Οι πόλεμοι δεν κερδίζονται ή χάνονται μονάχα στα πεδία των μαχών, αλλά εξίσου (ή ακόμη περισσότερο) σ’ εκείνα της οικονομίας. Αν η πρόσφατη κατάληψη της Καμπούλ από τους Ταλιμπάν σηματοδοτεί την εντυπωσιακότερη πολιτικοστρατιωτική ήττα των ΗΠΑ μετά τη νικηφόρα είσοδο Βορειοβιετναμέζων και Βιετκόγκ στη Σαϊγκόν το πρωί της 30ής Απριλίου 1975, μια κρίσιμη παράμετρος που επικαθόρισε αυτή την ήττα υπήρξε η πρακτική αδυναμία της Ουάσινγκτον να εξακολουθήσει να χρηματοδοτεί έναν πόλεμο που ο αρχιτέκτονάς του, Τζορτζ Μπους ο νεότερος, είχε κάποτε χαρακτηρίσει «παντοτινό».
Ο Τζο Μπάιντεν ήταν σαφέστατος επ’ αυτού, στο διάγγελμα που έβγαλε μετά την αποχώρηση των τελευταίων αμερικανικών στρατευμάτων (31/8). Η ανθρωπιστική επίκληση του ανθρώπινου κόστους του πολέμου για την πρώην υπερδύναμη (2.461 νεκροί και 20.744 τραυματίες, σε σύνολο περίπου 800.000 Αμερικανών που υπηρέτησαν στο Αφγανιστάν μέσα σε μια εικοσαετία) συνδυάστηκε εκεί με το απαγορευτικό –πλέον– οικονομικό κόστος του όλου εγχειρήματος:
«Υστερα από 20 χρόνια πολέμου στο Αφγανιστάν, αρνήθηκα να στείλω μιαν ακόμη γενιά παιδιών της Αμερικής να δώσουν έναν πόλεμο που έπρεπε να έχει λήξει εδώ και καιρό. Αφού πάνω από 2 τρισ. δολάρια ξοδεύτηκαν στο Αφγανιστάν –κόστος που οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Μπράουν εκτιμούν σε περισσότερο από 300 εκατομμύρια την ημέρα επί δύο δεκαετίες· ναι, ο αμερικανικός λαός θα ’πρεπε να το ακούσει αυτό: 300 εκατομμύρια δολάρια την ημέρα επί δύο δεκαετίες. Ακόμη κι αν πάρουμε τον αριθμό 1 τρισ. δολάρια, όπως πολλοί υποστηρίζουν, ακόμη κι έτσι έχουμε 150 εκατομμύρια δολάρια την ημέρα για δύο δεκαετίες. Και τι έχουμε χάσει, από την άποψη των ευκαιριών; Αρνήθηκα να συνεχίσω έναν πόλεμο που δεν εξυπηρετούσε πια τα ζωτικά εθνικά συμφέροντα του λαού μας».
«Δεν μπορούσαμε ν’ αφήσουμε τα αποθέματά μας σε χρυσό στο έλεος των Ευρωπαίων τραπεζιτών και κερδοσκόπων», Τζορτζ Μπολ, υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ
Οι εκτιμήσεις του Πανεπιστημίου Μπράουν που επικαλέστηκε ο Μπάιντεν υπολογίζουν σε 2,313 τρισ. δολάρια τη συνολική επιβάρυνση του αμερικανικού Δημοσίου από τους ειδικούς προϋπολογισμούς «έκτακτων επιχειρήσεων» του Πενταγώνου (1,055 τρισ.) και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ (60 δισ.), τη σχετική επιβάρυνση του τακτικού αμυντικού προϋπολογισμού (433 δισ.), τα μέχρι στιγμής έξοδα περίθαλψης των βετεράνων (233 δισ.) και τους τόκους των δανείων που χρηματοδότησαν τα παραπάνω (532 δισ.).
Εκτός από 3.917 επιπλέον θανάτους Αμερικανών μισθοφόρων («εργολάβων»), η ίδια μελέτη παραθέτει επίσης τα μεγέθη της ανθρώπινης τραγωδίας που βίωσαν οι ντόπιοι κατά τη διάρκεια της εικοσαετούς αμερικανικής επέμβασης –μεγέθη που ο Αμερικανός πρόεδρος απέφυγε να μνημονεύσει στο εθνικώς ορθό διάγγελμά του: 176.000 Αφγανοί και 67.000 Πακιστανοί νεκροί, από τους οποίους οι 69.000 και 9.431, αντίστοιχα, μέλη των τοπικών κυβερνητικών δυνάμεων.
Λιγότερο θεαματικά, παρόμοια συλλογιστική επέβαλε προ δεκαετίας την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων και από το Ιράκ –έστω κι αν, εκεί, η εθνοθρησκευτική πολυδιάσπαση των αντιμαχομένων και η διατήρηση στην εξουσία μιας τύποις φιλοδυτικής κυβέρνησης απέτρεψαν την πανηγυρική προβολή μιας ακόμη ήττας του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Το κόστος εκείνου του πολέμου εκτιμήθηκε το 2008 από τον νομπελίστα Τζόζεφ Στίγκλιτς και την καθηγήτρια του Χάρβαρντ Λίντα Μπιλμς σε 3 τρισ. δολάρια, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών για τη μελλοντική περίθαλψη των βετεράνων, αν η στρατιωτική κατοχή παρέμενε στα ίδια επίπεδα μέχρι το 2017· μετά την αποχώρησή τους το 2011, οι ερευνητές του Μπράουν το επανυπολόγισαν το 2013 σε κάτι περισσότερο από 2,2 τρισ.
Σημαντική παράμετρο της όλης επιβάρυνσης συνιστά το γεγονός ότι, σε αντίθεση με παλιότερους πολέμους που καλύπτονταν κυρίως με αύξηση της φορολογίας, οι αμερικανικές ιμπεριαλιστικές εξορμήσεις του 21ου αιώνα χρηματοδοτήθηκαν σχεδόν αποκλειστικά με δανεισμό, εξ ου και χαρακτηρίστηκαν από τους οικονομολόγους «πόλεμοι με πιστωτική κάρτα». Οι τόκοι που θα καταβληθούν για την αποπληρωμή τους εκτιμώνται σε 6,5 τρισ. δολάρια μέχρι το 2050, από τα οποία το 1 τρισ. έχει ήδη καταβληθεί (Peltier 2020).
Η κατάδειξη των οικονομικών ορίων των αμερικανικών στρατιωτικών επεμβάσεων θα ήταν λάθος ν’ αποδοθεί στη δημοσιονομική δυσπραγία που ακολούθησε την κρίση του 2007. Αν μη τι άλλο, ο ίδιος ακριβώς παράγοντας επικαθόρισε και την πρώτη εμβληματική στρατιωτική ήττα των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, πριν από μισό αιώνα, σε μια εποχή που η οικονομική ισχύς της υπερδύναμης φάνταζε σχεδόν ακλόνητη.
Ας δούμε λοιπόν από κοντά εκείνο το ιστορικό προηγούμενο, που κατέδειξε με τον σαφέστερο δυνατό τρόπο τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην πεισματική αντίσταση ενός τριτοκοσμικού Δαβίδ και την οικονομική αποδυνάμωση του πανίσχυρου ιμπεριαλιστικού Γολιάθ.
Μια «παραδειγματική» επέμβαση
Η ιστορία της αμερικανικής στρατιωτικής επέμβασης στο Βιετνάμ είναι λίγο-πολύ γνωστή. Ξεκίνησε την επαύριο του νικηφόρου εθνικοαπελευθερωτικού αντάρτικου κατά της γαλλικής αποικιοκρατίας (1945-1954), με υπονόμευση των ειρηνευτικών συμφωνιών της Γενεύης (που πρόβλεπαν την επανένωση της χώρας με πανεθνικές εκλογές το 1956) και de facto διχοτόμηση της τελευταίας σε δύο κράτη: Λαϊκή Δημοκρατία στον Βορρά, με κυβέρνηση του κομμουνιστικού Κόμματος Εργασίας που είχε καθοδηγήσει τον αντιαποικιακό αγώνα, και μια φασίζουσα οικογενειακή δικτατορία «εθνικιστών» που είχαν συνεργαστεί με τους αποικιοκράτες στον Νότο.
Οταν η λευκή τρομοκρατία που εξαπέλυσε το 1955-1959 ο εκλεκτός της Ουάσινγκτον, δικτάτορας Νγκο Ντινχ Ντιέμ, έσπρωξε τους ντόπιους αντιστασιακούς στην επανάληψη του ένοπλου αγώνα, με περιορισμένη υποστήριξη του Βόρειου Βιετνάμ μετά το 1959 και συγκρότηση ενός «Εθνικοαπελευθερωτικού Μετώπου» (NLF) το 1960, η κυβέρνηση Κένεντι αποφάσισε το 1961 να μετατρέψει αυτή την τοπική σύρραξη σε σημείο επίδειξης της αποφασιστικότητας των ΗΠΑ ν’ ανασχέσουν δυναμικά τον «διεθνή κομμουνισμό» μετά το φιάσκο του Κόλπου των Χοίρων στην Κούβα. Οι Αμερικανοί «στρατιωτικοί σύμβουλοι» πολλαπλασιάστηκαν έτσι από 900 το 1960 σε 17.632 τον Νοέμβριο του 1963.
Μετά τη δολοφονία του Κένεντι, ο διάδοχός του Λίντον Τζόνσον προχώρησε το 1965 σε καθημερινό βομβαρδισμό του Βόρειου Βιετνάμ και μαζική αποστολή αμερικανικών στρατευμάτων στο Νότιο, για ν’ αποτρέψει την επικείμενη κατάληψη της εξουσίας από τους Βιετκόγκ («Βιετναμέζους κομμουνιστές») του NLF. Στα τέλη του 1965 το εκστρατευτικό σώμα των ΗΠΑ αριθμούσε 184.300 στρατιώτες· έναν χρόνο μετά ανερχόταν σε 385.300, για να φτάσει τους 485.300 στα τέλη του 1967. Με τη Μόσχα και το Πεκίνο να έχουν διαμηνύσει στην Ουάσινγκτον ότι θα επέμβουν στρατιωτικά μονάχα αν υπάρξει κανονική εισβολή και κατοχή του Βορρά (όπως στην Κορέα το 1950), οι αμερικανικές δυνάμεις μετέτρεψαν όλη την περιοχή σε πεδίο ανεξέλεγκτου πυρός: μέσα στην οκταετία 1965-1972 έριξαν στις τρεις χώρες της Ινδοκίνας (Βιετνάμ Λάος, Καμπότζη) 15 εκατομμύρια τόνους πυρομαχικών, ποσότητα 2,2 φορές μεγαλύτερη από το σύνολο όσων είχαν χρησιμοποιηθεί σε όλα τα μέτωπα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου!
Στο Νότιο Βιετνάμ οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στόχευαν δε συνειδητά στη μετατροπή των χωρικών σε εσωτερικούς πρόσφυγες, προκειμένου το αντάρτικο «ψάρι» να στερηθεί όχι μόνο το «νερό» του αλλά, μακροπρόθεσμα, την ίδια την κοινωνική νομιμοποίησή του: «Το άδειασμα της υπαίθρου από τον πληθυσμό πλήττει άμεσα την ισχύ και την πολιτική απήχηση των Βιετκόγκ. [...] Η μαοϊκής έμπνευσης αγροτική επανάσταση αντιμετωπίζει επικίνδυνο ανταγωνισμό από την επανάσταση των πόλεων [urban revolution] που προωθούν οι ΗΠΑ», πανηγυρίζει χαρακτηριστικά το 1968 στην επιθεώρηση Foreign Affairs ο γνωστός καθηγητής Σάμιουελ Χάντινγκτον (Kolko 1986, σ.239).
Το οικονομικό υπόβαθρο
Απέναντι σ’ αυτόν τον κατακλυσμό, οι Βιετκόγκ αντέταξαν έναν αγώνα δρόμου αντοχής με πρωταρχικό σκοπό τη διατήρηση δυνάμεων και το σπάσιμο της θέλησης του αντιπάλου. Απέφυγαν να δώσουν μετωπικές μάχες με τους όρους των ΗΠΑ, διέσπειραν τις δυνάμεις τους κι επιδόθηκαν σ’ έναν πόλεμο φθοράς των εισβολέων, αποβλέποντας στην αξιοποίηση δύο βασικών αδυναμιών της υπερδύναμης: της εύθραυστης συναίνεσης των Αμερικανών για έναν πόλεμο μακρινό, οφθαλμοφανώς άνισο και εν πολλοίς ακατανόητο στον μέσο πολίτη, αφ’ ενός· κυρίως, όμως, της οικονομικής δυνατότητας της Ουάσινγκτον να συντηρήσει μια παρατεταμένη στρατιωτική εμπλοκή.
Η λογιστική της σύρραξης αποτύπωνε μιαν ιδιότυπη ανισορροπία ανάμεσα στον πάμπλουτο και τον φτωχό: σύμφωνα με τους υπολογισμούς της CIA, ενώ το εκστρατευτικό σώμα είχε καθημερινά ανάγκη από 21.000 τόνους εφοδίων, σχεδόν στο σύνολό τους εισαγόμενων, οι Βιετκόγκ δεν χρειάζονταν παρά 250 τόνους, το 70% των οποίων προμηθεύονταν επί τόπου (Kolko 1986, σ.187). «Οι Αμερικανοί», εξηγεί έτσι τον Φλεβάρη του 1969 ο Bορειοβιετναμέζος υπουργός Αμυνας στρατηγός Γκιαπ στην Ιταλίδα δημοσιογράφο Οριάνα Φαλάτσι, «θα χάσουν οριστικά τον πόλεμο τη στιγμή που η στρατιωτική τους μηχανή θ’ αγγίξει το απόγειό της και που η τεράστια μηχανή που συναρμολογήσανε δεν θα έχει πια την αντοχή να κινηθεί» («Συνάντηση με την Ιστορία», Αθήνα 1976, σ.104).
Στην πραγματικότητα, όταν τα έλεγε αυτά ο Γκιαπ η κρίσιμη καμπή είχε ήδη επέλθει. Ο επίσημος πολεμικός προϋπολογισμός του Πενταγώνου από 5,8 δισ. δολάρια το 1966 εκτινάχθηκε σε 20,1 το 1967 και 26,5 το 1968, διογκώνοντας με τη σειρά του το έλλειμμα του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού από 3,8 δισ. το 1966 σε 8,7 το 1967 και 25,1 (3% του ΑΕΠ) το 1968. Μια πρώτη συνέπεια αυτής της εξέλιξης ήταν οι αρνητικές επιπτώσεις της στο φιλόδοξο πρόγραμμα του Τζόνσον για καταπολέμηση της φτώχειας στο εσωτερικό των ΗΠΑ, με όσα μια τέτοια υπαναχώρηση σήμαινε για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής: με το Κογκρέσο απολύτως εχθρικό στην επιβολή οποιασδήποτε πρόσθετης φορολογίας στα ευπορότερα στρώματα, τον Γενάρη του 1967 μια πρώτη δόση «λιτότητας» υπέρ του πολέμου περιέκοψε 2,5 δισ. ήδη προγραμματισμένων κοινωνικών δαπανών.
Ακόμη σημαντικότερες αποδείχθηκαν ωστόσο οι συνέπειες του δημοσιονομικού εκτροχιασμού στη μακροημέρευση του μεταπολεμικού νομισματικού συστήματος, που είχε οικοδομηθεί το 1944 στο Μπρέτον Γουντς και βασιζόταν στην παγκόσμια αποδοχή του δολαρίου ως μέσου διεθνών συναλλαγών (και, συνακόλουθα, αποταμίευσης). Βασική προϋπόθεση αυτής της αποδοχής ήταν η μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό, σε σταθερή μάλιστα ισοτιμία (35 δολάρια η ουγκιά)· ρύθμιση που είχε ήδη αρχίσει να υπονομεύεται από τη ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της Δυτικής Γερμανίας και της Ιαπωνίας, την υποχώρηση των αμερικανικών εξαγωγών και την εμφάνιση ελλειμμάτων στο ισοζύγιο πληρωμών των ΗΠΑ ήδη από το 1958.
Για τα επιτελικά στελέχη της Ουάσινγκτον, ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός διαγραφόταν πλέον με όρους σχεδόν πολεμικούς: «Οι συνάδελφοί μου κι εγώ συμφωνούσαμε ότι δεν μπορούσαμε ν’ αφήσουμε τα αποθέματά μας χρυσού στο έλεος των Ευρωπαίων τραπεζιτών και κερδοσκόπων», σημειώνει χαρακτηριστικά στα απομνημονεύματά του ο καθ' ύλην αρμόδιος υφυπουργός Εξωτερικών των Κένεντι και Τζόνσον (Ball 1982, σ.206). Καθώς όμως, ελέω Ψυχρού Πολέμου και κομμουνιστικού κινδύνου, «η Ευρώπη χρειαζόταν ένα ασφαλές δολάριο όσο ακριβώς κι εμείς», οι κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ και των επτά πλουσιότερων δυτικοευρωπαϊκών κρατών (Βρετανία, Δυτική Γερμανία, Ελβετία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Γαλλία) είχαν δημιουργήσει από το 1961 μια κοινή «δεξαμενή χρυσού» (gold pool) για ν’ αντιμετωπίζουν από κοινού τις σχετικές πιέσεις –εξέλιξη που εκ των πραγμάτων έδινε στους Ευρωπαίους τραπεζίτες ένα άτυπο συλλογικό δικαίωμα λόγου πάνω στην οικονομική (και, κατ’ επέκταση, την εξωτερική) πολιτική της Ουάσινγκτον, όπως έμελλε ν’ αποδειχθεί την άνοιξη του 1968.
Η τομή του Τετ
Η σημαδιακή εκείνη χρονιά ξεκίνησε, ως γνωστόν, με τη μεγάλη επίθεση των Βιετκόγκ στη διάρκεια των γιορτών της τοπικής σεληνιακής Πρωτοχρονιάς, γνωστή ως «επίθεση του Τετ». Μέσα σε δύο εικοσιτετράωρα (30-31/1), δεκάδες χιλιάδες αντάρτες καταλαμβάνουν το 80% των επαρχιακών πρωτευουσών και το 25% των υπόλοιπων πόλεων του Νότου, τα λαϊκά προάστια της Σαϊγκόν, ακόμη και τον περίβολο της αμερικανικής πρεσβείας, ξεφτιλίζοντας τα ανακοινωθέντα των προηγούμενων μηνών που ήθελαν τη βιετναμική αντίσταση στα πρόθυρα της κατάρρευσης.
Η αντεπίθεση των κατοχικών στρατευμάτων θα χρειαστεί σχεδόν έναν μήνα για την ανάκτηση των περισσότερων απ’ αυτά τα κέντρα, με μεθόδους που σοκάρουν την επαμφοτερίζουσα αμερικανική κοινή γνώμη καθώς τινάζουν στον αέρα όλη τη μέχρι τότε αντικομμουνιστική φιλολογία. Στο πιο χαρακτηριστικό ίσως στιγμιότυπο των ημερών, ένας Αμερικανός αξιωματικός θα συνοψίσει ως εξής στο Ασοσιέτιντ Πρες τους λόγους που υπαγόρευσαν την ισοπέδωση της Μπεν Τρε, μιας πολιτείας 75.000 κατοίκων στο Δέλτα του Μεκόνγκ: «Επρεπε να καταστρέψουμε την πόλη για να μπορέσουμε να τη σώσουμε»...
Σ’ αυτή τη συγκυρία, το αίτημα του αμερικανικού ΓΕΕΘΑ για κλήση άλλων 206.000 ανδρών υπό τα όπλα (οι 108.000 από τους οποίους επρόκειτο να σταλούν κατευθείαν στο Βιετνάμ) ήρθε να κλονίσει όχι μόνο την εμπιστοσύνη του κοινού αλλά και τις οικονομικές ισορροπίες πάνω στις οποίες στηριζόταν η συνέχιση του πολέμου. Η αντιμετώπισή του θα κριθεί δε σε μεγάλο βαθμό από τη συνειδητοποίηση των ορίων της υπερδύναμης σ’ αυτό ακριβώς το πεδίο.
«Στη διάρκεια του φθινοπώρου του 1967 και της άνοιξης του 1968 παλεύαμε με μια από τις σοβαρότερες χρηματοπιστωτικές κρίσεις των τελευταίων χρόνων», εξηγεί στα απομνημονεύματά του ο πρόεδρος Τζόνσον. «Αυτά τα προβλήματα, νομισματικά και προϋπολογισμού, ήταν διαρκώς μπροστά μας καθώς εξετάζαμε αν έπρεπε ή μπορούσαμε να κάνουμε περισσότερα στο Βιετνάμ. Ηταν σαφές πως η κλήση μεγάλου αριθμού στρατευμάτων στα όπλα, η υπερπόντια αποστολή επιπλέον ανδρών και η αύξηση των στρατιωτικών μας δαπανών θα περιέπλεκαν τα προβλήματά μας και θα αύξαναν την πίεση στο δολάριο. Αυτή η πτυχή ήταν στα μυαλά όλων όσοι συναντήθηκαν μαζί μου στις 15 Μαρτίου στην αίθουσα του μικρού υπουργικού συμβουλίου για να εξετάσουμε την επιστράτευση και περαιτέρω ανάπτυξη στρατευμάτων». Κατά τη διάρκεια εκείνης της σύσκεψης, ο υπουργός Εξωτερικών Ντιν Ρασκ εξέφρασε λ.χ. τον φόβο του ότι παρόμοια μέτρα, δίχως έκτακτη φορολογία, θα προκαλούσαν «ένα νέο κύμα πανικού στην Ευρώπη, πολύ ψηλό πληθωρισμό στις ΗΠΑ και πιθανόν κατάρρευση του νομισματικού συστήματος» (Lyndon B. Johnson, «The Vantage Point», N. Υόρκη 1971, σ.406-7).
Ο νέος υπουργός Αμυνας των ΗΠΑ Κλαρκ Κλίφορντ θα περιγράψει πάλι λίγο αργότερα ως εξής τη μέθοδο που ακολούθησε για να σφυγμομετρήσει τις διαθέσεις της αμερικανικής άρχουσας τάξης, προκειμένου να πάρει ο ίδιος τις τελικές αποφάσεις του: «Εχω τη συνήθεια να διατηρώ επαφή με φίλους στον επιχειρηματικό και νομικό κόσμο σε όλη τη χώρα. Ρωτάω τη γνώμη τους για διάφορα ζητήματα. Μέχρι πριν από λίγους μήνες, σε γενικές γραμμές υποστήριζαν τον πόλεμο. Ηταν λίγο ανήσυχοι για την υπερθέρμανση της οικονομίας και τη μείωση των αποθεμάτων της χώρας σε χρυσό, αλλά θεωρούσαν ότι αυτά τα πράγματα θα μπορούσαν να τεθούν υπό έλεγχο· εν πάση δε περιπτώσει, θεωρούσαν πως ήταν σημαντικό να σταματήσουμε τους κομμουνιστές στο Βιετνάμ. Τώρα όλα αυτά έχουν αλλάξει. Αυτοί οι άνθρωποι νιώθουν ότι βρισκόμαστε σ’ έναν βάλτο δίχως ελπίδα. Η ιδέα να χωθούμε βαθύτερα στον βάλτο τούς φαίνεται τρελή... Θα ήταν πολύ δύσκολο –πιστεύω, αδύνατο– για τον πρόεδρο να διατηρήσει την υποστήριξη του κοινού για τον πόλεμο δίχως την υποστήριξη αυτών των ανθρώπων» (Kolko 1986, σ.317-8).
Ευρωπαίοι και Σοφοί
Εκτός από τους υπερατλαντικούς καπιταλιστές, στη ζύμωση για τις προοπτικές του πολέμου παρενέβησαν ωστόσο και οι Ευρωπαίοι. Το κεντρικό πρόβλημα προέκυψε εδώ από το αόρατο χέρι της αγοράς, και συγκεκριμένα από το κύμα ιδιωτών που όρμησαν ν’ ανταλλάξουν τα δολάριά τους με χρυσό για να προλάβουν τη φημολογούμενη μεταβολή τής μεταξύ τους ισοτιμίας: αν το 1967 τα αμερικανικά αποθέματα χρυσού μειώθηκαν κατά 1,2 δισ. δολάρια σε μόλις 12 δισ. (με περισσότερα από 14 δισ. δολάρια στα χέρια ξένων τραπεζών κι άλλα 10 δισ. στο εσωτερικό της χώρας), μέσα στο πρώτο μισό του Μαρτίου έκαναν φτερά άλλα 372 εκατομμύρια.
Αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο ολοκληρωτικής κατάρρευσης, ο Τζόνσον έπεισε στις 14/3 το Κογκρέσο να άρει τη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό στο εσωτερικό των ΗΠΑ και την επομένη το Λονδίνο να κλείσει προσωρινά την εκεί διεθνή αγορά πολύτιμων μετάλλων. Κάλεσε, τέλος, εσπευσμένα στην Ουάσινγκτον τους κεντρικούς τραπεζίτες της «δεξαμενής» για να συναποφασίσουν τα περαιτέρω, προειδοποιώντας τους πολιτικούς προϊσταμένους τους για τον κίνδυνο «να υποστούν σοβαρή ζημιά οι πολιτικές σχέσεις μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής και να τεθούν σε κίνηση δυνάμεις όπως εκείνες που κατακερμάτισαν τον δυτικό κόσμο το 1929 και το 1933» (Johnson 1971, σ.318-9 και 537).
Τελικό αποτέλεσμα της θυελλώδους διήμερης σύσκεψης (16-17/3) υπήρξε η κατάργηση της «δεξαμενής», ο τερματισμός της διάθεσης του χρυσού των κρατικών αποθεμάτων σε ιδιώτες και η υπόσχεση των Ευρωπαίων να μην εξαργυρώσουν τα δικά τους αποθέματα σε δολάρια, εφόσον υπάρξει «ουσιαστική βελτίωση του ισοζυγίου πληρωμών των ΗΠΑ ως στόχος υψηλής προτεραιότητας» (Federal Reserve Bulletin, 3/1968, σ.254, και Kolko 1986, σ.314-5).
Κάθε σκέψη για δραστική ενίσχυση του εκστρατευτικού σώματος, όπως ζητούσαν τα γεράκια του ΓΕΕΘΑ, κατέστη ως εκ τούτου αδιανόητη. «Το νέο πρόγραμμα για το Βιετνάμ θα κοστίσει 8,6 δισ. δολάρια. Προτού πάρω κάποια απόφαση, θα ήθελα να ακούσω τις απόψεις σας», ήταν τα πρώτα λόγια του Τζόνσον προς το οικονομικό επιτελείο του κατά τη σύσκεψη της 20/3 για την επιβολή πρόσθετης φορολογίας (δακτυλογραφημένα πρακτικά, LBJ Library). Την επομένη, ο ίδιος ενημέρωσε τους επικεφαλής Βουλής και Γερουσίας πως «η κλήση περίπου 100.000 εφέδρων, την οποία μελετούσαμε τότε, θα σήμαινε αύξηση του ελλείμματος του προϋπολογισμού μας κατά 8-10 δισ. δολάρια την επόμενη χρονιά», γεγονός που «καθιστούσε την επιβολή νέων φόρων όλο και πιο επείγουσα». Για να τους πείσει, ξεκαθάρισε πως ήταν διατεθειμένος να συρρικνώσει ακόμη περισσότερο το κοινωνικό του πρόγραμμα, αποδεχόμενος «κάθε σημαντική περικοπή που αποφάσιζε το Κογκρέσο» (Johnson 1971, σ.409).
Τη σκυτάλη παρέλαβε τις επόμενες μέρες μια «Ανώτερη Συμβουλευτική Ομάδα», γνωστή επίσης ως «Επιτροπή Σοφών», που ο Τζόνσον είχε συστήσει την προηγούμενη χρονιά από παλιά κρατικά στελέχη συνδεόμενα με τον επιχειρηματικό κόσμο (Τζορτζ Μπολ, Σάιρους Βανς, Ντάγκλας Ντίλον κ.ά.), μ’ επικεφαλής τον πρώην υπουργό Εξωτερικών Ντιν Ατσεσον. Σε δύο συνεδριάσεις τους με τον Τζόνσον (26 και 28/3), αμέσως μετά τη λεπτομερή ενημέρωσή τους από ηγετικά στελέχη της CIA, του Πενταγώνου και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, τα περισσότερα μέλη της επιτροπής θ’ αποκλείσουν ρητά κάθε σκέψη αποφασιστικής κλιμάκωσης, προκρίνοντας μια «βιετναμοποίηση» της σύρραξης (ανάθεση της καταπολέμησης των Βιετκόγκ πρωτίστως στο νοτιοβιετναμικό στρατό), εν όψει της δρομολόγησης μιας εύσχημης, σταδιακής απεμπλοκής των ΗΠΑ.
Για το κλίμα εκείνων των συνεδριάσεων εξαιρετικά εύγλωττος είναι στις δικές του αναμνήσεις ο Τζορτζ Μπολ, μέλος της επιτροπής και πρώην υφυπουργός Εξωτερικών που παραιτήθηκε το 1966 λόγω διαφωνίας με τον βομβαρδισμό του Βόρειου Βιετνάμ. Κατά τις αμέσως προηγούμενες συνεδριάσεις του οργάνου (1-2/11/1967), θυμάται, «έκανα τη συνήθη έκκλησή μου για απεγκλωβισμό στα συνήθη κλειστά αυτιά· ο πόλεμος, είπαν τα υπόλοιπα μέλη, πρέπει να συνεχιστεί με σθένος. Το κυριότερο πρόβλημα, βεβαίωσαν υπεροπτικά, ήταν πώς να εκπαιδευτεί η αμερικανική κοινή γνώμη» (Ball 1982, σ.407).
Πέντε μήνες μετά, το κλίμα είχε ανατραπεί σε τέτοιο βαθμό, που ο ίδιος αναρωτήθηκε μήπως «κάποιο λάθος έγινε στις προσκλήσεις· δεν μπορεί να είναι οι ίδιοι άνθρωποι που είδα εδώ τον περασμένο Νοέμβριο». Ο ίδιος ο πρόεδρος της επιτροπής έδωσε το σήμα για την αναδίπλωση, «με τον σαφή, δικηγορίστικο τρόπο του»: αφ’ ης στιγμής ο τερματισμός της σύρραξης ήταν πρακτικά αδύνατος «στα χρονικά περιθώρια που διαθέτουμε», ξεκαθάρισε, και «λαμβάνοντας υπόψη όλα τα άλλα προβλήματα και συμφέροντά μας, της κρίσης του δολαρίου συμπεριλαμβανομένης, θα έπρεπε να επιδιώξουμε την απαγκίστρωσή μας από τα μέσα του καλοκαιριού» (όπ.π., σ.408-9).
Τα διαθέσιμα πρακτικά ορισμένων απ’ αυτές τις συσκέψεις επιβεβαιώνουν σε μεγάλο βαθμό τα γραφόμενα του Μπολ. Στις 2/11/1967 βασικό αντικείμενο συζήτησης υπήρξε όντως η αναζήτηση τρόπων απόσπασης της υποστήριξης του κοινού στον πόλεμο, καθώς ήταν ήδη ορατή μια αντίρροπη τάση: κάποια γκάλοπ έδιναν 70% υπέρ του πολέμου έναντι μόλις 30% κατά, οι αντιπολεμικές διαθέσεις είχαν όμως διπλασιαστεί σε σχέση με λίγο καιρό πριν (σ.2). Ο Ατσεσον εισηγήθηκε έτσι τη σύσταση «Επιτροπών Πολιτών» με κατάλληλα προετοιμασμένους ρήτορες «σε κάθε πόλη της χώρας», κατά τα δοκιμασμένα πρότυπα του Ψυχρού Πολέμου (σ.4)· ο πρώην υπουργός Οικονομικών Ντίλον πρόκρινε την κατήχησης των πρυτάνεων (σ.5), ενώ ο Ρόμπερτ Μέρφι πρότεινε να δαιμονοποιηθεί συστηματικά ο Βιετναμέζος ηγέτης Χο Τσι Μινχ, όπως παλιότερα ο Χίτλερ (σ.8)· ο στρατηγός Μπράντλεϊ ζήτησε να οργανωθεί καμπάνια με κεντρικό «πατριωτικό σύνθημα» την «υπομονή» (σ.9) και ο στρατηγός Τέιλορ ν’ αξιοποιηθεί η TV με ειδικές εκπομπές (σ.10). Ο Κλίφορντ ξεκαθάρισε, τέλος, ότι «κανένας πόλεμος δεν είναι δημοφιλής και δεν θα μπορέσουμε να τον πουλήσουμε στους πάντες», πρέπει όμως να συνεχιστεί «γιατί κάνουμε το σωστό» (σ.13). Από την πλευρά του, ο Μπολ ζήτησε τερματισμό των βομβαρδισμών και προσπάθησε να ερμηνεύσει τα αντιπολεμικά αισθήματα της νέας γενιάς· υποχρεώθηκε όμως να καταθέσει διαπιστευτήρια της νομιμοφροσύνης του, διακηρύσσοντας ότι «κανείς δεν σκέφτεται πως θα έπρεπε να φύγουμε από το Βιετνάμ» (σ.10).
Στις 26/2/1968, αντίθετα, τα άκρως συνοπτικά πρακτικά αποτυπώνουν έναν γενικευμένο (κι ελάχιστα συγκαλυμμένο) πανικό μπροστά στη συνειδητοποίηση των ορίων της αμερικανικής ισχύος και της δραματικής αλλαγής των συσχετισμών στο εσωτερικό. «Τα χρονικά μας περιθώρια έχουν περιοριστεί από τις αντιδράσεις σε τούτη τη χώρα», αποφαίνεται χαρακτηριστικά ο Ατσεσον. «Το ζήτημα είναι αν μπορούμε να κάνουμε αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε στο Βιετνάμ. Δεν νομίζω ότι μπορούμε». «Αν δεν κάνουμε κάτι γρήγορα, το κλίμα σε τούτη τη χώρα μπορεί να μας οδηγήσει σε αποχώρηση», συμπληρώνει ο Σάιρους Βανς.
Από τις πρώτες ήδη συσκέψεις τους μετά το Τετ, ένα ακόμη φάντασμα τρόμαζε τον Τζόνσον και τους επιτελείς του: η ανεπάρκεια των διαθέσιμων στρατιωτικών δυνάμεων για την καταστολή πιθανών εξεγέρσεων στα γκέτο των Αφροαμερικανών το ερχόμενο διάστημα. «Τι θα συμβεί εδώ το καλοκαίρι αν μετακινήσουμε την 82η αερομεταφερόμενη μεραρχία στο Βιετνάμ;», αναρωτιέται ο πρόεδρος στις 9/2, για να εισπράξει από τον απερχόμενο υπουργό Αμυνας Μακναμάρα μια καραμπινάτη επιβεβαίωση: «Αυτό με ανησυχεί. Σημαίνει ότι θα πρέπει να καλέσουμε μια μεραρχία εθνοφρουρών». Ο Τζόνσον είχε πάλι μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους πεζοναύτες, κάτι τέτοιο όμως «θα μπορούσε να στοιχίσει πέντε με εφτά δισ. δολάρια». Ο υπουργός, ο ίδιος που δύο χρόνια νωρίτερα είχε δώσει στους στρατηγούς του λευκή επιταγή για τα έξοδα του πολέμου, φαίνεται όμως προβληματισμένος: «Πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μην αφήσουμε τις χρηματικές απαιτήσεις να μας ρημάξουν το ξένο συνάλλαγμα [και] την εγχώρια οικονομία».
Η μακρόσυρτη έξοδος
Τελικό αποτέλεσμα ήταν μια εντυπωσιακή, αν και ημιτελής, κίνηση αποκλιμάκωσης. Στις 31 Μαρτίου 1968 ο Τζόνσον ανακοίνωσε από τηλεοράσεως τον περιορισμό των βομβαρδισμών στον Βορρά, την έναρξη διαπραγματεύσεων με τους Βιετναμέζους κομμουνιστές και τη μη υποψηφιότητά του στις επόμενες εκλογές. Τον Νοέμβριο ο βομβαρδισμός του Βόρειου Βιετνάμ σταμάτησε εντελώς, ως προϋπόθεση για τη συνέχιση των συνομιλιών.
Η ακροδεξιά κυβέρνηση του Ρεπουμπλικανού Ρίτσαρντ Νίξον που βγήκε από τις κάλπες του ίδιου μήνα, απόρροια κι αντανάκλαση της απογοήτευσης του αντιπολεμικού κινήματος από τη συντηρητική πορεία των Δημοκρατικών, θα παρατείνει μεν την αμερικανική παρουσία στην Ινδοκίνα για ακόμη τέσσερα χρόνια περιορίζοντας τα μεγέθη του εκστρατευτικού σώματος με το σταγονόμετρο, δεν θα τολμήσει όμως ν’ ανατρέψει τη στρατηγική επιλογή του 1968 για σταδιακή απαγκίστρωση. «Σε γενικές γραμμές δεν βρίσκω σημαντική διαφορά ανάμεσα στις απόψεις μου για το Βιετνάμ και αυτές της παρούσας κυβέρνησης», ξεκαθαρίζει άλλωστε ευθύς εξαρχής ο ίδιος ο Νίξον κατά την εμπιστευτική ενημέρωσή του από το επιτελείο του προκατόχου του (11/11/1968).
Αντιμέτωπος με τη σκληροπυρηνική πτέρυγα του εκλογικού ακροατηρίου του, που θα καλόβλεπε ακόμη και τη συμμόρφωση των «κιτρινιάρηδων» με πυρηνικά όπλα, ο νέος πρόεδρος θα προσπαθήσει ν’ απομονώσει τους Βιετναμέζους κομμουνιστές μέσω τολμηρών ανοιγμάτων στη Μόσχα και στο Πεκίνο. Τελικά, ωστόσο, θα υποκύψει κι αυτός στους ίδιους δύο αδυσώπητους παράγοντες που υπαγόρευσαν και την ήττα του Τζόνσον: την πρακτική αδυναμία των ΗΠΑ «να διεξαγάγουν έναν φτηνό πόλεμο ή να αντέξουν έναν ακριβό μακροχρόνιο» (Kolko 1986, σ.291) και τη διαρκή επιδείνωση του εσωτερικού μετώπου.
Το φθινόπωρο του 1969 στις αντιπολεμικές διαδηλώσεις μετέχουν οργανωμένα ακόμη και χρηματιστές της Ουόλ Στριτ, με τη ριζοσπαστική πτέρυγα του κινήματος ν’ ανεμίζει σημαίες των Βιετκόγκ στο κέντρο του Μανχάταν· την άνοιξη του 1970, οι φοιτητές πυρπολούν τα στρατολογικά γραφεία των πανεπιστημιουπόλεων· τον Μάιο του 1971, η μεταφορά των διαμαρτυριών στην Ουάσινγκτον θα κατασταλεί με 15.000 «προληπτικές» συλλήψεις και τη μετατροπή των εκεί γηπέδων σε αυτοσχέδια κέντρα κράτησης. Χαμένος κόπος: η συνθήκη για την οριστική αποχώρηση των τελευταίων Αμερικανών στρατιωτών θα υπογραφεί τελικά στις 27/1/1973 και δύο χρόνια αργότερα το νοτιοβιετναμικό καθεστώς θα καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος.
Στο μεσοδιάστημα, τα αμερικανικά ΜΜΕ είχαν βέβαια προλάβει να μετατοπίσουν το βλέμμα τους από την Απω Ανατολή στη Μέση, ζυμώνοντας χαμηλόφωνα την ιδέα καινούργιων επεμβάσεων για τη διασφάλιση της απρόσκοπτης ροής του πετρελαίου. Το τραύμα της ήττας ήταν ωστόσο ακόμη νωπό, για την οριστική δε επούλωσή του θ’ απαιτούνταν πάνω από μια δεκαετία.
Διαβάστε
► Gabriel Kolko, Vietnam. Anatomy of War, 1940-1975 (Λονδίνο 1986, εκδ. Unwin). Η πληρέστερη και διεισδυτικότερη μελέτη των πολέμων του Βιετνάμ, από έναν Αμερικανό πανεπιστημιακό με βαθιά γνώση του αντικειμένου και προϊστορία στο αντιπολεμικό κίνημα.
► Lyndon B. Johnson, The Vantage Point. Perspectives of the Presidency, 1963-1969 (Ν. Υόρκη-Σικάγο-Σαν Φρανσίσκο 1971, εκδ. Holt, Rinehart & Winston). Τα απομνημονεύματα του προέδρου των ΗΠΑ που συνέδεσε το όνομά του με τη στρατιωτική επέμβαση στο Βιετνάμ. Διακριτική αλλά κατηγορηματική επισήμανση του οικονομικού υπόβαθρου της απόφασης του 1968 για σταδιακή αποκλιμάκωση της αμερικανικής εμπλοκής, μετά την επίθεση του Τετ.
► George W. Ball, The Past Ηas Another Pattern. Memoirs (Ν. Υόρκη-Λονδίνο 1982, εκδ. W.W. Norton & Co). Απομνημονεύματα του υφυπουργού Εξωτερικών των Κένεντι και Τζόνσον που παραιτήθηκε το 1966 λόγω της αντίθεσής του στον πόλεμο. Λεπτομερής ανασύσταση των σχετικών διαβουλεύσεων και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για την εξάρτηση της επέμβασης από την πορεία της αμερικανικής οικονομίας.
► Watson Institute/ Brown University, «Costs of War». Επιστημονικές εκτιμήσεις του οικονομικού και ανθρώπινου κόστους των «αντιτρομοκρατικών» πολέμων των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία.
► Joseph Stiglitz - Linda Bilmes, The Three Trillion Dollar War. The True Cost of the Iraq Confliсt (Ν. Υόρκη-Λονδίνο 2008, εκδ. W.W. Norton & Co). Το βιβλίο που πυροδότησε τις σχετικές συζητήσεις, μετά την κατάρρευση της Lehman Bros.
► Heidi Peltier, «The Cost of Debt-financed War: Public Debt and Rising Interests for Post-9/11 War Spending» (shorturl.at/hnpvF). Αναλυτικός υπολογισμός των τοκοχρεολυσίων με τα οποία επιβάρυναν το αμερικανικό δημόσιο μέχρι το 2050 οι πόλεμοι των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν και το Ιράκ.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας