Θεωρητικά οι κάλπες αφορούσαν την επιλογή εκπροσώπων για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο −και μια πρώτη εκλογική αποτύπωση της εμπειρίας από το προσαρμοστικό σοκ της επαφής της χώρας με την «υπαρκτή Ευρώπη». Στην πράξη, εξελίχθηκαν σε αποτίμηση της θητείας της πρώτης αριστερής κυβέρνησης που γνώρισε ο τόπος: ένα συλλογικό ζύγισμα επιτευγμάτων και (κυρίως) απογοητεύσεων στο φόντο μιας ολομέτωπης δεξιάς αντεπίθεσης με απροκάλυπτα ψυχροπολεμικά χαρακτηριστικά, που ευαγγελιζόταν την επιστροφή στις παλιές καλές μέρες της πούρας εθνικοφροσύνης.
Αφόρητα παλιομοδίτικη και συχνά γελοία, η προπαγάνδα της τελευταίας επιστράτευε ένα αντιφατικό μίγμα που συνδύαζε τις φιλελεύθερες «αντιολοκληρωτικές» κορόνες με την επίκληση ενός στιβαρού καθεστώτος νόμου και τάξης, που θα έθετε φραγμό στις αντεθνικές εκτροπές και την ελευθεριάζουσα αποχαλίνωση των τελευταίων χρόνων.
«Στο ράπισμα θα απαντούμε με ράπισμα ή εν ανάγκη με γροθιά»
Ευάγγελος Αβέρωφ (πρόεδρος της Ν.Δ.), εφ. «Βραδυνή» 14/12/1981
Τα προεκλογικά φυλλάδια και οι εφημερίδες της Ν.Δ. έφτασαν μάλιστα στο σημείο να υποστηρίξουν πως αν η αριστερή κυβέρνηση δεν αποδοκιμαζόταν από τους ψηφοφόρους ώστε να δρομολογηθούν εξελίξεις, οι εκλογές αυτές «ίσως» να ήταν οι τελευταίες πριν από την εγκαθίδρυση σοσιαλκομμουνιστικής δικτατορίας. Ως μοναδική δε εγγύηση για την αποτροπή μιας τέτοιας εξέλιξης σκιαγραφούνταν διακριτικά ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, σαρξ εκ σαρκός της Δεξιάς και ύστατος εγγυητής του καθεστώτος.
Δεν πρόκειται για περιγραφή της φετινής άνοιξης από κάποιον ιστορικό του μέλλοντος, αλλά για τις πρώτες ουσιαστικά ευρωεκλογές της νεοελληνικής ιστορίας που πραγματοποιήθηκαν στις 17 Ιουνίου 1984 −περίπου τρία χρόνια μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και 16 μήνες πριν από την εκπνοή της πρώτης κυβερνητικής θητείας του.
Είχαν βέβαια προηγηθεί οι ευρωεκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981, εννιά μήνες μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), τη μετέπειτα Ε.Ε. Η ταυτόχρονη όμως διεξαγωγή τους με τις σημαδιακές εθνικές εκλογές που απομάκρυναν τη Δεξιά για πρώτη φορά από το 1965 (ουσιαστικά: το 1952), τους προσέδωσε άκρως δευτερεύουσα σημασία στη συλλογική συνείδηση. Δεν ίσχυε καθόλου το ίδιο για το 1984, όταν οι ψηφοφόροι κλήθηκαν ν’ αποφανθούν τόσο για την εσωτερική κατάσταση όσο και για τα πρώιμα βιώματά τους ως Ευρωπαίοι πολίτες.
Στο σημερινό μας αφιέρωμα θ’ ασχοληθούμε με τον λόγο των βασικών πολιτικών σχηματισμών κατά τις ευρωεκλογές του 1984, όπως αποτυπώνεται στο προεκλογικό υλικό των ημερών.
Υπενθυμίζεται ότι μιλάμε ακόμη για την «Ευρώπη των 10» (Γαλλία, Γερμανία, Βρετανία, Μπενελούξ, Δανία, Ιταλία, Ιρλανδία, Ελλάδα), προτού ακόμη ενταχθούν σ’ αυτή -το 1986- η Ισπανία και η Πορτογαλία.
Μια συγκυρία επίσης έντονα σημαδεμένη από την αναμέτρηση κεφαλαίου και εργασίας σε ευρωπαϊκή κλίμακα, με αιχμή του δόρατος δύο αναμετρήσεις: από τη μια, την πολύμηνη αμυντική απεργία των Βρετανών ανθρακωρύχων ενάντια στο κλείσιμο των «αντιπαραγωγικών» ορυχείων που είχε εξαγγείλει η κυβέρνηση Θάτσερ· από την άλλη, τις ελπιδοφόρες μαζικές κινητοποιήσεις στη Γερμανία υπέρ του 35ωρου. Αναμέτρηση που εκ των υστέρων γνωρίζουμε πως κερδήθηκε από το κεφάλαιο, αλλά η έκβαση της οποίας παρέμενε τότε ακόμη εκκρεμής.
Εθνική καταστροφή
Τη σαφέστερη στάση απέναντι στο επίσημο διακύβευμα της αναμέτρησης επέδειξε το ΚΚΕ, που κατέβηκε στις ευρωεκλογές με κεντρικό σύνθημα «Οχι στην ΕΟΚ - Ναι στην αλλαγή». Απόρροια της πλήρους και ομολογημένης ταύτισής του με το σοβιετικό στρατόπεδο, η γραμμή αυτή δεν συνδυαζόταν πάντως με κάποια σοσιαλιστική στοχοθεσία· σύμφωνα με το πρόσφατο, 11ο συνέδριο του κόμματος (1982), άμεσο στόχο του δεν αποτελούσε άλλωστε ο σοσιαλισμός αλλά «η πραγματική αλλαγή».
Η διακήρυξη της Κεντρικής Επιτροπής για τις ευρωεκλογές, που διανεμόταν με τη μορφή πολύχρωμης προκήρυξης, επικεντρωνόταν έτσι κυρίως στις αρνητικές επιπτώσεις της ένταξης όχι μόνο για τα λαϊκά στρώματα, αλλά ακόμη και για το ντόπιο «μη μονοπωλιακό» κεφάλαιο, με όρους καθαρά εθνικούς:
«Στα τρία και πάνω χρόνια που πέρασαν από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, μεγάλωσαν και οξύνθηκαν τα προβλήματα του τόπου, προστέθηκαν καινούρια. [...] Το παραγωγικό δυναμικό της χώρας μας, υλικό και ανθρώπινο, πνίγεται από τους κανονισμούς της ΕΟΚ, που είναι κομμένοι και ραμμένοι στα μέτρα των δυτικοευρωπαϊκών μονοπωλίων. Τα χρόνια της ένταξης στην ΕΟΚ είναι χρόνια της μεγαλύτερης μεταπολεμικής πτώσης της βιομηχανικής μας παραγωγής και της πιο εκρηκτικής ανόδου της ανεργίας τις τελευταίες δεκαετίες. Χρόνια πρωτοφανούς κατακλυσμού της αγοράς μας με ΕΟΚικά προϊόντα, που εκτοπίζουν τα δικά μας. [...] Σας λένε μόνο ότι η ΕΟΚ μάς δίνει και κρύβουν ότι μας παίρνει. Ομως τα μονοπώλια της ΕΟΚ δεν μας έβαλαν σε αυτή για να μας δώσουν, αλλά για να μας πάρουν».
Χαρακτηριστική η απεύθυνση ειδικά στους «μικρούς και μεσαίους επιχειρηματίες»: «Σας υποσχέθηκαν, όπως και στους αγρότες, εξασφαλισμένη πώληση των προϊόντων σας στην αγορά της ΕΟΚ. Η δυτικοευρωπαϊκή όμως αγορά των 260 εκατομμυρίων αποδείχθηκε πολύ “μικρή” για να απορροφήσει τα δικά σας προϊόντα. Αντίθετα, η μικρή ελληνική αγορά έγινε πολύ “μεγάλη” για τα εμπορεύματα των δυτικοευρωπαϊκών μονοπωλίων».
Τον εθνικό χαρακτήρα της αντίθεσης επιβεβαιώνει η επέκτασή της από το οικονομικό πεδίο στο πολιτιστικό. Η ίδια διακήρυξη προειδοποιεί λ.χ. πως η προώθηση του «ευρωπαϊκού ιδεώδους» «σημαίνει μεγαλύτερες προσπάθειες παραμερισμού του εθνικού και λαϊκού μας πολιτισμού και των προοδευτικών στοιχείων στην τέχνη».
Εθνικοί τόνοι επικρατούν και στην μπροσούρα του ΚΚΕ που απευθυνόταν ειδικά στις γυναίκες: «Ελληνίδα, στα 3 χρόνια από την ένταξη, έμαθες πια τι σημαίνει ΕΟΚ! ΕΟΚ σημαίνει πρόσθετη απειλή για την ειρήνη, μεγαλύτερη εξάρτηση. [...] Με την Ευρωπαϊκή Ενωση, που ψήφισε η ΕΟΚ [πρόκειται για το ψήφισμα που κατέθεσε ο Ιταλός κομμουνιστής Αλτιέρο Σπινέλι κι εγκρίθηκε στις 14/2/1984 με πλειοψηφία 237-31-43] ενισχύονται οι υπερεξουσίες της ΕΟΚ, καταπατιέται η Εθνική μας ανεξαρτησία και το δικαίωμα της χώρας μας να χαράσσει τη δική της ανεξάρτητη πολιτική, επιδιώκεται η παραπέρα υποταγή της στο ιμπεριαλιστικό κέντρο της ΕΟΚ. Στις Βρυξέλλες αποφασίζουν για τη δική μας τύχη».
Οπως ήδη επισημάναμε, η μετωπική αυτή αντίθεση στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν συνδέεται με κάποιο ριζοσπαστικό κοινωνικό σχέδιο, ούτε ευαγγελίζεται κάποια σύνδεση με την αντίστοιχη ολοκλήρωση των οικονομιών του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Εμφανίζεται, απεναντίας, ρητά ως συμπληρωματικό στήριγμα του εγχώριου ΠΑΣΟΚ −για την άνευ όρων στήριξη του οποίου το ΚΚΕ δεχόταν διαρκείς πιέσεις από τα αδελφά κόμματα και κυβερνήσεις, όπως διαπιστώνουμε από το δημοσιευμένο ημερολόγιο του Βούλγαρου πρέσβη Νικολάι Τοντόροφ.
Η πολιτική αυτή λειτουργία διακηρύσσεται πανηγυρικά σε προεκλογικό τρίπτυχο με τίτλο «Δέκα ερωτήματα με μια απάντηση. Πρέπει να ψηφίσεις ΚΚΕ. Οχι στην ΕΟΚ, ναι στην αλλαγή».
Το πέμπτο ερώτημα («Η ψήφος στο ΚΚΕ είναι αντικυβερνητική;») απαντιέται ως εξής:
«Η ψήφος στο ΚΚΕ είναι αντιδεξιά. Δεν στρέφεται ενάντια στις άλλες δυνάμεις της αλλαγής. Αντίθετα ενισχύει συνολικά τις δημοκρατικές δυνάμεις. Η ψήφος στο ΚΚΕ στρέφεται ενάντια στις υποχωρήσεις και τους συμβιβασμούς. Γι’ αυτό είναι ένα “αγωνιστικό μήνυμα” προς τις δυνάμεις εκείνες του ΠΑΣΟΚ που δεν θέλουν την αλλαγή μόνο όραμα, αλλά και πράξη. Πιο ισχυρό ΚΚΕ, που είναι η πιο συνεπής αντιδεξιά δύναμη, σημαίνει λιγότερο ευάλωτο ΠΑΣΟΚ στις πιέσεις της δεξιάς. Για να ενισχύσεις λοιπόν συνολικά τις δυνάμεις της αλλαγής, για να βοηθήσεις τη συνεργασία τους, πρέπει να ψηφίσεις ΚΚΕ».
«Μάχιμη σχέση»
Το ΠΑΣΟΚ, απ’ την πλευρά του, βίωνε την ανάγκη να συμφιλιώσει την προηγούμενη αντίθεσή του στην ΕΟΚ (με συνθηματολογία παρεμφερή εκείνης του ΚΚΕ) με τη γραμμή που ακολούθησε ως κυβέρνηση μετά το 1981 (και ο Αντρέας είχε παρασκηνιακά διαπραγματευτεί με τον Καραμανλή, ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ήδη από το 1980).
Το κεντρικό προεκλογικό φυλλάδιό του, με τίτλο «30 μήνες στην ΕΟΚ. Αδιάκοπος αγώνας του ΠΑΣΟΚ για την εθνική ανεξαρτησία και την αυτοδύναμη ανάπτυξη», συνδύαζε ως εκ τούτου μια αρνητική αποτίμηση της ένταξης με διαβεβαιώσεις για την κυβερνητική προσπάθεια εξομάλυνσης ή και αντιστροφής των επιπτώσεών της:
«Η θέση του ΠΑΣΟΚ ενάντια στην ένταξή μας στην ΕΟΚ και υπέρ μιας ειδικής σχέσης με την ΕΟΚ δικαιώθηκε. Οταν το ΠΑΣΟΚ ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, η ένταξη είχε ήδη συντελεστεί. Δώσαμε και δίνουμε τον αγώνα σ’ όλα τα επίπεδα, στα πλαίσια των γενικότερων πολιτικών και οικονομικών συνθηκών, για να μειώσουμε τις αρνητικές επιπτώσεις της ένταξης και να αλλάξουμε τους “όρους ένταξης”. [...]
Το πρώτο βασικό και σοβαρό πρόβλημα που πρόκυψε από την ένταξή μας στην ΕΟΚ (και από την απουσία ικανών προστατευτικών, μεταβατικών μέτρων από τις συμφωνίες που είχε υπογράψει η Νέα Δημοκρατία) ήταν το άνοιγμα του εμπορικού μας ισοζυγίου με τις χώρες της Κοινότητας. Ιδιαίτερα δυσμενείς ήταν και οι επιπτώσεις σε ορισμένους κλάδους της οικονομίας -κυρίως της βιομηχανίας μας. Οι επιχειρήσεις -και βέβαια οι εργαζόμενοι- στους κλάδους των επίπλων, της υφαντουργίας, του ρουχισμού, των δερματίνων ειδών, των παιχνιδιών, των τροφίμων και των ποτών, στις οικιακές ηλεκτρικές συσκευές, στα γουναρικά, στα είδη υγιεινής κ.λπ. με την άρση και των τελευταίων εμποδίων στις εισαγωγές, αντιμετώπισαν έναν οξυμένο ανταγωνισμό. Η κατάσταση αυτή -δηλαδή αυξημένοι όροι ανταγωνισμού σε συνδυασμό με τη γενικότερη δυσπραγία- αποθάρρυνε νέες επενδύσεις ή επεκτάσεις σε πολλούς κλάδους της βιομηχανίας μας. Μια αποθάρρυνση που είχε ήδη εκδηλωθεί αρκετά χρόνια πριν, με την προοπτική της ένταξής μας στην Κοινότητα. [...] Τα προϊόντα μας όχι μόνο δεν κατέκτησαν τις δυτικοευρωπαϊκές αγορές αλλά αντίθετα, με το άνοιγμα των συνόρων πολλά προϊόντα εκτοπίσθηκαν και από την ελληνική αγορά. Οσον αφορά τη μεταφορά πόρων από τα κοινοτικά ταμεία, παρ’ όλο που ξεπέρασε κατά πολύ τις προβλέψεις της ΝΔ, δεν ήταν αρκετοί για να εξουδετερώσουν τις συνέπειες της ένταξης. [...] Ο δρόμος που αμέσως χάραξε η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, ήταν η συνετή αλλά σταθερά μάχιμη σχέση με την Κοινότητα. Η πολιτική πρόταση για ειδικές σχέσεις (που είχε υποστηρίξει το Κίνημα πριν την ένταξη) υπό το πρίσμα των νέων συνθηκών (μετά την ένταξη) διαμόρφωσε την Κυβερνητική θέση για ειδικές ρυθμίσεις».
Το διά ταύτα ήταν φυσικά αυτονόητο: «Ισχυρό το ΠΑΣΟΚ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σημαίνει ένα ακόμη ισχυρό μέτωπο προάσπισης των Εθνικών συμφερόντων. Σημαίνει ακόμα, έμπρακτη λαϊκή συμπαράσταση στη διαρκή και κρίσιμη μάχη που δίνει η Κυβέρνηση στις Βρυξέλλες».
Πεδίο ταξικής πάλης
Τρίτος -και καταφανώς ασθενέστερος- εταίρος του «μπλοκ της αλλαγής», το ΚΚΕ Εσωτερικού ήταν το μόνο κόμμα της Αριστεράς (μαζί με τη μεταπολιτευτική ΕΔΑ, συνεργαζόμενη πλέον με το ΠΑΣΟΚ) που το 1979 είχε υπερψηφίσει στη Βουλή τη συμφωνία ένταξης στην ΕΟΚ. Επρεπε, ως εκ τούτου, να συγκεράσει τη θετική στάση του για την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας με τις αρνητικές επιπτώσεις της ένταξης για τους βιομηχανικούς -τουλάχιστον- εργάτες. Τη λύση θα δώσει η προσφυγή σε μια προσέγγιση σαφώς μαρξιστικότερη απ’ ό,τι τα εθνικοενωτικά σχήματα του «δογματικού Κ.Κ.»:
«Τρία χρόνια ΕΟΚ. Το ΚΚΕ Εσωτερικού είχε δίκιο! Η ΕΟΚ ούτε κόλαση ούτε παράδεισος. Ενα καινούριο πεδίο ταξικού και εθνικού αγώνα» διακηρύσσει έτσι το βασικό προεκλογικό τρίπτυχο του κόμματος, με μια ισχυρή δόση αισιοδοξίας σε μια συγκυρία κατά την οποία η έκβαση της νεοφιλελεύθερης αντεπίθεσης του κεφαλαίου στη Δύση δεν είχε ακόμη κριθεί:
«Ελεγαν: Η ΕΟΚ θα επιβάλει το νόμο των μονοπωλίων πάνω στους εργάτες. Η ΕΟΚ θα φέρει την ανεργία και την εκμετάλλευση.
Κι εμείς λέγαμε: Το νόμο των μονοπωλίων τον επιβάλλει ο καπιταλισμός. Την ανεργία τη φέρνει η κρίση του καπιταλισμού. Και στην Ελλάδα έχουμε καπιταλισμό. Εχθρός του εργάτη είναι πρώτα ο ντόπιος καπιταλισμός. Ας παλέψουμε να φτάσουμε τις καταχτήσεις των εργαζομένων της Ευρώπης (επιδόματα ανεργίας 80% του μισθού. Εργοστασιακά Συμβούλια. Μπλοκάρισμα στις αυθαίρετες απολύσεις. Πανίσχυρα αυτόνομα συνδικάτα). Ας παλέψουμε μαζί με την εργατική τάξη και τους εργαζόμενους της ΕΟΚ. Ας διεθνοποιήσουμε τον αγώνα όλων των ευρωπαϊκών Συνδικάτων για να αναχαιτίσουμε την επίθεση των μονοπωλίων. Για νέες κατακτήσεις στο δρόμο της Ευρώπης των εργαζομένων.
Τώρα: Δυναμώνει ο αγώνας ενάντια στην κρίση, την ανεργία, τη λιτότητα των μονοπωλίων. Διευκολύνεται η πάλη για λιγότερες ώρες δουλειάς, κοινωνικό μισθό, δημοκρατία στο εργοστάσιο. Μπορούμε τώρα να παλέψουμε για νέα μορφή ανάπτυξης, με έντονη την επενδυτική δραστηριότητα του κράτους. Για κοινωνική παρέμβαση με ουσιαστική συμμετοχή των εργαζομένων».
Αυτά όσον αφορά το κεντρικό σχήμα. Γιατί στα επιμέρους προεκλογικά υλικά του ΚΚΕσ. η γραμμή αυτή εξειδικεύεται προς το τεχνοκρατικότερο πλησιάζοντας αισθητά εκείνη του ΠΑΣΟΚ: ειδικά φυλλάδια με τις παρεμβάσεις του Λεωνίδα Κύρκου στο Ευρωκοινοβούλιο για διάφορα κλαδικά προβλήματα (των ελαιοπαραγωγών, των σταφιδοπαραγωγών, των ψαράδων κ.ο.κ.), σε μόνιμη αντιπαράθεση με την αντίστοιχη αντιΕΟΚική κινδυνολογία του ΚΚΕ.
Μεταξύ άλλων, το τελευταίο κατηγορείται ότι με τη συνθηματολογία του συγκαλύπτει τις ευθύνες των μέχρι πρότινος διαχειριστών της εξουσίας: «Η Δεξιά άφησε τη χώρα χωρίς βιομηχανική υποδομή. Η Δεξιά έκρυβε ακόμη και το πραγματικό μέγεθος της ανεργίας στην Ελλάδα. Το δογματικό ΚΚ δε μιλάει για τις πραγματικές ευθύνες της Δεξιάς. Στην πράξη χαρίζεται στη Δεξιά» (από το φυλλάδιο «ΕΟΚ και εργαζόμενοι. Το πρόβλημα της ανεργίας»).
Οι αρνητικές επιπτώσεις στην εγχώρια βιομηχανική παραγωγή δεν ήταν φυσικά δυνατό ν’ αποσιωπηθούν, διασκεδάζονταν όμως με αντικαπιταλιστικό σκεπτικό.
Χαρακτηριστικό δείγμα από προεκλογική μπροσούρα με τα πρακτικά σχετικής συζήτησης στο τελευταίο κομματικό φεστιβάλ: «Βέβαια η ένταξη στην ΕΟΚ προκάλεσε κραδασμό. Υπάρχει μια ευθεία σύνδεση ανάμεσα στην αύξηση των ρυθμών της ανεργίας στην Ελλάδα (4,1% το ’80, 6% το ’82, 8% το ’83) και στην επιδείνωση του ισοζυγίου πληρωμών, που κι αυτή έχει σημαντική περιοριστική επίδραση πάνω στις θέσεις απασχόλησης και που οπωσδήποτε συνδέεται με την ένταξη στην ΕΟΚ. Να λέμε όμως πως η ανεργία, που πλήττει όλο το δυτικό κόσμο, είναι δώρο της ΕΟΚ, ότι δηλαδή αν δεν είχαμε μπει στην ΕΟΚ δεν θα είχαμε ανεργία, αν μη τι άλλο είναι υπερβολή».
Πολιτισμικός ιμπεριαλισμός
Ακόμη ιδεολογικότερη υπήρξε η καμπάνια κάποιων μικρότερων πολιτικών σχηματισμών. Στο προεκλογικό φυλλάδιό της η Χριστιανική Δημοκρατία συνδύασε λ.χ. μια αριστερόστροφη κριτική της ΕΟΚ, που «αποτελεί στην ουσία συντονιστικό όργανο του δυτικοευρωπαϊκού καπιταλισμού» και «στήριγμα στη Δ. Ευρώπη του καπιταλισμού, δηλ. ενός τρόπου κοινωνικής ζωής αδικίας και εκμετάλλευσης», με την υπεράσπιση της πιο βαθιάς Ελλάδας απέναντι στην ξενόφερτη θεσμική και πολιτισμική απειλή: «Καταβλήθηκε και καταβάλλεται σημαντική προσπάθεια περιθωριοποίησης της Εκκλησίας και μετατροπής της από Κέντρο και πηγή ζωής, που πρέπει να είναι, σε απλό ιδιωτικό σωματείο, όπως συμβαίνει στην άλλη Ευρώπη. Προωθήθηκαν και προωθούνται νομοσχέδια αντίθετα προς τις Ορθόδοξες παραδόσεις του λαού μας [=πολιτικός γάμος, συναινετικό διαζύγιο, νομιμοποίηση εκτρώσεων κ.λπ.]. Παραχωρήθηκαν παράνομα και αντισυνταγματικά προνόμια στους στρατευμένους χιλιαστές, ενώ ασκούνται πιέσεις για την πλήρη απαλλαγή τους από την υποχρέωση στράτευσής τους. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν γίνει όργανα επιβολής του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού της Δύσης, αντίθετα και ενάντια προς τα ήθη, τις αξίες, τον τρόπο ζωής και τις πραγματικές ανάγκες του λαού μας, με στόχο τον “εκπολιτισμό” του».
«Οι σημερινοί Ευρωπαίοι πρέπει να συνειδητοποιήσουν την ανάγκη να εξιλεωθεί η Ευρώπη για τις αμαρτίες του παρελθόντος, βάζοντας θεμέλια της ζωής της, σήμερα, τις Χριστιανικές αξίες που χθες, στην υπηρεσία του Αστισμού, του Υλισμού, του Ιμπεριαλισμού και του Μαρξισμού, είχε προδώσει!» διαβάζουμε στο μήνυμα του προέδρου της Χ.Δ., Νίκου Ψαρουδάκη, που κοσμεί το οπισθόφυλλο της ίδιας προκήρυξης.
Διακηρύσσοντας την αντίθεσή της σε «ψευτοδιλήμματα του τύπου “Αστισμός ή Μαρξισμός” ή “Δεξιά ή Αριστερά”» αλλά και σε «κάθε υλιστικό-φυσιοκρατικό ή τεχνοκρατικό κατασκεύασμα», το κυρίως κείμενο καταλήγει πάντως σε μια αξιοσημείωτη επίδειξη ρεαλισμού:
«Η ένταξη σήμερα είναι ένα γεγονός, που όσο και αν αγωνιστήκαμε δεν μπορέσαμε να αποτρέψουμε. Η στείρα άρνηση κι απομόνωση σε τίποτε δεν ωφελεί. Με το δεδομένο αυτό η Χ.Δ. συμμετέχει στις εκλογές της 17 Ιουνίου ’84 για το Ευρωκοινοβούλιο, ώστε ν’ αγωνισθεί και μέσα από τα όργανά του:
1. Να περισώσουμε ό,τι μπορούμε από τα συμφέροντα του λαού μας.
2. Να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις που θα βάζουν φραγμό στην ενσωμάτωση και απορρόφηση της ιδιομορφίας της χώρας μας από την ΕΟΚ και θα του δίνουν [προφανώς: του λαού] την δυνατότητα ν’ αποδεσμευτεί απ’ αυτήν, όταν ο ίδιος τ’ αποφασίσει, με δημοψήφισμα».
Επί θύραις «Αυγούστης»;
Σε εντελώς διαφορετικό πλαίσιο κινήθηκε η προεκλογική καμπάνια της Ν.Δ., που δυσκολευόταν ακόμη να συνέλθει από το σοκ της απώλειας της εξουσίας. Οι συνέπειες της ένταξης δεν προκαλούν φυσικά εδώ τον παραμικρό προβληματισμό, καθώς αυτή θεωρείται (και προβάλλεται ως) το μεγαλύτερο επίτευγμα του κόμματος και του ιστορικού ηγέτη του, που από το 1980 έχει μετακομίσει στην προεδρία της Δημοκρατίας.
Τα φυλλάδια της Ν.Δ. αναλαμβάνουν έτσι την υπεράσπιση της ΕΟΚ από τις «συκοφαντίες» της Αριστεράς, ενώ διακινείται και πολύπτυχο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος με (κακομεταφρασμένα) συνθήματα του τύπου «Οχι στην αλληλεγγύη των τάξεων [εννοεί, προφανώς, «ταξική αλληλεγγύη»]. Ναι στην αλληλέγγυα κοινωνία».
Δεν λείπουν ακόμη και λυρικότεροι τόνοι, όπως τα συνθήματα που κοσμούν το εξώφυλλο μιας τοπικής κομματικής έκδοσης των βορείων προαστίων: «Για να είμαι στην ΕΟΚ, ψηφίζω Ν.Δ. Για να σταματήσουν οι πόλεμοι. Για να εξασφαλιστεί καλύτερη ζωή. Κάθε φορά που θα εκφράζεται το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που ΕΜΕΙΣ εκλέξαμε θα μιλάμε εμείς οι ίδιοι» («Κηφισιώτικη Πρωτοπορία», περιοδικό της Τ.Ε. της Ν.Δ. Κηφισιάς, τ.3, 5/1984).
Το πρόβλημα εδώ ήταν καθαρά ο εσωτερικός εχθρός −η δυναμική, η κοινωνική εμβέλεια και η προσαρμοστική ευελιξία του οποίου είχαν σαφώς υποτιμηθεί τα προηγούμενα χρόνια.
Αποκαλυπτικό για τη διάχυτη σχετική πρόσληψη αποδεικνύεται ένα άρθρο του καραμανλικού υπουργού Βιομηχανίας, Μιλιτιάδη Εβερτ, συνταγμένο το 1978 κι αναδημοσιευμένο το 1980: «Το ΠΑΣΟΚ», ισχυρίζεται το ανερχόμενο στέλεχος (και μελλοντικός αρχηγός) της Ν.Δ., «δεν είναι ούτε μπορεί να αναδειχθεί σε κόμμα εξουσίας. Εχει αυτοκαταδικαστεί στο ρόλο του κινήματος διαμαρτυρίας. Και μόνο σαν τέτοιο μπορεί να διατηρήσει κάποια θέση στην ελληνική πολιτική σκηνή. Θα ήταν άλλωστε τραγωδία για τον κ. Α. Παπανδρέου να του συμβεί κάποτε το απίθανο. Να βρεθεί, δηλαδή, στην εξουσία. Αυτό θα ήταν το πολιτικό Βατερλώ του. Δεν θα του έμενε ούτε το σημερινό ποσοστό των ψήφων του. Και θα παραμεριζόταν οριστικά στο περιθώριο της πολιτικής ζωής του τόπου. Η εξουσία δεν είναι για κόμματα όπως το ΠΑΣΟΚ. Είναι για κόμματα όπως η Νέα Δημοκρατία και η προ του 1967 Ενωση Κέντρου» («Ιδεολογική αναμέτρηση», Αθήνα 1980, σ.40).
Με το «κίνημα διαμαρτυρίας» γερά εδραιωμένο πλέον το 1984 στην εξουσία, η καμπάνια της Δεξιάς για «απαλλαγή» επιστρατεύει κάθε πιθανό ή απίθανο επιχείρημα που θα μπορούσε να προσελκύσει τα μεσαία κυρίως στρώματα, τα οποία ένιωθαν να συμπιέζονται ανάμεσα στους (άθικτους) μεγαλοαστούς και τις («υπερπροστατευμένες») πληβειακές μάζες: από την αύξηση μιας κοινωνικά υπερκαθορισμένης εγκληματικότητας «με στόχο καταστήματα και επιχειρήσεις» («σήμερα η ζωή ενός καταστηματάρχη κινδυνεύει για λίγα κατοστάρικα ή χιλιάρικα»), μέχρι εθνοπρεπείς διακηρύξεις ότι «μόνο -ίσως- η Ν. Δημοκρατία σέβεται την ελληνική ιδιοσυγκρασία» και «ποτέ δεν αρνήθηκε την ελληνική σημαία, βάζοντας ψηλότερα απ’ αυτήν κομματικά λάβαρα ή σημαίες άλλων κρατών». Με τη Ν.Δ., διαβάζουμε πάλι σε άλλο φυλλάδιο, θα είναι «ελεύθερος ο Αγρότης να καλλιεργεί τη δική του γη» (που ουδείς διανοήθηκε να του αφαιρέσει), «ελεύθερος ο Μικρομεσαίος να παράγει», «ελεύθερος ο Υπάλληλος να προοδεύει», αλλά και «ελεύθερος ο Εργάτης να γίνει Μικρομεσαίος»!
Με το μέχρι πρότινος κόμμα στελεχών να έχει άρτι μαζικοποιηθεί -κι αυτό- ως κίνημα διαμαρτυρίας, το προεκλογικό υλικό της Ν.Δ. του 1984 προκαλεί σήμερα αυθόρμητα ειρωνικά χαμόγελα· αψευδής μάρτυρας τα σχετικά δείγματα που εικονογραφούν το σημερινό μας αφιέρωμα.
Για το επίπεδο δε της σχετικής επιχειρηματολογίας, τη συγχυτική επαγγελία ενός φιλελεύθερου μέλλοντος που θα απέτρεπε τις... υπερβολικές ελευθερίες των άλλων (π.χ. των ιδιωτικών εκπαιδευτικών), αλλά και για τις γενεαλογικές συγγένειες με μεταγενέστερα σχήματα, αρκετά εύγλωττο αποδεικνύεται το φυλλάδιό της που απευθυνόταν στις γυναίκες:
«Αλλαξαν τα πράγματα. Τα σχολεία δεν εκπαιδεύουν πια ελεύθερα σκεπτόμενους ανθρώπους. Η ιστορία του τόπου αλλοιώνεται. Νέα Σοσιαλ-μαρξιστικά συστήματα προσπαθούν να “περάσουν” μια νέα ακατανόητη γλώσσα, όπου ο γνωστός μας Ιούλιος έγινε “Ιούλης” (!) και επικρατεί η γενική απορία γιατί τότε με την ίδια λογική κι ο Αύγουστος δεν έγινε “Αυγούστης”;
Ετσι το επίπεδο της μόρφωσης των παιδιών μας κατεβαίνει για να προσαρμοστεί στις ανάγκες της Σοσιαλ-μαρξιστικής προπαγάνδας, αντί ν’ ανέβουν οι δυνατότητες των παιδιών μας στο επίπεδο μόρφωσης των παιδιών όλης της Ευρώπης.
Τι γίνεται όμως στα σχολεία; Στα δημόσια, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των καθηγητών, το χάος... Η άλλη λύση, τα ιδιωτικά; Απεργίες και δίδακτρα να έχουν φθάσει σε απαγορευτικά ύψη ακόμη και για τους πρώην ...προνομιούχους... [...]
Επειδή αγανάκτησες με όλα τα παραπάνω πρέπει να το πεις στις 17 Ιουνίου με την ψήφο σου. Ισως είναι η τελευταία ευκαιρία για ν’ ακουστεί η φωνή σου. Γιατί οι εκλογές αυτές δεν αφορούν μόνο την ΕΟΚ, αλλά τα δικά σου συμφέροντα και της χώρας μας».
Η ετυμηγορία της κάλπης
Τα τελικά αποτελέσματα της 17ης Ιουνίου 1984 διέψευσαν παταγωδώς αυτή την προσδοκία. Το ΠΑΣΟΚ κράτησε την πρώτη θέση με 41,59%, υποχωρώντας μεν κατά 6,48% ως προς τις βουλευτικές αλλά κερδίζοντας 1,47% σε σχέση με τις ευρωβουλευτικές του 1981.
Η Ν.Δ. αύξησε κι αυτή κατά τι το ποσοστό της αποσπώντας ένα 38,04% των ψήφων· η απόδοση αυτή κρίθηκε όμως εντελώς απογοητευτική και προκάλεσε τη διαδοχή του σκληροπυρηνικού αρχηγού της, Ευάγγελου Αβέρωφ από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Το ΚΚΕ, με 11,64%, απέτυχε να κεφαλαιοποιήσει τη στάση του ως εγγυητή της «πραγματικής αλλαγής». Οσο για το ΚΚΕσ., ξαναβγήκε μεν από την αφάνεια χάρη στην απήχηση της κεντρικής προεκλογικής ομιλίας του Λεωνίδα Κύρκου που μεταδόθηκε τηλεοπτικά (13/6), η επιτυχία αυτή όμως πυροδότησε ταυτόχρονα εσωτερική κρίση και τελική τη διάσπασή του.
Η δε Χριστιανική Δημοκρατία, που φιλοδόξησε να εκπροσωπήσει τη βαθιά Ελλάδα απέναντι στην εξ Εσπερίας πολιτισμική επιβουλή, με 0,45% εξαφανίστηκε απλώς από το προσκήνιο.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας