Οποιος το απόγευμα της περασμένης Κυριακής έβγαινε από τον σταθμό του μετρό στο Σύνταγμα ήταν αδύνατον να μην εντυπωσιαστεί από το κατασταλτικό υπερθέαμα που είχε ετοιμάσει για την περίσταση το επιτελείο του κ. Χρυσοχοΐδη. Διπλή σειρά ασπιδοφόρων ΜΑΤ και ΥΜΕΤ κι επιβλητικοί φραγμοί από αστυνομικές κλούβες είχαν μετατρέψει την καρδιά του ιστορικού κέντρου της Αθήνας σ’ ένα ασφυκτικό κλουβί, μέσα στο οποίο θα πορεύονταν όσοι διαδηλωτές αψηφούσαν την ασύστολη μιντιακή τρομοκρατία των ημερών.
Το μήνυμα που εξέπεμπε αυτή η κινητοποίηση του κατασταλτικού μηχανισμού ήταν προφανές: μαζί με την αντιδικτατορική εξέγερση του 1973 γιορτάζεται έμμεσα και η επέτειος της καταστολής της. Για την ακρίβεια, της καταστολής της ως «όφειλε» να πραγματοποιηθεί, με σύγχρονες μεθόδους διαχείρισης πλήθους, δίχως προσφυγή στα τανκς και υπερβολική αιματοχυσία· όπως ακριβώς, ελέω συνέχειας του κράτους, έκριναν τα μεταπολιτευτικά δικαστήρια που εκδίκασαν την υπόθεση −τόσο το πρωτοβάθμιο, που μοίρασε αφειδώς πολύχρονες καθείρξεις στα υπαίτια στελέχη του Στρατού και της Αστυνομίας (30/12/1975), όσο και το λησμονημένο εφετείο που τους έριξε στα μαλακά (25/2/1977).
«Για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια η διαδήλωση μνήμης ήταν σχεδόν ειρηνική»
Πάσχος Μανδραβέλης («Καθημερινή» 19/11/2019)
Στοιχειώδης μνήμη και παρατηρητικότητα αρκούν, πάντως, για ν’ αντιληφθεί κανείς ότι, σε πείσμα της αχαλίνωτης τρομολαγνείας που προηγήθηκε, αυτό που διαφοροποίησε τη διαχείριση του φετινού «Πολυτεχνείου» ήταν κυρίως η έλλειψη ψυχραιμίας της κυβέρνησης και των φιλικών προς αυτή ΜΜΕ. Ούτε η διάταξη των Σωμάτων Ασφαλείας τροποποιήθηκε αισθητά σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, από το 2014 και δώθε, ούτε η απουσία επεισοδίων στη διάρκεια της πορείας υπήρξε κάτι το καινοφανές: στην πραγματικότητα, η τελευταία έχει από το 2011 -εδώ και οκτώ ολόκληρα χρόνια- να γίνει θέατρο συμπλοκών με επιλογή κάποιων διαδηλωτών. (Το 2014 σημειώθηκε μια εντελώς απρόκλητη, ολιγόλεπτη επίθεση των ΜΑΤ στα μπλοκ του ΕΕΚ και των αναρχοσυνδικαλιστών, αμέσως μετά το «Χίλτον»· εξίσου απρόκλητα διαλύθηκαν βίαια στην Αλεξάνδρας μεγάλες ομάδες διαδηλωτών μετά το τέλος της πορείας τις χρονιές 2013, 2017 και 2018.) Προς τι, λοιπόν, όλη αυτή η προκαταβολική φασαρία;
Η ουσία του ζητήματος πρέπει ν’ αναζητηθεί στο ιστορικό της επετείου −το ουσιαστικό νόημα της οποίας δεν αφορά πλέον τόσο τους πεσόντες του μακρινού 1973, όσο τη μεταπολιτευτική νομιμοποίηση της αντίστασης σε κάθε αυταρχική εξουσία. Η σχετική δυσανεξία της Δεξιάς, οφθαλμοφανής από τα πρώτα μεταδικτατορικά χρόνια, έχει υποστεί κι αυτή στην πορεία έναν αντίστοιχο μετασχηματισμό.
Σε μια πρώτη φάση, πήγαζε από δύο κυρίως λόγους: (α) την ενόχληση των ουκ ολίγων χουντικών που, ως «παρασυρμένοι» εθνικόφρονες, είχαν βρει φιλόξενη στέγη στη Ν.Δ. του εθνάρχη, και (β) τη διαδρομή της διαδήλωσης, η κατάληξη της οποίας (στην αμερικανική πρεσβεία) δεν αμφισβητούσε μόνο το καραμανλικό δόγμα του «ανήκομεν εις την Δύσιν» αλλά αναιρούσε συμβολικά και το επίσημο αφήγημα, σύμφωνα με το οποίο αποκλειστικός στόχος της τιμώμενης εξέγερσης υπήρξε η αποκατάσταση του προδικτατορικού κοινοβουλευτισμού.
Αρκετά νωρίς ως πρόβλημα αντιμετωπίστηκε ωστόσο και η ίδια η επετειακή πορεία, καθώς αποτελούσε (κι εξακολουθεί ν’ αποτελεί) μηχανισμό διαπαιδαγώγησης της νέας γενιάς σε αγωνιστικές πρακτικές που αμφισβητούν τα όρια της πολιτικής ορθότητας και νομιμότητας.
Ως αδόκητη διάρρηξη αυτών των τελευταίων έχουν κατά καιρούς καταγγελθεί όχι μόνο τα παράπλευρα επεισόδια αλλά ακόμη και τα συνθήματα μερίδας των διαδηλωτών, η κάλυψη από το πανεπιστημιακό άσυλο της εκφοράς αντικαθεστωτικών μηνυμάτων και, πάνω απ’ όλα, η έμπρακτη αμφισβήτηση των προσπαθειών απαγόρευσής της ή περιορισμού του δρομολογίου της. Προσπαθειών που φέτος γνώρισαν μιαν απρόσμενη αναβίωση σε δημοσιογραφικό (προς το παρόν;) επίπεδο.
Αξίζει, ως εκ τούτου, να θυμηθούμε επί τροχάδην αυτή την παράλληλη ιστορία: την πορεία του Πολυτεχνείου, από το 1974 μέχρι τις μέρες μας, ως τεχνικό και πολιτικό πρόβλημα των εκάστοτε διαχειριστών της κρατικής εξουσίας.
Η σκιά της εξέγερσης
Ο πρώτος «εορτασμός» του Πολυτεχνείου δεν περίμενε καν την επέτειό του. Τη νύχτα της 23ης Ιουλίου 1974, ενώ η χούντα του Ιωαννίδη κατέρρεε μέσα στο πολιορκημένο από τα πλήθη κτίριο της σημερινής Βουλής, αναζητώντας έξοδο διαφυγής μέσω του παλιού πολιτικού κόσμου, εκατοντάδες φοιτητές κατέλαβαν ξανά το προαύλιο του ΕΜΠ σε «μια συγκέντρωση ζωντανή, αλλά όχι χαρούμενη», όπως μας πληροφορεί το «Βήμα» της επομένης, «για ν’ αποτίσουν φόρο τιμής στους σκοτωμένους συμφοιτητές τους»: «ανέβηκαν στη θρυλική πύλη του Πολυτεχνείου, κρατώντας στεφάνια και σταυρούς από άνθη και αναμμένα κεριά», διέκοψαν την κυκλοφορία στην Πατησίων, απαίτησαν με συνθήματα την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων και στις 11 μ.μ. διαλύθηκαν από την αστυνομία, με σχετικά ήπιες απωθήσεις.
Η ηττημένη εξέγερση του Νοέμβρη έριχνε, άλλωστε, βαριά τη σκιά της πάνω στις εξελίξεις εκείνων των ωρών, καθιστώντας προφανές σε παλιούς και νέους κυβερνήτες πως οποιαδήποτε πολιτική μεταβολή, για να γίνει αποδεκτή, όφειλε ν’ αποτελέσει σαφή τομή σε σχέση με το χουντικό καθεστώς και όχι απλή προέκτασή του, όπως η δοτή κυβέρνηση Μαρκεζίνη.
Μ’ αυτή την έννοια, το Πολυτεχνείο του ’73, αν και στρατιωτικά ηττημένο, τελικά όντως έριξε τη χούντα: «Οι στρατιωτικοί, έντρομοι, δεν μας άφηναν να φύγωμεν», θυμάται χαρακτηριστικά ο Μαρκεζίνης, αναφερόμενος στην κρίσιμη σύσκεψη της 23/7/1974 για την παράδοση της εξουσίας. «Είχον παραλύσει αισθανόμενοι δέος προ του συγκεκριμένου πλήθους, του οποίου η ηρεμία -και εις αυτό ορθώς εξετίμησαν- υπήρχε κίνδυνος να μεταβληθεί εις αγριότητα εάν αντί κυβερνήσεως τους εδίδετο η πληροφορία περί νέας αναβολής» («Αναμνήσεις 1972-1974», Αθήναι 1979, σ.572).
Με χιλιάδες ένοπλους πολίτες στα στρατόπεδα λόγω γενικής επιστράτευσης, κάθε απόπειρα δυναμικής καταστολής ενός εξεγερμένου πλήθους με βάση το υπόδειγμα της προηγούμενης χρονιάς εμπεριείχε ρίσκα που η στρατιωτική ηγεσία της δεύτερης χούντας κάθε άλλο παρά ήταν διατεθειμένη ν’ αναλάβει. Η εναπόθεση της τύχης της στα χέρια του ιστορικού ηγέτη της εγχώριας Δεξιάς αποτέλεσε έτσι τη μόνη ορατή λύση.
Το φάντασμα του ’73 θα πλανηθεί και πάνω από την πρώτη επέτειο της σφαγής. Ως γνωστόν, ο Καραμανλής όρισε τη 17η Νοεμβρίου 1974 ως ημερομηνία των πρώτων μεταδικτατορικών εκλογών. Από τη νεοσύστατη ΟΝΝΕΔ, η επιλογή του αυτή προβλήθηκε σαν «το καλύτερο μνημόσυνο για τα παιδιά που αγωνίσθηκαν και έπεσαν στο Πολυτεχνείο».
Σύμφωνα ωστόσο με έκθεση του Αμερικανού πρέσβη, που μάλλον είχε καλύτερη εικόνα των πραγμάτων (14/11/1974), διάχυτη ήταν η πεποίθηση «πως ο Καραμανλής προγραμμάτισε τις εκλογές για τις 17 Νοεμβρίου προκειμένου να υποβαθμίσει την πιθανότητα συγκρούσεων με τους φοιτητές κατά την πρώτη επέτειο», εκμεταλλευόμενος την απαγόρευση από την εκλογική νομοθεσία κάθε συνάθροισης στη διάρκεια της ψηφοφορίας.
Με τη σύμφωνη γνώμη των βασικών κομμάτων της αντιπολίτευσης, η επίσημη πορεία προς την αμερικανική πρεσβεία μετατέθηκε έτσι για τις 24/11. Διαφωνώντας μ’ αυτή τη συμμόρφωση, η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά πραγματοποίησε στις 15/11 δική της διαδήλωση μέσω της λεωφόρου Αλεξάνδρας, με αφετηρία το ΕΜΠ και κατάληξη το Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Παρά την έντονη (και τότε) κινδυνολογία και προβοκατορολογία, στην «εξτρεμιστική» αυτή εκδήλωση πήραν μέρος δεκάδες χιλιάδες πολίτες.
Τα χρόνια της απαγόρευσης
Οπως έχουμε περιγράψει αναλυτικά με βάση τα αποχαρακτηρισμένα πλέον αρχεία της αμερικανικής πρεσβείας («Εφ.Συν.» 15/11/2014), ήδη από τη δεύτερη επετειακή πορεία, το 1975, ασκήθηκαν υπόγειες πιέσεις για την κατάργησή της. Η ίδια η πρεσβεία, που καταμετρούσε ανελλιπώς τόσο τα μεγέθη όσο και την εσωτερική διάρθρωση της διαδήλωσης, εύστοχα διέκρινε πως αυτή η τελευταία, ως πολιτικό έθιμο πλέον κι όχι απλή αυθόρμητη αντίδραση, έπληττε πολλαπλά την επιρροή και τα συμφέροντα των ΗΠΑ στη χώρα.
Κατ’ αρχάς, «η καθαρά μαρξιστική εκμετάλλευση» και «διακηρυγμένα αντιαμερικανική απόχρωση» του εορτασμού καθιστούσε αυτόματη τη νοερή «σύνδεση της επίσημης αμερικανικής παρουσίας» με τους βασανιστές της ΕΣΑ, τους σφαγείς του Πολυτεχνείου και τους πραξικοπηματίες της Κύπρου. Ακόμη χειρότερα, η πανηγυρική επιβεβαίωση του πολιτικού κύρους και των οργανωτικών ικανοτήτων του φοιτητικού κινήματος, που αναδείχθηκε στο μόνο κέντρο κοινωνικής αντιπολίτευσης της εποχής, «θα μπορούσε να δημιουργήσει ιδιάζοντα προβλήματα στην ελληνική κυβέρνηση».
Μέσα σ’ ένα διήμερο (18-19/11/1975), η πρεσβεία θ’ ασκήσει έτσι ταυτόχρονες πιέσεις σε ηγετικά στελέχη της κυβέρνησης Καραμανλή (ΥΠΕΘΑ Αβέρωφ, ΥΠΕΞ Μπίτσιο, ΥΠΕΝ Παπαδόγκωνα) προκειμένου ν’ απαγορευτεί η «παντελώς ανάρμοστη κι αδικαιολόγητη» διέλευση των διαδηλωτών από την πρεσβεία. Προς μεγάλη χαρά του πρέσβη, την ίδια ακριβώς υπόδειξη είχε κάνει ήδη από τις 14/11 σε κύριο άρθρο της και η έγκυρη «Καθημερινή».
Το 1976 η πορεία απαγορεύτηκε κατ’ αρχάς ολοσχερώς, με πρόσχημα την πρόσφατη εκλογή του «φιλέλληνα» Τζίμι Κάρτερ στην προεδρία των ΗΠΑ, για να επιτραπεί κατόπιν -ως «υποχώρηση» κυβέρνησης και Αστυνομίας- η πραγματοποίησή της μέχρι τη Βουλή.
Η ΕΦΕΕ υπέκυψε στην απαγόρευση, μπροστά στο τείχος των κρανοφόρων και των τεθωρακισμένων που έκλειναν τη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας στο ύψος των λουλουδάδικων. Η συμμόρφωσή της αυτή, κατ’ επιταγή των ηγεσιών της εγχώριας Αριστεράς, δεν έμεινε πάντως χωρίς εσωτερικές αντιδράσεις, όπως πιστοποιεί ο σχετικός διάλογος στο θεωρητικό έντυπο του ΚΚΕ Εσωτερικού (Δημήτρης Ψαρράς, «Ο δημοκρατικός δρόμος και το δίλημμα της αύρας», περ. Κομμουνιστική Θεωρία και Πολιτική, τχ.16, 1-2/1977, σ.65-73).
Την επόμενη χρονιά, η απαγόρευση σκλήρυνε κι επιβλήθηκε διά ροπάλου. Με τις βουλευτικές εκλογές προγραμματισμένες ξανά στις 20 Νοεμβρίου, η κυβέρνηση Καραμανλή απαγόρευσε κάθε επετειακή εκδήλωση προεκλογικά και κάθε πορεία μετεκλογικά. Στις 17/11 τα νεοσύστατα ΜΑΤ τσάκισαν στο ξύλο μερικές εκατοντάδες «αριστεριστές» που θέλησαν απλώς να καταθέσουν στεφάνια στην πύλη του Πολυτεχνείου.
Ακόμη αγριότερες σκηνές διαδραματίστηκαν στις 27/11, όταν κάμποσες χιλιάδες από τους συγκεντρωμένους έξω από το ΕΜΠ για τον «νόμιμο» εορτασμό δοκίμασαν να πραγματοποιήσουν την απαγορευμένη πορεία: τα ΜΑΤ τούς πετσόκοψαν ανελέητα, στέλνοντας δεκάδες άτομα κάθε φύλου και ηλικίας στα νοσοκομεία.
Νομιμοποιώντας προκαταβολικά την αστυνομική βία, η δημοφιλέστερη καραμανλική εφημερίδα των ημερών θα διακηρύξει σε κύριο άρθρο της πως η αντιδικτατορική εξέγερση, «σύμβολο εθνικό» κι «ένα από τα σημαντικώτερα γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας μας», δεν επιτρέπεται να τιμάται με «διχαστικές» πρακτικές όπως «η επίμαχη πορεία, που δίνει στην πρωτεύουσα όψι πολεμική και ατμόσφαιρα φανατισμού» («Βραδυνή», 26/11/1977).
Ακολούθησε ένα σύντομο διάλειμμα συντηρητικής «εθνικοποίησης» του εορτασμού. Το 1978 η πορεία επιτράπηκε μέχρι τη Βουλή, με συμμετοχή μάλιστα -για τελευταία φορά- της ΟΝΝΕΔ, οι δε βουλευτές κατέθεσαν οργανωμένα στεφάνι στο Πολυτεχνείο.
Η ίδια διαδρομή επαναλήφθηκε και το 1979, τον τόνο έδωσε όμως αυτή τη φορά η δρακόντεια καταστολή των αριστερόστροφων αντιφρονούντων από τις ομάδες περιφρούρησης της ΚΝΕ, εν ονόματι της ΕΦΕΕ. Στόχος τους έγιναν όχι μόνο τα νεοφανή «φρικιά» που έσπαγαν βιτρίνες, αλλά και τα συγκροτημένα μπλοκ της αυτονομίας· η εκκαθάριση διεκπεραιώθηκε με τη διακριτική ανοχή της Αστυνομίας, αποσπώντας τα χαιρέκακα σχόλια του δεξιού Τύπου.
Το 1980, μετά τη νικηφόρα έκβαση των φοιτητικών καταλήψεων του προηγούμενου χειμώνα και την απόσυρση του (ήδη ψηφισμένου) Ν.815 για τα ΑΕΙ, το Κ.Σ. της ΕΦΕΕ επανέφερε ως τελικό προορισμό της πορείας την πρεσβεία· εξέδωσε μάλιστα και σχετική προκήρυξη (11/11), για ν’ αναδιπλωθεί ξανά την τελευταία στιγμή μπροστά στην επίμονη κυβερνητική απαγόρευση.
Η αριστερή μειοψηφία του (ΕΚΟΝ «Ρήγας Φεραίος» - Β΄ Πανελλαδική και ΚΚΕ μ-λ) αποφάσισε αντίθετα να πράξει ό,τι δεν έγινε το 1976: να επιχειρήσει το σπάσιμο της απαγόρευσης, με την προσδοκία πως ο όγκος των διαδηλωτών θα υποχρέωνε τα Σώματα Ασφαλείας σε άτακτη υποχώρηση. Εγινε ακριβώς το αντίθετο: δεκαπέντε διμοιρίες των ΜΑΤ και 16 θωρακισμένες «αύρες» απέκρουσαν τους περίπου 10.000 διαδηλωτές του «μπλοκ της μειοψηφίας» και στη συνέχεια λιάνισαν ό,τι κινούνταν στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου, με μόνη εξαίρεση τα καλά περιφρουρούμενα μπλοκ του ΚΚΕ που έστριψαν προς το Μοναστηράκι. Ο τελικός απολογισμός του μακελειού ήταν 170 τραυματίες (οι δύο από σφαίρες) και δύο νεκροί: ο Κύπριος φοιτητής Ιάκωβος Κουμής και η εργάτρια Σταματίνα Κανελλοπούλου.
Στη επίσημη δήλωσή του για τα γεγονότα, ο Ανδρέας Παπανδρέου αναφέρθηκε -ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης- αποκλειστικά και μόνο σε «θλιβερά έκτροπα» που προκάλεσαν «μετά το τέλος της μεγάλης πορείας» κάποιες «μικρές ομάδες ανεύθυνων στοιχείων και προβοκατόρων ύποπτης προέλευσης», εκφράζοντας μάλιστα την πεποίθησή του πως «η Δικαιοσύνη θα τιμωρήσει παραδειγματικά και τους υποκινητές και τα όργανα των εκτρόπων»· ούτε λέξη για την ανεξέλεγκτη αστυνομική βία, τους εκατοντάδες τραυματίες και τους δύο νεκρούς!
Δεν επρόκειτο για λάθος, αλλά για συνειδητή αποστολή του «σωστού» μηνύματος στα κρατικά κέντρα εξουσίας. Οπως εύστοχα επισήμανε τότε ο Πέτρος Ευθυμίου, στέλεχος της κεντροαριστερής Σοσιαλιστικής Πορείας και μετέπειτα υπουργός Παιδείας του ΠΑΣΟΚ, «ο κ. Παπανδρέου αισθάνθηκε την κρυφή αλληλεγγύη του συμμετόχου στην εξουσία όταν κάλυπτε χωρίς όρους τη βαρβαρότητα των ΜΑΤ τη νύχτα της Κυριακής. Γιατί οι λίγες χιλιάδες “εξτρεμιστές” μπορεί να ήταν το προείκασμα εκείνων που θα συγκρούονταν του χρόνου με την αστυνομία της Πασοκικής κυβέρνησης» (περ. «Αντιθέσεις», τχ.3, 12/1980, σ.5).
Ο Χαρίλαος Φλωράκης, πάλι, κατά τη διάρκεια της σχετικής συζήτησης στη Βουλή (22/11) θα συνοψίσει απ’ την πλευρά του τη διάχυτη προβοκατορολογία των ημερών με το αμίμητο απόφθεγμα ότι «στ’ αριστερά της Αριστεράς βρίσκεται η Δεξιά»...
Η κυβέρνηση της Δεξιάς είχε σημειώσει μια συντριπτική νίκη. Η μετριοπαθής «Καθημερινή» πανηγύρισε πρωτοσέλιδα με τη διαπίστωση (18/11) πως «οδηγούνται σε απομόνωση και συντριβή οι υπονομευτές των δημοκρατικών θεσμών», η δε «Βραδυνή» έσπευσε να χρεώσει τον ηττημένο «εξτρεμισμό» στη μείζονα αντιπολίτευση (19/11), μ’ ένα σκεπτικό που μπορεί να μην είχε και πολλή σχέση με την πραγματικότητα, φαντάζει όμως απελπιστικά επίκαιρο: «Υπόλογοι απέναντι σ’ ολόκληρο τον ελληνικό λαό παραμένουν τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και το ΚΚΕ (εξωτ) διότι με την πολιτική τους διευκόλυναν την δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας για αναρχικές εκδηλώσεις και τραμπουκισμούς που αμαύρωσαν την λαϊκή επέτειο του Πολυτεχνείου. Είναι δε ακριβώς οι εξτρεμιστικές διακηρύξεις για αλλαγές, μαχητικές εκδηλώσεις, απεργιακές κινητοποιήσεις, κομματικοποιήσεις κάθε ενέργειας που ενεθάρρυναν τις οργανωμένες μάζες των αναρχικών της αριστεράς να σπάζουν βιτρίνες καταστημάτων, να βάζουν φωτιές, να πετάνε βόμβες, να επιτίθενται εναντίον αστυνομικών κ.λπ., εμπρός στα απαθή βλέμματα των επισήμων οργάνων της ΕΦΕΕ για την περιφρούρησι και την τάξι...»
Από την «ουρά» στον κλοιό
Η εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ, στις 18/10/1981, επέφερε ολοκληρωτική ανατροπή στην κρατική διαχείριση της επετείου. Από το 1981 και μετά, δεν τίθεται πλέον ζήτημα απαγόρευσης της πορείας ή καταναγκαστικής σύντμησης του δρομολογίου της. Σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια, η τελευταία πραγματοποιείται επίσης σταθερά στις 17 Νοεμβρίου, που καθιερώνεται ως εκπαιδευτική αργία, κι όχι πια στην κοντινότερη Κυριακή.
Η κομματική καταγραφή μέσω διακριτών μπλοκ παραμένει φυσικά βασική σταθερά της πορείας, ακόμη κι όταν το 1984 επιχειρείται η υποκριτική «ενοποίηση» του πλήθους κάτω από ανυπόγραφα πανό με γαλάζια γράμματα − πρακτική με την οποία μόνο το ΚΚΕ θ’ αρνηθεί, προς τιμήν του, να συμμορφωθεί.
Τα όρια της νομιμότητας δοκιμάζονται πάλι πολλαπλά: στις αρχές της δεκαετίας με τη συμμετοχή ένστολων φαντάρων των «Επιτροπών Στρατιωτών-Ναυτών-Σμηνιτών» (με κουκούλες) και αργότερα της μετωπικής «Κίνησης για Εκδημοκρατισμό των Ενόπλων Δυνάμεων» του ΚΚΕ (με ακάλυπτα πρόσωπα)· αργότερα, με την εμφάνιση στην «ουρά» της πορείας ενός μπλοκ αντιεξουσιαστών που διεκδικούν την ιδιότυπη συμμετοχή τους στον εορτασμό, επιτηρούμενοι στενά από την Aστυνομία (με τα μέτρα τουλάχιστον της εποχής) κι επιδιδόμενοι σ’ έναν κλεφτοπόλεμο σποραδικών ενεργειών συμβολικής βίας.
Σε κάθε περίπτωση, η παρουσία εκατοντάδων χιλιάδων διαδηλωτών στους δρόμους και θεατών στα πεζοδρόμια καθιστά αδιανόητη οποιαδήποτε σκέψη μαζικής καταστολής. Σε περίπτωση υπέρβασης των κοινωνικά ανεκτών ορίων, η επέμβαση της περιφρούρησης του ΠΑΣΟΚ θεωρούνταν άλλωστε πολύ πιο επίφοβη, ακόμη και για τη σωματική ακεραιότητα των θυμάτων της, απ’ ό,τι η επίσημη Aστυνομία...
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980, η αντιμετώπιση αυτού του νέου υποκειμένου θ’ αρχίσει πάντως να γίνεται όλο και λιγότερο εύκολη. Η φαεινή ιδέα του σκληρού υπουργού Δημόσιας Τάξης, Αντώνη Δροσογιάννη, να παραγεμίσει το μπλοκ των αναρχικών το 1986 με ασφαλίτες που έκαναν «μπαμ» από χιλιόμετρο με την ηλικία, την αμφίεση και την αμηχανία τους, κατέληξε σε Βατερλό: τέσσερις απ’ αυτούς αναγνωρίστηκαν, αφοπλίστηκαν και ξυλοκοπήθηκαν αγρίως, δίχως οι συνάδελφοί τους να κάνουν το παραμικρό.
Το 1989, πάλι, εν μέσω αλλεπάλληλων διερευνητικών εντολών, η διάχυση του μπλοκ στα πλάγια της υπόλοιπης διαδήλωσης θα προκαλέσει άπειρες υλικές καταστροφές με τα ΜΑΤ να παρακολουθούν τα τεκταινόμενα από κάποια απόσταση.
Σαφής μεταβολή στην αστυνόμευση της επετειακής πορείας θα επέλθει μόνο το 1991, μετά την εμφανή απομαζικοποίησή της την επαύριο της διάσπασης του ΚΚΕ και του Συνασπισμού, αλλά και το σοκ από τον εμπρησμό της πρυτανείας του ΕΜΠ -πιθανότατα από δακρυγόνο βλήμα- στη διάρκεια μιας εξαιρετικά άτονης κατάληψης (24/10/1991). Στο εξής, τα ΜΑΤ που αστυνομεύουν τη διαδήλωση κινούνται παράλληλα προς αυτή σε μεγάλους αριθμούς, από γειτονικές παρόδους. Με τον καιρό, ο κλοιός θα σφίξει ακόμη περισσότερο.
Το επόμενο ορόσημο αποτέλεσε η κατάληψη του ΕΜΠ το 1995, η άρση του ασύλου από τη Σύγκλητο κάτω από την πίεση των καναλιών που μετέδιδαν ζωντανά επί ώρες την πολιορκία, η σύλληψη 483 καταληψιών και η «χαρτογράφηση» από την Ασφάλεια μιας ολόκληρης γενιάς αντιεξουσιαστών. Διαφορετικής τάξης πρακτική υιοθετήθηκε de facto το 1998, όταν ένα σχετικά μικρό μπλοκ αναρχικών εγκλωβίστηκε στη Σταδίου και ξυλοκοπήθηκε από τα ΜΑΤ και την περιφρούρηση του ΚΚΕ, που έδρασαν για πρώτη φορά ως ενιαίος λίγο-πολύ μηχανισμός· ο τελικός απολογισμός ήταν εδώ 153 συλλήψεις, τα δεδομένα των οποίων διασταυρώθηκαν στη ΓΑΔΑ μ’ εκείνα του 1995 για την αξιολόγηση της «επικινδυνότητας» των εσαεί -πλέον- υπόπτων («Ελευθεροτυπία» 18/11/1998).
«Οι δυνάμεις της ΚΝΕ διώξαν από την πορεία γύρω στους 150 μυστήριους και τους έπιασαν τα ΜΑΤ μετά», θα συνοψίσει αργότερα τα συμβάντα ο Νίκος Σοφιανός, με τη συνήθη σ’ αυτές τις περιπτώσεις τάση εξωραϊσμού, σε μια εξαιρετικά φιλική τηλεοπτική κουβέντα του με τον Στέφανο Χίο («Extra» 20/1/2006).
Την επόμενη χρονιά, η επέτειος της εξέγερσης συνέπεσε χρονικά με την προγραμματισμένη για τις 13-14/11 επίσκεψη του Αμερικανού προέδρου Μπιλ Κλίντον, λίγους μήνες μετά τον ΝΑΤΟϊκό πόλεμο κατά της Σερβίας. Η αναβολή της επίσκεψης, με επίσημη αιτιολογία τις προβλεπόμενες διαδηλώσεις, θα χαρίσει στην επετειακή πορεία εξαιρετική μαζικότητα, ως υπολογίσιμη απάντηση στην ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα.
Αισθητά μικρότερη θα είναι αντίθετα η συμμετοχή στην απόπειρα όλης της Αριστεράς, δύο μέρες αργότερα, να σπάσει την απαγόρευση μιας ακόμη πορείας από το Σύνταγμα στην πρεσβεία, τη στιγμή ακριβώς της προσγείωσης του πλανητάρχη στο Ελληνικό.
Ηλιος με ρόπαλα
Η προπαρασκευή της Ολυμπιάδας του 2004 αναβάθμισε αισθητά το οπλοστάσιο και τις τεχνικές της ΕΛ.ΑΣ., όπως φάνηκε κι από το γνωστό σκάνδαλο των υποκλοπών μέσω Vodafone. Καθ’ οδόν προς τη διενέργειά της, η επετειακή πορεία του Πολυτεχνείου θα μετατραπεί σε πεδίο δοκιμής νέων μεθόδων επιτήρησης και καταστολής: ελικόπτερα την παρακολουθούν πλέον από ψηλά, ενώ στο έδαφος κάνουν για πρώτη φορά το 2003 την εμφάνισή τους οι πασίγνωστοι πια κουκουλοφόροι ασφαλίτες με τα full face και τα μαντίλια στο πρόσωπο.
Τα μέτρα ασφαλείας θ’ αναβαθμιστούν ξανά το 2007, ως αντίδραση στο μαζικό και δυναμικό φοιτητικό κίνημα των προηγούμενων μηνών: οι διμοιρίες των ΜΑΤ ακολουθούν πια σε απόσταση αναπνοής την πορεία (ή τουλάχιστον τα «ζωηρότερα» μπλοκ). Το 2009, μετά τον Δεκέμβρη, διμοιρίες και κλούβες κλείνουν επίσης ασφυκτικά κάθε πρόσβαση από τη Βασιλίσσης Σοφίας προς το Κολωνάκι.
Ειδική εξέλιξη της περιόδου θ’ αποτελέσει η σταδιακή στρατιωτικοποίηση των μπλοκ του ΠΑΣΟΚ, παράλληλα με την αριθμητική συρρίκνωσή τους. Εξέλιξη που εν μέρει προκύπτει ως αναπόφευκτη απάντηση στους όλο και συχνότερους προπηλακισμούς που δέχονται από άλλους διαδηλωτές -όχι απαραίτητα αναρχικούς- στο τέλος της πορείας κι εν μέρει ως απόρροια άλλων μορφών διαπλοκής (με κάποιους π.χ. επαγγελματίες της «νύχτας»). Σε κάθε περίπτωση, εντυπωσιακός είναι ο εφοδιασμός αυτής της νέας περιφρούρησης με πανομοιότυπα κράνη, αλλά και τα χιτλερικής έμπνευσης συνθήματά της: «Η γη θα τρέμει, ο ήλιος ανατέλλει»!
Πρώτη φορά Αλεξάνδρας
Η επιβολή των μνημονίων, μαζί με την ανακλαστική αναζωπύρωση των κοινωνικών κινημάτων και κατ’ επέκταση την αναζωογόνηση της επετειακής πορείας, θα επιφέρει δύο ακόμη καινοτομίες.
Η πρώτη είναι η ολοκλήρωση του κατακερματισμού της πορείας σε χωριστά τμήματα, που βαδίζουν προς το κοινό τέρμα ακολουθώντας διακριτές διαδρομές, πλήρως αποκομμένα το ένα από το άλλο. Νομέας της περίφημης σημαίας που παραδόθηκε το 1975 στην ΕΦΕΕ από ένα δεξιό δημοσιογράφο (Δ. Ρίζος) κι έκτοτε έμπαινε επικεφαλής της ενιαίας πομπής, η αποψιλωμένη Νεολαία ΠΑΣΟΚ πορεύεται από το 2011 νωρίτερα από τους υπόλοιπους, με ισχυρή αστυνομική συνοδεία.
Το 2011 τα ΜΑΤ μπλόκαραν μάλιστα επί ώρα στο Σύνταγμα την καθαυτό διαδήλωση (ακόμη και τους αντιστασιακούς του Συλλόγου Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων!), προκειμένου να διασφαλιστεί το ανέπαφο των δύο πλευρών. Από το 2011, χωριστά από τους υπόλοιπους βαδίζει επίσης το ΚΚΕ· στάση που αρχικά υπαγορεύτηκε από την επιθυμία αποφυγής επεισοδίων, μετά την όξυνση των πνευμάτων που προκάλεσε η μετωπική σύγκρουσή του με τους αντιεξουσιαστές κατά τη γενική απεργία της 20/10/2011, ταίριαξε όμως γάντι με τη συνολικότερη επιλογή πολιτικής περιχαράκωσής του. Ακριβώς πίσω του, σε απόσταση ασφαλείας από τους υπόλοιπους, πορεύτηκε φέτος και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η δεύτερη καινοτομία είναι ο πολλαπλασιασμός των μέτρων ασφαλείας, ευθέως ανάλογα με την ανασφάλεια που αισθάνεται (αλλά και το επικοινωνιακό προφίλ που θέλει να οικοδομήσει) η εκάστοτε κυβέρνηση. Δεν πρόκειται τόσο για τον αριθμό των αστυνομικών που επιστρατεύονται, καθώς αυτός από χρόνια κινείται σε ψηλά επίπεδα: οι φετινοί 5.000 αστυνομικοί ήταν σαφώς λιγότεροι από τους 7.000 του 2003 και του 2011, πόσο μάλλον από τους 8.100 του 2007. Οι αλλαγές αφορούν κυρίως τη δοκιμή νέων απαγορευτικών φραγμών, που δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο την πρόσβαση στο κέντρο της πόλης.
Το 2011 -επί Παπαδήμου- το μετρό του Συντάγματος έκλεισε από τις 1 μ.μ., ενώ το 2012 -επί Σαμαρά- ο αποκλεισμός πήρε διαστάσεις κυριολεκτικά γκροτέσκες: στις 2 μ.μ. έκλεισαν όλοι οι σταθμοί από την Εθνική Αμυνα και κάτω! Το 2013, τα ΜΑΤ σφράγισαν επίσης τη Βασιλέως Γεωργίου κι όλη την πλατεία Συντάγματος, εμποδίζοντας τους διαδηλωτές να περάσουν μπροστά από τα πολυτελή ξενοδοχεία της. Οπως είπαμε και στην αρχή του άρθρου, η (φανερή, τουλάχιστον) διάταξη των αστυνομικών δυνάμεων σταθεροποιήθηκε πάντως το 2014, με μόνη αλλαγή κάποιες αυξομειώσεις στον αριθμό των ΜΑΤ που ακολουθούν κάθε χρονιά κατά πόδας τους διαδηλωτές.
Από το 2009 και μετά παρατηρείται, τέλος, μια σταδιακή μετατόπιση των όποιων επεισοδίων από τη Βασιλίσσης Σοφίας στην Αλεξάνδρας, κατά την επιστροφή μιας μερίδας διαδηλωτών από το τέρμα Αμπελοκήπων προς τα Εξάρχεια. Και, φυσικά, ο γεωγραφικός εντοπισμός των σοβαρότερων οδομαχιών στα γνώριμα στενά των τελευταίων, το ζωντανό αυτό πεδίο εξάσκησης των ειδικών κατασταλτικών μονάδων −ζήτημα εντελώς διαφορετικό, χωροταξικά κι εν μέρει ανθρωπογεωγραφικά, από το σημερινό αντικείμενό μας.
Επικίνδυνη νοσταλγία
Αυτά όσον αφορά τη μακρά διάρκεια. Ο φετινός εορτασμός δεν συνοδεύτηκε όμως μόνο από αχαλίνωτη, προληπτική τρομολαγνεία των φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ για όσα φοβερά και τρομερά θα συνέβαιναν στην επετειακή πορεία. Το προπαγανδιστικό αυτό μπαράζ διανθίστηκε, για πρώτη φορά μετά το 1980, από ρητές ή υπαινικτικές εισηγήσεις για «κατάργηση» (βλέπε: απαγόρευση) αυτής της τελευταίας, για λόγους όχι μόνο δημόσιας τάξης αλλά και πολιτικής σκοπιμότητας.
Επικαλούμενος τη «σωστή» απαγόρευση της πορείας στην αμερικανική πρεσβεία το 1980, ο Νότης Παπαδόπουλος θα καλέσει λ.χ. από τις στήλες της «Καθημερινής» (13/11) τον Τσίπρα ν’ ακολουθήσει το παράδειγμα του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, βάζοντας πλάτη στα (αιματηρά;) κατασταλτικά μέτρα της κυβέρνησης: «Οσοι θέλουν να μιμηθούν τον Ανδρέα, είναι καλό πρώτα να τον μελετήσουν. Η κοινωνία διψά για προκοπή και δημιουργικές υπερβάσεις, όχι εύκολη αντιδεξιά ρητορική και “χάιδεμα” στις συντηρητικές μειοψηφίες των μπαχαλάκηδων».
Ακόμη σαφέστερος, ο Γιώργος Παπαχρήστος θα πάρει τη σκυτάλη με δύο διαδοχικά δημοσιεύματα στα «Νέα» (16/11) και το «Βήμα» (17/11), ζητώντας ολοσχερή κατάργηση όχι μόνο της πορείας αλλά και της επετείου εν γένει: «Αν θέλουν πραγματικά τα κόμματα να τιμήσουν» την εξέγερση του 1973, γράφει, «ένα πιστεύω πρέπει να κάνουν: να συμφωνήσουν στην κατάργηση της ψευδεπίγραφης [sic] “γιορτής της νεολαίας”, της σχολικής αργίας και της πορείας προς την αμερικανική πρεσβεία».
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το σημείο τομής, στο οποίο ο επιφανής δημοσιογράφος του ΔΟΛ και του Συγκροτήματος Μαρινάκη τοποθετεί τον οριστικό «εκφυλισμό» των παραπάνω: πρόκειται για «τη μεγάλη πορεία του 1980, την οποία διέλυσαν οι μπαχαλάκηδες της εποχής και η υπέρμετρα σκληρή αστυνομική βία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο δύο κυπρίων φοιτητών» [sic].
Απομένει να δούμε αν οι δημοσιογραφικές αυτές εμπνεύσεις, με κοινό σημείο αναφοράς το ίδιο ακριβώς μεταπολιτευτικό μακελειό, επιχειρηθεί να γίνουν πράξη τα ερχόμενα χρόνια.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας