολή κατά το δεύτερο μισό του 17ου αι. Σ’ αυτή την κατεύθυνση αναπτύσσεται και το νέο ιδεολογικό και πολιτικό δόγμα, σύμφωνα με το οποίο ο βασιλιάς της Ρωσίας, ως Νέος Μεγάλος Κωνσταντίνος, θα αναλάβει την αναστήλωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Κυρίαρχη σ’ αυτή τη φάση είναι η συμβολική αναγόρευση της Μόσχας σε οικουμενικό κέντρο της Ορθοδοξίας. Για τον λόγο αυτό οι δωρεές ρωσικών εικόνων, χρημάτων και τιμαλφών εντάσσονται σε μια οικονομία συμβολικών και υλικών ανταλλαγών που επιδιώκει τη συγκέντρωση στη Μόσχα αγίων λειψάνων, θαυματουργών εικόνων και άλλων κειμηλίων, ως «αντίδωρων» των κληρικών που έρχονται στον Τσάρο της Μοσχοβίας για οικονομική βοήθεια. Από τον 18ο αιώνα και εξής, η ρωσική πολιτική προστατευτισμού και δωρεάς εικόνων και εκκλησιαστικών αντικειμένων προς τους ορθόδοξους της Ανατολής θα υποστεί έναν σταδιακό μετασχηματισμό, ο οποίος σχετίζεται με την αναπροσαρμογή του ιδεολογικού και πολιτικού δόγματος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας: στόχος σ’ αυτή τη νέα περίοδο γίνεται η κατάκτηση της «δεύτερης Ρώμης», της Κωνσταντινούπολης, και η μετατροπή της σε πρωτεύουσα μιας καινούργιας ορθόδοξης κοινοπολιτείας.

Σημειωτέον ότι, κατά τον 18ο αιώνα, η ιδέα της «ρωσικής προσδοκίας» των ορθόδοξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποκτά μια καινούργια νοηματική πτυχή, καθώς η εικόνα του ορθόδοξου ευσεβούς αυτοκράτορα εμπλουτίζεται με τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου μονάρχη της «πεφωτισμένης Δεσποτείας», με εξέχοντα πρότυπα τον Μεγάλο Πέτρο και τη Μεγάλη Αικατερίνη.

Η εκκλησιαστική μεταρρύθμιση του Μεγάλου Πέτρου το 1721, που καταργεί το Πατριαρχείο Μόσχας και δημιουργεί Ιερά Σύνοδο, ανοίγει μια καινούργια περίοδο στην ιστορία της ρωσικής εκκλησιαστικής πολιτικής, που ανεξαρτητοποιείται από τα Πατριαρχεία της Ανατολής και καθοδηγείται πλέον από τους μηχανισμούς του κοσμικού κράτους. Αυτή την εποχή, λοιπόν, η οικονομική υποστήριξη και οι δωρεές εικόνων και κειμηλίων στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο αποκτούν μια σαφή και στοχευμένη πολιτική λειτουργικότητα, στο πλαίσιο των προσπαθειών γεωστρατηγικής επέκτασης της Ρωσίας στην περιοχή.

Αυτή η πτυχή της ρωσικής πολιτικής φτάνει στην πληρέστερη έκφρασή της στα μέσα του 18ου αιώνα, στα συμφραζόμενα του «Ελληνικού Σχεδίου» της Μεγάλης Αικατερίνης, όταν μια σειρά από σημαντικές δωρεές εκκλησιαστικών κειμηλίων και εικόνων προσφέρονται στις εκκλησίες ελληνικών κοινοτήτων -στο Λιβόρνο, στο Πόρτο Μαόν (Μινόρκα) και στη Βενετία- που υποστηρίζουν οικονομικά την εκστρατεία του ρωσικού στόλου στο Αιγαίο κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1768-74.

Δωρεές γίνονται και στα μεγάλα κέντρα προσκυνημάτων (όπως η Μονή Θεολόγου στην Πάτμο) και στις περιοχές που καταλαμβάνονται από τις ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις την περίοδο που δημιουργείται η Πολιτεία του Αρχιπελάγους. Μεγάλες κρατικές αποστολές εικόνων και εκκλησιαστικών κειμηλίων μεταφέρονται αυτή την περίοδο από τον ρωσικό στόλο και δεν δωρίζονται μόνο στις υπάρχουσες εκκλησίες, αλλά προορίζονται και για τις εκκλησίες που είχαν μετατραπεί σε τζαμιά και μετατρέπονταν εκ νέου σε εκκλησίες από τις ρωσικές δυνάμεις κατοχής. Οσον αφορά τους λόγους υποστήριξης του ρωσικού στόλου από τον ελληνικό πληθυσμό, ο Αδαμάντιος Κοραής αναφέρει χαρακτηριστικά ότι κάποιοι σκέφτονταν μόνο να εκδικηθούν τους καταπιεστές τους, ενώ άλλοι έλπιζαν πως έτσι θα αποκαταστήσουν τις εκκλησίες τους που είχαν καταστραφεί ή μετατραπεί σε τζαμιά.

Γνωρίζοντας αυτές τις προσδοκίες, ο ρωσικός στόλος είχε εφοδιαστεί με λειτουργικά σκεύη. Ο Αλεξέι Ορλόφ διέταξε στις 21 Απριλίου 1770 να αγιασθεί εκ νέου το τζαμί του κάστρου του Ναβαρίνου σε εκκλησία (ο σημερινός ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρα στο Νεόκαστρο). Με το τέλος του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1768-74 και την υπογραφή της συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, η Ρωσία είχε διαμορφώσει τη διπλωματική βάση για περαιτέρω επέμβαση στα εσωτερικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στο κείμενο της συνθήκης το θέμα «Ορθοδοξία» κατέχει ξεχωριστή θέση, καθώς οι Ρώσοι αποκτούν επίσημα δικαίωμα προστασίας της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και του ποιμνίου της στην οθωμανική επικράτεια. Το γεγονός αυτό οδηγεί όχι μόνο στην ένταση της θρησκευτικής-πολιτισμικής επιρροής της Ρωσίας, αλλά και στη στενότερη σύνδεσή της με τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις στην περιοχή, την πλήρη «πολιτικοποίησή» της.

Από την περίοδο αυτή και μετά, η αποστολή αλλά και η υποδοχή των ρωσικών εικόνων στους ορθοδόξους των Βαλκανίων αποκτά έντονες πολιτικές συνδηλώσεις και παρακολουθεί την εξέλιξη του Ανατολικού Ζητήματος, της σταδιακής αυτονόμησης και ανεξαρτητοποίησης κρατών και προτεκτοράτων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Σε όλο τον 19ο αιώνα, μέχρι και το γύρισμα του επόμενου, αναπτύσσεται έτσι σε πλήρη έκταση η πρακτική των δωρεών σαφούς πολιτικής στόχευσης που είδαμε να εγκαινιάζεται την περίοδο της Μεγάλης Αικατερίνης. Η ανάπτυξη της ανταγωνιστικής θρησκευτικής προπαγάνδας προτεσταντών και καθολικών στην Οθωμανική Ανατολή ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, η εξέλιξη του Ανατολικού Ζητήματος και η άνοδος των αντίπαλων βαλκανικών εθνικισμών και του ρωσικού πανσλαβισμού στο διάβα του ίδιου αιώνα δημιούργησαν ένα ρευστό -ιδεολογικά και πολιτικά- περιβάλλον, μέσα στο οποίο η σχέση μεταξύ πολιτικής και θρησκευτικής κηδεμονίας γίνεται πιο περίπλοκη, παραμένοντας ωστόσο εξίσου στενή και σημαντική.

Εδώ εντάσσεται η συστηματική πολιτική δωρεών προς το ελληνικό κράτος και την εκκλησία της Ελλάδας μετά το 1821, όπως και η αποστολή και αφιέρωση εικόνων σε περιοχές που τελούν προσωρινά υπό ρωσική διοίκηση, π.χ. το Ρέθυμνο της Κρήτης στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Κορυφαία έκφραση αυτής της πολιτικής αποτελούν οι μεγάλες αποστολές εκκλησιαστικών αντικειμένων και εικόνων, με απόφαση της ρωσικής Ιεράς Συνόδου, που διακινούνταν μέσω του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών σε όλα τα Βαλκάνια και την Ορθόδοξη Ανατολή κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα.

Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι ο δίαυλος των επίσημων δωρεών εικόνων από το ρωσικό κράτος στον ελληνικό και τον ευρύτερο χώρο των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου διευρύνεται σταθερά μετά τον 16ο αιώνα, συγκροτείται θεσμικά και μετασχηματίζεται σταδιακά, ακολουθώντας την πορεία των μετασχηματισμών της ρωσικής εμπλοκής στην περιοχή.

Από την αρχική εκδήλωση ενός «πνευματικού προστατευτισμού», περνάμε στο β' μισό του 17ου αιώνα στον σχηματισμό ενός ιεραρχικού και ρυθμιζόμενου από το κράτος μηχανισμού κατανομής της λεγόμενης «ελεημοσύνης». Ο μηχανισμός αυτός υπηρετεί τις νέες βλέψεις της Ρωσίας στην Ανατολική Μεσόγειο κατά τον 18ο αιώνα και καταλήγει τον 19ο αιώνα, με τη δημιουργία των εθνικών κρατών στα Βαλκάνια, στην αποστολή μεγάλων ποσοτήτων εκκλησιαστικών αντικειμένων μέσω του υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας.

«Ανεπίσημοι» δίαυλοι

Παράλληλα με τις επίσημες δωρεές του τσάρου και της Ρωσικής Εκκλησίας, πολλές ρωσικές εικόνες αποστέλλονται στον ελληνικό χώρο από Ελληνες που μεταναστεύουν στη Ρωσία ή ταξιδεύουν σ’ αυτή για λόγους θρησκευτικούς ή επαγγελματικούς.

Σημαντικές είναι οι δωρεές εικόνων υψηλής ποιότητας εκ μέρους Ελλήνων της Ρωσίας, υψηλόβαθμων κληρικών, λογίων, μεταφραστών στα γραφεία των πρεσβευτών, γιατρών και εμπόρων, ο αριθμός των οποίων στη Μόσχα αυξάνεται σημαντικά από τον 17ο αιώνα και μετά. Σ’ αυτή την κατηγορία ξεχωρίζουν για την ποιότητα της ζωγραφικής και τις εικονογραφικές ιδιαιτερότητές τους οι πολυάριθμες εικόνες που ο αρχιεπίσκοπος Αρσένιος Ελασσόνας έστελνε τακτικά, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, σε μοναστήρια της Θεσσαλίας, απ’ όπου καταγόταν, αλλά και σε άλλα σημαντικά εκκλησιαστικά κέντρα όπως το Αγιον Ορος.

Από τα τέλη του 18ου αιώνα, ιδιαίτερα δε μετά την κάθοδο της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα και την ενσωμάτωση της περιοχής στην παγκόσμια οικονομία (18ος – αρχές 20ού αι.), αναπτύσσονται ιδιαίτερα στενές εμπορικές σχέσεις μεταξύ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, που επεκτεινόταν προς τον Νότο, και της Ανατολικής και Δυτικής Μεσογείου· σχέσεις στις οποίες καταλυτικό ρόλο παίζουν οι Ρωμιοί έμποροι και πλοιοκτήτες που εγκαθίστανται στα λιμάνια της ρωσικής Μαύρης Θάλασσας. Μέχρι τη Ρωσική Επανάσταση του 1917, οι Ελληνες αυτοί της διασποράς στέλνουν και αφιερώνουν ρωσικές εικόνες στους τόπους καταγωγής τους – ή, όταν επιστρέφουν πλέον στην Ελλάδα, φέρνουν μαζί τους ως οικογενειακά κειμήλια εικόνες από τη Ρωσία. Ετσι, σε περιοχές με εμπορευόμενους στη Ρωσία (π.χ. στην Ηπειρο) ή σε νησιά και περιοχές ναυτικές (π.χ. στη Σύρο, τη Μυτιλήνη, την Κεφαλονιά κ.α.) συναντάμε ρωσικές εικόνες σε πολλά οικογενειακά εικονοστάσια.

Δείγματα κατά κανόνα της αγιογραφίας «ευρείας ζήτησης», αποτελούν την πλειονότητα των εικόνων που μεταφέρθηκαν από ποικίλες κοινωνικές ομάδες (εμπόρους, εμποροϋπαλλήλους, ναυτικούς και προσκυνητές) σ’ αυτές τις περιοχές. Συναντάμε ωστόσο ανάμεσά τους και εικόνες καλύτερης ποιότητας ή και εκκλησίες με τέμπλα γεμάτα με ρωσικές εικόνες, δωρεές επιφανών εμπόρων της διασποράς.

Το εμπόριο των εικόνων

Ο τρίτος σημαντικός δίαυλος μεταφοράς ρωσικών εικόνων στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια υπήρξε το εμπόριο. Το εμπόριο αυτό δεν διεξαγόταν μόνο (ή κυρίως) από Ρωμιούς εμπόρους, οι οποίοι εκτελούσαν περιστασιακά παραγγελίες για εικόνες από τη Ρωσία. Στο εμπόριο ρωσικών εικόνων ειδικεύτηκε μια ιδιαίτερη κατηγορία Ρώσων πλανόδιων εμπόρων, οι λεγόμενοι «αφένια», που διακινούσαν στην Ορθόδοξη Ανατολή εικόνες μικρότερης καλλιτεχνικής και οικονομικής αξίας, τις λεγόμενες «ευρείας ζήτησης» (разхожая). Πρόκειται για εικόνες που παράγονταν μαζικά στην επαρχία των πόλεων Βλαντίμιρ και Σούζνταλ, με διαδικασίες πρωτοβιομηχανικής οργάνωσης της παραγωγής.

Η μαζική πρωτοβιομηχανική παραγωγή και το πλανόδιο εμπόριο εικόνων συνιστούν ιδιαίτερο φαινόμενο της ρωσικής οικονομίας, από τον 17ο μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα. Οι παλιότερες μαρτυρίες που διαθέτουμε για την έξοδο των πλανόδιων «αφένια» εκτός Ρωσίας είναι διάσπαρτα έγγραφα του υπουργείου Εξωτερικών από τις αρχές του 18ου αι. Τον 19ο αι., στοιχεία για το πλανόδιο εμπόριο ρωσικών εικόνων στα Βαλκάνια συναντάμε πλέον όχι μόνο στα επίσημα διπλωματικά έγγραφα, αλλά ακόμη και στον κεντρικό ή και τοπικό Τύπο.

* μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών - ΙΤΕ

Google News ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS
Ρωσικές εικόνες στην Ελλάδα

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΕ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.

Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.

Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας