Στο περιθώριο των ειδήσεων για τις εξελίξεις των διαπραγματεύσεων, τη δημόσια συζήτηση μονοπώλησαν τις μέρες αυτές οι προβλέψεις των αναλυτών για τους εσωτερικούς συσχετισμούς στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ και για το ενδεχόμενο να υπάρξουν διαρροές κατά τη διαδικασία συζήτησης και ψήφισης από τη Βουλή της τελικής συμφωνίας.
Παίρνοντας παράδειγμα από τη φθορά που είχαν προκαλέσει στις κοινοβουλευτικές ομάδες του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. οι διαδικασίες υπερψήφισης των Μνημονίων, πολλοί αναλυτές διαβλέπουν -και ορισμένοι καλοβλέπουν- το ενδεχόμενο να υπάρξει εσωκομματικό πρόβλημα στον ΣΥΡΙΖΑ μετά την όποια συμφωνία. Μ’ έναν σμπάρο δυο τρυγόνια είναι η σκέψη τους: και «μένουμε Ευρώπη» και ενδυναμώνουμε το ενδεχόμενο να επιβεβαιωθεί η θεωρία της αριστερής παρένθεσης.
Η αλήθεια είναι ότι τα περισσότερα Μέσα Ενημέρωσης πρωτοστάτησαν σ’ αυτή την εκστρατεία. Και μάλιστα οι ίδιοι δημοσιογράφοι που μέχρι πριν από λίγες μέρες διαρρήγνυαν τα ιμάτιά τους για την άμεση αναγκαιότητα υπογραφής οποιασδήποτε συμφωνίας, ξιφουλκούν από την Τρίτη εναντίον της συμφωνίας, ανακαλύπτοντας για πρώτη φορά στην καριέρα τους τη φρίκη των απαιτήσεων των πιστωτών μας. «Μού σηκώθηκε η τρίχα», θα αναφωνήσει από το «Βήμα FM» παλαίμαχος δημοσιογράφος (24.6), ενώ από την ίδια εκπομπή διευθυντικό στέλεχος του ΔΟΛ θα σπεύσει να ειρωνευτεί την εσωκομματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, θέλοντας να προκαλέσει τους εκπροσώπους της να αντιδράσουν: «Γαργάρα θα το κάνει η Αριστερή Πλατφόρμα».
Μάλιστα, ο ίδιος δημοσιογράφος θα χλευάσει τον πρόεδρο των ΑΝ.ΕΛΛ. που τόλμησε μετά τη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματός του να δηλώσει ότι μελετούν την υπόθεση και θα τοποθετηθούν μετά την οριστική διατύπωση του κειμένου: «Ξεφτιλίστηκε ο Καμμένος».
Στη λογική αυτή, τις τελευταίες μέρες βλέπουμε να παρελαύνουν από κανάλια και ραδιόφωνα κυρίως όσοι βουλευτές της συμπολίτευσης έχουν να πουν κάτι εναντίον των χειρισμών του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης. Μια μικρή γεύση παίρνουμε από τις αναρτήσεις στο Facebook του βουλευτή των ΑΝ.ΕΛΛ. Δημήτρη Καμμένου, αυτού που έγινε γνωστός την Τετάρτη από την άθλια αντισημιτική ανάρτηση για το Αουσβιτς και την απόπειρα προπηλακισμού της εκπροσώπου του κόμματός του Μαρίνας Χρυσοβελώνη, η οποία τόλμησε να αποδοκιμάσει την πράξη του. Ε, λοιπόν, σύμφωνα με τις δικές του δηλώσεις, μέσα σε μια μέρα ο κ. Καμμένος ήταν προσκεκλημένος στην «ΕΡΤ», στον «ΣΚΑΪ», στον «Alpha», στον «Kontra» και στον «Βήμα FM».
Βέβαια καμιά φορά ο προσκεκλημένος δεν ανταποκρίνεται στις μύχιες επιθυμίες των προσκαλούντων. Συνέβη με τον απρόβλεπτο Κώστα Ζουράρι, ο οποίος δεν συναίνεσε να καταγγείλει την (άγνωστη) ακόμα συμφωνία. Και υποχρεώθηκε ο καημένος ο δημοσιογράφος στο «Βήμα FM» να τον εκλιπαρεί: «Κύριε Ζουράρι, πρέπει να διαβάσετε όλο το κείμενο». Απτόητος ο εκπρόσωπος της «Πυρίκαυστης Ελλάδας» δεν του έκανε τη χάρη: «Θα το δούμε».
Η ιδιαιτερότητα της Αριστεράς
Εκεί που μπερδεύονται οι αναλυτές είναι το γεγονός ότι για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική Ιστορία το κόμμα που κυβερνά είναι ένα κόμμα της Αριστεράς. Παγιδευμένοι από την εξωτερική εμφάνιση -που φαίνεται να είναι ίδια για όλα τα κόμματα- αντιμετωπίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ ως απλή συνέχεια των προηγούμενων κυβερνητικών σχημάτων. Ετσι δυσκολεύονται να κατανοήσουν τον τρόπο που λαμβάνονται οι αποφάσεις της ηγεσίας του κόμματος, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνονται οι όποιες εσωτερικές διαφοροποιήσεις.
Μάλιστα, όταν βρίσκονται μπροστά στο ακατανόητο γι' αυτούς φαινόμενο, δηλαδή τις δηλώσεις κάποιου στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ που ανήκει στην εσωκομματική αντιπολίτευση αλλά αρνείται να αναπαραγάγει δηλώσεις εναντίον της ηγεσίας ή να προβάλει την πιθανότητα καταψήφισης των προτάσεών της, αμέσως είναι έτοιμοι να αναφωνήσουν με φρίκη: «Μα εσείς τότε είστε υπέρ του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού».
Εξίσου ακατανόητο για τους ίδιους αναλυτές είναι το γεγονός ότι εν μέσω διαπραγμάτευσης συγκαλούνται τα όργανα του κόμματος και όχι μόνο ενημερώνονται, αλλά δίνουν και τις δικές τους κατευθύνσεις.
Το ζήτημα αυτό έχει πολιτικό και ιστορικό βάθος. Και για να κατανοήσει κανείς τις διεργασίες στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να λάβει υπόψη του τη διαφορά του από τα άλλα κόμματα. Οσο κι αν με την πολύχρονη κοινοβουλευτική τους παρουσία τα κόμματα της Αριστεράς τείνουν να πάρουν ορισμένα τυπικά χαρακτηριστικά όλων των άλλων κομμάτων (αρχηγισμός, ομαδοποιήσεις χωρίς ιδεολογική συνοχή, κυριαρχία των εκλογικών και κοινοβουλευτικών προτεραιοτήτων), η καταστατική επαγγελία της κοινωνικής αλλαγής προϋποθέτει μια διαφορετική δομή και μια ιδιαίτερη σχέση με τη «βάση», δηλαδή τα απλά μέλη.
Μπορεί αυτή η δομή να απηχεί παλιότερες εποχές, όταν το κόμμα «νέου τύπου» αποτελούσε ταυτόχρονα πρόπλασμα της μετακαπιταλιστικής κοινωνίας και όχημα μάχης εναντίον των μηχανισμών της, αλλά ακόμα και σήμερα δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί η ανάγκη για την Αριστερά να στηρίζεται σε ένα διαρθρωμένο κόμμα.
Αυτό που μπερδεύει πολλούς είναι το γεγονός ότι, ενώ κατά την προδικτατορική περίοδο το μόνο κόμμα στην Ελλάδα που είχε μαζικό χαρακτήρα και ιδιαίτερη οργανωτική δομή (με οργανώσεις βάσης, ενδιάμεσα όργανα, ηγεσία, αλλά και συνδιασκέψεις και συνέδρια) ήταν η ΕΔΑ (ως υποκατάστατο του εκτός νόμου ΚΚΕ), από την εποχή της μεταπολίτευσης μιμήθηκαν αυτή την οργάνωση και τα νέα μαζικά κόμματα που επρόκειτο να κυριαρχήσουν επί δεκαετίες ως οι δύο πόλοι του δικομματισμού.
Και αν το ΠΑΣΟΚ ήταν αναμενόμενο να πάρει τέτοια μορφή, εφόσον αναπτύχθηκε ως το κόμμα της νέας Αριστεράς, η έκπληξη ήρθε από τη Ν.Δ., την οποία φρόντισε ο ιδρυτής της να εξοπλίσει με παρόμοια δομή (κεντρική επιτροπή, οργανώσεις, συνέδρια).
Ασφαλώς ακολουθήθηκαν παρόμοιες διεργασίες που σημειώθηκαν και στα ευρωπαϊκά κόμματα, αλλά η εξέλιξη αυτή υπήρξε και ένας τρόπος ανασυγκρότησης του παλιού πολιτικού προσωπικού, το οποίο έβγαινε βαριά λαβωμένο από την οδυνηρή εμπειρία της χούντας και είχε να αντιμετωπίσει την αδιαφιλονίκητη ηγεμονία των ιδεών και των προτύπων της δικαιωμένης από τα πράγματα Αριστεράς.
Είναι βέβαια γνωστό ότι ο έντονα αρχηγικός χαρακτήρας και των δύο κομμάτων (ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ.) μετέτρεψε πολύ γρήγορα σε καρικατούρα την εσωτερική πολιτική διάρθρωσή τους. Τα συνέδρια εξακολούθησαν να διεξάγονται, οι κεντρικές επιτροπές συνέχισαν να συνεδριάζουν, αλλά η πραγματική εξουσία μοιραζόταν μεταξύ του αρχηγού και της Κοινοβουλευτικής Ομάδας. Εξάλλου η Κοινοβουλευτική Ομάδα των δύο κομμάτων ήταν εκείνη που κλήθηκε να αποφασίσει τους νέους αρχηγούς, όταν εξέλιπαν οι ιδρυτές.
Η διαδικασία διάλυσης κάθε έννοιας οργανωμένου κόμματος ολοκληρώθηκε τα τελευταία χρόνια με τη διαδικασία εκλογής αρχηγού από τη «βάση», δηλαδή από ένα αδιευκρίνιστο αριθμό πολιτών, οι οποίοι δεν χρειάζεται να είναι καν ψηφοφόροι του κόμματος. Αλλά τότε για ποιο λόγο να είναι κανείς «μέλος» του κόμματος; Το μοναδικό κίνητρο προσχώρησης σε κόμματα τέτοιου είδους εντοπίζεται πλέον στην ανάγκη πρόσδεσης σε κάποιον (εν δυνάμει) εξουσιαστικό μηχανισμό.
Τη μέθοδο εφάρμοσε για πρώτη φορά ο Γιώργος Παπανδρέου στο ΠΑΣΟΚ το 2004, για να τον μιμηθεί η Ν.Δ. το 2009. Και από τότε δεν διανοείται κανένα από τα δυο κόμματα να μεταβάλει τον τρόπο εκλογής αρχηγού. Οσο για την Κοινοβουλευτική Ομάδα των κομμάτων αυτών, αποτελεί σύνολο ομάδων («βαρονίες» τις έλεγαν παλιότερα), οι οποίες αποτελούν εσωτερικές εστίες πίεσης, αλλά ποτέ δεν μπορούν να επιβάλουν τις θέσεις τους. Αυτός είναι και ο λόγος που όταν οι πιέσεις αυτές έγιναν ασφυκτικές, το αποτέλεσμα ήταν να υπάρξουν διαχωρισμοί και διασπάσεις που οδήγησαν έως και στη δημιουργία νέων κομμάτων.
Αντίθετα από αυτή τη λογική, ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί μέχρι σήμερα μια σαφή δομή, με όργανα που αποφασίζουν σε όλη την κλίμακα της ιεραρχίας. Και βέβαια ο πρόεδρός του εκλέγεται από το Συνέδριο. Μάλιστα το παράδοξο είναι ότι ενώ πριν από λίγα χρόνια το κόμμα της Αριστεράς λειτουργούσε σαν ομπρέλα μιας ευρείας συμμαχίας «συνιστωσών», στην πορεία για την κατάκτηση της εξουσίας υποχρεώθηκε να αποκτήσει ενιαία οργάνωση. Πάντως οι συνιστώσες αυτές ουδέποτε πήραν τη μορφή των «βαρονιών», εφόσον δεν είχαν και τις ανάλογες κοινοβουλευτικές εκπροσωπήσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν διαφωνίες και αποκλίσεις μεταξύ των στελεχών του κόμματος. Το αντίθετο.
Μόνο που αυτές εκδηλώνονται κυρίως στο εσωτερικό της κομματικής δομής και όχι στο επίπεδο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας. Και όταν οι αντιθέσεις αυτές αποκτούν εκρηκτικό χαρακτήρα, φτάνουμε σε διασπάσεις, οι οποίες δεν είναι απλές αποχωρήσεις βουλευτών, αλλά ολόκληρων τάσεων ή «συνιστωσών», όπως συνέβη με την περίπτωση της λεγόμενης «ανανεωτικής» τάσης του Φώτη Κουβέλη, η οποία αποσχίστηκε έπειτα από διαφωνία της σε συνέδριο και απέκτησε αυτόνομη οργανωτική δομή, τη ΔΗΜΑΡ.
Το ζήτημα δηλαδή της λεγόμενης «κομματικής πειθαρχίας» τίθεται διαφορετικά σε ένα κόμμα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό προσπαθούν να πουν τα στελέχη του, όταν αναφέρονται σε αποφάσεις των οργάνων που δεσμεύουν τα μέλη και φυσικά τους βουλευτές. Αν υπάρξει ρήξη θα υπάρξει κυρίως σ’ αυτό το επίπεδο και όχι στο κοινοβουλευτικό. Αυτός είναι ο λόγος που σε πολλά ζητήματα, στα οποία διαφωνεί η Αριστερή Πλατφόρμα, οι διαφορετικές προσεγγίσεις τίθενται στα όργανα και ακολουθείται η τελική απόφαση της πλειοψηφίας.
Το ζήτημα της «κομματικής πειθαρχίας» των βουλευτών τίθεται δηλαδή διαφορετικά στον ΣΥΡΙΖΑ. Επιχείρησε να το εξηγήσει τη Δευτέρα ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος Νίκος Φίλης: «Κατά τη γνώμη μου όχι (δεν υπάρχει θέμα κομματικής πειθαρχίας). Υπάρχει θέμα συνειδητής πειθαρχίας.
Συμφωνώ ή διαφωνώ. Παίρνω τις ευθύνες μου πολιτικά. Το μείζον πολιτικό θέμα είναι η συμφωνία, εφόσον με συλλογικό τρόπο ληφθεί μια απόφαση στο κόμμα και στην κυβέρνηση. Η συμφωνία όλων μας, η ειρηνική συμφωνία, αλλιώς θα γίνουμε σκορποχώρι. Ολοι μας, έπειτα από συλλογική συζήτηση και κατάληξη δημοκρατική, θα υλοποιήσουμε μια κατεύθυνση. Αυτή είναι και η εντολή του ελληνικού λαού. Δεν είναι σκορποχώρι, ο καθένας να κάνει ό,τι θέλει».
Ας σημειωθεί ότι ο κυβερνητικός εταίρος, το κόμμα των ΑΝ.ΕΛΛ., συνεπές στη δική του φυσιογνωμία έχει ήδη ανακοινώσει ότι οι βουλευτές του θα ψηφίσουν «κατά συνείδηση».
Το μοντέλο Μητρόπουλου
Αυτά όλα ισχύουν βέβαια για τα μέλη του κόμματος. Ως γνωστόν, όμως, η σημερινή διευρυμένη Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ συγκεντρώνει στις τάξεις της και ορισμένους συνεργαζόμενους, κυρίως προερχόμενους από το ΠΑΣΟΚ, αλλά και κάποια στελέχη της Αριστεράς που δεν έχουν άμεση σχέση με την κομματική δομή. Τα στελέχη αυτά έχουν εκφράσει την πρόθεσή τους να ακολουθούν τις προσωπικές τους στρατηγικές ήδη από την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν αξιωματική αντιπολίτευση.

Τρεις χαρακτηριστικές –όσο και ανόμοιες- περιπτώσεις που ανήκουν στην κατηγορία αυτή είναι βέβαια η Ζωή Κωνσταντοπούλου, ο Αλέξης Μητρόπουλος και ο Γιάννης Μιχελογιαννάκης. Κατά σύμπτωση και οι τρεις είχαν προκαλέσει το ενδιαφέρον των Μέσων Ενημέρωσης πολύ νωρίτερα, όταν επέλεξαν να διαφοροποιηθούν από την επίσημη θέση του κόμματός τους κατά τη διάρκεια της ψήφισης των αιτήσεων άρσης ασυλίας της Χρυσής Αυγής.
Αλλά ενώ η πρόεδρος της Βουλής έχει συγκεντρώσει απέναντί της το σύνολο σχεδόν των συστημικών Μέσων, και ο κ. Μιχελογιαννάκης αντιμετωπίζεται ως γραφικός και υπερβολικός, ο Αλέξης Μητρόπουλος έχει αναδειχτεί σε πρωταθλητής στις τηλεοπτικές παρουσίες. Μετά από κάποιες πρώτες αναφορές στις παλιές εκκρεμότητες του κ. Μητρόπουλου με ποσά 2 εκατ. δολαρίων, τα οποία αναζητούσε το ΣΔΟΕ σε λογαριασμούς του, τα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά μέσα ενημέρωσης ανακάλυψαν στο πρόσωπό του τον ιδανικό «αντιπολιτευόμενο» Συριζαίο. Οχι βέβαια πως είχε ποτέ λείψει από το στασίδι των πρωινάδικων ο προστάτης των εργαζομένων εργατολόγος, ως συνεργάτης ειδικά του Γιώργου Αυτιά και του Γιώργου Παπαδάκη. Αλλά τώρα τελευταία δεν προλαβαίνει.
Περιττό να πούμε ότι ο κ. Μητρόπουλος θεωρεί δικαίωμά του να ψηφίζει ανεξάρτητα από τις αποφάσεις των οργάνων του ΣΥΡΙΖΑ, στον οποίο εξάλλου δεν ανήκει, αλλά ούτε καν στις αποφάσεις της Κοινοβουλευτικής Ομάδας. Οταν τον ρωτούν να σχολιάσει τη θέση του Νίκου Παππά για την υποχρέωση υπερψήφισης της όποια συμφωνίας, ο κ. Μητρόπουλος θα επικαλεστεί τις αγωνιστικές του δάφνες: «Η Αριστερά πορεύεται με τις διαχρονικές αξίες της ηθικής και της Ιστορίας της.
Εάν μπαίνουν ζητήματα πειθαρχίας και τιμωρίας, κ.λπ., τότε αυτά δεν έχουν να κάνουν με τις αξίες της Αριστεράς. Και όσοι βγήκαμε από τις φυλακές και θεωρούμε ότι μέχρι τώρα έχουμε μία στοιχειώδη συνέπεια, υπακούμε στις διαχρονικές αρχές τις δικές μας και τις πανανθρώπινες και όχι σε συμφωνίες ή σε αυστηρές πολιτικές, οι οποίες δεν έχουν να κάνουν –επαναλαμβάνω- με τις αρχές της Αριστεράς.
Η Κοινοβουλευτική Ομάδα ίσως είναι το τελευταίο καταφύγιο του λαού να στείλουν περήφανο πατριωτικό μήνυμα οι βουλευτές στους δανειστές ότι τέτοιες συμφωνίες δεν στέργει το Κοινοβούλιο να ψηφίσει» (ΣΚΑΪ, 31.5). Και από κοντά το έσχατο επιχείρημα: «Μα ο λαός με έχει βγάλει πρώτο από όλους τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ». Είναι πράγματι πολύ αναγνωρίσιμος ο κ. Μητρόπουλος. Εξάλλου και στα δύο συνέδρια του ΠΑΣΟΚ που συμμετείχε (το 1984 και το 2008) αναδείχτηκε μεταξύ των πρώτων.
Η μονοπώληση από πολιτικές φιγούρες τύπου Μητρόπουλου της εσωκομματικής αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ έχει όμως και μια δεύτερη σημαντική συνέπεια. Δίνει συγκεκριμένα πολιτικά χαρακτηριστικά στις όποιες αντιρρήσεις ακούγονται και σκεπάζει τον αρθρωμένο αριστερό λόγο πίσω από μεγαλοστομίες και υπερβολές.
Το ενδιαφέρον είναι ότι στα κρίσιμα ζητήματα ο εργατολόγος βγαίνει από «τα δεξιά» στην κυβέρνηση. Εδειξε, λ.χ., μεγάλη κατανόηση για την επιλογή Παναρίτη -δηλώνοντας βέβαια ότι διαφωνεί, εφόσον είχε ήδη ακυρωθεί η τοποθέτηση- ενώ διαφώνησε και με το κρίσιμο για την κυβέρνηση αίτημα να παραιτηθεί ο κ. Στουρνάρας. «Εντάξει, δεν είναι βεβαίως η καλύτερη επιλογή και βεβαίως διαφωνώ», θα πει για την Ελενα Παναρίτη, «αλλά και στα ζητήματα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μέχρι τη συνεργασία με τους ΑΝ.ΕΛΛ., μέχρι την επιλογή των τραπεζιτών δεν πήγαμε με το αριστερό μοιρογνωμόνιο» θα δηλώσει στον Γ. Αυτιά, ο οποίος ξεκαρδίζεται. «Υπ’ αυτήν την έννοια αν σε άλλες κυρίαρχες επιλογές κάναμε αυτό που κάναμε, τους μάρανε η Παναρίτη; Στο κάτω κάτω της γραφής καλύτερα η Λαγκάρντ να έχει δίπλα την Παναρίτη παρά τον Λεουτσάκο, ή τον Φίλη ή άλλους εξαίρετους φίλους και συντρόφους».
Οταν ρωτήθηκε σχετικά με την παραμονή του Γιάννη Στουρνάρα στο τιμόνι της Τράπεζας της Ελλάδας, ο κ. Μητρόπουλος θα αποκρούσει το ενδεχόμενο: «Σε αυτή τη συγκυρία, [διατυπώνονται] υπερβολικές δηλώσεις και από τα δικά μας στελέχη. Επαναλαμβάνω σε μία δύσκολη κατάσταση, υπάρχουν περιθώρια κριτικής. Η στάση του θα έπρεπε να είναι πιο λελογισμένη. Πολλά στελέχη έχουν λόγο να του λένε ό,τι λένε, αλλά πρέπει να αποφεύγονται οι δριμείες κριτικές. Σε αυτή τη φάση, στο κρισιμότερο δίμηνο δεν θα πρέπει να φύγει» (Real FM, 13.5).
Διαβάστε
► Ν. Μουσούρου «Η θεωρία του Λένιν για το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό» (εκδόσεις Αγώνας, Αθήνα 1979)
► Μ. Τζόνστοουν «Σοσιαλισμός, δημοκρατία και μονοκομματικό σύστημα» (εκδόσεις Αγώνας, Αθήνα χ.χ.έ.)
► Γιάννης Βούλγαρης «Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης 1974 - 1990. Σταθερή δημοκρατία σημαδεμένη από τη μεταπολεμική ιστορία» (εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 2001)
Η πολιτική συγκρότηση του κομματικού συστήματος μετά την πτώση της δικτατορίας.
Επισκεφθείτε
► Ιός «Αστατα και καταστατικά»
Η θεσμική οργάνωση των κομμάτων. Μια σύγκριση στα καταστατικά των κομμάτων της Βουλής προδίδει τα χαρακτηριστικά τους αλλά και τον ρόλο του καθενός απ’ αυτά στο πολιτικό σύστημα. Περιγραφή της αμήχανης οργανωτικής διάρθρωσης της Ν.Δ., στα πρότυπα μαζικών κομμάτων της Αριστεράς.
Τα καταστατικά των κοινοβουλευτικών κομμάτων είναι προσβάσιμα στους ιστοτόπους τους:
Νέα Δημοκρατία
Το Ποτάμι
Ανεξάρτητοι Ελληνες
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας