Eίναι αλήθεια ότι όταν μιλάμε για την Ιστορία και προσπαθούμε να μεταφερθούμε νοητικά σε μια παρελθούσα εποχή και να εξετάσουμε τα γεγονότα και τις διεργασίες που τη διαπλάθουν, σπανίως έρχονται στον νου μας ήχοι, μυρωδιές ή άλλα μη οπτικά αισθητηριακά ερεθίσματα.
Η ανάπτυξη της τεχνολογίας καταγραφής ήχου, του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης έχει βέβαια «δώσει φωνή» σε στιγμές της πιο πρόσφατης Ιστορίας, αυτής του 20ού αιώνα, έτσι ώστε η στριγκή φωνή του δικτάτορα Παπαδόπουλου να είναι για πολλούς αναπόσπαστο τμήμα της αναπαράστασης της χούντας των συνταγματαρχών. Και πάλι, ωστόσο, σπανίως θα αναρωτηθούμε για τη σημασία των ήχων και του ηχοτοπίου και θα μπούμε στον κόπο να σκεφτούμε και να αναλύσουμε κάτι που μοιάζει φευγαλέο, αδάμαστο και πτερόεν.
Η έλλειψη αυτής της ευαισθησίας χαρακτηρίζει όχι μόνο το ευρύ κοινό των μορφωμένων πολιτών των οπτικοκεντρικών μας κοινωνιών, αλλά και τους επαγγελματίες ιστορικούς. Παρότι έχουν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια από το πρωτοποριακό έργο του Alain Corbin για τα σήμαντρα της γαλλικής υπαίθρου ως εργαλεία εξουσίας και στοιχεία «ταυτότητας», ακόμη και όχι εντελώς παραδοσιακοί ιστορικοί στην Ελλάδα θεωρούν την ιστορία των ήχων «εξωτικό» αντικείμενο.
«Δεν υπάρχει άνθρωπος, τον οποίον να μη ενοχλή η λατέρνα, να μη πειράζη το οργανέτον και να μη εκνευρίζη ο φωνογράφος», εφ. «Χρόνος», 16/4/1909
Στα χρόνια που μεσολάβησαν, ο μαχητικός τόνος των πρώτων διαβημάτων για την «αποκατάσταση» του ήχου στη μελέτη του παρελθόντος έδωσε τη θέση του σε κριτικές προσεγγίσεις του ίδιου του αρχικού εννοιολογικού οπλοστασίου και σε ενδιαφέρουσες θεωρητικές συζητήσεις. H έννοια του ηχοτοπίου, την οποία έκανε δημοφιλή ο Καναδός συνθέτης και ακτιβιστής της ακουστικής οικολογίας Raymond Murray Schafer, ο οποίος «έφυγε» πολύ πρόσφατα σε ηλικία 88 ετών, αμφισβητείται ως προς την αναλυτική της ακρίβεια και την περιγραφική της ικανότητα, παραμένοντας ωστόσο σε χρήση ως δηλωτική της σχέσης ήχου και χώρου. Παράλληλα, οι σύγχρονες προσεγγίσεις τονίζουν την πολυαισθητηριακότητα της εμπειρίας. Και πράγματι, στη συνήθη ροή της ζωής, η ακουστική δύσκολα μπορεί πρακτικά να απομονωθεί από τις άλλες αισθητηριακές εμπειρίες. Ή, για να το θέσουμε αλλιώς, αυτή η απομόνωση είναι μια καταχρηστική ενέργεια της ανθρώπινης συνείδησης που προϋποθέτει και παραβιάζει τη διαισθητηριακή ενότητα.
Η καταχρηστική αυτή νοητική εστίαση στον ήχο και τη μελέτη του θα μπορούσε εν μέρει να αποδοθεί στα ιδιαίτερα δυναμικά χαρακτηριστικά του: ο ήχος όχι μόνο μεταδίδει πληροφορίες, διευκολύνει την επικοινωνία και προσανατολίζει στον χώρο και τον χρόνο, αλλά διαμορφώνει και «εμπειρίες» με έναν ιδιαίτερο τρόπο: η ακουστική διάσταση της εμπειρίας είναι συχνά απρόβλεπτη και ελέγχεται δύσκολα (δυσκολότερα τουλάχιστον από την οπτική), μεταδίδει αμεσότερα τη δυναμική της κίνησης και της επιτάχυνσης και παράγει ισχυρά συναισθηματικά αποτελέσματα, ευχάριστα ή δυσάρεστα. Καθώς λοιπόν ο ήχος μπορεί να είναι ενοχλητικός, ύποπτος και ανεξέλεγκτος, γίνεται κατά τη μετάβαση στη νεότερη εποχή όλο και περισσότερο αντικείμενο δημόσιας συζήτησης, κρατικών παρεμβάσεων και νομικής ρύθμισης.
Νεωτερικότητα και δυσανεξία στην Αθήνα του 1900
Η μελέτη των ηχοτοπίων των βαλκανικών και μεσογειακών πόλεων (18ος-αρχές 20ού αι.), μελέτη που ξεκίνησε στο πλαίσιο του προγράμματος «Μεσογειακά Τοπία Πολιτισμού» (ΜΕΤΟΠΟ) του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών-ΙΤΕ, ανέδειξε για πρώτη φορά τις ιδιαιτερότητες και τη σημασία των ποικίλων ήχων των βαλκανικών πρωτευουσών (γεωλογικών, βιολογικών και ανθρωπογενών – μηχανικών ή μη) εστιάζοντας στην ακουστική εμπειρία της νεωτερικότητας. Το παράδειγμα της Αθήνας του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα είναι εξαιρετικά αποκαλυπτικό.
Οι πλανόδιοι πωλητές που διαλαλούν την πραμάτεια τους στους δρόμους της πόλης γίνονται αντικείμενο παρατήρησης και σχολιασμού στον αθηναϊκό Τύπο με τρόπο αρκετά διαφορετικό από ό,τι στη λογοτεχνία της πόλης, όπου με νοσταλγικό τρόπο εμφανίζονται συνήθως ως σύμβολα μιας αστικής ταυτότητας που χάνεται. Οι τομές που συναντά κανείς στα δημοσιεύματα του Τύπου είναι σημαντικές και εύγλωττες.
Τον Δεκέμβρη του 1883 η εφημερίδα «Ακρόπολις» δέχθηκε αίτημα από κάποιους αναγνώστες να προωθήσει στην αστυνομία τα παράπονά τους για τους σαλεπιτζήδες που βγαίνουν από τις 2 τη νύχτα και «δεν αφίνουν με τας αγρίας φωνάς των τους κατοίκους της συνοικίας Αγ. Κωνσταντίνου να κλείσουν ομμάτι». Ο δημοσιογράφος ταλαντεύεται: «Τώρα δεν γνωρίζωμεν και ημείς, πότερον να προστατεύσωμεν, τον ύπνον των δικαίων, ή την ποίησιν των σαλεπσήδων, διότι πράγματι είνε τόσον ηδονικόν, αντί της κραυγής του πετεινού να ακούηται το λιπαρόν εκείνο ως το πουλούμενον προϊόν, σαλέεεεπι! Ζεστόοο είνε!».
Ολες οι αναφορές στις φωνές των μικροπωλητών στην ίδια εφημερίδα είναι μέχρι το τέλος του αιώνα ουδέτερες ή μάλλον θετικές. Συναντά κανείς αναφορές στη λειτουργία των φωνών των πλανόδιων πωλητών ως ηχητικών σημείων (soundmarks) των εποχών, όπως η ακόλουθη από τον Αύγουστο του 1884: «Είναι η εποχή των σύκων. Εις τας οδούς διαλαλείται ήδη, παρά τας απαγορεύσεις της αστυνομίας, υπό των πωλητών η ωρίμανσις και αυτών, σημειούσα μετά της των σταφυλών την έναρξιν του φθινοπώρου». Σε άρθρο του 1901, διαπιστώνεται μάλιστα ότι «οι μανάβηδες και οι γυρολόγοι ήρχισαν και αυτοί να εξευγενίζωνται. Ανάμεσα εις τας αγριοφωνάρας, αι οποίαι σας ταράττουν ανερχόμεναι από του δρόμου μέχρι του δωματίου σας, όπου μελετάτε ή αναπαύεσθε, ακούονται και φωναί εύκαμπτοι, σχεδόν λιγυραί και μαλακαί, και παρατηρείτε τότε μίαν προσπάθειαν όλων αυτών των πτωχών ανθρώπων να διαλαλήσουν μελωδικώς τα πωλούμενα υπ’ αυτών είδη».
Πρόκειται πιθανότατα για σημείο καμπής και προσπάθεια από τον συντάκτη να υπερασπιστεί τους πλανόδιους, σε μια εποχή που πληθαίνουν πλέον τα παράπονα εναντίον τους. Δύο ημέρες αργότερα, η ίδια εφημερίδα δημοσιεύει ανέκδοτο για κάποιον γηραιό κύριο, τον οποίο οι φωνές των γυρολόγων δεν τον αφήνουν να κοιμηθεί το μεσημέρι, και ο οποίος έγινε «έξω φρενών» όταν είχε την ακόλουθη συνδιάλεξη με κάποιον επαίτη: «-Ελέησέ με αφεντικό. Εχασα τη φωνή μου και δεν μπορώ πλέον να δουλέψω. -Και τι ήσουν; τενόρος; - Οχι... μανάβης».
Δύο μήνες αργότερα άλλο άρθρο δείχνει ότι τα παράπονα εναντίον των μικροπωλητών συχνά είχαν και οικονομικά κίνητρα. Σε μια εποχή που μαίνεται η σταφιδική κρίση, η εφημερίδα ψέγει όσους αγοράζουν από τους πωλούντες φτηνά και αμφίβολης, υποτίθεται, ποιότητας σταφύλια σε σκοτεινά σημεία της οδού Αθηνάς: «Δεν πταίει όμως ο πωλητής, ούτε η αστυνομία. Πταίει ο αγοραστής, όστις διά να λυπάται το καρφί, χάνει το πέταλον».
Στα επόμενα χρόνια, στους χωρικούς που πωλούν σταφύλια, μούστο ή κάστανα, θα προστεθούν ως αντικείμενα οργής οι ζητιάνοι με τις «κλαψιάρικες» και «απαίσιες» φωνές τους. Οι κραυγές πλανόδιων και επαιτών (που απαγορεύονταν, σύμφωνα με άλλο δημοσίευμα, στην πολιτισμένη Ευρώπη) εξέθεταν την πρωτεύουσα ενός βασιλείου που φιλοδοξούσε να «εκπολιτίσει» την Ανατολή.
Στο διάβα της δεκαετίας και μέχρι την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων, το θέμα της όχλησης από τις φωνές των πλανόδιων θα γίνει κεντρικό στον Τύπο και τη δημόσια συζήτηση. Σταχυολογώ μερικές μόνο αναφορές από την εφημερίδα «Χρόνος», που απευθυνόταν περισσότερο σε ένα μικροαστικό κοινό. «Προς πολλήν αηδίαν των διερχομένων» κάνουν διαγωνισμό φωνών πλησίον της Αγοράς «τρεις καλλικέλαδοι πωληταί του περίφημου μπουζιού» (δηλαδή λεμονάδας μεσημβριανθέμου). Σε άλλα σημειώματα οι αναγνώστες καλούνται να προσέχουν επειδή οι λεμονάδες, που τις πουλούν φωνασκώντας κάτω από τα παράθυρα των πολιτών δεκάδες μικροπωλητές, εκρήγνυνται κάνοντας τρομερό θόρυβο.
Αλλού διαμαρτύρεται ο δημοσιογράφος: «Εκεί όπου έγειρα να κοιμηθώ, μου ήλθε η ανυπόφορος εκείνη οξεία κραυγή του παγοπώλου: - Πάγος καθαρός! Την ενθυμείσθε, υποθέτω, αυτήν την φάτσαν. Κοντός, σπιθαμιαίος, στυγνός, ηλιοκαής, τέλειον αποτσίγαρον τρομεράς ακολασίας του καύσωνος». Σε άλλο άρθρο, στηλιτεύεται «η διηνεκής καθ’ όλην την ημέραν διαλάλησις των εμπορευμάτων ενός μανάβικου από μίαν στριγγλιάζουσαν φωνήν ενός παιδιού» στην πλατεία Βάθης. Η φωνή αυτή είναι «επικίνδυνος πολύ διά τα νεύρα των γειτόνων, φρονούμεν δε ότι επιβάλλεται και σύστασις ενός μουσικού τμήματος εις την Αστυνομίαν...».
Ανθρωποι και μηχανές
Την ίδια περίοδο, οι Αθηναίοι αποκτούν την εμπειρία της αύξησης των μηχανικών θορύβων στην πόλη. Οχι εκείνων των λίγων εργοστασίων, που μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα μάλλον επαινούνται ως ήχοι της προόδου. Τα αυτοκίνητα εμφανίζονται την πρώτη δεκαετία του αιώνα στους δρόμους της Αθήνας, ωστόσο μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους δεν ξεπερνούν τα 40 ώς 50, σύμφωνα με μια λογική εκτίμηση. Τα σχόλια γι’ αυτά στον Τύπο αφορούν λιγότερο το πρόβλημα του ήχου και περισσότερο την επιδεικτική τους εμφάνιση ως συμβόλων ταξικής κυριαρχίας, και, μετά το 1907 και τα πρώτα ατυχήματα, τον κίνδυνο που συνιστούν για την ασφάλεια των πολιτών. Τα ηλεκτρικά τραμ είναι μια άλλη σημαντική πηγή μηχανικού θορύβου στην πόλη.
Παρά το γεγονός όμως ότι στις δοκιμαστικές τους ήδη διαδρομές το 1908, τα αμάξια της «γυμνάζονται, κωδωνίζουν και ξυπνούν τον κόσμον», ο σχολιαστής του «Χρόνου» ζητά από την «κυρία Ηλεκτροκίνηση» να ξεκινήσει το γρηγορότερο την εξυπηρέτηση του κοινού ώστε να πάψει να μεταφέρεται «διά των ψωραλέων και γηραιών ίππων του παλαιού ωραίου καιρού». Στις πολύ λίγες έμμεσες αναφορές που συναντά κανείς (όπως π.χ. κατά τις απεργίες των τροχιοδρομικών το 1909 και το 1911), ο θόρυβος των τραμ γίνεται αποδεκτός ως μια αναγκαία και αναπόφευκτη όχληση, ανάλογη με αυτήν του επίσης «χρήσιμου» οδοστρωτήρα που βρυχάται στους δρόμους της πόλης. Επομένως, όλα δείχνουν ότι σε αυτή τη μεταβατική φάση για τη διογκούμενη πρωτεύουσα, η συζήτηση περί μείωσης του μηχανικού θορύβου είναι ακόμη περιθωριακή.
Δεν ισχύει το ίδιο ωστόσο με τα μηχανικά μέσα που παράγουν μουσική. Οι φωνογράφοι, τα φορητά κλειδοκύμβαλα ή «οργανέττα» και οι λατέρνες, στα οποία τόσο νοσταλγικά αναφέρονται τα λογοτεχνικά απομνημονεύματα, γίνονται στα ίδια ακριβώς χρόνια αντικείμενα μεγάλης οργής στον Τύπο. Οι φωνογράφοι, μια τεχνολογική εφεύρεση που αρχικά προκάλεσε περιέργεια και θαυμασμό με την άφιξή της στα Βαλκάνια, χρησιμοποιούμενοι από τις αρχές του αιώνα στα καφενεία και τους δρόμους της Αθήνας από τους περιφερόμενους «φωνογραφιτζήδες», κατήντησαν το 1908 «ανυπόφοροι» καθώς «έχουν να αλλάξουν πλάκες αφότου ήλθαν εις την Ελλάδα» και «έχουν βραχνιάσει απελπιστικώς».
Σε άλλο σημείωμα τίθενται στο στόχαστρο με χρήση γλωσσικού παιγνίου τα περίφημα οργανέττα, βαυαρικής κυρίως κατασκευής: «Τι βάσανο μεγάλο είνε επί τέλους αυτά τα διάφορα οργανέττα που γυρίζουν από το πρωί ώς το βράδυ εις όλους τους δρόμους. Δεν προφθάνει να εξημερώσει καλά-καλά ο Θεός την ημέραν και θα μας ξυπνήσουν οι καζανοειδείς ήχοι της περιφήμου Λουλούκας... Ολη η αυστηρότης των αστυνομικών διατάξεων εξηντλήθη μήπως εις τους δυστυχισμένους λούστρους ώστε δεν επερίσσευσεν σταλιά διά τα όργανα αυτά της Β α ρ β α ρ ί α ς!».
Παράλληλα, σειρά άρθρων και σημειωμάτων επιτίθεται στους πλανόδιους μουσικούς όλων των ειδών, όχι μόνο στους γνωστούς, όπως ο Μαρίνος ο «πριονιστής των ώτων των Αθηναίων» με το «άθλιον βιολί του», αλλά και σε πληθώρα άλλων που αντιμετωπίζονται συλλήβδην ως ζητιάνοι. Αυτός ο «Φωνογράφος & Σία» που κατακλύζει ακόμη και με γκάιντες την πόλη αξιώνει να πληρώνεις για να σου σχίζουν τα αυτιά, όπως παραπονείται ένας σχολιαστής. Ενώ ένας άλλος φαίνεται ανεκτικός στους μηχανικούς θορύβους: «Ο συγκεχυμένος κρότος που έκαμναν τα αμάξια, τα τραμ, οι διαλαληταί των εφημερίδων, είναι τόσον κοινή συναυλία, ώστε καταντά κανείς να πιστεύη ότι δεν είνε ήσυχος, όταν δεν έχει αυτήν την ανησυχίαν»∙ όχι όμως και στους διαφόρους πλανόδιους διασκεδαστές και μουσικούς: «Ολοι αυτοί οι διάφοροι μουσικοί ζουν∙ και όμως δεν υπάρχει άνθρωπος, τον οποίον να μη ενοχλή η λατέρνα, να μη πειράζη το οργανέτον και να μη εκνευρίζη ο φωνογράφος. Οσον αφορά τον κύριον-αηδόνι, αυτός θέλει σκότωμα».
Ενα άρθρο, τέλος, στις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων μεταφέρει την έμμονη και «απελπιστική» πλευρά του φαινομένου, αναφερόμενο στην Αθήνα ως μια «πόλη μουσικομανών». Η συνήθης επωδός αυτών των σχολίων είναι η ανάγκη για ενεργητική αστυνόμευση και εφαρμογή των απαγορευτικών διατάξεων.
Συμπερασματικά, το πρόβλημα στην Αθήνα των αρχών του 20ού αιώνα δεν είναι, όπως ίσως θα ανέμενε κανείς, οι ήχοι των μηχανών της νεωτερικότητας, αλλά οι ήχοι που γεννούν οι άνθρωποι: οι πλανόδιοι πωλητές, οι μουσικοί, οι διασκεδαστές με τους φωνογράφους και τα οργανέττα. Η δυσανεξία προς αυτούς καλλιεργείται ίσως από τα διάφορα νεωτερικά είδη λόγου, όπως η εμμονή με τον «εξευρωπαϊσμό» και τον «εκπολιτισμό», ή ο ιατρικός λόγος περί νευρασθένειας που αναπτύσσεται την ίδια περίοδο. Την ίδια στιγμή φαίνεται ότι τα αυξανόμενα παράπονα και επιθετικά σχόλια αντανακλούν πραγματικές κοινωνικές εντάσεις που εκφράζονται υλικά στο ηχοτοπίο της πόλης.
Στη σύγχρονη βαλκανική κοινωνική και πολιτιστική ιστορία τονίζονται οι δυσάρεστες εμπειρίες από την απουσία υποδομών στις βαλκανικές πρωτεύουσες των αρχών του 20ού αιώνα και η πρόσληψή τους από ανερχόμενους αστούς διανοούμενους ως εφιαλτικών συμβόλων ενός «ματαιωμένου» εκσυγχρονισμού στην περιφέρεια της διεθνούς κίνησης του κεφαλαίου.
Στην Αθήνα, η απειλή στις αστικές και μικροαστικές ελπίδες φαίνεται να εκφράζεται διά του ήχου, ως μια αστική ηχητική δυστοπία. Και ως τέτοια είναι πιο δυναμική και έχει και τους εύκολα εντοπίσιμους δημιουργούς της, τους επήλυδες πτωχούς της μαστιζόμενης από την κρίση υπαίθρου, κάποιοι ίσως στον δρόμο προς την Αμερική∙ φτωχούς, που προσπαθούν να βγάλουν τα προς το ζην εξαπολύοντας έναν ιδιότυπο «ηχητικό ταξικό πόλεμο» στο αστικό ηχοτοπίο.
*Επίκουρου καθηγητή Νεότερης Βαλκανικής Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, συνεργαζόμενου μέλους ΔΕΠ του ΙΜΣ/ΙΤΕ.
Πώς άκουσαν οι Ευρωπαίοι περιηγητές την Ελλάδα του 19ου αιώνα
Οι Ευρωπαίοι περιηγητές θα αφιερώσουν τη συντριπτική έκταση των περιγραφών τους σε οπτικές εικόνες ως τεκμήρια μιας αντικειμενικής γραφής. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που προτιμούν να χαρακτηρίσουν άτομα, τόπους και γεγονότα μέσα από τον ήχο που έφτασε στα αυτιά τους. Βεβαίως, οι ηχητικές καταγραφές των περιηγητών δεν συνιστούν απρόσβλητους δείκτες, καθώς θα ακούσουν και θα ερμηνεύσουν με έναν συγκεκριμένο και πολιτισμικά προ-διαμορφωμένο τρόπο τους ήχους.
Στα περιηγητικά κείμενα του 19ου αι. η αναφορά στη φύση (γεωφυσικοί και βιολογικοί ήχοι) γίνεται κατά κανόνα για να τονιστεί η απουσία των ανθρωπογενών ήχων και να αναδειχθεί η εικόνα της εγκατάλειψης, της καταστροφής και της υπανάπτυξης. Ο K. Krumbacher, κατά την επίσκεψή του στη Νέα Μονή της Χίου το 1885, σχολιάζει την εικόνα καταστροφής της μονής μετά το 1822 και τον σεισμό της 3ης Απριλίου του 1881: «Γύρω μας κυριαρχεί μια ιδιότυπη ησυχία και πλήρης εγκατάλειψη· εκτός από μια μαύρη γάτα που νιαουρίζει σ’ ένα κοίλωμα του τοίχου [...] δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε άλλη ζωντανή ύπαρξη». Ο Chateaubriand το 1806 προσλαμβάνει τον Πειραιά ως έναν παρηκμασμένο οικονομικά και πολιτισμικά τόπο: «Κάναμε τον γύρο μιας έρημης παραλίας· είδαμε μπροστά μας τρία λιμάνια, κι όμως και στα τρία αυτά λιμάνια, μήτε μια βαρκούλα δεν είδαμε. Μόνο ερείπια, βράχια και θάλασσα. Κανένας θόρυβος, πάρεξ οι κραυγές των γλάρων και το μουρμούρισμα των κυμάτων που σπάζαν στον τάφο του Θεμιστοκλή – αιώνιο θρηνολόγημα στη σιωπηλή εκείνη ερημιά».
Σε αντίθεση με την ακουστική αποτύπωση του Chateaubriand, ο H. Belle θα ερμηνεύσει τους ήχους από την επίσκεψή του στις εργοστασιακές εγκαταστάσεις της Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων στο Λαύριο το 1875 ως ηχητικά ίχνη της ανθρώπινης δραστηριότητας και ανάπτυξης: «Διακρίνουμε ψηλά φουγάρα εργοστασίων· ακούμε ήδη τον θόρυβο των μηχανών και τον ρόγχο των καμινιών. Τίποτα δεν είναι πιο συγκινητικό, όσο αυτή η ανθρώπινη παρουσία καταμεσής μιας τέτοιας ερημιάς». Η γενικότερη παρατήρηση όμως είναι πως οι Ευρωπαίοι περιηγητές του β' μισού του 19ου αι. θα κρατήσουν μια αμφίθυμη στάση προς τη διάχυση νεωτερικών δομών εκτεχνολόγησης στις ελληνικές πόλεις. Εχοντας διαμορφωθεί με τις ιδέες του Ρομαντισμού, του Φιλελληνισμού και θεωρώντας τη Δύση τον άμεσο κληρονόμο και θεματοφύλακα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, οι περιηγητές δεν θα αντιμετωπίσουν την Ελλάδα του 19ου αι. ως ένα νεοϊδρυθέν έθνος-κράτος που αποσπάστηκε από τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά ως τόπο συνέχειας ή/και αναβίωσης του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Ετσι λοιπόν οι τεχνολογικοί ήχοι θα βιωθούν ως αλλοτριωτική συνθήκη και όχι ως επισφράγιση μιας «δυτικοευρωπαϊκής προόδου». Για τον απογευματινό περίπατό του γύρω από την Ακρόπολη το 1885 ο Krumbacher θα γράψει: «Κατά τα λοιπά, η αντίθεση με το περιβάλλον γίνεται ολοένα και πιο σημαντική. Αλλοτε το μεγαλοπρεπές, το έρημο, το σιωπηρό τοπίο συμφωνούσε με τον αξιοσέβαστο χαρακτήρα των αρχαιοτήτων. Σήμερα, όμως, το λεκανοπέδιο αποκτά όσο πάει και μεγαλύτερη ζωντάνια, λόγω της καινούργιας πόλης, του πλήθους των αγροτικών σπιτιών, των εργοστασίων, του τραμ, του σιδηροδρόμου και άλλων παραγόντων του πολιτισμού της εποχής μας· η αντίθεση της παλαιάς και της νέας εποχής προβάλλει πολύ έντονα και αδυσώπητα».
Η ακοή είναι πολιτισμικά μεταβλητή και για αυτόν τον λόγο οι ήχοι πότε θα βιωθούν ως ενοχλητικοί και θα καταγραφούν ως θόρυβοι και πότε η απουσία τους, δηλαδή η σιωπή, θα λάβει θετικό ή αρνητικό πρόσημο από τους Ευρωπαίους περιηγητές. Ας σημειωθεί πως για τους Ευρωπαίους η ησυχία ως ηχητικό καθεστώς επισφραγίζει την κοινωνική ευταξία και αποτελεί ένα κοινωνικό αίτημα των αστών και διανοούμενων που περιγράφει τις ιδεατές ηχητικές συνθήκες εντός των οποίων μπορεί να αναπτυχθεί το πνεύμα, και ως εκ τούτου επιδεικνύει μειωμένα όρια ανοχής σε θορύβους. Πρόκειται για μια βιοπολιτική διαχείριση του ήχου που έχει τις βάσεις της στις αστικές κοινωνικές συμβάσεις και ιδεολογικές ζυμώσεις της βικτοριανής εποχής, καθώς η ησυχία διαφοροποιείται από τη σιωπή στο εξής: δεν αφορά τόσο την απουσία των ήχων όσο την κανονικοποίησή τους. Η ησυχία λοιπόν είναι η προϋπόθεση που επιτρέπει στον περιηγητή να μπει σε μια διαδικασία εσωτερικού αναστοχασμού, αισθητής εμπειρίας του φυσικού τοπίου και ακουστικής φαντασίωσης της Αρχαιότητας. Ο H. Belle περπατώντας στις Μυκήνες θα αναβιώσει την τραγωδία της Ηλέκτρας: «Από τη στιγμή που βρίσκεται κανείς ανάμεσα στα δύο τείχη [...] νομίζει ασυναίσθητα πως πάνω σ’ αυτόν τον λιθόστρωτο δρόμο, όπου διακρίνονται ακόμη τα ίχνη των τροχών, ακούγεται το άρμα του Αγαμέμνονα που γυρίζει από την Τροία μαζί με την Κασσάνδρα. [...] Προχωρούμε· να το παλάτι [...] ακούγονται φωνές, ο λαός ξεσηκώνεται, ένας άντρας βγαίνει κρατώντας μαχαίρι, με άγριο βλέμμα, με σηκωμένες τρίχες [...] είναι ο Ορέστης που μόλις είχε σκοτώσει την Κλυταιμνήστρα και που καταδιώκεται από τις Ερινύες. [...] Η ανατολική άκρη του τείχους φαίνεται πως σχημάτιζε κάποιο μεγάλο ισομετρικό οικοδόμημα. Μήπως ήταν το παλάτι του Αγαμέμνονα, αυτό που αντήχησε από τις κατάρες του Ορέστη και από τις φωνές της μαχαιρωμένης Κλυταιμνήστρας;».
Η σιωπή λαμβάνει αρνητικό πρόσημο, όχι μόνο γιατί θα σημάνει κατεστραμμένους ή παρηκμασμένους τόπους, αλλά και γιατί θα ερμηνευτεί ως πνευματική νωθρότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η ευρωκεντρική κατασκευή του Τούρκου που είναι κατ' αρχήν ηχητική: ο Τούρκος στα περιηγητικά κείμενα τυποποιείται ως σιωπηλός, απαθής και νωθρός, ως ο ταιριαστός εκπρόσωπος μιας νωθρής και παρακμάζουσας αυτοκρατορίας. Ο F. Pouqueville θα πει για τους «Τούρκους του Μυστρά»: «Δεν βρίσκεις καθόλου σ’ αυτούς την απάθεια και τη σιωπηλότητα, που αποτελούν το κύριο χαρακτηριστικό του έθνους τους».
Σε αντίθεση, ο Ελληνας αποτυπώνεται ως δραστήριος και φλύαρος που θα ενοχλήσει τους περιηγητές με τις κραυγές του, τον οξύ τόνο φωνής του, τους δημόσιους καβγάδες και τις θορυβώδεις εκδηλώσεις στον δημόσιο χώρο. Ιδιαιτέρως, κοινός τόπος στα περιηγητικά κείμενα του 19ου αι. είναι η ακουστική δυσανεξία των περιηγητών προς τον ένρινο και θρηνητικό τόνο της εκτέλεσης των ελληνόφωνων τραγουδιών που θα θεωρηθεί ανατολίτικο υπόλειμμα. Ο E. About αναφέρει: «Το έθνος ολόκληρο τραγουδά από τη μύτη σε έναν τόνο θρηνητικό. Εάν το έθνος αυτό εκτιμούσε κάποτε το τραγούδι των τζιτζικιών, είναι γιατί το παρέβαλλαν με το δικό του. Δεν έχω ακούσει τίποτα που να πλησιάζει τη λαϊκή μουσική των Ελλήνων παρά μόνο τη σπασμωδική ρινοφωνία των Κινέζων βιρτουόζων». Για τον Bartholdy, η τουρκική μουσική θα αποτελέσει εξίσου μια πολιτισμικά ενοχλητική ακουστική εμπειρία: «Αυτό που έχουμε ονομάσει μουσική των γενίτσαρων, με εξαίρεση μερικά κύμβαλα και κουδουνάκια, δεν έχει καμία άλλη ομοιότητα με την τουρκική μουσική εκτός από το ότι είναι φοβερά θορυβώδης. Η τουρκική μουσική είναι ανυπόφορη για τα ευρωπαϊκά αυτιά». Ο ίδιος μάλιστα περιηγούμενος στη Θεσσαλία το 1803 θα διακρίνει ακόμα και την ακουστική υπεροχή στους ήχους των αηδονιών της Δύσης ως προς αυτά της Ανατολής: «Δεν μπορώ μάλιστα να μην παρατηρήσω μ’ αυτή την ευκαιρία πως το τραγούδι των δικών μας αηδονιών μού φαινόταν πάντα πολύ ανώτερο απ’ αυτό των αηδονιών της Ανατολής. Τα άκουσα χιλιάδες φορές στις νυχτερινές μου εξορμήσεις πάνω στον Ολυμπο της Βιθυνίας και στις πλαγιές της Προύσας· δεν έφταναν όμως την τέχνη των δικών μας».
Για το τέλος μια σημαντική μνεία στην πρόσληψη του θρησκευτικού ηχοτοπίου από τους περιηγητές. Οι περιηγητές φαίνεται να ερμηνεύουν τις θρησκευτικές ηχητικές πρακτικές κατ' αρχάς μέσα από το θρησκευτικό δυϊστικό σχήμα του χριστιανισμού-Ισλάμ/Δύσης-Ανατολής και δευτερευόντως, του Καθολικισμού-Ορθοδοξίας. Το δημόσιο και περιοδικό κάλεσμα στην προσευχή και πιο συγκεκριμένα, η φωνή του μουεζίνη θα αποτελέσει μια ενοχλητική κραυγή για τους Ευρωπαίους περιηγητές, θα συμπυκνώσει τον θρησκευτικά Ετερο και την παρουσία της Ανατολής. Οι καμπανοκρουσίες των εκκλησιών είναι πολιτισμικά αποδεκτοί ήχοι για τους περιηγητές, παρότι δεν λείπουν οι επισημάνσεις για τις ποιοτικά ανώτερες ηχητικές πρακτικές των καθολικών εκκλησιών: «Την άλλη μέρα, στις τέσσερις το πρωί, οι καμπάνες άρχισαν να χτυπούν, όπως χτυπούν πάντα οι ελληνικές καμπάνες, δηλαδή ξερά, γρήγορα και ακατάστατα, τίποτα που να μοιάζει με τον παρατεταμένο ήχο που αφήνουν οι γαλλικές καμπάνες, ούτε με τη χαρούμενη φλυαρία των ιταλικών καμπαναριών».
* υποψήφιας διδάκτορα Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
◈ Ακούστε / Δείτε
▶ R. MURRAY SCHAFER, «Listen / Écoute». Ολιγόλεπτο φιλμ για τη σημασία των ήχων και την ακουστική οικολογία από τον πρωτοπόρο Καναδό συνθέτη και ακτιβιστή.
▶ ENSEMBLE CLEMENT JANEQUIN – DOMINIQUE VISSE, «Les Cris de Paris. Chansons de Janequin &Sermisy» και ΟRLANDO GIBBONS - IN NOMINE, «The Cries of London». Συνθέσεις βασισμένες στις κραυγές των μικροπωλητών σε Παρίσι και Λονδίνο.
▶ Γ. ΜΠΑΤΗΣ, «Οι φωνογραφιτζήδες» [1936] και Ι. ΣΕΜΣΗΣ – Ι. ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, «Ο πασατεμπάς» [1940]. Δύο από τα πιο χαρακτηριστικά ρεμπέτικα τραγούδια με θέμα τους πλανόδιους μουσικούς και μικροπωλητές.
▶ MANU CHAO, «Bongo bong». Μετανάστευση και μουσική του δρόμου στις σύγχρονες μητροπόλεις.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας