Στην κυβερνητική κρίση των τελευταίων ημερών το αειθαλές «Σκοπιανό» διαπλέκεται με το (απείρως σοβαρότερο) ζήτημα της διαχείρισης της προσφυγικής ροής. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό. Ο ίδιος ακριβώς συνδυασμός είχε απασχολήσει τους σχεδιαστές της κυβερνητικής πολιτικής και πριν από δεκαπέντε χρόνια, αν και κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες.
Το κράτος που «διαλυόταν» τότε μπροστά στα μάτια μας, κάτω από την πίεση ενός ένοπλου κινήματος, δεν ήταν η Συρία ή το Ιράκ αλλά η ίδια η ΠΓΔΜ· τα δε καραβάνια των απελπισμένων προσφύγων, αναμενόμενα τότε κι όχι ακόμη υπαρκτά, δεν «απειλούσαν» την Κεντρική Ευρώπη αλλά τις «ευαίσθητες εθνολογικές ισορροπίες» της βορειοελλαδικής μεθορίου. Ως λύση στο ανεπάντεχο αυτό πρόβλημα, κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης Σημίτη εισηγήθηκαν τότε διακριτικά το ενδεχόμενο προέλασης του ελληνικού στρατού στο έδαφος της γειτονικής μας χώρας, με σκοπό τη δημιουργία μιας «υγειονομικής ζώνης» που θα εμπόδιζε την είσοδο Σλαβομακεδόνων ή/και Αλβανών προσφύγων στο ελληνικό έδαφος.
Την ξεχασμένη αυτή υπόθεση θα θυμίσουμε σήμερα με βάση ένα αδημοσίευτο ντοκουμέντο εκείνων των ημερών: τα πολυσέλιδα πρακτικά της συζήτησης που πραγματοποιήθηκε στις 29 Αυγούστου 2001 στην Επιτροπή Αμυνας και Εξωτερικών Σχέσεων της Βουλής, με επίσημο αντικείμενο την ελληνική «συμμετοχή στην επιχείρηση συλλογής οπλισμού και πυρομαχικών στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Ετσι και φτάσουν οι πρόσφυγες στο φυλάκιό μας, δεν θα μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Οπως ξέρετε, δεν μπορούμε να ανοίξουμε πυρ, για ανθρωπιστικούς λόγους | Θόδωρος Πάγκαλος (29/8/2001)
Παρά το περιορισμένο θέμα της συνεδρίας, στην πράξη η διαβούλευση αγκάλιασε πολύ ευρύτερα ζητήματα που συνδέονταν με το «Σκοπιανό», τις ενδοβαλκανικές ισορροπίες αλλά και τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς για ενδεχόμενη κατάρρευση της ΠΓΔΜ. Μολονότι τα πρακτικά δεν φέρουν κάποια τυπική διαβάθμιση, και ορισμένα στοιχεία της συζήτησης διέρρευσαν στα «ψιλά» των αθηναϊκών εφημερίδων της επομένης, η όλη υπόθεση κουκουλώθηκε εν ριπή οφθαλμού σαν εθνικό απόρρητο.
Το σημερινό αφιέρωμά μας αποκαθιστά, ως εκ τούτου, μια ψηφίδα από το παζλ του πρόσφατου παρελθόντος που οι πολιτικοί και τα τα ΜΜΕ έκριναν πως έπρεπε ν’ αποκρυβεί από τα μάτια του ευρύτερου κοινού. Από μιαν άλλη σκοπιά, η ανάγνωση των πρακτικών μάς θυμίζει πόσο απέχουμε πλέον από εκείνη τη (χρονικά όχι και τόσο μακρινή) εποχή, όταν τις επιλογές των κυβερνώντων διαπερνούσε η οίηση μιας «ισχυρής Ελλάδας», ισότιμου μέλους του σκληρού ιμπεριαλιστικού πυρήνα των πρωτοκοσμικών χωρών.
Αντιλήψεις, όπως το δικαίωμα των ισχυρών να επεμβαίνουν στρατιωτικά στο έδαφος ξένων χωρών για να επιβάλουν τη «σταθερότητα» που συνάδει με τα συμφέροντά τους, η πρόσληψη των ενόπλων δυνάμεων ως προστάτη των εγχώριων επενδυτών σε πιο αδύναμες χώρες, η αντιμετώπιση των διακρατικών συνόρων σαν ένα διπλωματικό μεν ταμπού που επιδέχεται όμως ουσιαστική επανανοηματοδότηση ή η θεώρηση των αναμενόμενων προσφυγικών κυμάτων σαν ευκαιρία για μια άτυπη επέκταση του εθνικού χώρου με τη μορφή στρατιωτικοποιημένων «υγειονομικών ζωνών», διατυπώνονταν τότε από τη θέση του προνομιακού συμμάχου των ισχυρών - του ρόλου που σήμερα διεκδικούν κάποιοι άλλοι, προκαλώντας τη δίκαιη αγανάκτησή μας.
Στο πλευρό του «ψευδοκράτους»
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Την άνοιξη του 2001, η ΠΓΔΜ βρέθηκε ξαφνικά μπροστά στο ενδεχόμενο της βίαιης διάλυσής της όταν μερικές εκατοντάδες αντάρτες του εγχώριου Εθνικού Αλβανικού Στρατού (UÇK) ανέλαβαν ένοπλη δράση - με στόχο τυπικά μεν την προστασία των συλλογικών δικαιωμάτων της εκεί αλβανικής κοινότητας (30% του πληθυσμού), επί της ουσίας όμως την προσάρτηση των αλβανικών επαρχιών της χώρας στο άρτι απελευθερωμένο Κοσσυφοπέδιο.
Παράπλευρη συνέπεια του πρόσφατου πολέμου γι’ αυτό το τελευταίο, και της συνακόλουθης κάλυψης που οι «συναγωνιστικοί» δεσμοί πρόσφεραν στον UÇK από πλευράς των κατοχικών δυνάμεων της KFOR, το νέο αντάρτικο τροφοδοτήθηκε πολιτικά από τη δυσφορία των Αλβανών της ΠΓΔΜ για τις διακρίσεις που υπέστησαν από τον σλαβομακεδονικό εθνικισμό, μετά την ανεξαρτητοποίηση της χώρας το 1991. (Ο κώδικας ιθαγένειας απέκλειε, λ.χ., δεκάδες χιλιάδες κατοίκους από την ιδιότητα και τα δικαιώματα του πολίτη, καθώς η μετοικεσία τους εκεί από το Κοσσυφοπέδιο ή τη Νότια Σερβία -επί ενιαίας Γιουγκοσλαβίας- είχε γίνει μετά το 1981).
Οι διακρίσεις αυτές, σε συνδυασμό με την τότε έξαρση του αλβανικού εθνικισμού, προκάλεσαν την έκδηλη συμπάθεια μεγάλου μέρους των Αλβανών της ΠΓΔΜ για τους αντάρτες. Σε αντίθεση, όμως, με το γειτονικό Κοσσυφοπέδιο, η συμπάθεια αυτή παρέμεινε πλατωνική και δεν μετατράπηκε σε ενεργητική προσχώρηση μεγάλων μαζών στο ένοπλο κίνημα – εξέλιξη που, μαζί με την αποφασιστική διεθνή παρέμβαση, διευκόλυνε τελικά την επίλυση της κρίσης μέσω διαπραγματεύσεων και την απορρόφηση των εξεγερμένων από την εγχώρια πολιτική σκηνή.
Καθοριστική τομή αποτέλεσε η υπογραφή της συμφωνίας της Οχρίδας (13.8.2001), με την οποία ο UÇK κατέθεσε τα όπλα αποσπώντας θεσμικές παραχωρήσεις προς την αλβανική κοινότητα κι αποδεχόμενος την εκπροσώπηση των συμφερόντων της τελευταίας από τα νόμιμα αλβανικά πολιτικά κόμματα της χώρας.
Στη διάρκεια της κρίσης, η κυβέρνηση Σημίτη και όλος ο πολιτικός κόσμος της Ελλάδας τάχθηκαν ανεπιφύλακτα στο πλευρό της ΠΓΔΜ, που από «ψευδοκράτος» απειλητικό για τα ελληνικά συμφέροντα μετατράπηκε εν μιά νυκτί σε προστατευτικό ανάχωμα απέναντι στη «βαρβαρική απειλή» του αλβανικού αλυτρωτισμού. Μια πτυχή αυτής της συμπαράταξης πήρε τη μορφή διακρατικής υλικής βοήθειας: αλεξίσφαιρα γιλέκα και οχήματα της ΕΛ.ΑΣ., υλικό διαβιβάσεων, ακόμη κι ελικόπτερα παραχωρήθηκαν από την Αθήνα στις ειδικές δυνάμεις των Σκοπίων, για να συμβάλουν στην καταστολή της ανταρσίας.
Ακόμη εντυπωσιακότερη υπήρξε η προθυμία με την οποία οι εθνικιστές μας και τα «εθνικώς ορθά» ελληνικά ΜΜΕ υποδέχτηκαν κι αναπαρήγαγαν κάθε αλβανόφοβο κινδυνολογικό σενάριο που έριχναν στην πιάτσα οι Σλαβομακεδόνες ομόλογοί τους και οι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί των Σκοπίων. Με αποκορύφωμα την επινόηση ενός «Απελευθερωτικού Στρατού της Τσαμουριάς» (UÇÇ) που οσονούπω θα ξεκινούσε, λέει, ανταρτοπόλεμο κατά της Ελλάδας (αναλυτικά για την υπόθεση: Ο Ιός, «Ποιος έφτιαξε τον UÇÇ;», Ελευθεροτυπία, 9/6/2001).
Οπως όμως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες ρευστές συγκυρίες, η ένθερμη στήριξη της ΠΓΔΜ απέναντι στην αλβανική απειλή καθόλου δεν απέκλειε την (θεωρητική, τουλάχιστον) επεξεργασία ενός «σχεδίου Β», για το ενδεχόμενο κατάρρευσης της γειτονικής μας χώρας. Το σχέδιο αυτό ανέλαβαν να αναλύσουν στον σκληρό πυρήνα της εθνικής αντιπροσωπείας, την Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων και Αμυνας της Βουλής, ο τότε ΥΠΕΘΑ Ακης Τσοχατζόπουλος κι ο τότε τέως ΥΠΕΞ Θόδωρος Πάγκαλος.
Αλλαγή συνόρων;
Στην ενημέρωσή του προς τους βουλευτές για την πρόσφατη συμφωνία της Οχρίδας, τη συμμετοχή ελληνικού τάγματος στην περισυλλογή και καταστροφή των όπλων που κατέθεταν οι αντάρτες αλλά και για τη γενικότερη πολιτική της κυβέρνησης απέναντι στη συγκεκριμένη κρίση, ο Τσοχατζόπουλος τόνισε κατ’ αρχάς την ομόθυμη υποστήριξη όλων των γειτονικών κρατών προς τη διατήρηση των υφιστάμενων συνόρων: «Θέλω να τονίσω τη σταθερή συνεργασία που είχαμε με την κυβέρνηση της Αλβανίας και την κυβέρνηση της Βουλγαρίας. Επιβεβαιώθηκε από τις δυο γειτονικές χώρες η επιλογή και η απόφαση της Διεθνούς Κοινότητας ότι δεν θα υπάρξει αλλαγή συνόρων, ότι θα υπάρξει πολιτική λύση και ότι δεν θα δεχθούμε τους τρομοκράτες ως συνομιλητές για το μέλλον αυτού του κράτους. Δεν θα επιβληθεί η χρήση των όπλων ως μέσο για να διεκδικήσουν δικαιώματα, ενώ σε τελική ανάλυση αποτελούν αποσχιστικό κίνημα. Αυτή η πολιτική έχει σημασία, διότι εμείς οι Ελληνες έχουμε ευθύνη να καταστήσουμε σαφές ότι δεν θα υπάρξει αλλαγή συνόρων στα Βαλκάνια. Αυτό είναι το εθνικό συμφέρον μας. Αυτή είναι η στρατηγική μας. Συγχρόνως, αυτό είναι και το συμφέρον των λαών της περιοχής» (σ. 1410-1).
Εξίσου σαφής υπήρξε ο ίδιος και όσον αφορά τους λόγους που επέβαλλαν αυτήν τη στάση στην επίσημη Αθήνα: «Οι ανησυχίες της Ελλάδας για την κλιμάκωση της κρίσης εστιάζονται στο ότι μας ενδιαφέρει η κρίση στην κρατική συνοχή της γειτονικής χώρας. Αυτή η κρίση που έχει σχισματικό [εννοεί: αποσχιστικό] χαρακτήρα, υπάρχει κίνδυνος να είναι απαρχή γενικότερων εξελίξεων. Εάν το σχισματικό κίνημα πετύχει τον σκοπό του, τότε τίθεται θέμα διεθνώς συνόρων. Αυτό πρέπει να το αντιμετωπίσουμε, μέσα από τη συνεργασία μας με τη Διεθνή Κοινότητα, ώστε να ασκήσουμε κάθε πίεση για να αποτρέψουμε αυτήν την εξέλιξη. Είναι προς το συμφέρον της χώρας μας η σταθερότητα των διεθνών συνόρων.
Αντιλαμβάνεστε τους τεράστιους κινδύνους που θα υπάρξουν αν συνεχιστεί η πόλωση στη γειτονική χώρα, για την αποκοπή των διεθνών αξόνων επικοινωνίας της χώρας μας με τις ευρωπαϊκές χώρες. Αποδιοργανώνονται οι διαβαλκανικές σχέσεις και τα ευρωπαϊκά δίκτυα τα οποία διαμορφώνονται στην περιοχή και θέτουν σε κίνδυνο τις αμοιβαία επωφελείς οικονομικές συνεργασίες που ανέπτυξε η Ελλάδα στη FYROM. Θα υπάρξει και ανθρωπιστικό πρόβλημα, διότι θα εισρεύσει αρκετός κόσμος» (σ. 1412).
Ανάμεσα στις παραπάνω διαβεβαιώσεις, ο Ελληνας ΥΠΕΘΑ έσπευσε, ωστόσο, να απευθύνει κι ένα μήνυμα πολεμικής ετοιμότητας (προς «πολλαπλούς αποδέκτες στο εξωτερικό», σύμφωνα με «Τα Νέα» της επομένης), τονίζοντας ότι σε περίπτωση κατάρρευσης της ΠΓΔΜ η χώρα μας δεν επρόκειτο να «μείνει απαθής» θεατής των εξελίξεων:
«Εάν υπάρξει η διαδικασία μελλοντικά οιασδήποτε αλλαγής συνόρων, αυτό δεν μπορεί να γίνει ερήμην της Ελλάδας. Αυτή είναι η δική μας ευθύνη. Παλεύουμε να μην υπάρξει αλλαγή συνόρων. Παλεύουμε και στηρίζουμε στη Διεθνή Κοινότητα να διατηρήσει την υφιστάμενη κατάσταση, να υπάρξει σταθερότητα και να στηριχθούμε σ’ αυτές τις δομές. Εάν, όμως, υπάρξουν εξελίξεις αλλαγής συνόρων, η θέση της Ελλάδας είναι σαφής. Και δεν μπορούμε να επιτρέψουμε αλλαγές συνόρων, αλλά και κανείς δεν θα μπορέσει να επιβάλει με τη βία αναθεωρητικές πολιτικές σε οποιοδήποτε σημείο των Βαλκανίων και να περιμένει ότι η Ελλάδα θα παραμείνει απαθής. Αυτό δεν μπορεί να υπάρξει. Είναι μια καθαρή πολιτική θέση. Πάνω σ’ αυτήν τη στρατηγική πρέπει να προσδιορίσουμε τη στάση μας για να ξέρουμε τι μας γίνεται. Εάν υπάρξει εξέλιξη αλλαγής συνόρων, αυτό θα αντιμετωπιστεί σε συνεργασία με τη Διεθνή Κοινότητα, ώστε να σταματήσουμε το τυχόν περιστατικό που θα προκύψει ανάλογα με την περίπτωση. Δεν θα το κάνουμε μόνοι μας» (σ. 1410-1).
Ανησυχίες κάθε απόχρωσης
Η υπουργική ενημέρωση προκάλεσε πολλαπλές (κι αντιφατικές) αντιδράσεις στο ακροατήριο.
Ο βουλευτής Κοζάνης του ΠΑΣΟΚ Αλέκος Αθανασιάδης, ο ίδιος που μία δεκαετία αργότερα θα γινόταν γνωστός στο πανελλήνιο για τις τηλεοπτικές παλινδρομήσεις του απέναντι στο πρώτο μνημονιακό μεσοπρόθεσμο, ήταν π.χ. απολύτως σαφής: «Η αποστολή στρατευμάτων είναι, κατά την άποψή μου, μια πρόβα τζενεράλε για τη μόνιμη εγκατάσταση στρατευμάτων στα Σκόπια. Θεωρώ ότι η ελληνική συμμετοχή είναι αναγκαία και επιβεβλημένη. Οι Ελληνες επιχειρηματίες που βρίσκονται στα Σκόπια, και είναι που είναι πάρα πολλοί, αισθάνονται ανασφάλεια. Νομίζω δε ότι η παραμονή των ελληνικών στρατευμάτων εκεί θα δώσει μια πνοή σ’ αυτούς τους ανθρώπους για να πάρουν αποφάσεις» (σ. 1434).
Για τον βουλευτή Κέρκυρας της Ν.Δ. (μετέπειτα περιφερειάρχη Ιονίου) Σπύρο Σπύρου, βασική πηγή ανησυχίας συνιστούσε αντίθετα το ενδεχόμενο μείωσης των ελληνικών στρατιωτικών δαπανών: «Ασφαλώς η Ελλάδα δεν είναι υπερδύναμη, αλλά είναι μέλος του ΝΑΤΟ, της Ε.Ε. Οι προβληματισμοί της κοινωνίας έχουν σχέση με τη μείωση του εξοπλιστικού προγράμματος γιατί, αν μη τι άλλο, θέλει να νοιώθει ασφαλής. Εσείς βέβαια, ως πολιτικός προϊστάμενος του στρατού, θα μας πείτε ότι είναι αξιόμαχος, ότι έχουν ληφθεί τα καλύτερα μέτρα. Αλλά πιστεύουμε ότι μέσα στα οικονομικά προβλήματα γενικότερα και τις σκοπιμότητες, θα πρέπει αυτή η προτεραιότητα -και αυτή είναι η επιθυμία του λαού- να μη μειωθεί. Οπως επίσης υπάρχει προβληματισμός στον ελληνικό λαό, αν πράγματι έχει επέλθει αλλοίωση της σύνθεσης του πληθυσμού, με την είσοδο των μεταναστών και τα προβλήματα που δημιουργούνται. Διακήρυξη πάντως της Νέας Δημοκρατίας και του αρχηγού μας είναι ότι δεν θέλουμε αλλαγή των συνόρων» (σ. 1429-30).
Υποθέτουμε πως ο Τσοχατζόπουλος θα ξεκαρδίστηκε μέσα του μ’ αυτή την πατριωτική έκκληση να κρατηθούν στο ύψος τους οι εξοπλιστικές δαπάνες, οι τόσο επωφελείς (όπως αποδείχθηκε δικαστικά) για τον ίδιο και το περιβάλλον του. Ανάλογα συναισθήματα προκαλεί στον σημερινό αναγνώστη και η ανησυχία του νεοδημοκράτη βουλευτή για «αλλοίωση» του ελληνικού πληθυσμού από τους (Βαλκάνιους) τότε μετανάστες.
Οι Αλβανοί μετανάστες εντοπίστηκαν ως κυριότερο πρόβλημα κι από τον Γιώργο Ορφανό, βουλευτή Θεσσαλονίκης της Ν.Δ. (και μετέπειτα υπουργό Μακεδονίας-Θράκης επί Σαμαρά): «Εάν η διαδικασία [sic] που ξεκίνησε από τον U.C.K. στο Πρέσεβο και στα Σκόπια σημαίνει και είναι σχεδιασμοί που ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα», υποστήριξε με εμφανή σύγχυση, «τότε πρέπει να δούμε μήπως εμφανιστεί και στην Ελλάδα ένα ανάλογο φαινόμενο. Εδώ υπάρχει ένα κρίσιμο στοιχείο που οφείλεται στην παρουσία των Αλβανών οικονομικών μεταναστών στη χώρα μας και θα πρέπει να απασχολήσει την κυβέρνηση το πώς στο μέλλον θα τους αντιμετωπίσει σε τυχόν εξελίξεις» (σ. 1420).
Στον λόγο του ίδιου αγορητή δεν έλειψαν και οι ανησυχίες για την επίπτωση της ειρηνευτικής διαδικασίας στο εθνικό θέμα του ονόματος: «Υπεγράφη μεταξύ των αλβανικών κομμάτων συμφωνία, στην οποία παρέστη εκπρόσωπος της Ε.Ε. Αυτός ο ίδιος σαν μάρτυρας έβαλε την υπογραφή του. Το γεγονός αυτό σημαίνει από την πλευρά της Ελλάδος, ως μέλους της Ε.Ε., άτυπη αναγνώριση της ονομασίας Μακεδονία που χρησιμοποίησαν κατά τη συγκεκριμένη συζήτηση;» (σ. 1420-1).
Παρά την εμμονή του στην ονοματολογία, ήταν ωστόσο προφανές πως ο βουλευτής της Ν.Δ. ανησυχούσε περισσότερο για κάποια άλλα ενδεχόμενα: «Εάν δημιουργηθεί κύμα προσφύγων σε μια ενδεχόμενη σύγκρουση στη FYROM, έχει ετοιμαστεί σχεδιασμός αντιμετώπισής του, ώστε να προστατευθούν τα ελληνικά σύνορα;» (σ. 1422).
Σε εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος κινήθηκε η αντίδραση των εκπροσώπων της Αριστεράς. Ο βουλευτής του ΚΚΕ Ορέστης Κολοζώφ επικεντρώθηκε στην (αναμενόμενη) πολεμική για τους στόχους του ΝΑΤΟ στην ευρύτερη περιοχή, προεξοφλώντας -λανθασμένα- πως «η παρουσία των στρατιωτών του ΝΑΤΟ δημιουργεί τις προϋποθέσεις να παγιωθεί η κυριαρχία των ένοπλων Αλβανών» στην ΠΓΔΜ (σ. 1415).
Μολονότι επίσης επικριτική για την πολιτική της Συμμαχίας, η Μαρία Δαμανάκη του ΣΥΝ προτίμησε, αντίθετα, να εστιάσει την παρέμβασή της στην υπουργική δήλωση περί ενδεχόμενης αλλαγής συνόρων: «Σήμερα ο υπουργός έκανε μια πολύ σημαντική πολιτική δήλωση εδώ, που έχει μεγάλο βάρος. Είπε επί λέξει ότι “η Ελλάδα παλεύει για το απαραβίαστο των συνόρων, αλλά έχουμε καταστήσει σαφές ότι, σε περίπτωση που δεν εξασφαλιστεί η ακεραιότητα της FYROM, εμείς δεν θα παραμείνουμε απαθείς”. Η δήλωση αυτή είναι πολύ σοβαρή, όταν μάλιστα γίνεται από τον υπουργό Αμυνας. Τι εννοούμε ότι δεν θα μείνουμε απαθείς; Προς τα πού έχει γίνει η δήλωση αυτή; Εχει γίνει αντίστοιχη δήλωση προς την Ε.Ε.; Εχει αντίστοιχα ενημερωθεί η δύναμη που βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο Κρίβολατς; Εχει ενημερωθεί ότι αυτό είναι το δόγμα της εξωτερικής μας πολιτικής από εδώ και μπρος; Το ότι εμείς παλεύουμε για το απαραβίαστο των συνόρων αλλά, εάν υπάρξουν κάποιες προϋποθέσεις, δεν θα παραμείνουμε απαθείς, επιτρέψτε μου να πω ότι συνιστά μια νέα πραγματικότητα, η οποία εμάς τουλάχιστον μας ανησυχεί. Πολύ περισσότερο, νομίζω ότι χρειάζεται επεξήγηση από την πλευρά της κυβέρνησης, πώς την εννοεί. Εάν υπάρξουν εχθροπραξίες και εμείς σκοπεύουμε να αναλάβουμε στρατιωτικές πρωτοβουλίες; Θα αναλάβουμε στρατιωτικές πρωτοβουλίες και εκτός των συνόρων μας; Θα ήθελα διευκρινίσεις για όλα αυτά τα ερωτήματα από τον υπουργό» (σ. 1418).
Σε κάποιους άλλους βουλευτές, η ιδέα της συμμετοχής σ’ έναν τρίτο βαλκανικό πόλεμο δεν φαινόταν πάντως και τόσο άσχημη: «Είπατε, κύριε Υπουργέ, και θέλω να συνταχθώ με την άποψη της κυρίας Δαμανάκη, ότι η Ελλάδα δεν θα μείνει απαθής σε περίπτωση που υπάρξει κλιμάκωση και πρόβλημα με τα σύνορα, όχι μόνο των Σκοπίων, αλλά και γενικότερα την αλλαγή συνόρων στη Βαλκανική», επισήμανε χαρακτηριστικά ο αντιπρόεδρος της επιτροπής, βουλευτής Λευκάδας του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βλασσόπουλος. «Απεκόμισα την εντύπωση πως αυτό που θέλατε να πείτε και που δεν εκφράσατε είναι πως, αν υπάρξει μοίρασμα της πίτας, θα θελήσουμε να πάρουμε και εμείς ένα κομμάτι» (σ. 1426).
Σε επόμενη παρέμβασή του, ο ίδιος βουλευτής υπονόησε εμμέσως πλην σαφώς ότι ένα τέτοιο σχέδιο απαιτούσε και την κατάλληλη δικαιολογία: «Κύριε Υπουργέ, ετέθη ένα θέμα για την ύπαρξη ελληνικής μειονότητας, πολύ δειλά, στα Σκόπια. Δεν είναι βέβαια θέμα δικό σας, αλλά πιστεύω ότι η ελληνική κυβέρνηση θα έπρεπε να το δει» (σ. 1435).
«Υγειονομική ζώνη»
Το ζήτημα έσπευσε να ξεκαθαρίσει, με την αφοπλιστική ωμότητα που χαρακτηρίζει συνήθως τις παρεμβάσεις του, ο Θόδωρος Πάγκαλος. Χωρίς να είναι πλέον υπουργός, μετά το γνωστό φιάσκο της υπόθεσης Οτζαλάν, είχε το πλεονέκτημα να λέει τα πράγματα με το όνομά τους, δίχως να εκθέτει επ’ αυτού την κυβέρνηση. Διεκδικώντας θεωρητικά την αναδρομική δικαίωση για την (κάπως καθυστερημένη, είν’ αλήθεια) δημόσια διαφοροποίησή του από τον εθνικό κορμό στο «Σκοπιανό», το φθινόπωρο του 1993, έσπευσε να προφητεύσει το τέλος της ΠΓΔΜ - προκαλώντας, καθ’ οδόν, τις διαμαρτυρίες των πιο τυπολατρικών εκπροσώπων της αξιωματικής αντιπολίτευσης:
■ Πάγκαλος: «Οταν είχε ξεκινήσει η ιστορία με τα Σκόπια, επί κυβερνήσεως της Νέας Δημοκρατίας, είχα πει δυο πράγματα και εκατοντάδες φίλοι μου μού είπαν ότι τελείωσε ο πολιτικός μου βίος. Είχα πει ότι αν αυτό το κράτος δεν υπήρχε, θα έπρεπε να το εφεύρουμε, και ότι είμαι έτοιμος να τους αναγνωρίσω οποιοδήποτε όνομα αυτοί επιθυμούν. Διαπιστώνω με ευχαρίστηση ότι, ως προς το πρώτο, βασική αγωνία του πολιτικού κόσμου της χώρας είναι η επιβίωση του κράτους των Σκοπίων. Με μεγάλη μου λύπη, πρέπει να σας πω ότι είμαι απαισιόδοξος. Νομίζω ότι πριν φτάσει στο απροχώρητο η αποσύνθεση της Γιουγκοσλαβίας δεν θα υπάρξει ανασύνθεση. [...] Οι Σλαβομακεδόνες δεν είναι διατεθειμένοι να πολεμήσουν για να συζήσουν με τους Αλβανούς, από τους οποίους επιθυμούν να απαλλαγούν. Δεν υπάρχει εθνικό φρόνημα και επομένως δεν υπάρχει στρατιωτική προοπτική του προβλήματος. Αρα θα καταλήξουμε σε κάποιου είδους βοσνιακή λύση που θα επιβληθεί από τη Διεθνή Κοινότητα, τεχνητός διαχωρισμός των δυο κοινοτήτων και θα είμαστε και ευτυχείς. Οι σλαβομακεδονικές ηγεσίες, με λιγότερη ευθύνη της σημερινής...».
● Παρθένα Φουντουκίδου: «Ποιους εννοείτε Σλαβομακεδόνες;»
■ Πάγκαλος: «Εννοώ τους κατοίκους των Σκοπίων που είναι Σλάβοι και ονομάζουν τους εαυτούς τους Μακεδόνες. Λέγονται Σλαβομακεδόνες».
● Φουντουκίδου: «Δεν λέγονται Σλαβομακεδόνες».
■ Πάγκαλος: «Να μου επιτρέψετε να τους λέω έτσι. Ας τους πούμε Σλάβους. Ορισμένοι συνάδελφοι ζουν ακόμη στο παρελθόν σε σχέση με το όνομα. Το θέμα του πώς θα ονομάζεται ένα κράτος που διαλύεται μπροστά στα μάτια μας είναι αστείο. Αυτό είναι χαρακτηριστικό όχι μόνο της δικής μας πολιτικής κουλτούρας και ανεπάρκειας, αλλά και της συμπεριφοράς της σλαβικής ηγεσίας» (σ. 1426-7).
Η ουσία της παρέμβασης Πάγκαλου αφορούσε ωστόσο την υπόδειξη (ή προαναγγελία) μιας πολιτικής ικανής να συνδυάσει την έμπρακτη επιθετικότητα με τη θεωρητική προσήλωση στην κυρίαρχη ευρωπαϊκή νομιμότητα: «Πιστεύω ότι αυτό το κράτος δεν έχει προοπτική. Ακόμη, πιστεύω ότι από ένα σημείο και μετά θα ενταθούν οι συγκρούσεις. Και αυτό σημαίνει ότι είναι η μόνη απειλή για τη χώρα μας, το μόνο πρόβλημα που μπορεί να έχουμε. Δεν θα έχουμε πρόβλημα συνόρων, δεν θα έχουμε πρόβλημα εχθροπραξιών στη χώρα μας, είμαστε ισχυρότατοι, δεν φοβόμαστε. Πρόσφυγες θα έχουμε. Και οι πρόσφυγες αυτοί θα περιλαμβάνουν πυρήνες -σε αντίθεση με τους οικονομικούς μετανάστες που ψάχνουν να βρουν δουλειά και σε μεγάλο βαθμό θέλουν να αφομοιωθούν και να μη διακρίνονται από τον υπόλοιπο πληθυσμό- πολιτικοποιημένους, οι οποίοι θα κοιτάνε να ξανάρθουν ή να δημιουργήσουν επιπτώσεις πέρα από τα σύνορα, οπότε θα έχουμε πρόβλημα.
»Και γι’ αυτό έχω την άποψη -την οποία είχα πει όταν ήμουν υπουργός Εξωτερικών και επί της οποίας δεν ζητώ να πάρει θέση ο υπουργός Αμυνας, γιατί αυτά δεν συζητιόνται από την πλευρά της κυβέρνησης- ότι πρέπει να δημιουργηθεί μία υγειονομική ζώνη εκείθεν των συνόρων, αφού διακηρυχθεί ότι η Ελλάδα δεν είχε, δεν έχει και δεν θα έχει καμία διεκδίκηση επί οποιουδήποτε εδάφους. Εμείς δεν θέλουμε να μετακινηθούν τα σύνορά μας.
»Αλλά μια υγειονομική ζώνη η οποία θα περιλάμβανε οικισμούς, δηλαδή το Μοναστήρι, Γευγελή, Οχρίδα, όπου υπάρχουν και σημαντικοί πολιτιστικοί θησαυροί, ορθόδοξοι, σημαντικής αξίας για την Ορθοδοξία και οι οποίοι προφανώς θα καταστραφούν από τους Αλβανούς, αν αποκτήσουν τον έλεγχο της περιοχής.
»Πρέπει να δημιουργηθεί σε βάθος 10, 12 ή 20 χιλιομέτρων, ανάλογα με τη μορφολογία του εδάφους, ώστε τους τυχόν πρόσφυγες να τους υποδεχθούμε και να τους εγκαταστήσουμε εκεί και όχι μέσα στο έδαφός μας. Αν δεν γίνει έτσι και φθάσουν οι πρόσφυγες στο φυλάκιό μας, δεν θα μπορούμε να κάνουμε τίποτε, όπως ξέρετε δεν μπορούμε να ανοίξουμε πυρ, για ανθρωπιστικούς λόγους. Νομίζω ότι αυτή η λύση είναι ανθρωπιστική και εξασφαλίζει την ευνομία στην Ελλάδα και τη δυνατότητά της να μείνουμε έξω από τη σύγκρουση. Διότι αν έλθουν στην Ελλάδα και μπαινοβγαίνουν στα σύνορα και βάζουν και βγάζουν όπλα και έρχονται σε επαφή με άλλους πυρήνες, τους οποίους θα ενθαρρύνουν ή θα αποδοκιμάζουν, θα έχουμε τριβές και πρέπει να τις αποφύγουμε» (σ. 1428-9).
Ο «αναγκαίος» Ευρωστρατός
Στη δευτερολογία του, ο Τσοχατζόπουλος δεν μπορούσε φυσικά, ως υπουργός, να ενστερνιστεί ρητά το παραπάνω σχέδιο. Απέφυγε όμως προσεκτικά να διαφοροποιηθεί απ’ αυτό, περιοριζόμενος ν’ αποκηρύξει ρητά τις φαντασιώσεις όσων (όπως ο Παπαθεμελής ή ο Αντώνης Σαμαράς) είχαν θέσει ξανά επί τάπητος την επιλογή «διάλυσης του κρατιδίου».
Τόνισε πως η πρόσφατη συμφωνία της Οχρίδας ήταν «μια καλή συμφωνία», άφησε όμως ξανά ανοιχτό το ενδεχόμενο επιβεβαίωσης των διαλυτικών τάσεων και της ανάγκης για δυναμική ελληνική παρέμβαση: «Μπαίνει εδώ ένα κρίσιμο θέμα: με ποιο τρόπο εμείς θα παρέμβουμε σε αυτές τις εξελίξεις; Θα παραμείνουμε απλοί θεατές των γεγονότων; Δεν νομίζω ότι μπορούμε να το κάνουμε αυτό. Τουλάχιστον η δική μας στρατηγική δεν έχει σκοπό τη διεκδίκηση αλλά τη στήριξη της μη αλλοίωσης των συνόρων. Εχει σκοπό να γίνει σαφές ότι δεν δεχόμαστε τη βία ως μέσο της πολιτικής και επίσης έχει σκοπό να στηρίξουμε την ύπαρξη των υπαρκτών κρατών, όποια και αν είναι τα προβλήματα που έχουμε μαζί τους» (σ. 1439).
Η απάντηση του ΥΠΕΘΑ στα ερωτήματα που τέθηκαν για τον (υπό διαμόρφωση) Ευρωστρατό, κατέστησε άλλωστε σαφές πως η τότε κυβέρνηση εναρμόνιζε πλήρως τις βλέψεις της με τη στρατηγική της ιμπεριαλιστικής λέσχης, στην οποία (θεωρούσε πως) η Ελλάδα είχε οριστικά ενταχθεί: «Οταν τα θέματα ασφάλειας σε όλη την περιοχή αναγνωρίζονται σαν θέματα ευρωπαϊκής ασφάλειας, η Ε.Ε. πρέπει να έχει τη δυνατότητα να στηρίξει με βάση τις αρχές και το διεθνές δίκαιο και με τη χρήση δικής της στρατιωτικής δύναμης τα προβλήματα σταθερότητας που υπάρχουν στην περιοχή μας» (σ. 1440).
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας